Είναι γνωστό, ότι το Σύνταγμα δεν προσιδιάζει σε μια νομική γνωμοδότηση. Δεν παρέχει πάντοτε απαντήσεις κατά τρόπο εναργή επί των αναφυόμενων εξ’ αυτού ζητημάτων. Εξάλλου, ανταποκρίνεται εν πολλοίς σε κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αξιολογήσεις της εποχής των συντακτών του. Ένα από τα βαρυσήμαντα ζητήματα που προκύπτουν, είναι το κατά πόσο το Σύνταγμα προβλέπει συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα, επί του οποίου καλείται να δράσει ο νομοθέτης και σύσσωμος ο κρατικός μηχανισμός. Στο ερώτημα αυτό αντικρίζουμε τη σιωπή του συνταγματικού νομοθέτη. Τέτοιου είδους κενά μπορούν να λυθούν μόνο μέσω της ερμηνείας του Συντάγματος, ήτοι της διανοητικής εκείνης διεργασίας στην οποία καλούμαστε να αποδυθούμε, προκειμένου να ανασύρουμε την αρμόζουσα μέθοδο που θα μας ιχνηλατήσει στην ορθή ατραπό επίλυσης του προβλήματος.

Θεμελιώδης διάταξη, υπό το πρίσμα του οικονομικού συστήματος που κατοχυρώνει το Σύνταγμα – αν υποτεθεί ότι τέτοιο σύστημα τω όντι κατοχυρώνεται- είναι το άρθρο 5 παρ.1, θεωρούμενο μητρικό δικαίωμα και πεμπτουσία του λεγόμενου οικονομικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική  και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Διακηρύσσοντας, λοιπόν, την ελευθερία συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας, το συνταγματικό κείμενο συνηγορεί υπέρ μιας πλειάδας οικονομικών ελευθεριών που συνυφαίνονται με το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, του ελεύθερου ανταγωνισμού ή του καπιταλισμού. Εκφάνσεις της έννοιας-γένους οικονομική ελευθερία έχουν θεωρηθεί η ελευθερία της εργασίας, η ελευθερία των συμβάσεων, η ελευθερία του ανταγωνισμού, η επιχειρηματική ελευθερία κλπ. Καθίσταται εύληπτο ότι οι πτυχές αυτές της οικονομικής ελευθερίας είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη λειτουργία αυτού που ο Adam Smith χαρακτήριζε ως laissez-faire. Η εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα, η προαγωγή και ανταλλαγή των αγαθών εντός μιας ελεύθερης αγοράς, που διαπνέεται από όρους αυτορρύθμισης, φαίνεται να προστατεύονται από το Σύνταγμα, εφόσον δεν προσβάλλεται το ίδιο, η ηθική και τα δικαιώματα των άλλων.

Επόμενος σταθμός της ερμηνείας είναι το άρθρο 106 που επιφυλάσσει στην παράγραφο 1, για το κράτος, έναν ρόλο προγραμματικό και συντονιστικό της οικονομικής δραστηριότητας, επί τω τέλει της διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης και της προαγωγής του γενικού συμφέροντος, αλλά και εν γένει της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας. Η διάταξη αυτή δεν επιρρωνύει, αλλά αντίθετα αποστεώνει την επικράτηση ενός ακραιφνούς φιλελεύθερου μοντέλου. Το Σύνταγμα προνοεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να συνδεθεί με μακροοικονομικές αντιξοότητες, όπως η ανεργία, ο πληθωρισμός ή η άνιση διαπραγματευτική ισχύς των συναλλασσόμενων. Γι΄αυτό, η ελεύθερη αγορά χρήζει της προσφυούς εποπτείας του κράτους, το οποίο καλείται να παρεμβαίνει συντονιστικά για να κατασφαλίσει τη γενική ευημερία. Το άρθρο 106 παρ.1 είναι, εν τινί τρόπω, μια επιταγή Κεϋνσιανού τύπου που θεσπίζει μέτρο στον -προφανώς- επικίνδυνο και πιθανώς αμείλικτο οικονομικό ανταγωνισμό. Συνεπώς, το Σύνταγμα εφιστά την προσοχή του κράτους εμπρός στις δυσχέρειες που ο ίδιος ο Marx και ο Keynes έχουν επισημάνει, αναφορικά με ένα ακραίο σύστημα της αγοράς.

