Τα τελευταία χρόνια το φεμινιστικό κίνημα  στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, έχει δραστηριοποιηθεί μαζικά για να ανταποκριθεί στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανισότητες που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η επίδραση του φεμινισμού στην Ελλάδα, ως ένα από τα πιο σημαντικά  κοινωνικά κινήματα, δεν βρίσκεται μόνο στις τελευταίες δεκαετίες. Φεμινιστική δραστηριότητα στην χώρα  μας υπάρχει από το 19ο αιώνα.

Καταρχάς, ο φεμινισμός δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια, καθώς αποτελεί μια πολυδιάστατη έννοια. Συνοπτικά ο φεμινισμός είναι η πίστη και η επιθυμία  για την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ο φεμινισμός είναι, επίσης, ένα ευρύ, σύνθετο και πολύ πλούσιο πεδίο θεωρητικής μελέτης και κοινωνικής έρευνας.

Η θέση της Ελληνίδας μετά την  εθνική επανάσταση του 1821 είναι δεινή. Παρά την έντονη συμμετοχή γυναικών στον απελευθερωτικό αγώνα κατά της Τουρκοκρατίας, μένουν καθηλωμένες  από τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Μολαταύτα  δείχνουν την εργατικότητα και το σθένος τους, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται ισότιμα η  συνεισφορά τους στην  εργασία και στην κοινωνία. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, δημιουργούνται τα αστικά κέντρα και αναδύεται σταδιακά μια νέα κοινωνική τάξη, η αστική. Οι νέες κοινωνικές συνθήκες που προκύπτουν  γεννούν την ανάγκη για γυναικεία εργατικά χέρια. Η νέα αυτή αστική τάξη αναδιαμορφώνει τον ταξικό και κοινωνικό χάρτη της  χώρας. Οι γυναίκες των πλουσίων επιχειρηματιών ασχολούνται με ‘ελαφριές  οικιακές εργασίες, όπως την διακόσμηση, ενώ οι γυναίκες που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα  συνήθως δουλεύουν ως ‘υπηρέτριες’ στα σπίτια των πλουσίων και αναλαμβάνουν τις  πιο σκληρές χειρονακτικές εργασίες του σπιτιού. Ανεξαρτήτως των παραπάνω, η θέση της γυναίκας στην μετεπαναστατική περίοδο δεν αλλάζει. Παραμένει εξαρτημένη από το αντρικό φύλο και δεν μπορεί να  δραστηριοποιηθεί στην κοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτική ζωή της χώρας.

Η κατάσταση αυτή αρχίζει να αλλάζει το 1836, με την ίδρυση του Αρσακείου  σχολείου , στο οποίο φοιτούσαν και σπούδαζαν γυναίκες. Η ελληνική πολιτεία θεωρούσε την ανώτερη εκπαίδευση  των γυναικών, πέρα από την στοιχειώδη δημοτική, ζήτημα ιδιωτικής φύσεως. Έτσι η ιδιωτική εκπαίδευση πήρε την πρωτοβουλία και άνοιξε τον δρόμο για την ένταξη των κοριτσιών στην μέση εκπαίδευση. Πρώτη δασκάλα του ελληνικού κράτους ήταν η Ελένη Πιτταδάκη, που διορίστηκε στο παρθεναγωγείο του Ναυπλίου το 1834. Από το Αρσάκειο θα περάσουν σημαντικές προσωπικότητες του  ελληνικού φεμινιστικού κινήματος όπως, η Καλλιόπη Κεχαγιά, η Αικατερίνη Λασκαρίδου, Η Σωτήρια Αλιμπέρτη  και η Καλλιρρόη Παρρέν.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, το φεμινιστικό κίνημα ανασυντάσσεται και οργανώνεται. Η ίδρυση εφημερίδων από γυναίκες, συντελεί στην διάδοση του φεμινισμού στον γυναικείο πληθυσμό. Σε πολιτικό επίπεδο, μέχρι το 1920, η συζήτηση για την παραχώρηση πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων  περιορίζονταν σε επιστημονικούς κύκλους του νομικού και πολιτικού κόσμου. Το κυβερνητικό πρόγραμμα της ομάδας των Κοινωνιολόγων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, αναφερόταν στο αίτημα να δοθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Επίσης  το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ), ο πρόδρομος του ΚΚΕ, στις εκλογές του 1920 υποστήριξε το να δοθεί ψήφος στις γυναίκες.

