Τι ισχύει και τι δεν ισχύει με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών; Γιατί και που εφαρμόζεται;

 Η σύγχρονη ιστορία, αλλά και η επικαιρότητα, και συγκεκριμένα το τραγικό γεγονός των Τεμπών, έφεραν στο προσκήνιο την ανάγκη για ενεργοποίηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας της δίωξης μελών της κυβέρνησης και γενικότερα το ζήτημα της ευθύνης των υπουργών. Πρόκειται για ένα ειδικό καθεστώς που λειτουργεί, κατά τον Κ. Χρυσόγονο, ως μια οιονεί θεσμική εγγύηση. Ένα καθεστώς που στοχεύει στην προστασία των φορέων του υπουργικού αξιώματος και «αίρει» τον καταλογισμό ποινικών ευθυνών σε αυτούς. Τα μέλη της κυβέρνησης, λοιπόν, έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν απερίσπαστοι από εμπλοκές σε δικαστικές διαμάχες, που θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την εύρυθμη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής του πολιτεύματος. Με στόχο, συνεπώς, τη μη διατάραξη της ομαλότητας του δημοσίου βίου, οι κάτοχοι των κοινοβουλευτικών αξιωμάτων ασκούν ακώλυτα τα καθήκοντά τους. 

 Στην ελληνική έννομη τάξη, το ισχύον νομικό καθεστώς, το οποίο διέπει τον θεσμό της ποινικής ευθύνης, ρυθμίζεται στο άρ. 86Σ σε συνδυασμό με τον εκτελεστικό ν. 3126/2003, όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 3961/2011 και τον ν. 4855/2021, και τις αντίστοιχες διατάξεις 153 με 158 του Κανονισμού της Βουλής. Παράλληλα, το άρ. 86Σ και η έννοια της ευθύνης του υπουργού, αφενός δεν πρέπει να ερμηνεύονται με τους κανόνες της κοινής ποινικής νομοθεσίας, αφετέρου όμως, πρέπει να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το άρ. 20 παρ. 1Σ και άρ. 6 της ΕΣΔΑ, ήτοι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των φερόμενων ως θυμάτων των υπουργικών αδικημάτων. 

 Ο θεσμός αυτός, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος, κατά μια άποψη, πριν την αναθεώρηση του 2019, εξασφάλιζε, με μια σειρά μεθοδεύσεων, την υπερπροστασία και εν τέλει την ποινική ατιμωρησία και αποφυγή της τύχης των υπουργών από τη διακριτική ευχέρεια των εισαγγελικών αρχών, προκαλώντας την αντίδραση του λαού. Η πρωτόλεια ερμηνευτική εκτίμηση του ειδικού αυτού καθεστώτος θέτει το ερώτημα του νομιμοποιητικού του λόγου. Έχει, λοιπόν, υποστηριχθεί ότι ο σκοπός έγκειται στην επιτακτική ανάγκη προστασίας των υπουργών από αβάσιμες κατηγορίες λόγω πολιτικού οφέλους. Το γεγονός των Τεμπών, όμως, αποτέλεσε σημείο καμπής, με συνέπεια την εναντίωση του λαού για ακόμα μια φορά σε αυτόν τον θεσμό, προκαλώντας παράλληλα δυσχερή δικαιοπολιτικά ζητήματα στην κονίστρα της πολιτικής επιρροής, ουσιαστικές και χρόνιες παθογένειες, και ανακινώντας έναν πολυεπίπεδο νομολογιακό και ερμηνευτικό διάλογο, ανοιχτό για δεκαετίες, ήδη από τη μεταπολιτευτική περίοδο, στην υπόθεση της Novartis, στην υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου και σήμερα στην περίπτωση των Τεμπών. Περαιτέρω, στην προσπάθεια ανεύρεσης κάποιου νομιμοποιητικού λόγου, που να σχετίζεται με τη ratio αυτού του ιδιότυπου καθεστώτος και συγκεκριμένα με την έννοια της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής, απρόσφορα έχει υποστηριχθεί ότι η ανάθεση σε ένα κατεξοχήν πολιτικό όργανο της αρμοδιότητας άσκησης ποινικής δίωξης υποδηλώνει δυσπιστία ως προς την πολιτική αμεροληψία των δικαστών. Κατά τον Κ. Χρυσόγονο, βέβαια, αν η πολιτική αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας είναι αμφίβολη, η πολιτική αμεροληψία των βουλευτών είναι εξ ορισμού ανύπαρκτη. 

