Ο Τόμας Χομπς, μαζί με τον Μακιαβέλι, θεωρείται πατέρας της πολιτικής επιστήμης. Η επιρροή που έχει κατορθώσει να ασκήσει στην πολιτική φιλοσοφία με τα έργα του σημάδεψε για πολλές γενιές την κατεύθυνση και την ροή του στοχασμού επί του πολιτικού. Δεν υπάρχει θεωρία που να μην έχει επηρεαστεί έστω και στο ελάχιστο από τον Χομπς ή να μην του έχει ασκήσει κριτική. Μέχρι και πιο σύγχρονοι πολιτικοί στοχαστές, όπως ο John Rawls, μελετούν το έργο του και αναγνωρίζουν την βαρύτητά του για τον μελετητή της φιλοσοφίας του κράτους και του ανθρώπου. “Ο Λεβιάθαν του Χομπς”, όπως επισήμανε ο ίδιος ο Rawls, “αποτελεί το σπουδαιότερο έργο πολιτικού στοχασμού στην αγγλική γλώσσα”[1].
Ο Τόμας Χομπς, βρετανός φιλόσοφος, επιστήμονας και ιστορικός, γεννήθηκε τις 5 Απριλίου του 1588, στην πόλη Malmsbury. Σε μικρή ηλικία εγκαταλείφθηκε μαζί με τα αδέρφια του από τον πατέρα του. Ωστόσο αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εργάστηκε για την αριστοκρατική οικογένεια των Cavendish. Αποτέλεσε προσωπικό δάσκαλο για τον William Cavendish, ο οποίος στην συνέχεια έγινε ο δεύτερος κόμης του Devonshire. Εκτός από την πολιτική και την φιλοσοφία, ο Χομπς ασχολήθηκε εκτενώς με τα μαθηματικά και την γεωμετρία, παρά το γεγονός ότι δεν κατείχε επίσημη εκπαίδευση. Ωστόσο, οι θεωρίες που ανέπτυξε με την χρήση αυτής της γνώσης δεν εκτιμήθηκαν τόσο, όσο εκτιμήθηκαν τα έργα του που εξέλιξαν την πολιτική σκέψη. Το 1640 εγκατέλειψε την Αγγλία και πέρασε δέκα χρόνια εξόριστος στο Παρίσι, κυρίως λόγω του εμφυλίου πολέμου που επικρατούσε στην πατρίδα του και ίσως επειδή η φιλική του στάση προς την μοναρχία τον έθετε σε κίνδυνο[2]. Το 1651 επέστρεψε στην Αγγλία, επικεντρώθηκε στην μελέτη και στην συγγραφή έργων. Εκτός από την φιλοσοφία ασχολήθηκε με την μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας του Ομήρου, που δημοσιεύτηκαν μέσα στην δεκαετία του 1670. Ο Χομπς πέθανε λίγα χρόνια αργότερα σε μία από τις οικίες της οικογένειας Cavendish στο Hardwick Hall στις 4 Δεκεμβρίου 1679, σε ηλικία 91 ετών[3]. Πίσω του, ωστόσο, άφησε μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, οι οποίες επρόκειτο να ασχοληθούν με την μελέτη και την ανάπτυξη της πολιτικής επιστήμης.
Η Θεωρία της Κίνησης και τα Πάθη
Βασικό χαρακτηριστικό του Χομπς, που ενώνει πλήθος έργων του, είναι η έναρξη με την ανάλυση γλωσσολογικών στοιχείων και της αντίληψης του ανθρώπινου νου. Πριν αναπτύξει την πολιτική φιλοσοφία επιθυμεί να εξετάσει τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπου σε ατομικό επίπεδο, πριν προχωρήσει στην μελέτη των ατόμων ως μέρη κοινωνικών ομάδων. Αυτή η θεωρία επιβεβαιώνεται από τα δύο πιο σημαντικά έργα του Χομπς, τον Λεβιάθαν (Leviathan, 1651) και Τα Στοιχεία του Νόμου, Φυσικά και Πολιτικά (The Elements of Law, Natural and Political, 1650). Στο πρώτο, από τα περιεχόμενα κιόλας, διακρίνουμε την τομή ανάμεσα στην μελέτη του ατόμου και της πολιτικής κοινωνίας. Το Μέρος Ι ονομάζεται Περί Ανθρώπου και το Μέρος ΙΙ ονομάζεται Περί Πολιτικής Κοινότητας. Αντίστοιχα, στο δεύτερο έργο το Μέρος Ι ονομάζεται Περί της Ανθρώπινης Φύσης και το Μέρός ΙΙ Περί του Πολιτικού Σώματος (De Corpore Politico)[4].
Μία σημαντική θεματική στην μελέτη της φιλοσοφίας της επιστήμης που ανέπτυξε ο Χομπς είναι η θεωρία της κίνησης. Η θεωρία αυτή συνδέεται και με την ανθρωπολογία που ανέπτυξε ο πολιτικός φιλόσοφος στην προσπάθεια προσέγγισης της ανθρώπινης φύσης και κατά συνέπεια της πολιτικής κοινωνίας. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι “η ύλη και ο τεχνίτης” του πολιτικού στοιχείου και του ίδιου του κράτους. Η κίνηση για τον Χομπς αποτελεί την συνεχή κίνηση των πραγμάτων στην φύση από το πιο απλό, όπως την κίνηση του νερού, μέχρι στο πιο σύνθετο, την κίνηση των ζωντανών όντων. Η κίνηση για τα ζωντανά όντα χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες[5].
