Όπως αναφερθήκαμε και στο 1ο μέρος του άρθρου με θέμα τον Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας, οι καταστάσεις οδήγησαν στην επίσημη κήρυξη πολέμου της Ρωσίας προς τους Τσετσένους, με πρόφαση την «επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην χώρα και την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσικής Ομοσπονδίας». Άμεσα ξεκίνησαν οι πρώτοι βομβαρδισμοί στρατηγικών στόχων για να ακολουθήσει, 10 μέρες μετά, και η εδαφική εισβολή του κρατιδίου με προορισμό την πρωτεύουσα, Γκρόζνι. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η δύναμη των Ρώσων ξεπερνούσε κατά 20 προς 1 αυτή των αμυνόμενων. Ακόμα και έτσι, η αντίσταση των Τσετσένων μαχητών και των δυνάμεων του Ντουντάγιεβ παρέμεινε σθεναρή, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να αποτύχει στον κύριο στόχο της και να διακοπεί. Μέσω αυτής της αποτυχίας, αλλά και του γενικότερου κλίματος που επικρατούσε, τα πρώτα ψεγάδια στην ιδέα για την ολοκληρωτική κατάληψη της Τσετσενίας με στρατιωτικά μέσα έγιναν φανερά.
Πιο συγκεκριμένα, μερικοί Ρώσοι πολιτικοί, αλλά και επιφανή στρατιωτικά πρόσωπα, απόστρατοι και εν ενεργεία, τάχθηκαν ανοιχτά κατά του πολέμου. Αρκετοί, μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να υποβάλλουν την παραίτηση τους. Άλλοι αρνήθηκαν να ακολουθήσουν εντολές και οδηγήθηκαν σε στρατοδικεία. Παράλληλα, η διεθνής κοινότητα στην πλειοψηφία της καταδίκασε την εισβολή. Συνεπώς, ο Μπόρις Γιέλτσιν και η ηγεσία του «Ανατολικού Γίγαντα» πλέον δεν θα είχαν μόνο το κόστος του πολέμου στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Αντίθετα, θα έπρεπε να συμπεριλάβουν σε αυτό το «βάρος» το πολιτικό κόστος, εγχώρια αλλά και στην διεθνή σκηνή. Η Ρωσία άρχισε γρήγορα να φαίνεται ως ένας «νταής», ο οποίος δεν θα δίσταζε να εισβάλλει και σε άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, εάν αυτό ήταν προς το συμφέρον της.
Από την άλλη πλευρά, ένα πνεύμα συσπείρωσης και ένα συναίσθημα αντίστασης επικράτησαν στον Τσετσένικο λαό. Όλους τους ένωνε πλέον ένα ζήτημα, ανεξάρτητα πολιτικών ιδεολογιών και προτιμήσεων… η διατήρηση της ελευθερίας τους και της εδαφικής τους ακεραιότητας. Από τις πρώτες μάχες, στους όλμους των Ρωσικών τεθωρακισμένων απαντούσαν με χαμόγελα, στις ειδήσεις της αφίξεως των εχθρικών στρατευμάτων απαντούσαν με προσευχή και στους βομβαρδισμούς των πόλεων και των χωριών τους απαντούσαν με ένα τουφέκι και αυταπάρνηση. Με αυτούς τους τρόπους, επαλήθευσαν αντάξια το αντάρτικο πνεύμα τους και συγκίνησαν την διεθνή κοινότητα στον σκοπό τους. Ισχυρός σύμμαχος των Τσετσένων σε αυτή τη σύγκρουση ήταν η εδαφική μορφολογία της χώρας τους. Ενώ δηλαδή οι Ρώσοι είχαν σχεδιάσει μια επιχείρηση που για την επιτυχία της προαπαιτούσε ταχύτητα και ελαστικότητα, δεν υπολόγισαν το γεγονός ότι η Τσετσενία είναι μια ιδιαίτερα ορεινή περιοχή, της οποίας τον «χαρακτήρα» δεν γνώριζαν τόσο καλά όσο οι αντίπαλοί τους. Άλλη μια λεπτομέρεια η οποία έδινε ένα προβάδισμα στους Τσετσένους ήταν το γεγονός ότι, παράλληλα με το τακτικό στρατό του Ντουντάγιεβ, στα βουνά πολεμούσαν με αντάρτικες τακτικές οι άτακτοι μαχητές πολεμάρχων, οι οποίοι έστηναν παγίδες και ενέδρες για να «καλωσορίσουν» τους εισβολείς τους. Οι τελευταίοι, μάλιστα, όταν είδαν τι αποτέλεσμα είχαν οι εναέριοι βομβαρδισμοί στον άμαχο πληθυσμό της χώρας τους, πείσμωσαν ακόμη περισσότερο.
Παρ’ όλα αυτά, ένα μήνα μετά την έναρξη του πολέμου, τα ρωσικά στρατεύματα έφτασαν στον στόχο τους και εισήλθαν στην πρωτεύουσα Γκρόζνι. Μια χαρά η οποία ήταν σύντομη και θα την ακολουθούσαν πολλές περισσότερες απώλειες. Οι μάχες εντός της πρωτεύουσας παρέμεναν ιδιαίτερα έντονες, με πολλαπλούς νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Συνεπώς, ακόμα και μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας από τον Ρωσικό στρατό, αυτό καταλογίστηκε ως μια «πύρρεια νίκη», καθώς στους νεκρούς βρίσκονταν ακόμη και υψηλόβαθμοι στρατηγοί, όπως ο Βίκτορ Βορομπιόφ. Παγκοσμίως, υπήρξε έκπληξη και θαυμασμός για το γεγονός ότι η άτακτοι και αδύναμοι Τσετσένοι κράτησαν προ των πυλών τους Ρώσους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, όταν οι βομβαρδισμοί της πόλης έγιναν ένα φαινόμενο το οποίο δεν είχαν την δυνατότητα να το διαχειριστούν πλέον οι Τσετσένοι, ο στρατηγός Ασλάν Μασχάντοφ διέταξε την υποχώρηση των Τσετσενικών στρατευμάτων στα βουνά.
