Τα Βαλκάνια έχουν αποδειχθεί εστία ατέλειωτων συγκρούσεων, πολιτικής αστάθειας, ανατροπών, οικονομικής αδυναμίας και απροθυμίας ουσιαστικής συνεργασίας, μεταξύ των χωρών που τα απαρτίζουν. Αν και μία ιστορική σύγκριση, ιδιαίτερα κατά τη μεσαιωνική και την πρώιμη περίοδο, θα δείξει πως οι συγκρούσεις στον Βαλκανικό χώρο, δεν διέφεραν και πολύ, σχετικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, η διεθνής κοινότητα τα θυμάται περισσότερο, λόγω του πρόσφατου ταραγμένου παρελθόντος αυτών. Αναφορικά, εάν μόνο κάποιος λάβει υπόψιν, τον πρώτο και δεύτερο Βαλκανικό, τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τις ενέργειες παραστρατιωτικών οργανώσεων που έλαβαν δράση από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τον Β’ ΠΠ, τις αναταραχές της ψυχροπολεμικής περιόδου καθώς και το αποκορύφωμα των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας, θα βγάλει ως πρώτο συμπέρασμα ότι η περιοχή είναι κάθε άλλο παρά σταθερή. Με το πέρας του ψυχρού πολέμου, τα Δυτικά Βαλκάνια είναι τα μόνα στην Ευρώπη που παρουσίασαν περιφερειακή σύγκρουση –με εξαίρεση τις αναταραχές στην υπερδνειστερία και την πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Τα Δυτικά Βαλκάνια είναι επίσης η μόνη περιοχή που δεν έχει έχει περάσει τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (εκτός παραδείγματος για ευνόητους λόγους χώρες όπως Ελβετία, Αυστρία) ενώ τα περισσότερα κράτη δεν υπάγονται σε θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ, αντίθετα εξοπλίζονται με επιθετικά όπλα συνεχώς. Όλα δείχνουν λοιπόν, πως το μπαρούτι σίγουρα δεν έσβησε, αλλά αντίθετα είναι πολύ κοντά στο να ανάψει ξανά. Θα εξετάσουμε το ζήτημα ιστορικά, με προσέγγιση εθνοτική, φυλετική και θρησκευτική και έπειτα, στο δεύτερο μέρος που θα ακολουθήσει, θα αναλύσουμε την κατάσταση σήμερα και γιατί ενδεχομένως, θα είμαστε μάρτυρες ενός νέου κύκλου αίματος.

 Πρώτα, ας συλλογιστούμε ότι οι Νότιοι Σλάβοι, για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους, ήταν υπόδουλοι σε δύο μεγάλες αυτοκρατορίες: την Οθωμανική και την αυτοκρατορία των Αμψβούργων. Η Βοσνία και η Σερβία, υπό την κυριαρχία των Οθωμανών και η Κροατία όπως και η Σλοβενία υπό τη κυριαρχία της Βιέννης. Μετά το πέρας του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τη δημιουργία της Γιουγκοσλαβίας, το μήλο της Έριδος ήταν οι Κροάτες που ζητούσαν μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η Γιουγκοσλαβία κατακτήθηκε γρήγορα από τον Άξονα και μία σειρά πράξεων μίσους και εγκλημάτων πολέμου ακολούθησε. Οι Τσέτνικ, ένα συντηρητικό, ακροδεξιό και εθνικιστικό κίνημα, διέπραξε πολλαπλές εκκαθαριστικές αποστολές, με σκοπό τη γενοκτονία μειονοτήτων –κυρίως Βόσνιων-Μουσουλμάνων και τους παρτιζάνους του Τίτο. Πολλοί Μουσουλμάνοι σκοτώθηκαν, σπίτια κάηκαν και στο στόχαστρο μπήκαν άτομα, που ήταν φιλικά προσκείμενα στον κομμουνισμό.  