Η δυνατότητα κρατικού παρεμβατισμού εντείνεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου 106. Η παράγραφος 2 διαλαμβάνει ότι: «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας», ενώ η παράγραφος 3 προβλέπει αναγκαστική συμμετοχή του κράτους σε επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα ή ζωτικής σημασίας για τον εθνικό πλούτο. Τούτων λεχθέντων, ο ρόλος του κράτους είναι καταλυτικός προς μια απάμβλυνση του ατομικισμού και του ανταγωνισμού, ο οποίος βρίσκει όρια στις κοινωνικές δεσμεύσεις του κράτους προς διαφύλαξη της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και του γενικού συμφέροντος. Πάντως, όσο κι αν το κράτος είναι αρμόδιο να δρα παρεμβατικά, εντούτοις δε μπορεί να θεσπίσει πλήρως διευθυνόμενη σοσιαλιστικού τύπου οικονομία, δεδομένου ότι η οικονομική ελευθερία του άρθρου 5 και οι συνιστώσες της δε τίθενται εκποδών, αλλά παρεισάγονται εκείνα τα όρια κοινωνικής φύσεως που θα ελέγξουν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της αγοράς.

Σε αυτό το πλαίσιο, βρίσκεται στην ευχέρεια του νομοθέτη και της κυβέρνησης -η οποία κατ’ άρθρο 82 καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας- να προβούν σε λιγότερο ή περισσότερο κοινωνικά μέτρα, μη διαταράσσοντας πάντως ένα minimum της ελευθερίας της αγοράς. Οι κρατικές παρεμβάσεις και κρατικοποιήσεις έχουν τις ευλογίες του Συντάγματος, πρέπει ωστόσο να μη φαλκιδεύουν την ατομική οικονομική ελευθερία και την ατομική ιδιοκτησία, δικαιώματα που έχουν αναχθεί σε θεμελιώδη από το Σύνταγμα. Έτι περαιτέρω, οι κρατικοποιήσεις δέον να υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας και να μη θίγουν υπέρμετρα τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας εκάστου, γεγονός που θα προκαλούσε ουσιαστική εκμηδένιση του εν λόγω δικαιώματος.

Επιπλέον, δεν πρέπει να παροραθεί ότι διατάξεις με παραμέτρους οικονομικής απόχρωσης βρίσκονται διεσπαρμένες στο Σύνταγμα. Το άρθρο 17 προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, καθιστώντας αδύνατη την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής που πρεσβεύει ένα μαρξιστικό πρότυπο. Τέλος, το άρθρο 25 διατρανώνει εμφαντικά την αρχή του κοινωνικού κράτους.

Εν κατακλείδι, το Σύνταγμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι κατοχυρώνει μία οικονομία της αγοράς με κοινωνικό πρόσημο. Η οικονομική πολιτική επαφίεται στην νομοθετική πρωτοβουλία και στις κυβερνήσεις, οι οποίες ανάλογα με τις ιδεολογικές τους καταβολές δύνανται να παρεμβαίνουν περισσότερο ή λιγότερο στον ελεύθερο ανταγωνισμό, με άκρα όρια την προστασία της εύλογης οικονομικής ελευθερίας και της υπόστασης της αγοράς, από τη μια πλευρά, αλλά και την προάσπιση της εθνικής οικονομίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από την άλλη, ενώ ακόμη και η επίπονη προσπάθεια άρσης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων είναι αίτημα θεμιτό και συνταγματικά ανεκτό. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι η ανάγνωση αυτή είναι συμβατή με το οικονομικό μοντέλο που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι την κοινωνική οικονομία της αγοράς, όπως αδιάστικτα αναφέρει το άρθρο 3 της Συνθήκης της ΕΕ. Δεδομένης της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, δυσχερώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα δικαιούται να εισαγάγει παρέκκλιση και να αποτελέσει πρόσκομμα στην ελεύθερη μεταφορά προσώπων και αγαθών εντός ελεύθερης ευρωπαϊκής αγοράς.

Συντάκτης: Γιώργος Φαλτσέτας

Πηγές:

  • Συνταγματικά Δικαιώματα – Α’ Ατομικές Ελευθερίες. Αρ. Μάνεσης (1982)
  • Συνταγματικό Δίκαιο- Ατομικά Δικαιώματα Β’ Τόμος. Π.Δ. Δαγτόγλου (1991
  • Syntagma Watch: Σύνταγμα- Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο- Άρθρο 106, Ηλεκτρονική έκδοση. Γιώργος Δελλής (2023) Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/wpcontent/uploads/2023/02/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF-106-me-cover.pdf
  • Θεμελιώδη Δικαιώματα. Σπ. Βλαχόπουλος (2016)

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.