Ο οργανωμένος αγώνας για την πολιτική χειραφέτηση των Ελληνίδων άρχισε το 1920 με την ίδρυση του  ‘Συνδέσμου για τα δικαιώματα της Γυναικός’. Ο σύνδεσμος αποσκοπούσε στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξύψωση της  γυναίκας με τον άνδρα. Η δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα θα έχει καταλυτική επίδραση στην πορεία του φεμινιστικού κινήματος . Το 1920 ο βουλευτής Κεφαλληνίας Θάνος Μπασίας υποβάλλει πρόταση νόμου στην βουλή, με την οποία ζητάει την πολιτική εξίσωση των γυναικών με τους άνδρες. Πάρα την έλλειψη ενδιαφέροντος του κοινοβουλίου για την γυναικεία χειραφέτηση, ο σύνδεσμος για τα δικαιώματα της γυναίκας εντατικοποιεί τις προσπάθειες του. Σε κάθε νέα κυβέρνηση στέλνει επιτροπές που ζητούν την κατοχύρωση της γυναικείας ψήφου και υποβάλλουν σχετικά υπομνήματα στη Βουλή. Συγχρόνως γίνεται προσπάθεια για περισσότερη γνωστοποίηση της ιδέας της ισότητας των δύο φύλων. Το ζήτημα της γυναικείας ψήφου συζητήθηκε εντόνως στο κοινοβούλιο  και ο τότε πρωθυπουργός  Δημήτρης Γούναρης υπόσχεται στις Ελληνίδες την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων.Το 1925 κατατέθηκε τροπολογία στην Βουλή ζητώντας το δικαίωμα γυναικείας ψήφου στις δημοτικές εκλογές. Αυτή  την τροπολογία  στήριξαν  70 βουλευτές  και αποφασίστηκε να δοθεί κατ’αρχήν ψήφος στις γυναίκες αλλά με περιορισμούς. Η τροπολογία δεν ψηφίστηκε λόγω της δικτατορίας του Πάγκαλου. Η τελευταία κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου υποσχέθηκε την επίλυση του ζητήματος της γυναικείας ψήφου, το οποίο έγινε με διάταγμα που ψηφίστηκε και έγινε νόμος του κράτους. Και πάλι όμως ο νόμος δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί λόγω της κήρυξης της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά το 1936 .

Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου αποτελεί το τέλος για τον σύνδεσμο των δικαιωμάτων της γυναίκας, καθώς και άλλων πολιτικών και δικαιωματικών οργανώσεων. Ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου και της ελευθεροτυπίας πλήττει το φεμινιστικό κίνημα. Η ίδρυση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας  από την κυβέρνηση Μεταξά  έχει κριθεί από πολλούς ως οργάνωση που προώθησε την ισότητα μεταξύ των δυο φύλων. Η ιστορική πραγματικότητα  όμως δείχνει ότι η ΕΟΝ ήταν μια στρατιωτική νεολαία με στόχο την επούλωση του πολιτικού και κοινωνικού διχασμού της προηγούμενης δεκαετίας (1915-1925)και δεν αποσκοπούσε στην ισότητα των δύο φύλων. Κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, οι αντιστασιακές οργανώσεις που δημιουργούνται λόγω της τριπλής (Γερμανικής, Βουλγαρικής, Ιταλικής) κατοχής, έχουν ανάγκη από έμψυχο πολεμικό δυναμικό, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να βρίσκονται να πολεμούν στην πρώτη γραμμή. Γυναίκες πρωτοστάτησαν στις οργανώσεις του ΕΑΜ επίσης  και του στρατιωτικού παραρτήματος του, τον ΕΛΑΣ. Επίσης  γυναίκες υπηρέτησαν και στην πολιτική νεολαία του ΕΑΜ , την ΕΠΟΝ. Και πάλι οι Ελληνίδες, πάρα την συνεχή υποτίμηση τους από το κοινωνικό σύνολο, θα ανταποκριθούν στις εθνικές ανάγκες και θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τις κατοχικές δυνάμεις. Μετά το τέλος της κατοχής το 1944, το φεμινιστικό κίνημα θα  καθηλωθεί λόγω των δυσμενών πολιτικών συγκυριών. Σχεδόν ευθύς μετά την λήξη του πολέμου, το 1946, θα  γίνει ο πιο καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος που γνώρισε το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Μετά την λήξη του εμφυλίου το  1949, το φεμινιστικό κίνημα προσθέτει στο ενεργητικό του την παραχώρηση του δικαιώματος του  εκλέγεσθαι  στην τοπική αυτοδιοίκηση, ένα πρώτο βήμα για την πολιτική χειραφέτηση των Ελληνίδων. Η πλήρης κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών θα γίνει δυνατή με το σύνταγμα του 1952, δικαιώνοντας τον πολυετή αγώνα  των Ελληνίδων φεμινιστριών.