 Με το πέρας του πολέμου, το κομμουνιστικό κόμμα υπό τον Τίτο, επιχείρησε να ενώσει τις πέντε εθνοτικές, σλαβικές ομάδες (Σλοβενία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κροατία). Αν και μία σχετική αρμονία επιτεύχθηκε για αρχή, ο θάνατος του Τίτο επανέφερε στην επιφάνεια τα ανυπόφορα προβλήματα, που τόσο καιρό παρέμεναν άλυτα. Ο Μιλόσεβιτς, με την άνοδό του, χρησιμοποιήσε σερβική εθνικιστική ρητορική για να αντλήσει την πολιτική του δύναμη, ενώ η Σερβία γνώριζε ταχεία συγκεντρωτική δύναμη και ανάπτυξη μεταξύ των υπόλοιπων κρατιδίων. Παράλληλα, η βία και η αναταραχή είχε επικρατήσει στο Κόσοβο, εξαιτίας της μεγάλη αλβανική μειονότητά του. Το Βελιγράδι, χρησιμοποίησε σκληρές τακτικές για την αντιμετώπισή τους, αλλά έτσι κατάφερε να ενισχύσει παρόμοια αποσχιστικά κινήματα στην Κροατία και τη Σλοβενία. Πρακτικά με αυτόν τον τρόπο, η Σερβία επιζητούσε να ενώσει όσους Σέρβους ζούσαν εκτός των συνόρων της –στο επίσημο κράτος της- ενώ η Σλοβενία και η Κροατία επιζητούσαν περισσότερη ανεξαρτησία. Η μάχη  άρχισε στις 25 του Ιούνη, το 1991 όταν τα δύο τελευταία κράτη, κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, και γνώρισαν την ένοπλη αντίσταση του Βελιγραδιού.  

  Τα Δυτικά Βαλκάνια, φέρουν ένα ιδιαίτερο εθνοτικό μοντέλο, όπως πολύ σύντομα είδαμε παραπάνω. Το δόγμα «κάθε έθνος, κράτος» που επικρατούσε έντονα μέχρι τον 20ο αιώνα, απλούστατα δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί στα Δυτικά Βαλκάνια. Βλέπουμε, πως ακόμη και μετά τη συμφωνία του Ντέιτον, τα προβλήματα παραμένουν: Το Κόσοβο συνεχίζει να ζητά προσάρτηση στην Αλβανία,  με  την τελευταία να το επιδιώκει εξίσου σθεναρά. Κόντρα σε αυτό, Δυτικές χώρες που επιζητούν διατήρηση του Status Quo, γνωρίζοντας πως η υλοποίηση του αλβανικού μεγαλοιδεατισμού δεν αρμόζει στην εποχή μας, ενώ από την άλλη, η επιρροή της Τουρκίας στη Βοσνία και η δημιουργία ενός σκληρού πυρήνα τουρκικής επιρροής είναι αθέμιτος. Η κούρσα εξοπλιστικών συνεχίζεται σε όλες τις χώρες, με πρόσφατες τις αντιπαραθέσεις Κροατίας-Σερβίας (Αγορά γαλλικών μαχητικών Rafale – προθυμία αγοράς ρωσικών συστημάτων). Ένα χρόνο πίσω, στα σύνορα Κοσόβου-Σερβίας δημιουργήθηκε ξανά ζήτημα, όταν η πρώτη χώρα άρχισε να μην αναγνωρίζει  πινακίδες σερβικών οχημάτων, ενώ στην Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, οι αναταραχές ποτέ δεν σταμάτησαν ουσιαστικά. Σήμερα, οδοφράγματα βρίσκονται στο βόρειο Κόσοβο, η δύναμη του ΝΑΤΟ στην περιοχή βρίσκεται σε συναγερμό και τεράστια μάζα σερβικών στρατευμάτων έχει κινητοποιηθεί στα σύνορα με το Κοσσυφοπέδιο (ζητήματα που θα αναπτύξουμε στο δεύτερο μέρος). Σε μία φράση, το ζήτημα είναι ότι, κανένα κράτος των Δυτικών Βαλκανίων, δεν είναι εθνικά συμπαγές. 