Το πρώτο είδος της κίνησης ονομάζεται ζωτική κίνηση. Πρόκειται για όλες τις φυσιολογικές λειτουργίες που επιτελεί το σώμα. Ξεκινά με την γέννηση και ολοκληρώνεται με τον θάνατο. Παράδειγμα ζωτικής κίνησης αποτελεί η συνεχής ροή του αίματος, ο χτύπος της καρδιάς και άλλες παρόμοιες κινήσεις για τις οποίες το άτομο δεν έχει τον συνειδητό έλεγχο.
Το δεύτερο είδος της κίνησης είναι η εκούσια κίνηση. Πλέον το άτομο έχει την ικανότητα να εκτελεί λειτουργίες με βάση την δική του θέληση, δηλαδή με συνειδητό τρόπο. Οι κινήσεις αυτής της κατηγορίας είναι η ομιλία και η μετακίνηση του σώματος. Η εκούσια κίνηση, ωστόσο, προϋποθέτει την σκέψη, και πιο συγκεκριμένα την φαντασία με την έννοια που ο Χομπς της προσδίδει στο Κεφάλαιο ΙΙ του Λεβιάθαν[6]. Πρόκειται για τις έννοιες της σκέψης, της μνήμης και της εμπειρίας. Αυτά ακολουθούν επίσης μία σειρά κινήσεων και το ένα συνδέεται με το άλλο δημιουργώντας μία συνέχεια ενεργειών.
Οι κινήσεις πριν φτάσουν στο σημείο της εξωτερικής εκδήλωσής τους υπάρχουν με την μορφή της επιθυμίας, ή της ροπής. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο έχει μία φυσική τάση να κατευθύνει την κίνησή του προς αυτά που του προκαλούν ευχαρίστηση και να την απομακρύνει από αυτά που του προκαλούν αποστροφή (aversion). Αυτή η συνολική κίνηση είναι η εκδήλωση των παθών στον άνθρωπο και με αυτή την εξέταση της ανθρώπινης φύσης, ο Χομπς καταφέρνει να αναλύσει το άτομο και εν συνεχεία να εντάξει τα πάθη του ανθρώπου στην θεωρία της πολιτικής κοινωνίας. Τα πάθη, και κυρίως αυτά που έχουν αρνητική επίδραση στο άτομο σε σχέση με τα υπόλοιπα άτομα, όπως η πλεονεξία, η εκδικητικότητα, η ζήλεια κ.α., οδηγούν από μόνα τους στη δημιουργία ενός εχθρικού περιβάλλοντος για την ευημερία των ανθρώπων. Αυτά τα πάθη, όταν συνδυαστούν, οδηγούν στο μεγαλύτερο πάθος, δηλαδή το πάθος του φόβου και πιο συγκεκριμένα του φόβου του θανάτου. Ο φόβος αυτός είναι έμφυτος στον άνθρωπο και όπως και το αίσθημα του πόνου, τον έχει βοηθήσει να αντιμετωπίσει πλήθος κινδύνων.
Η Φυσική Κατάσταση
Τους περισσότερους κινδύνους ο άνθρωπος τους αντιμετωπίζει στην φυσική κατάσταση. Η φυσική κατάσταση αποτελεί, στην ουσία, προϋπόθεση για την ανάπτυξη της θεωρίας του Κοινωνικού Συμβολαίου. Ωστόσο, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ιστορική περιγραφή κάποιας περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας, πρόκειται δηλαδή, για μία κατάσταση που έχει επινοηθεί με σκοπό την καλύτερη μελέτη και κατανόηση της ανθρώπινης υπόστασης, καθώς και η μελέτη της πολιτικής κοινωνίας[7]. Ο Χομπς αποτέλεσε τον πρώτο που επινόησε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο και μελέτησε σε βάθος αυτή την κατάσταση, και έθεσε τα θεμέλια πάνω στα οποία μελλοντικές μελέτες ανέλυσαν ή ανέπτυξαν εκ νέου θεωρίες παρόμοιου τύπου. Σημαντικές θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου ανέπτυξαν οι Τζων Λοκ και Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Και οι δύο σημαντικοί για την πολιτική φιλοσοφία θεωρητικοί βασίστηκαν στην περιγραφή της φυσικής κατάστασης που ανέπτυξε ο Χομπς. Στην συνέχεια, έκαστος αφαίρεσε και πρόσθεσε στοιχεία αναπτύσσοντας τελικά τις δικές τους θεωρίες.