Τελικώς, ο δικαιολογητικός λόγος εδράζεται ορθότερα στην ανάγκη διασφάλισης της απρόσκοπτης άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, με στόχο την αποφυγή της παύσης, καταστολής και ακινητοποίησης της πολιτικής ζωής, με την υποβολή μήνυσης από οποιοδήποτε πολίτη και την αναπόφευκτη προσφυγή στα τακτικά ποινικά δικαστήρια. 

Η Βουλή στη θέση δικαστή 

  Βουλή παρεκκλίνει από τις συνήθεις αρμοδιότητες της και αποκτά ρόλο δικαστή, καθώς σε αυτή ανατίθεται η άσκηση ποινικής δίωξης κατά μελών της κυβέρνησης για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με συνέπεια, βέβαια, την πολιτικοποίηση της διαδικασίας. Η Βουλή, μετά την αναθεώρηση του 2001, αποτελεί αρμόδια για να ασκεί την ποινική δίωξη κατά των υπουργών και να τους παραπέμπει στο Ειδικό Δικαστήριο. Απέκτησε αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης δίωξης κατά νυν αλλά και πρώην μελών της κυβέρνησης, έχοντας μάλιστα δυνατότητα έκδοσης απαλλακτικού βουλεύματος. Η παρ. 2 διασφαλίζει περαιτέρω την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής, απαγορεύοντας κάθε δίωξη, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, αν πρώτα δε ληφθεί από την τελευταία απόφαση δίωξης κατά υπουργού και απαιτεί τη διαβίβαση των στοιχείων αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση. Για την έναρξη της σχετικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης συγκροτείται μια ειδική επιτροπή. Η Βουλή εξακολουθεί και μετά τη λήψη της απόφασης για άσκηση δίωξης να έχει τη δυνατότητα να την ανακαλέσει ή να την αναστείλει. Αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης είναι το Ειδικό Δικαστήριο. 

Ισχύει ότι το ιδιότυπο καθεστώς της ποινικής ευθύνης αποτελεί παρωχημένο θεσμό προνομιακής μεταχείρισης των υπουργών; 

 Η κύρια αντίρρηση των επικριτών του άρ. 86 Σ προβάλλεται στο γεγονός ότι ως θεσμός, «κατασκεύασμα της μεταπολιτευτικής περιόδου», παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς η ανάθεση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της δίωξης στη Βουλή παρεκκλίνει από την αρχή της διάκρισης και προτείνει αδικαιολόγητα μια προνομιακή μεταχείριση, η οποία δε βρίσκει θεμέλιο ως λόγος δημοσίου συμφέροντος. Παράλληλα, με αυτή τη συστηματική αρρυθμία σε σχέση με τις θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου και με την ανόμοια μεταχείριση μέσα από την υποχρέωση της αμελλητί διαβίβασης της δικογραφίας στη Βουλή, την απόλυτη απαγόρευση αξιολόγησης των στοιχείων και την ιδιόμορφη ρύθμιση για σύσταση του Ειδικού Δικαστηρίου παραβιάζεται η αρχή της ισότητας. Ο αντίλογος βρίσκει έρεισμα στο γεγονός ότι ο υπουργός αντιμετωπίζει διαφορετικές καταστάσεις και διώκεται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες, που δικαιολογούν μάλιστα την εύλογη ανάμιξη του νομοθετικού οργάνου σε αυτά τα ζητήματα, κατεξοχήν πολιτικής σκοπιμότητας. 

 Σε κάθε περίπτωση, η άσκηση της δίωξης γίνεται για τελεσθέντα αδικήματα κατά τη διάρκεια των καθηκόντων του υπουργού, όχι π.χ. για σεξουαλικό αδίκημα του υπουργού κατά ενός προσώπου. Η έννοια του «καθήκοντος» πρέπει να εκληφθεί με την ευρεία έννοια, δηλαδή, δεν αφορά μόνο υπουργικές αρμοδιότητες, αλλά και την ίδια την επικοινωνιακή δράση του υπουργού, ως στοιχείο που συμμετέχει στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Πρόκειται για αξιόποινη πράξη που τελείται κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων του και σχετίζεται με τις λειτουργικές του αρμοδιότητες ή αποτελεί την ίδια την πράξη, με την οποία ασκούνται τα υπουργικά του καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου, αν δεν υπάρχει σύνδεσμος ανάμεσα στην εγκληματική πράξη και τη, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, άσκηση υπουργικών καθηκόντων, δεν εφαρμόζεται το άρ. 86Σ. Κατά την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, στην έννοια του καθήκοντος υπάγονται πράξεις πολιτικής και δημόσιας εξουσίας και απορρίπτεται η άποψη ότι στην έννοια των καθηκόντων εντάσσονται και αυτά που συναρτώνται με την υπουργική ιδιότητα. Είχε, μάλιστα, υποστηριχθεί ότι στο άρ. 86Σ δε θα έπρεπε να εμπίπτουν αδικήματα που διαπράττονται λόγω κατάχρησης ή επ’ ευκαιρίας των υπουργικών αρμοδιοτήτων. Κατά τον Ε. Βενιζέλο, όμως, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, θα ήταν αμφίβολο αν στο άρ. 86Σ εμπίπτει το έγκλημα της έσχατης προδοσίας, καθώς αυτό δεν αποτελεί «καθήκον» του υπουργού. Η ανωτέρω πρόταση, η οποία υποβλήθηκε από τους Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ το 2018-2019, απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Βουλή. Παράλληλα, στην αναθεώρηση του 2019 καταργήθηκε η μέχρι τότε ισχύουσα αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της αρμοδιότητας της δίωξης από τη Βουλή, αποδεικνύοντας περίτρανα στους επικριτές του θεσμού τη διάθεση για εξάλειψη κριτηρίων, που αντιβαίνουν στον σκοπό της διάταξης και ενισχύουν τη συγκάλυψη και την ατιμωρησία των υπουργών. 

Συμπέρασμα 

 Η παραπάνω κριτική δεν πρέπει να θεωρηθεί ως συνολική απόρριψη του θεσμού από μέρους του γράφοντος. Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης εισήγαγε αυτή την ιδιόμορφη μεταχείριση – απόκλιση από το ουσιαστικό και δικονομικό Ποινικό Δίκαιο – για να ασφαλίσει θεσμικά την ομαλή άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας από τα μέλη της εκάστοτε κυβέρνησης. Η εσφαλμένη αντίληψη του λαού ότι η διάταξη αυτή παρέχει μια ιδιότυπη και παρωχημένη ασυλία, αν και δικαιολογημένη εξαιτίας της κατάχρησης του θεσμού ή άλλοτε της αδικαιολόγητης μη ενεργοποίησής του σε περιπτώσεις που καθιστούν αναγκαία την εκκίνηση της διαδικασίας, αλλά και εξαιτίας της διακομματικής αλληλεγγύης και συνεργασίας με στόχο την παραγραφή αντίστοιχων αδικημάτων και της γενικότερης αναποτελεσματικότητας του θεσμού, δεν πρέπει να κατευθύνει την κοινή γνώμη αλλά και τον νομικό κόσμο σε ολιστική απόρριψη ή σε «contra legem» ερμηνεία του άρθρου. Εξάλλου, απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων· δεν τυγχάνουν, δηλαδή, ευνοϊκότερης ρύθμισης. 

 Συνεπώς, η συγκάλυψη τελεσθέντων αδικημάτων και η φενάκη της κατ’ επίφαση δίωξης, με στημένες επιτροπές, δεν πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά και να εντείνει τη συνολική απόρριψη και αποδοκιμασία του θεσμού. Αυτό που, πραγματικά, χρειάζεται είναι βελτιωτικές τροποποιήσεις που θα απαλείψουν λόγους καινοφανούς εξάλειψης αξιόποινου, θα ρυθμίζουν μια διαφορετική διαδικασία άσκησης της δίωξης στα πλαίσια της αρχής της νομιμότητας, χωρίς ερμηνευτική ασάφεια και ευκαιρία για απόκλιση από τον κανόνα. Η πλήρης απεμπλοκή της Βουλής από τη διαδικασία της δίωξης και την προδικαστική εξέταση των σχετικών τελεσθέντων αδικημάτων από τους υπουργούς και η μεταφορά όλης της διαδικασίας στην ποινική δικαιοσύνη ενέχει, όπως προαναφέρθηκε, κίνδυνο πολιτικοποίησης της διαδικασίας και, φυσικά, κίνδυνο διατάραξης της ομαλότητας του δημοσίου βίου. 

Συντάκτης: Στέφανος Παπανικολάου

Διαβάστε επίσης:

Πηγές: 

  • Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2021.
  • Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2021.
  • Συμεωνίδου- Καστανίδου, Τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη των υπουργών, ΠοινΔικ, 4/2011.
  • Μαντζούφας Παναγιώτης, Μαργαρίτης Λάμπρος, Συμεωνίδου – Καστανίδου  Ελισάβετ, Η ποινική ευθύνη των Υπουργών, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας. 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.