Η μεταπολεμική περίοδος αποτελεί το πρώτο δείγμα κοινωνικής προόδου όσον αφορά την θέση της γυναίκας εντός της ελληνικής κοινωνίας. Σταδιακά η γυναίκα εισάγεται στον εργασιακό χώρο και στον πολιτικό στίβο. Οι γυναίκες εργάζονται και το 1956 εκλέγεται η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής, η Ελένη Σκούρα. Ωστόσο η κατάσταση  αυτή  δημιουργεί  νέα προβλήματα. Δεν υπάρχει καμία μέριμνα για την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων των γυναικών με αποτέλεσμα να δημιουργείται χάσμα ανάμεσα στον μισθό των ανδρών και των γυναικών. Οι εργαζόμενες μητέρες πέφτουν συχνά θέματα εργοδοτικής ασυδοσίας, ενώ τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής εξακολουθούσαν να καθηλώνουν πολλές γυναίκες, ιδιαίτερα στις επαρχίες και στην ύπαιθρο.

Οι Ελληνίδες στα τέλη της δεκαετίας του 50 και στις αρχές του 60, αντιμετωπίζουν ένα έντονο κοινωνικό και πολιτικό συντηρητισμό. Τα σύνθετα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, όπως η μαζική εγκατάλειψη της υπαίθρου, η ανεργία και η φτώχεια, βάζουν σε δεύτερη μοίρα τις εκκλήσεις του φεμινιστικού κινήματος για ισότητα. Οι πολιτικές περιστάσεις και οι κοινωνικές  συνθήκες που επικρατούν την δεκαετία του 60, προσδίδουν σε πολλά κοινωνικά προβλήματα  την διάσταση και οπτική του γυναικείου προβλήματος. Πάνω σε αυτό στηρίζεται το φεμινιστικό κίνημα. Πλέον οι οικονομικές και εργασιακές συνθήκες  αποτελούν και ζήτημα των γυναικών. Ιδρύονται μαζικά γυναικεία σωματεία, όπως η πανελλήνια ένωση γυναικών το 1964, ενώ παράλληλα ιδρύονται ομάδες με καθαρά φεμινιστικούς σκοπούς. Το φεμινιστικό κίνημα πλέον δραστηριοποιείται στους χώρους εργασίας και απόκτα πολυδιάστατο χαρακτήρα. Οι φεμινίστριες μιλάνε για τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην υγεία, στην εκπαίδευση και στην κοινωνία εν συνόλω.

Η πολιτική αστάθεια που χαρακτηρίζει την δεκαετία του 60’ κορυφώνεται με την Χούντα των Συνταγματαρχών. Η αναστολή διατάξεων του συντάγματος αναφορικά με τις συναθροίσεις και η απαγόρευση κάθε λογής πολιτικών και κοινωνικών οργανισμών, εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη του κινήματος όπως είναι φυσικό. Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, το γυναικείο κίνημα θα επανέλθει με έντονη δραστηριότητα, καθώς προσπαθεί να αφομοιώσει χαρακτηριστικά του διεθνούς σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος. Το γυναικείο  κίνημα  γίνεται υπολογίσιμη κοινωνική και πολιτική δύναμη. Οι γυναίκες διεκδικούν μαζικά και οργανωμένα το δικαίωμα στην εργασία, στην πολιτική συμμετοχή και στην εκπαίδευση. Το γυναικείο κίνημα, αμφισβητώντας πολλές κοινωνικές δομές, αρχίζει να ερευνά και να συζήτα νέες αξίες που πρέπει να ενσωματωθούν στην κοινωνική δομή, εμπλουτίζοντας έτσι την κοινωνική επιρροή που ασκεί.

Η εδραίωση της δημοκρατίας από το 1974 συντελεί θετικά στον αγώνα για γυναικεία χειραφέτηση. Οι πολιτικές μεταβολές που  γίνονται για την οργάνωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, δημιουργεί προσδοκίες στις φεμινίστριες για την οριστική κατοχύρωση της ισότητας. Η ψήφιση του συντάγματος του 1975, παρά τις υψηλές προσδοκίες των γυναικών, αποβαίνει τελικά να  επαναθέτει τις  συνταγματικές διατάξεις του παρελθόντος, εκτός από μια συμπλήρωση που αναφέρεται στις διακρίσεις στον εργασιακό χώρο. Ανεξαρτήτως , το σύνταγμα του 1975  δημιουργεί το πλαίσιο για την ριζική αντιμετώπιση του ζητήματος των γυναικείων δικαιωμάτων.

