Είναι οι άνθρωποι γενικά ορθολογικοί δρώντες; Ισχύει η θεωρία της ορθολογικής επιλογής; Ο Γιώργος Φαλτσέτας εξηγεί 

 Στους κόλπους της οικονομικής επιστήμης, μνημειώδη επίδραση έχει ασκήσει η θεωρία της ορθολογικής επιλογής που γεννήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος κλόνισε συθέμελα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ατένιζαν, μεταξύ άλλων, και την οικονομία. Ωστόσο, θα πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι η οικονομική επιστήμη δεν μελετά μόνο τις οικονομικές αγορές, αλλά παρέχει τα αναλυτικά εκείνα εργαλεία που επιτρέπουν την ευρύτερη  μελέτη και κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθώς και των συνεπειών της. Οι απαντήσεις που η θεωρία της ορθολογικής επιλογής παρέχει στην ανωτέρω σύνθετη διεργασία είναι σθεναρές και στηρίζονται στην έννοια της ορθολογικότητας. 

 Θεμελιώδεις παραδοχές της εν λόγω θεωρίας είναι ότι τα άτομα τείνουν να γνωρίζουν το ίδιον συμφέρον καλύτερα από τον οποιοδήποτε και επιδιώκουν να αποκτήσουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος με εφαλτήριο τους εγγενώς περιορισμένους πόρους, τους οποίους εξάλλου αξιολογούν σωστά. Ακόμη, οι άνθρωποι βρίσκονται έμφυτα σε θέση να επιτύχουν τους στόχους τους (αδιάφορο το ποιόν τους και το ποιοι είναι αυτοί), ικανοποιώντας τις προτιμήσεις τους με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, ήτοι με το μικρότερο κόστος. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται ορθολογικά. Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής διερευνά τους περιορισμούς, αλλά και τα κίνητρα των ανθρώπινων ενεργειών, σε μια προσπάθεια να προβλέψει τις ενέργειες αυτές, δυνάμει της αφετηριακής της παραδοχής ότι οι άνθρωποι είναι ορθολογικοί παίκτες.  

Το ευλογοφανές και φωτεινό σχήμα που αδρώς περιγράφηκε, όμως, δεν άντεξε στην κριτική βάσανο στην οποία υποβλήθηκε, με απότοκη συνέπεια να οδηγηθούν σε σοβαρό κλυδωνισμό κάποιες από τις βασικές του αρχές και να χάσει την δογματική του καθαρότητα. Ο νομπελίστας Herbert Simon και τα συμπεριφορικά οικονομικά κατέδειξαν ότι οι άνθρωποι δεν δρουν τόσο ορθολογικά όσο υποθέτει η θεωρία της ορθολογικής επιλογής. Ως προς την ικανοποίηση των προτιμήσεών μας, ορθώνονται πολυποίκιλες γνωστικές αδυναμίες, λόγω της ελλιπούς μας πληροφόρησης, της τάσης μας να μην αξιολογούμε δεόντως τα δεδομένα και γενικά της ασυνέπειας που χαρακτηρίζει την συμπεριφορά μας. Έτσι, δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι ενεργούμε πάντα ορθολογικά, αλλά αντίθετα μπορούμε να συναγάγουμε ότι έχουμε περιορισμένη ικανότητα ορθολογικής σκέψης.  