Συγκρίνοντας την φυσική κατάσταση μεταξύ των αφηγήσεων του Λοκ και του Χομπς, ίσως καταστεί ευκολότερα κατανοητό το περιεχόμενο του χομπσιανού μοντέλου. Σε αντίθεση με την θεωρία περί φυσικής κατάστασης που έχει αναπτύξει προηγουμένως ο Χομπς, ο Λοκ, αν και αναγνωρίζει την κατάσταση απόλυτης ελευθερίας που επικρατεί σε αυτή την προπολιτειακή κατάσταση, δεν θεωρεί πως ο φυσικός νόμος (Lex Naturalis) επιτρέπει σε οποιαδήποτε περίπτωση την χρήση βίας. Τα άτομα διέπονται από τον Λόγο, ο οποίος ταυτίζεται με τον φυσικό νόμο, άρα, ως ίσα, τα άτομα δεν έχουν το ελεύθερο της άσκησης βίας κατά της ζωής και της ιδιοκτησίας των άλλων. Αναφέρεται επίσης, στο γεγονός ότι ο Δημιουργός είναι ο μόνος που αποφασίζει για τις ζωές των ανθρώπων, καθώς αποτελούν δικά Του δημιουργήματα. Αρνείται με τον τρόπο αυτό την άποψη του Χομπς για τον πόλεμο όλων εναντίων όλων και το γεγονός ότι στην φυσική κατάσταση επικρατεί διαρκής πόλεμος, που κατά συνέπεια θα δικαιολογούσε την συνεχή προσπάθεια αλληλοεξόντωσης των ατόμων μεταξύ τους. Ο Λοκ φτάνει σε σημείο να θεωρεί υποχρέωση εκτός από την αυτοσυντήρηση, και την προσπάθεια συντήρησης των άλλων ανθρώπων. Η φυσική κατάσταση που περιγράφεται στο έργο του, Δεύτερη Γραμματεία Περί Κυβερνήσεως (Second Treatise of Government, 1690) φαίνεται να αποτελεί μία απεικόνιση των καλών χαρακτηριστικών του ανθρώπου και την ελπίδα ότι το άτομο έχει έμφυτη την καλοσύνη προς τον συνάνθρωπό του.
Αντιθέτως ο Χομπς περιγράφει μία πολύ πιο σκοτεινή εικόνα της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου που εξίσου βασίζεται στον φυσικό νόμο, την ισότητα όλων, την ελευθερία, αλλά και το φυσικό δικαίωμα (Jus Naturale). Καταρχάς, ως φυσικό νόμο ορίζει τον κανόνα ή την αρχή που διέπει όλους και τους απαγορεύει να δρουν με τέτοιο τρόπο που θα βλάψει την ζωή και τα μέσα της αυτοσυντήρησης τους. Ως φυσικό δικαίωμα ορίζει την δύναμη που έχει κάθε άτομο για να την χρησιμοποιήσει με τέτοιο τρόπο που θα εξασφαλίσει την δική του επιβίωση. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει την ελευθερία να πράττει έτσι, όπως ο ίδιος κρίνει με βάση τον Λόγο. Ο Χομπς πιστεύει ότι ο φυσικός νόμος και το φυσικό δικαίωμα πολύ συχνά συγχέονται μεταξύ τους εννοιολογικά, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η ουσία και το περιεχόμενο της φυσικής κατάστασης. Το δικαίωμα δίνει την ελευθερία του πράττειν κατά το δοκούν, ενώ ο νόμος δεσμεύει τις εκάστοτε πράξεις από συγκεκριμένους κανόνες. Για τον λόγο αυτό ο Χομπς υπογραμμίζει ότι στην φυσική κατάσταση η ζωή των ανθρώπων δεν έχει σημασία, και είναι μικρή σε διάρκεια, διότι όλοι ενεργούν με βάση το jus naturale προκαλώντας χάος και δυσκολία στην επιβίωση, δηλαδή πόλεμος όλων εναντίον όλων.
Διαφορά παρατηρείται, επίσης, στην ανθρωπολογία και ψυχολογία που αναπτύσσουν οι δύο θεωρητικοί. Στον Λοκ αντιλαμβανόμαστε μεγαλύτερη αισιοδοξία και πίστη στο περιεχόμενο του ανθρώπινου χαρακτήρα. Το να δρα κανείς με τρόπο βίαιο και απάνθρωπο αποτελεί εκφυλισμό της ανθρώπινης φύσης. Από την άλλη πλευρά, από το έργο του Χομπς, διαφαίνεται μία γενική απαισιοδοξία προς τον άνθρωπο και την φύση του. Η άρνηση της αυτοσυντήρησης αποτελεί και άρνηση της ουσίας του ατόμου, της επιθυμίας για ζωή και της ευδαιμονίας. Το να μην ενεργεί κάποιος βίαια στο πλαίσιο της φυσικής κατάστασης αποτελεί άρνηση του ορθού Λόγου. Στον Χομπς οι άνθρωποι επιβιώνουν σε δυσκολες συνθήκες, άρα οφείλουν να δρουν με σκληρό τρόπο, έτσι, υπό μία έννοια ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Οι ηθικές αξίες προσδιορίζονται με βάση τις βιολογικές επιθυμίες, άρα και η ηθική είναι υποκειμενική, εκτός από τις περιπτώσεις που αφορούν τη ζωή και τη συνέχισή της που είναι καθολικά ηθική.
Επιπλέον, όχι μόνο ο Χομπς αλλά και ο Ρουσσώ, τονίζουν το γεγονός ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της φυσικής κατάστασης οι άνθρωποι προχωρούσαν σε συσπείρωση σε περιπτώσεις ανάγκης, έτσι ώστε να επιβληθούν σε άλλα άτομα, πάντα με απώτερο σκοπό το προσωπικό όφελος[8]. Μπορεί να φαίνεται ως μία λογική εν μέρει ενέργεια για τα άτομα να ενώνουν τις δυνάμεις τους για ένα κοινό σκοπό, αλλά στο πλαίσιο της φυσικής κατάστασης, και ειδικά αυτής που περιγράφεται από τον Χομπς, κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο απλό. Τα άτομα ζουν με τον φόβο του βίαιου θανάτου και η ιδιοκτησία δεν είναι πάντα βέβαιη, ούτε προστατεύεται από κάποιον ή κάποιους πιο ισχυρούς, το μόνο που διαθέτουν είναι η επιθυμία τους για επιβίωση, αλλά ο βίος τους είναι “μοναχικός, ενδεής, βρωμερός, κτηνώδης και βραχύς”[9].
Άρα, γίνεται αντιληπτό, ότι οι άνθρωποι για ένα τουλάχιστον μικρό χρονικό διάστημα ενώνονται σε μία ομάδα ή κοινότητα, χωρίς να διακατέχονται από την βασική πολιτική οργάνωση και ιεράρχηση, για τις οποίες είναι γνωστό το κράτος ως θεσμός. Στόχος είναι η πρόσκαιρη εξασφάλιση της επιβίωσης και η εναντίωση προς τον ισχυρό, και έπειτα ξανά διαλύονται. Κίνητρο όλων είναι η επιβίωση, μέσο επίτευξής της είναι η βία και ως αποτέλεσμα βλέπουμε ότι σε περιόδους απουσίας κράτους και οργανωμένης πολιτικής κοινωνίας τα άτομα έρχονται σε επαφή για την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων[10].
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Ρουσσώ ανατρέπει τον συλλογισμό του Χομπς σχετικά με την φυσική κατάσταση και προτάσσει ένα νέο φυσικοδικαιϊκό σύστημα. Κάνει χρήση των βασικών προκείμενων του Χομπς σχετικά με την συνθήκη του ανθρώπου στην φυσική κατάσταση ως μοναχικό, αυτάρκη, χωρίς γλώσσα και οικογένεια. Όμως, με βάση αυτό δεν δύναται ο άνθρωπος στον Χομπς να αποτελεί την απειλή ενάντια στον συνάνθρωπό του. Ο Ρουσώ χρησιμοποιεί αυτή τη βάση αλλά προχωρά στην αναγνώριση σφάλματος στην συλλογιστική του Χομπς. Για να συμφωνεί ο φυσικός χαρακτήρας του ανθρώπου με τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού ανθρώπου πρέπει να υποθέσουμε ότι ισχύει το αξίωμα της φυσικής κοινωνικότητας. Ο Χομπς ξεκινά αρνούμενος αυτό το αξίωμα, άρα, κατά τον Ρουσσώ, οδηγείται σε σφάλμα και θεωρεί τον άνθρωπο ως μη κοινωνικό. Ωστόσο, ταυτόχρονα του προσδίδει χαρακτηριστικά του ανθρώπου της εποχής του, δηλαδή αυτά του ανταγωνιστικού, του ματαιόδοξου κ.α. Για τον λόγο αυτό, ο Ρουσώ θεωρεί ότι η μελέτη της αυθεντικής ανθρώπινης φύσης δεν πρέπει να βασίζεται στην ιστορική εμπειρία των ανθρώπων, αλλά σε μία ειδική επιστημονική μεθόδευση, και για τον λόγο αυτό θεμελιώνει τη μελέτη της ανθρωπολογίας. Η μελέτη του στηρίζεται στις βασικές και πρωταρχικές λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής.
Όσον αφορά τον άνθρωπο στην φυσική κατάσταση, ο Ρουσσώ τον θεωρεί φύσει ακοινωνικό. Η υπεροψία προϋποθέτει την ύπαρξη της κοινωνίας πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι υπερόπτης, άρα και δεν είναι κακός. Ο φυσικός άνθρωπος κατέχει τα πάθη της φιλαυτίας και της αυτοσυντήρησης, αλλά σε σχέση με την δική του επιβίωση, και όχι την πρόκληση βλάβης στον συνάνθρωπο. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι συμπονετικός με τους άλλους ανθρώπους, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους. Ο φυσικός άνθρωπος δεν κατέχει τον λόγο, που με την σειρά του προϋποθέτει την γλώσσα, άρα και την ύπαρξη της κοινωνίας. Η απουσία λόγου συνεπάγεται και με το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τον νόμο της φύσης. Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως υπάνθρωπος, έτσι κάθε τι ανθρώπινο αποκτάται και στηρίζεται στην σύμβαση. Η λογικότητα είναι επίκτητη και ο λόγος είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας ικανοποίησης των ατομικών αναγκών. Η ικανοποίηση των αναγκών εξαρτάται και ολοκληρώνεται με βάση τις ξεχωριστές συνθήκες που επικρατούν. Άρα η ανθρώπινη πρόοδος είναι από την μία αναγκαία λόγω της φύσης του ανθρώπου, και από την άλλη τυχαία καθώς εξαρτάται από την τύχη που επιβάλλει την ανάπτυξη της νόησης στον άνθρωπο.
Τα άτομα διακατέχονται όλα από την επιθυμία να εξουσιάσουν τους υπόλοιπους. Ο Χομπς φαίνεται να θεωρεί πως η επιθυμία αυτή είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Έτσι, η κυριαρχία μπορεί ακόμα να οδηγεί στην διαφθορά και να αποτελέσει στην ουσία, όπως ο φόβος για τον θάνατο, ένα ακόμα πάθος. Η εξουσία θα δώσει τη δυνατότητα στο άτομο να μείνει ασφαλές από τις επιθέσεις των άλλων ατόμων και να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Ωστόσο, η επιθυμία ενός για την εξουσία ταυτόχρονα αποτελεί και επιθυμία των άλλων για αυτή. Η επιθυμία με αυτόν τον τρόπο οδηγεί στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού, ο οποίος σύμφωνα με τον Χομπς, αποτελεί μία εκ των τριών αιτιών για διαμάχη. Αυτές είναι: ο ανταγωνισμός, η δυσπιστία και η δόξα. Σε όσα έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής και οι τρεις αιτίες γίνονται φανερές. Αυτές αποτελούν την βάση για την ύπαρξη και τη διατήρηση της φυσικής κατάστασης. Ο ίδιος ο Χομπς γράφει: “Η πρώτη αιτία κάνει τους ανθρώπους να επιτίθενται για το κέρδος, η δεύτερη για την ασφάλεια και η τρίτη για την φήμη. Στην πρώτη περίπτωση οι άνθρωποι χρησιμοποιούν βία για να θέσουν υπό την εξουσία τους τους άλλους ανθρώπους, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και τα ζώα τους. Στην δεύτερη για να τα υπερασπίσουν, και στην τρίτη για πράγματα ασήμαντα, όπως για μία λέξη, για ένα χαμόγελο για μια διαφορετική γνώμη και για οποιαδήποτε άλλη ένδειξη υποτίμησης, είτε άμεσα προς τα πρόσωπά τους είτε έμμεσα προς τους συγγενείς του, τους φίλους τους, το έθνος τους, το επάγγελμά τους ή το όνομά τους”[11]
Η Πολιτική Κοινωνία
Στην εισαγωγή του Λεβιάθαν γίνεται η πρώτη αναφορά σχετικά με την κατασκευή του πολιτικού σώματος στον Χομπς, που θα αποτελέσει το κύριο θέμα του πολιτικού έργου του. Ξεκινά να περιγράφει το κράτος (Civitas) και το παρομοιάζει με την σύνθεση ενός ανθρώπινου όντος. Ως κατασκευή το κράτος είναι, σε αντίθεση με την φύση, αποτελεί ανθρώπινο δημιούργημα και όχι κάτι που έχει προέλθει από τον Θεό. Άρα, ο άνθρωπος προσπαθώντας να μιμηθεί αυτή την κατασκευή προχώρησε στην κατασκευή τεχνητής ζωής. Το κράτος είναι κάτι τεχνητό που δημιουργήθηκε από την ανθρώπινη ανάγκη για επιβίωση. Ο Χομπς χρησιμοποιεί το βιβλικό τέρας, Λεβιάθαν, για να αντιπροσωπεύσει το κράτος. Ζωτικής σημασίας λειτουργίες στο “σώμα” του κράτους επιτελούν οι δικαστικοί και εκτελεστικοί λειτουργοί που συνθέτουν τις κλειδώσεις του, η τιμωρία και η ανταμοιβή που είναι οι συνδέσεις των αρθρώσεων, οι σύμβουλοι που αποτελούν την μνήμη του, η ευθυδικία και οι νόμοι που αντίστοιχα αποτελούν τον Λόγο και την Βούληση του κράτους (Χομπς Τ., 1651). Παρόμοιες λειτουργίες μπορούμε να διαπιστώσουμε και στις μέρες μας παρατηρώντας τις διαφορετικές συνθέσεις των κρατικών μηχανισμών στα σύγχρονα κράτη παγκοσμίως. Στην παρομοίωση αυτή, η ψυχή, που είναι το κεντρικό και σημαντικότερο για την λειτουργία κάθε ζωντανού οργανισμού, είναι ο Κυρίαρχος ή ο Ηγεμόνας (Sovereign)[12]. Επιτελεί την σημαντικότερη λειτουργία, να κρατά δηλαδή και να συνδέει όλα τα άλλα μέλη και να τους παρέχει ζωή για να συνεχίσουν να υπάρχουν και να είναι υγιή. Αυτό συμβαίνει και στην μοντέρνα διακυβέρνηση του κρατους ανεξάρτητα από το πολίτευμα που αυτό έχει. Η εκτελεστική εξουσία είναι αυτή που είναι υπεύθυνη να ασκήσει πολιτική με σκοπό την διατήρηση όλων των κρατικών οργάνων σε λειτουργία. Αντίστοιχα σε ένα αυταρχικό ή μοναρχικό πολίτευμα, από την στιγμή που η εξουσία είναι το χέρι ενός κυρίαρχου, τότε αυτός από μόνος του αποτελεί την “ψυχή” του κράτους, και είναι υπεύθυνος για την διατήρηση της κίνησης.
Ανάμεσα στις περιγραφές για τις αρθρώσεις, τα νεύρα και τις λοιπές λειτουργίες του σώματος που επιτελούν οι διάφοροι κρατικοί αξιωματούχοι, αναφέρεται στο γεγονός ότι “η ομόνοια είναι η υγεία του, η ανταρσία, η ασθένειά του και ο εμφύλιος πόλεμος, ο θάνατός του”[13]. Αυτό είναι το κλειδί για την μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας του Χομπς, η κατανόηση της αιτίας ύπαρξης του κράτους και ο ρόλος που αυτό διαδραματίζει για το άτομο και κατά συνέπεια για το σύνολο της κοινωνίας των ανθρώπων. Η πολιτεία αφού είναι κάτι τεχνητό σημαίνει ότι δεν υπάρχει φύσει σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη. Έτσι, όπως παρουσιάζεται και στην εισαγωγή του Λεβιάθαν, τα τεχνητά όντα θεωρούνται ζωντανά[14], με παρόμοιο τρόπο η πολιτεία ως τεχνητό ον είναι ζωντανή. Ο Χομπς ονομάζει την πολιτεία “τεχνητό άνθρωπο”. Η πολιτική θεωρία του Χομπς έρχεται και ανατρέπει την μεσαιωνική οργανισμική αναλογία του κράτους. Δεν είναι πλέον ένας οργανισμός στον οποίο ο ηγεμόνας είναι το κεφάλι, η αριστοκρατία η καρδιά, ο στρατός τα χέρια, η εργατική και γεωργική τάξη τα πόδια και τέλος, η εκκλησία η καρδιά. Η χομπσιανή θεωρία έρχεται και αντικαθιστά αυτό το μοντέλο ιεραρχικής δομής της κοινωνίας με την μηχανιστική αναλογία. Αυτό σημαίνει πως σε αντίθεση με ένα σώμα, τα μέρη της μηχανής μπορούν να αλλάξουν, όταν κριθεί ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την διατήρηση της σωστής και ομαλής λειτουργίας της.