Για τα επόμενα δύο χρόνια ο πόλεμος θα συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο: οι Ρώσοι έλεγχαν τα αστικά κέντρα, ενώ οι Τσετσένοι τα βουνά και την ύπαιθρο. Οι μάχες συνεχίζονταν με τον ίδιο τρόπο: Οι Τσετσένοι οργάνωναν ενέδρες στα ρωσικά στρατεύματα, ενώ οι Ρώσοι απαντούσαν με αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Κάποιος θα μπορούσε να σχολιάσει ότι αυτό το είδος σύγκρουσης θύμιζε στους Ρώσους την εποχή όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στο Αφγανιστάν και είχε να αντιμετωπίσει τους Μουτζαχεντίν. Ωστόσο, τα πιο σημαντικά γεγονότα τα οποία ξεχώρισαν από την συνηθισμένη έκφανση της σύγκρουσης ήταν τρία. Αρχικά, ένα γνωστό όνομα από την πλευρά των Τσετσένων, ο βαθύτατα θρήσκος μουσουλμάνος και αντάρτης στρατηγός, Σαμίλ Μπασάγιεφ οργάνωσε και ξεκίνησε μια επιχείρηση εκτός της Τσετσένικης επικράτειας, στην πόλη Budyonnovsk στην νότια Ρωσία, όπου κράτησε ως ομήρους πάνω από 1500 άτομα, με στόχο να αποσπάσει την προσοχή της ρωσικής ηγεσίας και να δώσει χρόνο στους συμπατριώτες του να αναδιοργανωθούν. Δεύτερον, στις 21 Απριλίου του 1996, ο χαρισματικός ηγέτης του οποίου το πρόσωπο ήταν πια άρρηκτα συνδεδεμένο με την «ανεξαρτησία της Τσετσενίας», ο Ντουντάγιεφ, δολοφονείται από ρωσικό πύραυλο. Η συγκεκριμένη είδηση ανεβάζει το ηθικό των Ρώσων και οδηγεί τον Μπόρις Γιέλτσιν να δηλώσει πως «η νίκη βρίσκεται κοντά». Τρίτον, το 1996 ήταν χρονιά εκλογών στη Ρωσική Ομοσπονδία. Η κυβέρνηση της Μόσχας γνώριζε ότι τα ποσοστά του Προέδρου Γιέλτσιν έπεφταν όσο ανέβαιναν τα ποσοστά περί «μη δημοφιλίας» του πολέμου. Συνεπώς, εάν ο σκοπός ήταν η εξασφάλιση μιας δεύτερης θητείας, ο Γιέλτσιν και η διοίκησή του θα έπρεπε να δώσουν ένα τέλος στο πόλεμο, αν όχι με μια ολοκληρωτική νίκη έστω με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Όσο η Μόσχα σχεδίαζε τα παραπάνω, οι Τσετσένοι ξεκίνησαν καινούρια επιχείρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας, η οποία ήταν επιτυχείς. Χαρακτηριστικό αυτής της επίθεσης ήταν η ιδιαίτερη βαρβαρότητα προς τους Ρώσους στρατιώτες που βρίσκονταν ακόμα μέσα στην πόλη. Και οι δύο πλευρές παρουσίαζαν την κατάσταση ως «νίκη», με διαφορετικούς τρόπους. Ο ίδιος ο επανεκλεγείς Πρόεδρος Γιέλτσιν δεν επιθυμούσε να συνεχίσει και στην δεύτερη θητεία του να ασχολείται με το ζήτημα της Τσετσενίας και, συνεπώς, στις 31 Αυγούστου 1996, υπογράφεται από τις δύο πλευρές το «Σύμφωνο Khasavyurt», το οποίο με λίγα λόγια μιλούσε για την υποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων και τον σεβασμό των εθνικών συνόρων της Τσετσενίας, αλλά όχι και αναγνώριση μιας ανεξάρτητης Τσετσενίας από την Μόσχα.
Αυτή η συμφωνία μπορεί να χαρακτηριστεί ξεκάθαρα ως νίκη για την Τσετσενία. Πιο αναλυτικά, η διεθνής κοινότητα έγινε μάρτυρας μιας περιπέτειας, στην οποία ένα αδύναμο κράτος στον βόρειο Καύκασο όχι μόνο αντιστάθηκε σθεναρά απέναντι σε μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της εποχής, αλλά κατόρθωσε την διατήρηση των θεσμών της και της «de facto» ανεξαρτησίας της. Παραμένει μέχρι και σήμερα ένα παράδειγμα στο οποίο ο «Δαυίδ» νίκησε τον «Γολιάθ», ενάντια σε κάθε πιθανότητα. Παρ’ όλα αυτά, στον Δεύτερο Πόλεμο εναντίον των Ρώσων, πέντε χρόνια αργότερα, οι Τσετσένοι όσο και να πολεμήσουν δεν θα κατορθώσουν να πετύχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Ο καινούριος και νεαρός σε ηλικία Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, θέλοντας να κλείσει έναν ακόμη «ανοιχτό λογαριασμό» για τη χώρα του, αλλά και να εδραιώσει το όνομα του στα πολιτικά θέματα της χώρας του, θα ξεκινήσει νέες επιχειρήσεις, αποφασισμένος για την ρωσική νίκη.
Συντάκτης: Νίκος Χριστοδούλου
Μέρος 1: