Το τρέχον χρονικό διάστημα η ελληνική πολιτική σκηνή παρουσιάζεται να ακτινοβολεί, με την ανάδειξη στο φως της δημοσιότητας, μιας σειράς μεμονωμένων προτάσεων, αλλά και οργανωμένων νομοσχεδίων, τα οποία εκπνέουν μια ανάσα δροσιάς και ανανέωσης, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τα πυρά του κοινωνικού συντηρητισμού, ο οποίος διέπει την χώρα μας. Ωστόσο, ένα γεγονός της επικαιρότητας φαίνεται να ανατρέπει εκείνη την νίκη, να οδηγεί σε τέλμα το “νεωτεριστικό” αυτό κύμα, όπως κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, εισάγοντας μια νέα πολιτική εποχή σκοταδισμού. Ο λόγος γίνεται για την εμφάνιση του άρθρου 84 του συντάγματος, μέσω της υποβολής πρότασης δυσπιστίας από ισχυρό παράγοντα της αντιπολίτευσης.

Η πρόταση δυσπιστίας δεν αποτελεί “νέο” πολιτικό ελιγμό, ούτε συναντάται πρώτη φορά στο πολιτικό προσκήνιο, αλλά αποτελεί έκφανση μιας θεμελιώδους αρχής, η οποία είναι γνωστή, ως εκείνη της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής προς την εκάστοτε Κυβέρνηση, αναδιοργανώνοντας το πολιτικό πεδίο με την καθιέρωση της το 1875. Η αρχή της «δεδηλωμένης» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια απλή κατευθυντήρια γραμμή. Εκείνη απαρτίζει αφενός μέσο διασφάλισης της ομαλής και συνάμα κοινωνικοπολιτικής λειτουργίας, παρέχοντας την δυνατότητα στην βουλευτική τάξη να εκφράσει την δυσαρέσκεια και τις ενδεχόμενες πολιτικές ανησυχίες της, προλαμβάνοντας επερχόμενες καταχρηστικές συμπεριφορές και αφετέρου θεωρείται δείκτης της “υγείας” της επικρατούσας πολιτικής κατάστασης, απέχοντας οι βουλευτές από προτάσεις μομφών, λόγω της ύπαρξης κατάλληλης διακυβέρνησης, καθοδήγησης και χειρισμού των εθνικών ζητημάτων. Συνεπώς, η καταφυγή του πολιτικού συνασπισμού του ΠΑΣΟΚ στις διεξόδους του άρθρου 84, δεν υποδηλώνει μόνο μια πολιτική κόντρα, ούτε είναι η αφετηρία μιας νέας πολιτικής διένεξης αλλά καθιστά έκδηλη την πολιτική αδυναμία του κράτους. Βέβαια, τέτοιου είδους εκδηλώσεις είναι δυνατόν να αποβούν μοιραίες κάτω από κρίσιμες διεθνείς συγκυρίες και τεταμένη εξωτερική πολιτική, όπου οι εθνικοί αντίπαλοι, όπως έχει αποδειχθεί και ιστορικά, παραμονεύουν καρτερικά το “θήραμα” τους. Μία αποδυναμωμένη και διχασμένη πολιτικά εικόνα δυνητικά εγκυμονεί κινδύνους, ακόμη και ως προς τα ύψιστα αγαθά της ελευθερίας και της κρατικής αυτοδιάθεσης.

Εκτός από την προσφυγή του ΠΑΣΟΚ, μια τετραετία νωρίτερα και ένας άλλος πολιτικός σχηματισμός, είχε οδηγηθεί στην δικαιοσύνη κατά ενός υπουργικού προσώπου, μέσω του κοινοβουλευτικού βοηθήματος της πρότασης μομφής. Ανάμεσα στους δύο όρους επικρατεί μια σύγχυση, με την ταύτιση λανθασμένα της πρότασης μομφής με εκείνη της δυσπιστίας στη κοινή συνείδηση. Ομολογουμένως, οι δύο διαδικασίες παρουσιάζουν κοινά στοιχεία. Η ειδοποιός διαφορά τους είναι πως η πρώτη στρέφεται ενάντια σε μεμονωμένες προσωπικότητες ή σε μια περιορισμένη ομάδα πολιτικών οντοτήτων. Στον αντίποδα, η δεύτερη θέτει στο στόχαστρο ολόκληρη την εγκατεστημένη Κυβέρνηση και αποβλέπει στην ολοκληρωτική καθαίρεση της από την εξουσία. Στο τυπικό μέρος,  προβλέπεται  η υπογραφή της πρότασης  από το 1/3 των βουλευτών σε πρωταρχικό στάδιο. Κατόπιν, υπάρχει διακριτική ευχέρεια στη Βουλή να συγκαλέσει συνέλευση και να συζητήσει την πρόταση εντός 72 ωρών. Η επικύρωση της πρότασης απαιτεί την θετική ψήφο της πλειοψηφίας τον βουλευτών, μόνο υπό την περίπτωση, στην οποία έχει συγκεντρωθεί  απαρτία των βουλευτών. Με την υπερψήφιση της πρότασης, ακολουθεί διάλυση της υπάρχουσας κυβέρνησης και προκήρυξη εκλογών. Το ενδιαφέρον, βέβαια, δεν έγκειται στο πρακτικό κομμάτι, αλλά στην πολιτική κατάπτωση, την οποία δηλώνει η επιλογή ενός τέτοιου μέσου “εις διπλούν”  στα πλαίσια ενός τόσο σύντομου χρονικού διαστήματος και μάλιστα της πιο “δύσκαμπτης” εκδοχής του, δηλαδή εκείνη της δυσπιστίας. Έτσι, η Ελλάδα, η χώρα στυλοβάτης, η οποία έθεσε τις απαρχές του πολιτικού φαινομένου, σήμερα, όχι μόνο δεν πρωταγωνιστεί στο πολιτικό “παίγνιο” αλλά μάλιστα, αγκομαχεί να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα και ισορροπία.

Κλείνοντας, θα μπορούσε να ειπωθεί πως η πρόταση δυσπιστίας και κατ’ επέκταση, η επανεμφάνιση του άρθρου 84 του εθνικού μας συντακτικού κειμένου, δεν φέρει μόνο αρνητικό αντίκτυπο. Ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές έχουν τοποθετηθεί στο ζήτημα ως υπέρμαχοι, κάνοντας λόγο για μια ενεργή πολιτική τάξη, η οποία δεν παραλείπει να αντιδρά, να κατακρίνει ακατάλληλες διακυβερνήσεις, να μην δέχεται κανένα συμβιβασμό ως προς την πολιτική “διαύγεια”, η οποία πρέπει να επικρατεί, συμβάλλοντας με αυτή τη τακτική στην εξυγίανση της πολιτικής εξουσίας. Υπό αυτό το πρίσμα η πρόταση γίνεται συνώνυμο ενός θεμιτού ελέγχου, στο όνομα μιας πιο αποτελεσματικής κυβέρνησης, με απώτερο στόχο την ανάπτυξη και τη πρόοδο της χώρας και του ελληνικού λαού.

Συντάκτης: Γαρυφαλλένια Λιάκου


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.