 Γιατί όμως τα Βαλκάνια απέτυχαν ή, τέλος πάντων, φαίνεται να το κάνουν συνεχώς; Παρακολουθούμε ίδιες φυλετικές ιδιαιτερότητες και στο Αφγανιστάν για παράδειγμα. Εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά; Η απάντηση είναι όχι. Ανάμεσα στις φυλές του Αφγανιστάν, υπάρχει η ειδοποιώς διαφορά, μία λέξη: Qaum ή قوم. Η έννοια που δίνεται σε αυτή τη λέξη, είναι το έθνος και η ενότητα ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες. Διαχωρίζει το εμείς, από το αυτοί, προσφέρει σταθερότητα και ομοψυχία τη στιγμή  που θα απαιτηθεί από τις συνθήκες –για παράδειγμα, έναντι του Αμερικανού «εισβολέα». Όλα αυτά, υπό την ελπίδα ότι κάποτε οι χώρες αυτές θα μπορέσουν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ασφαλίζοντας έτσι και τον τελευταίο θήλακα αστάθειας στην περιοχή. Αυτός όμως είναι ένας στόχος μακρινός και θα χρειαστούν να τεθούν σε ισχύ πολλαπλές προύποθέσεις που σήμερα φαντάζουν άπιαστες. Εκκρεμεί επίσης, η ατελείωτη και σημαντική ρωσική επιρροή στην περιοχή, όπου ελέω των εξελίξεων στην Ουκρανία, προσπαθεί να ανοίξει περαιτέρω μέτωπα στο ενωμένο στρατόπεδο της Δύσης.  

 «Οι πόλεμοι μεταξύ φατριών, φυλών, εθνικών ομάδων, θρησκευτικών κοινοτήτων και εθνών, έχουν κυριαρχίσει σε κάθε εποχή και σε κάθε πολιτισμό γιατί είναι ριζωμένοι στις ταυτότητες των ανθρώπων… συνηθίζουν να είναι μοχθηροί και αιματηροί όταν φονταμενταλιστικά ζητήματα διακυβεύβονται. Επιπρόσθετα, συνηθίζουν να είναι χρονικά διαρκείς. Μπορεί να διακόπτονται από εκεχειρίες ή συμφωνίες ειρήνης αλλά συνήθως αυτές καταπατούνται και παύουν να ισχύον, επιστρέφοντας ξανά στη σύρραξη που προηγήθηκε. Μία καθοριστική στρατιωτική νίκη από το ένα στρατόπεδο, συνήθως αυξάνει την πιθανότητα για μία γενοκτονία. Οι Fault Line συγκρούσεις, είναι μία μάχη για έλεγχο πάνω σε ανθρώπους. Ακόμη συχνότερα για έλεγχο πάνω σε εδάφη. Ο στόχος τουλάχιστον ενός εκ των συμμετεχόντων είναι να κατακτήσει κάποια εδάφη, με σκοπό να απελευθερώσει από τους υπόλοιπους ανθρώπους είτε εκτοπίζοντάς τους, είτε σκοτώνοντάς τους –ή κάνοντας και τα δύο, κάτι που ονομάζεται εθνοκάθαρση. Οι συγκρούσεις αυτές τείνουν να είναι βίαιες και απαίσιες, καθώς και οι δύο πλευρές εμπλέκονται σε βιασμούς, μαζικές δολοφονίες, βασανιστήρια και τρομοκρατία».  Με αυτά τα λόγια, ο Samuel Huntington, στο πασίγνωστο και σημείο-σταθμό βιβλίο του «Η σύγκρουση των πολιτισμών», περιγράφει τις Fault Line συγκρούσεις, δηλαδή τις ρήξεις μεταξύ δύο ή περισσότερων ομάδων διαφορετικών πολιτισμών, που χαρακτηρίζεται από εξαιρετική βία. Ιδανικό παράδειγμα δηλαδή για τα Δυτικά Βαλκάνια και όσα διαδραματίζονται εκεί τους τελευταίους αιώνες.  

 Με αυτά να έχουν ειπωθεί, αρχίζει εύκολα κάποιος να συνειδητοποιεί τα κίνητρα και τη σωρεία αιτιών που σήμερα, η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια και πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή της Σερβίας και του Κοσόβου, μία νέα σειρά συγκρούσεων είναι μάλλον πιθανή. Με την ιστορική αναφορά και σύντομη εθνοτική ανάλυση να έχει προηγηθεί σε αυτό το μέρος, θα υπάρξει συγκεκριμένη αναφορά στην παρούσα κατάσταση, όπως αυτή επικρατεί το τελευταίο διάστημα στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, θα αναλυθεί η πολιτική κατάσταση και τα πιθανά σχέδια τόσο του Βελιγραδιού όσο και της Πρίστινα, καθώς θα υπάρξει και προσπάθεια αιτιολόγησης του λόγου που η σύρραξη, είναι μάλλον αναπόφευκτη. Εξάλλου ας μη ξεχνάμε ότι, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Και αυτό πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, να βιώσουμε σύντομα στην άμεση γειτονιά μας.

Συντάκτης: Δημήτρης Τάκος