 Προς ενίσχυση της τελευταίας θέσης προσφέρονται μια σειρά από παραδείγματα, τα σημαντικότερα από τα οποία συναρθρώνονται στο περίφημο δίλημμα του φυλακισμένου. Υποτεθείσθω ότι δυο ύποπτοι έχουν συλληφθεί ως μέλη μιας συμμορίας για ένα έγκλημα και κρατούνται σε χωριστά κελιά, χωρίς ευχέρεια επικοινωνίας μεταξύ τους. Ο ανακριτής προσφέρει μια συμφωνία σε αμφότερους, η οποία αναλύεται σε τέσσερεις εναλλακτικές: α) Εάν ομολογήσεις και συμφωνήσεις να καταθέσεις κατά του άλλου υπόπτου ότι τέλεσε το έγκλημα, θα αφεθείς ελεύθερος, ενώ στον άλλον θα επιβληθεί ποινή. β) Εάν δεν ομολογήσεις και το κάνει ο άλλος ύποπτος, θα καταδικαστείς με τη μέγιστη ποινή των 10 ετών. γ) Εάν ομολογήσετε και οι δυο, θα καταδικαστείτε με 5 χρόνια κάθειρξη έκαστος. δ) Εάν, τέλος, κανείς από τους δυο δεν ομολογήσει, και οι δυο θα κατηγορηθείτε για κάποιο πλημμέλημα με συνακόλουθη καταδίκη 1 έτους.  

 Ο απόλυτα ορθολογικός τρόπος σκέψης, ο οποίος συνεφέλκεται το μικρότερο κόστος για τον καθένα είναι εδώ η α) επιλογή, δηλαδή η δυνατότητα καθενός να καταδώσει τον έτερο ύποπτο, διότι αυτό εξασφαλίζει την προσωπική του ελευθερία, εν αντιθέσει λχ με την δ) επιλογή, η οποία συνεπάγεται το κόστος της μονοετούς φυλάκισης. Και τούτο διότι οι δυο κρατούμενοι ελπίζουν ότι ο άλλος δε θα τους καταδώσει, με ευεργετικά για τους ίδιους αποτελέσματα. Ωστόσο, το δίλημμα διδάσκει ότι η ιδιοτέλεια και ο εγωισμός κοστίζουν. Μια αυστηρά «ορθολογική» επιλογή δεν οδηγεί σε βέλτιστα αποτελέσματα και για τους δυο εμπλεκόμενους, δοθέντος ότι μάλλον ο ένας θα καταθέσει κατά του άλλου και θα επιβληθούν 5 έτη κάθειρξης και στους δύο. Αντίστροφα, η επιλογή δ) της μη ομολογίας συνιστά μια επιλογή διαπνεόμενη από την τάση για συνεργασία και κοινωνική αλληλεγγύη και η οποία αντανακλά το «κοινό συμφέρον», μπορεί δε να διασφαλίσει την λιγότερο βλαπτική συνέπεια για αμφότερους (δηλαδή την μονοετή φυλάκιση, αντί της 10ετούς ή 5ετούς κάθειρξης). 

 Στα άκρως αυτά ενδιαφέροντα συμπεράσματα καταλήγει η λεγόμενη θεωρία παιγνίων της οικονομικής επιστήμης και τα εμπλουτίζει με μια ακόμη έκφανση, η οποία θα καταστεί έκδηλη μέσα απ΄το παίγνιο του τελεσιγράφου: ο διοργανωτής του παιχνιδιού διαθέτει ένα χρηματικό ποσό και καλεί δυο παίκτες να συμφωνήσουν μεταξύ τους για το πώς θα το μοιραστούν. Το ποσό δίδεται στον πρώτο παίκτη, ο οποίος κάνει στον δεύτερο μια προσφορά για τη διανομή του. Αν ο τελευταίος δεχτεί, το ποσό θα μοιραστεί όπως πρότεινε ο πρώτος παίκτης, ενώ αν αρνηθεί και οι δυο παίκτες παίρνουν μηδέν. Σημειωτέον ότι το παιχνίδι έχει ένα γύρο χωρίς διαπραγματεύσεις. 