Οι δεκαετίες του 80’ και του 90’  αποτελεί την πλέον εύφορη περίοδο για το φεμινιστικό κίνημα. Η πολιτεία αντιμετωπίζει τα γυναικεία δικαιώματα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Η κατάργηση του θεσμού της προίκας, η καθιέρωση του πολιτικού γάμου , η θέσπιση του συναινετικού διαζυγίου , η κατάργηση της σχολικής ποδιάς, και η δημιουργία των μικτών σχολείων με μαθητές και από τα δύο φύλα, δείχνουν την σημαντική κοινωνική πρόοδο που έχει επέλθει. Φυσικά, οι σεξιστικές και στερεότυπες αντιλήψεις για την γυναίκα  επικρατούν, όμως το φεμινιστικό κίνημα αντεπιτίθεται. Δημιουργούνται ομάδες στήριξης για κακοποιημένες γυναίκες, οργανώνονται πορείες διαμαρτυρίας και εκδίδονται μαζικά φεμινιστικές εφημερίδες. Το φεμινιστικό κίνημα, μετά από μισό σχεδόν αιώνα αγώνων και διεκδικήσεων, εδραιώνεται στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας .

Η οικονομική κρίση στις αρχές του 2000  περιορίζει την φεμινιστική δραστηριότητα. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, έχουν σοβαρό αντίκτυπο στον κοινωνικό ιστό με αποτέλεσμα το γυναικείο κίνημα να εστιάζει κυρίως στην οικονομική στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Μετά το 2015 παρατηρείται μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του φεμινιστικού κινήματος, παράλληλα με την εδραίωση του κινήματος για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Η κορύφωση όμως της φεμινιστικής δραστηριότητας παρατηρείται τα τελευταία χρόνια με το κίνημα Μe Too. Τα χιλιάδες κρούσματα παραβατικών συμπεριφορών εις βάρος γυναικών  ενεργοποίησαν το γυναικείο κίνημα εκ νέου. Οι καταγγελίες για βιασμούς  και σεξουαλικές παρενοχλήσεις, καθώς και οι δεκάδες  γυναικοκτονίες, αποτέλεσαν το έναυσμα για μαζικές κινητοποιήσεις  και διαμαρτυρίες.

Ας αφεθούμε τώρα στην οικεία μας δυστοπική καθημερινότητα. Μετά από χρόνια προόδου – αν μπορεί να θεωρηθεί ο αγώνας για την κατάκτηση των αυτονόητων, πρόοδος – επιστρέφουμε πάλι σε μια οπισθοδρομική τροχιά της κοινωνίας μας. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν θα εντάξουμε και τον αρκετά πλέον γνωστό όρο “γυναικοκτονία”. Θα τα πάρουμε από την αρχή όμως τα πράγματα. Τι είναι η γυναικοκτονία; Η γυναικοκτονία, σύμφωνα με ειδικούς στον κλάδο της κοινωνιολογίας και άλλων κοινωνικών επιστημών, αφορά το έγκλημα μίσους που διαπράττεται λόγω φυλετικής διάκρισης και πιο συγκεκριμένα εις βάρος των γυναικών.

Ένας όρος ιδιαίτερα πολυσυζητημένος κατά το διάστημα της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού. Ένα κρεσέντο καταγγελιών γυναικείας κακοποίησης, βιασμών και δολοφονιών αναδύθηκε στην επιφάνεια στην περίοδο των δύο τελευταίων χρόνων. Κατά την διάρκεια του έτους 2021 σημειώθηκαν δεκαεφτά επιβεβαιωμένες γυναικοκτονίες και μόλις δώδεκα κατά τους πρώτους εφτά μήνες του 2022.

Μια γενική αλήθεια που υποβόσκει στο νομικό σύστημα της χώρας μας αποτελεί το γεγονός ότι οι γυναικοκτονίες καταγράφονται από τις αρμόδιες αρχές μονάχα ως αριθμητικά ποσοστά, χωρίς περαιτέρω ποιοτικά χαρακτηριστικά και αναλύσεις. Η απουσία αυτών οδηγεί στην παρεμπόδιση χαρακτηρισμού τέτοιων εγκλημάτων ως γυναικοκτονίες. Ωστόσο χρειάζεται να υπογραμμιστεί πως το φαινόμενο της έμφυλης βίας, ειδικά με την μορφή δολοφονιών, είναι ένα ζήτημα διεθνούς κλίμακας. Η καθαυτή λοιπόν ταξινόμηση ποσοστών δολοφονιών γυναικών στο πλαίσιο της έμφυλης βίας αποτελεί μονάχα μια ενδεικτική ασαφή εικόνα του φαινομένου, καθώς οι πραγματικοί αριθμοί των γυναικοκτονιών είναι πολύ μεγαλύτεροι.