Η δημιουργία της πολιτικής κοινωνίας είναι αποτέλεσμα της ανάγκης για επιβίωση και του φόβου του θανάτου. Ο Χομπς με αυτή την διατύπωση της θεωρίας του για το άτομο και το κράτος έρχεται σε κάθετη ρήξη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρεί τον άνθρωπο ως κοινωνικό ζώο εκ φύσεως. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν το άτομο να μείνει μόνο του εκτός της κοινωνίας ανθρώπων. Η κοινωνία προκειμένου να φτάσει στο σημείο που βρίσκεται, εξελιγμένη και λειτουργική, έπρεπε να περάσει από διάφορα στάδια διαμόρφωσης. Αρχίζει να σχηματίζεται ήδη από την οικογένεια και μετεξελίσσεται σε μία μικρή κοινωνία αποτελούμενη από επιμέρους οικογένειες. Η σύνδεση μεταξύ όλων αυτών έχει ως αποτέλεσμα την τελική μορφή που διαθέτει η κοινωνία. Η πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη θεωρεί την άνω κίνηση ως φυσική, και το προϊόν της δεν είναι κάτι το τεχνικό αλλά κάτι το φυσικό και το αναμενόμενο για τους ανθρώπους. Ο Χομπς ασκεί κριτική σε αυτή την θεωρία βασιζόμενος στο γεγονός, ότι το άτομο δεν έχει έμφυτη την τάση να σχηματίσει κοινωνία με τα υπόλοιπα άτομα. Στην ουσία αυτό που πετυχαίνει είναι να αντιστρέψει όλη την αριστοτελική θεωρία της Πόλεως και να επιτύχει μία νέα ανάγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο J. Laird παρατηρεί ότι ο “Χομπς ενδέχεται να μελέτησε τον Αριστοτέλη με μεσαιωνικά μάτια” και “τον ερμήνευσε με μετά-Αριστοτελικούς όρους”[15]. Αυτή είναι μία λογική προσέγγιση στο θέμα, δεδομένης και της ανερχόμενης αμφισβήτησης των αριστοτελικών όρων και θεωριών που γνώριζε η εποχή. Ο Χομπς εμβαθύνει στην αριστοτελική σκέψη και υπογραμμίζει το γεγονός ότι η έννοια της ελευθερίας στους αρχαίους έλληνες και ρωμαίους συγγραφείς αφορά αποκλειστικά και μόνο την ελευθερία στο πλαίσιο της πολιτικής κοινωνίας. Η εμβάθυνση του Τόμας Χομπς έγκειται στο γεγονός ότι πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα στην αναζήτηση της πραγματικής αιτίας δημιουργίας της κοινωνίας και της ουσίας της πολιτικής. Η ελευθερία που προηγείται είναι η ατομική ελευθερία, η οποία ακολουθείται από την πολιτική ελευθερία[16]. Επιπλέον, ο Χομπς κατανοεί ότι η σκέψη των αρχαίων και όσων ακολούθησαν την σκέψη τους, βάσισαν τις θεωρήσεις τους σε απλές περιγραφές των πολιτευμάτων των οποίων αποτελούσαν μέρη. Αυτό συνεπάγεται με την επιφανειακή ανάλυση των πολιτειών και όχι την αναζήτηση αυτών “στις αρχές της φύσης”[17].
Η συγγραφή του Λεβιάθαν εξελίσσεται σε μία εποχή αναταραχής για την Αγγλία, κατά την οποία ο βασιλιάς Κάρολος Ι, αποφασίζει την διάλυση του Κοινοβουλίου και την συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπό του. Άρα, δεδομένου του ιστορικού πλαισίου, κατανοείται με ακόμα ένα τρόπο το απολυταρχικό ύφος του Χομπς. Η Βουλή των Αντιπροσώπων αντιμετωπίζεται από τον φιλόσοφο ως ένα αποκλειστικά συμβουλευτικό σώμα προς τον μονάρχη. Στην ουσία ο ρόλος της δεν ήταν όσο ανεξάρτητος όσο θεωρούνταν από τις εξουσίες και την κρίση του βασιλιά[18].
Για μία ακόμα φορά, με περίτεχνο τρόπο ανάλυσης και σύνθεσης της σκέψης του, ο συγγραφέας κατορθώνει να υποστηρίξει την προαναφερθείσα θέση, λέγοντας πως η κρίση του αντιπροσώπου του λαού μπορεί να θολώσει, εφόσον βάλλεται ταυτοχρόνως από πλήθος διαφορετικών απόψεων επί των πολιτικών πραγμάτων, προερχόμενες από πολλούς συμβούλους με απώτερο συμφέρον την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Ο μονάρχης, ως αντιπρόσωπος, αδρανοποιείται και δεν βρίσκεται πλέον στην κατάλληση θέση διοίκησης της κυβερνήσεως, του κράτους και κατά συνέπεια του λαού[19].