 Εάν ο δεύτερος παίκτης είναι ορθολογικός -όπως τον θέλει η θεωρία της ορθολογικής επιλογής- πρέπει να δεχτεί κάθε προσφορά του πρώτου, καθώς ακόμα και 3 άκοπα ευρώ είναι προτιμότερα από το τίποτα που προηγουμένως διέθετε. Όμως, αν υποθέσουμε ότι ο πρώτος παίκτης, από το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, δίνει στον δεύτερο τα 5.000 και κρατά για τον ίδιο τα 95.000 ευρώ, κατά κανόνα ο δεύτερος θα απορρίψει την προσφορά. Το παράδοξο τούτο που αντιμάχεται την υπόθεση περί ορθολογικότητας εξηγείται καθώς τα άτομα, όταν λαμβάνουν αποφάσεις, προβαίνουν και σε σταθμίσεις δικαιοσύνης κι αμοιβαιότητας. Ο δεύτερος παίκτης θα προτιμήσει να μην λάβει κανένας κάποιο χρηματικό ποσό, θέλοντας να τιμωρήσει τον πρώτο για την προπετή και εν πολλοίς άδικη συμπεριφορά του, παρά να αυξήσει το προσωπικό του όφελος, ακόμη και δίχως κανένα απολύτως κόστος.  

 Τα ανωτέρω φαινόμενα αποτελούν οδηγούς ικανούς να ερμηνεύσουν τους χρησμούς, οι οποίοι υποβόσκουν στην ανθρώπινη συμπεριφορά και την νοηματοδοτούν, ακόμα και σε ένα μακροαναλυτικό επίπεδο. Αρχικά, καταρρίπτουν με πειστικότητα το αφήγημα περί πλήρους ανθρώπινης ορθολογικότητας και καταδεικνύουν την αναγκαιότητα της συνεργασίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, όσον αφορά την αρμονική ανθρώπινη συμβίωση εντός μιας πολιτικής κοινωνίας. Όταν τα άτομα ενεργούν ψυχρά ορθολογικά και φιλοδοξούν να ικανοποιήσουν μόνο τις δικές τους επιθυμίες, ακόμα και σε βάρος των υπολοίπων, τείνουν να υπονομεύουν την κοινωνική συνύπαρξη και, εν τέλει, τη συνοχή της κοινωνίας. Τόσο ο φυλακισμένος που εμφορείται από εγωστρέφεια, όσο και ο πρώτος παίκτης που μοιράζει το ποσό αποβλέποντας στην ευνοϊκή διαμόρφωση της περιουσιακής του κατάστασης μέσω της άνισης μεταχείρισης του άλλου, απολήγουν να βλάπτουν τους εαυτούς τους, στον βωμό της μεγιστοποίησης του προσωπικού οφέλους.  

Μια συνεκτική πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να νοηθεί απλώς ως ένα άθυρμα «ορθολογικών» ατόμων, στων οποίων τον ορίζοντα διαγράφεται μόνο το ατομικό συμφέρον, δίχως μέριμνα για την ευημερία του συνόλου. 

 Αναλογικά ιδωμένο, όταν οι δημοκρατικά εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντα μειοψηφικών ομάδων πίεσης, από τις οποίες προσδοκούν το όφελος της επανεκλογής και αγνοούν τα αιτήματα της ευρείας λαϊκής βάσης, η πολιτική διαδικασία οδηγείται σε επιδείνωση των δημοσίων αποφάσεων, σε υποβάθμιση της διαβούλευσης ως πηγής νομιμοποίησης και, εν τέλει, στον εκπεσμό των δημοκρατικών θεσμών. Καλλιεργείται, συνεπώς, μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αδιαφάνειας και οι πολίτες καθίστανται όλο και περισσότερο πολιτικά αμέτοχοι και επιρρεπείς στην χειραγώγηση. Αλλά και αντιστρόφως, όταν οι πολίτες εποφθαλμιούν πολιτικές που θάλπουν μόνο το ατομικό τους συμφέρον, αδιαφορώντας πλήρως για το καλό της κοινότητας -και αποτυπώνοντας την στάση τους αυτή σε ψήφους και υποστήριξη- δημιουργούνται φαινόμενα όπως αυτό του «λαθρεπιβάτη». Με δυο λόγια, επιδιώκουν να αντλήσουν όφελος από μια δεδομένη κατάσταση (τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς), χωρίς να αναλαμβάνουν το εξ αυτής κόστος (την πληρωμή του εισιτηρίου). Η συμπεριφορά όμως αυτή σε περίπτωση καθολίκευσης, αν και ατομικά ορθολογική, εν δυνάμει βλάπτει την κοινωνία διότι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είναι καταδικασμένα να υπολειτουργούν ή και να παύσουν να υπάρχουν, αφού κανείς δεν θα καταβάλλει το αντίτιμο. Η αλληγορία αυτή αποκτά μεγαλύτερη αξία αν αναλογιστούμε την αδιαφορία των πολιτών για τα δημόσια αγαθά όπως το περιβάλλον.  