Επιπλέον, στο “λεξικό” του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, απουσιάζει αισθητά ο όρος “γυναικοκτονία”.Σε περιπτώσεις δολοφονιών γυναικών, με φυλετικά κίνητρα, οι πράξεις αυτές χαρακτηρίζονται ως “ανθρωποκτονία από πρόθεση” (αρθ.229), “ανθρωποκτονία από αμέλεια” (αρθ.302), “βαριά σωματική βλάβη” (αρθ.310) και “θανατηφόρα σωματική βλάβη” (αρθ.311). Αυτά λοιπόν τα άρθρα εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τον ψηφισμένο νόμο για την ενδοοικογενειακή βία (νόμος 3500/2016 με την τροποποίησή του 4531/2018).

Πώς μπορούμε δηλαδή να αντιμετωπίσουμε τις ρίζες ενός προβλήματος χωρίς να έχουμε την έννοιά του θεσμοθετημένη στο ίδιο το νομικό πλαίσιο της χώρας;  Ας το δούμε όμως λίγο πιο λογοτεχνικά ώστε να γίνει κατανοητό.

Για μια στιγμή που χρησιμοποίησα το τηλεχειριστήριο για να παρακολουθήσω το καθιερωμένο δελτίο ειδήσεων με το πλήθος καταγγελιών για δολοφονίες γυναικών, ένιωσα ότι βρίσκομαι σε μια οφθαλμαπάτη, ένιωσα να βρίσκομαι πλέον στο “Δωμάτιο 101” του Όργουελ ή ακόμα και στην “Κόλαση” του Δάντη. Βλέπω δηλαδή τον τρόμο, τις ανησυχίες, τον φόβο μιας καταπιεσμένης γυναικείας και φεμινιστικής κοινότητας, η οποία παλεύει να ρεμβάσει για μια στιγμή ώστε να αποφύγει την καταπιεστική αυτή καθημερινότητα. Ποια είναι όμως η πραγματική ουσία του Δωματίου 101; Ο Όργουελ στο έργο του 1984, μίλησε για την καταπιεστική ζωή των κατοίκων μιας περιοχής υπό την μάστιγα της δικτατορίας του Μεγάλου Αδερφού. Πώς όμως σχετίζεται αυτό; Στο εν λόγω λοιπόν δωμάτιο, ο Όργουελ τοποθετούσε όλες τις πιέσεις που δεχόταν καθημερινά ο κόσμος από την κυβέρνηση αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, ένα δωμάτιο με τους μεγαλύτερους φόβους, προσωπικούς και κοινωνικούς , του κάθε ατόμου. Ας το συνδέσουμε λοιπόν με το τώρα όλο αυτό. Είναι γεγονός πως τα φεμινιστικά ιδεώδη, τα γυναικεία δικαιώματα και η ελευθερία του σώματος της γυναίκας κλονίζονται. Σε αυτή όμως την παρακμάζουσα αντίληψη των πραγμάτων, οφείλουμε να αγωνιστούμε για την διεκδίκηση ακόμη των αυτονόητων, όπως ακριβώς πίστευε ο Όργουελ ότι έπρεπε να αγωνιστούν και τα άτομα που “βρίσκονταν” στο Δωμάτιο 101. Θα μείνεις αδρανής;

Συνοπτικά, μέσα σε αυτή την τρικυμία αδιανόητων παρακμιακών αντιλήψεων και αποτρόπαιων εγκλημάτων, χρειάζεται να διατηρήσουμε άθικτη την έννοια του φεμινισμού και να υπερασπιστούμε τον γυναικείο, βιολογικά και κοινωνικά, πληθυσμό κόντρα στην δομημένη πατριαρχικά κοινωνία μας. Γιατί αν δεν το πούμε με το όνομά του, θα συνεχίσει να υπάρχει.

Συντάκτες: Φάνης Ευσταθίου – Πάρης Γιαννούλης

Πηγές:

  • Ρούλα Κακλαμανάκη , Η θέση της Ελληνίδας στην οικογένεια , την κοινωνία , την πολιτεία.
  • Κούλα Ξηραδάκη: το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα – Πρωτοπόρες Ελληνίδες (1830-1936)
  • Σύνταγμα της Ελλάδας : https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/