Συμπερασματικά
Αν υποθέσουμε πως η θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου του Χομπς είναι ακριβής στην περιγραφή της ανθρώπινης φύσης, και πως η ανάλυση των παθών αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα της εξωτερίκευσης των εσωτερικών αναγκών του ανθρώπου, τότε η πρόταση του για μία απόλυτη αρχή διαφαίνεται ως η μοναδική λύση. Ο έλεγχος και ο περιορισμός των ανθρωπίνων ορμών, όπως αυτές ορίζονται στην περιγραφή της φυσικής κατάστασης, είναι μία δύσκολη και επίπονη διαδικασία, σχεδόν ακατόρθωτη για τον κοινό άνθρωπο, ο οποίος δρα ως μονάδα. Η θεωρητική, και μη ιστορική πράξη της επιλογής μεταφοράς των ατομικών δικαιωμάτων, όπως ορίζονται από το φυσικό δίκαιο στον κυρίαρχο, και η ενεργή, στην ουσία, εγκαθίδρυση του πολιτικού κράτους, το οποίο πλεόν διέπεται και ορίζεται από το θετικό δίκαιο, είναι η λύση που προτείνει ο Χομπς στην εκ φύσεως προβληματική και ακοινωνική ανθρώπινη υπόσταση.
Η κριτική στην χομπσιανή θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου αποτυγχάνει να αντιληφθεί το βάθος της σκέψεως του Άγγλου φιλοσόφου και πολιτικού επιστήμονα. Η αντίθεση στην ύπαρξη της απολυταρχίας ως το πολιτικό μέσο επιβολής του νόμου προκειμένου να προταθεί ως ένα άχαρο και βίαιο πολίτευμα παραλείπει την θεμελιώδη πρόθεση συγγραφής του συγκεκριμένου έργου (Λεβιάθαν). Ο Χομπς με την θεωρία του στοχεύει στην εξάλειψη του φόβου του θανάτου και της βίας μεταξύ των ανθρώπων. Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί με τον πιο αποτελεσματικό και ομαλό τρόπο μέσω της κυριαρχίας του ενός επί της πλειοψηφίας. Αυτή η κυριαρχία είναι η παραχώρηση των απεριόριστων δικαιωμάτων του καθενός σε ένα κοινό αντιπρόσωπο σε μία πράξη κοινής βούλησης. Ο κυρίαρχος όντας εκτός του νόμου, τον οποίο ο ίδιος ορίζει και επιβάλλει, κατορθώνει να δημιουργήσει μία σταθερή και ειρηνική κατάσταση ύπαρξης του ατόμου και συνύπαρξης εντός της κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει διότι δεν θα ήταν δυνατόν να ορίζεται και η συμπεριφορά του κυρίαρχου από τον νόμο που ο ίδιος επιβάλλει. Αξιοποιώντας την λογική, κατανοούμε ότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε την ύπαρξη ενός ηγέτη ανώτερου του ήδη υπάρχοντος, για να ελέγχει. Αυτό, εν συνεχεία, θα έπρεπε να επαναλαμβάνεται στο άπειρο, καθιστώντας τον ηγέτη εξ αρχής ανούσιο. Με τον τρόπο αυτό ο Χομπς αποφεύγει το συγκεκριμένο πρόβλημα, δίνοντας έτσι βαρύτητα στην ηγεσία του κυρίαρχου.
Η πρόταξη δημοκρατικών αξιών και δομών της κοινωνίας και του κράτους από τους αντιπάλους της χομπσιανής πολιτικής θεωρίας, πρόκειται για αδυναμία κατανόησης του περιεχομένου και της ουσίας της σκέψης του συγκεκριμένου διανοητή. Η ανάγνωση του έργου οφείλει να μην ξεφεύγει των ορίων του ιστορικού πλαισίου και των πολιτικών πεποιθήσεων του Χομπς, ο οποίος φανερά κλίνει προς την μοναρχία, ωστόσο μπορεί να πει κανείς πως προτείνει και μία αριστοκρατική διοίκηση, καθώς ο ηγέτης μπορεί να εί ένα πρόσωπο ή μία ομάδα προσώπων. Μία κατάσταση ακατάπαυστης βίας, στην οποία τίποτα δεν είναι σίγουρο εκτός από τον θάνατο, μπροστά στην συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων και του κυρίαρχου για μία κατάσταση ειρήνης, προστασίας της ιδιοκτησίας, που προηγουμένως δεν υπήρχε, αλλά και σταθερότητας, αποτελεί την προφανή ορθή επιλογή του ατόμου, ικανοποιώντας την επιθυμία του για επιβίωση. Δεν δύναται να υπάρξει διαφορετική μέθοδος μελέτης του Χομπς, εάν προηγουμένως δεν εγκαταλειφθούν όλα τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις της νοοτροπίας του καθημερινού και σύγχρονου ατόμου για την έννοια της πολιτικής. Η προβολή δημοκρατικών προτύπων και ιδεωδών επί του χομπσιανού έργου δεν μπορεί παρά να παραμορφώσει την ήδη, για πολλούς αιώνες, ανεπτυγμένη θεωρία και να αλλοιώσει την πραγματική πρόθεση του συγγραφέα. Απαιτείται, λοιπόν, καθαρή διάθεση και επιστημονικό ενδιαφέρον για θεωρητικό στοχασμό επί της πραγματικής ουσίας της πολιτικής, του ατόμου και του κράτους, ως ολοκληρωμένου συστήματος.