 Εν κατακλείδι, μια συνεκτική πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να νοηθεί απλώς ως ένα άθυρμα «ορθολογικών» ατόμων, στων οποίων τον ορίζοντα διαγράφεται μόνο το ατομικό συμφέρον, δίχως μέριμνα για την ευημερία του συνόλου. Η ιδέα αυτή, εξάλλου, ανάγεται στον Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο οποίος διέκρινε μεταξύ της “βούλησης όλων’’, δηλαδή των ατομικών συμφερόντων καθενός τα οποία πολύ συχνά συμπίπτουν με αυτά των άλλων, με τη “γενική βούληση’’, ήτοι την επιθυμία των μελών μιας θεσμοποιημένης κοινωνίας να διαφυλάξουν τα συλλογικά τους συμφέροντα απεμπολώντας το εγώ για χάρη του κοινού καλού. Μια τέτοια πρόνοια για την ασφάλεια της κοινωνίας και τη συλλογική πρόοδο λανθάνει στην έννοια της γενικής βούλησης, η οποία εκφράζει καθέναν από όλους εμάς και αντηχεί την ανάγκη διατήρησης και ανάπτυξης της κρατικής οντότητας. Συναφώς, ο όρος “ορθολογικότητα’’ πρέπει να μεταβληθεί, όταν αναφέρεται στην οργανωμένη σε κράτος συμβίωση. Στο επίκεντρο της πολιτικής δε μπορούν να βρίσκονται ιδιωτικά συμφέροντα, διότι τότε η τελευταία χάνει τη δυναμική της και οδηγεί με γεωμετρική πρόοδο στην αλλοτρίωση και την απάθεια των πολιτών, ούτως ώστε να μην επιτυγχάνει επ’ ουδενί τους στόχους της. Μιλάμε, λοιπόν, εδώ για πολιτικό ανορθολογισμό. Όταν, αντίθετα, στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων επικρατεί η τάση για ομόνοια, ομοφροσύνη και σεβασμό προς τις μειοψηφίες- αρχή η οποία είναι επιτακτικότερη σε μα δημοκρατία- συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για την επίτευξη ευημερίας για τους πολλούς και όχι για τα μεμονωμένα συμφέροντα. Έτσι, οι πολίτες εθίζονται στην πολιτική συμμετοχή χωρίς απογοητεύσεις, οι αποφάσεις είναι αποτελεσματικές και, άρα, τείνουν προς τον πολιτικό ορθολογισμό.  

Συντάκτης: Γιώργος Φαλτσέτας 

Διαβάστε επίσης:

 

Πηγές: 

  1. MANCUR OLSON, 1971 [1965], The Logic of Collective Action: Public Goods and the The ory of Groups, Cambridge, MA, Harvard University Press, 2nd ed. 
  2. Αριστείδης Χατζής, Πολιτική χωρίς Ρομαντισμό- Διανεμητικές Συσπειρώσεις και Προσοδοθηρία (2012) 
  3. Αριστείδης Χατζής, Σημειώσεις Δίκαιο και Οικονομία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 
  4. Η Καθημερινή, Άποψη: Παιχνίδι τελεσιγράφου και μονομερής διαγραφή χρέους.  

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας. 
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.