Προφανώς και για τα σημερινά δεδομένα μία τέτοια θεωρία δύσκολα θα εφαρμόζονταν στην πράξη. Η θεωρία του Χομπς θα ήταν δυνατόν να χαρακτηριστεί ως “Αυτό (που) μπορεί να είναι ορθό στην θεωρία, αλλά δεν ισχύει στην πράξη” (1793), χρησιμοποιώντας τον τίτλο ενός δοκιμίου του Ιμμάνουελ Καντ, στο οποίο πραγματεύεται την πολιτική σκέψη του Χομπς και της ασκεί κριτική. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Χομπς, αλλά και του Λοκ και του Ρουσσώ, καθώς και των διαφόρων παραλλαγών και νέων θεωριών που ακολούθησαν βασισμένων στα τρία κλασικά έργα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά θεωρητικές κατασκευές και νοητικά μοντέλα σύνθεσης της ιδανικής πολιτείας και του τέλειου συστήματος διακυβέρνησης. Συνεπώς, από αυτό και μόνο καταλαβαίνουμε το περιεχόμενο και αντικείμενο μελέτης της πολιτικής ως επιστήμης. Η εξουσία και το ιδανικό σύστημα διακυβέρνησης, από την αρχή, με την αρχαία ελληνική γραμματεία έως και την σύγχρονη εποχή, παραμένουν σταθερά στο επίκεντρο ενός ολόκληρου κλάδου της φιλοσοφίας, δηλαδή της πολιτικής θεωρίας.
Συντάκτης: Θανάσης Κατζίγκας
Πηγές:
-
Duncan, S. (2009). Thomas Hobbes (Stanford Encyclopedia of Philosophy). [online] Stanford.edu. Available at: https://plato.stanford.edu/entries/hobbes/.
-
Hamilton, J.J. (2009). HOBBES THE ROYALIST, HOBBES THE REPUBLICAN. History of Political Thought, [online] 30(3), pp.411–454. Available at: https://www.jstor.org/stable/26224071.
-
Hobbes, T. (2006). Λεβιάθαν ή Ύλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Κοινότητας. Translated by Γ. Πασχαλίδης. and Translated by Α. Μεταξόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση.
-
Κιτρομηλίδης, Π.Μ. (2016). Νεότερη Πολιτική Θεωρία. Έκτη έκδοση ed. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
-
Laird, J. (1942). Hobbes on Aristotle’s ‘Politics’. Proceedings of the Aristotelian Society, [online] 43, pp.1–20. Available at: https://www.jstor.org/stable/4544372 [Accessed 30 Oct. 2022].
-
Lock, J. (2018). Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως. Translated by Π.Μ. Κιτρομηλίδης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
-
Rick, J. (2020). Historical Context for Leviathan | The Core Curriculum. [online] Columbia.edu. Available at: https://www.college.columbia.edu/core/content/leviathan/context.
-
Steinberger, P.J. (2008). Hobbes, Rousseau and the Modern Conception of the State. The Journal of Politics, 70(3), pp.595–611. doi:10.1017/s002238160808064x.
- [1] Rick, J. (2020). Historical Context for Leviathan | The Core Curriculum. [online] Columbia.edu. Available at: https://www.college.columbia.edu/core/content/leviathan/context.
- [2] Duncan, S. (2009). Thomas Hobbes (Stanford Encyclopedia of Philosophy). [online] Stanford.edu. Available at: https://plato.stanford.edu/entries/hobbes/.
- [3] Duncan, S. (2009), ό.π.
- [4] Duncan, S. (2009), ό.π.
- [5] Hobbes, T. (2006). Λεβιάθαν ή Ύλη, Μορφή και Εξουσία μιας Εκκλησιαστικής και Λαϊκής Κοινότητας. Translated by Γ. Πασχαλίδης. and Translated by Α. Μεταξόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση, (σελ. 121).
- [6] Hobbes T., (1651) ό.π., Περί Φαντασίας, (σελ. 88-89).
- [7] Hobbes T., (1651), “Ίσως θεωρηθεί παρεμπιπτόντως ότι ανάλογη εποχή και κατάσταση πολέμου ουδέποτε υπήρξε-και προσωπικά πιστεύω ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε ποτέ γενικά σε όλον τον κόσμο.”, Κεφάλαιο ΧΙΙΙ, (σελ. 197).
- [8] Steinberger, P.J. (2008). Hobbes, Rousseau and the Modern Conception of the State. The Journal of Politics, 70(3), pp.595–611. doi:10.1017/s002238160808064x, (σελ. 597-598).
- [9] Hobbes T., (1651), (σελ. 196).
- [10] Hobbes T., (1651), (σελ. 193).
- [11] Hobbes T., (1651), (σελ. 195).
- [12] Hobbes T., (1651) ό.π.
- [13] Hobbes T., (1651), (σελ. 78).
- [14] Hobbes T., (1651), ό.π.
- [15] Laird, J. (1942). Hobbes on Aristotle’s ‘Politics’. Proceedings of the Aristotelian Society, [online] 43, pp.1–20. Available at: https://www.jstor.org/stable/4544372 [Accessed 30 Oct. 2022], (σελ.4).
- [16] Hobbes T., (1651), Κεφάλαιο ΧΧΙ, (σελ. 281).
- [17] Hobbes T., (1651), ό.π., (σελ. 282).
- [18] Hamilton, J.J. (2009). HOBBES THE ROYALIST, HOBBES THE REPUBLICAN. History of Political Thought, [online] 30(3), pp.411–454. Available at: https://www.jstor.org/stable/26224071, (σελ. 416).
- [19] Hobbes T., (1651), Κεφάλαιο XVI, (σελ. 233).