Η Υεμένη αποτελεί μία χώρα της Μέσης Ανατολής η οποία βρίσκεται στα νoτιοδυτικά της Αραβικής χερσονήσου. Πρωτεύουσά της είναι η Σαναά, ο πληθυσμός της εκτιμάται γύρω στα 32,5 εκατομμύρια ενώ επικρατέστερη θρησκεία αποτελεί το σουνιτικό Ισλάμ. Η Υεμένη έχει γίνει γνωστή τα τελευταία χρόνια λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης η οποία ταλαιπωρεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και έχει προκύψει λόγω του εμφυλίου πολέμου μεταξύ της διεθνούς αναγνωρισμένης κυβέρνησης και των ανταρτών Χούθι.

Οι εμφύλιες συρράξεις στη Μέση Ανατολή χαρακτηρίζονται παραδοσιακά από μία περιπλοκότητα. Τα στρατόπεδα που συγκρούονται σπάνια είναι μόνο δύο και σπάνια αποτελούνται αποκλειστικά εγχώριους παίκτες. Η ανάμειξη ξένων χωρών στις διαμάχες αυτές συνιστά κανόνα. Τούτων λεχθέντων η Υεμένη δεν αποτελεί εξαίρεση σε όλα αυτά. Για να μπορέσει όμως ο αναγνώστης να κατανοήσει καλύτερα τους πρωταγωνιστές της εμφύλιας διαμάχης και τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσά τους, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί πώς αυτές διαμορφώθηκαν ιστορικά για να φτάσουν στο σημείο που βρίσκονται σήμερα.  

Τη δεκαετία του 1920 το βορειοδυτικό τμήμα της Υεμένης αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος γνωστό ως «Βασίλειο της Υεμένης» ή «Βόρεια Υεμένη». Βόρειος γείτονας της χώρας ήταν το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Επειδή την εποχή εκείνη τα σύνορα ήταν πιο ρευστά και ακαθόριστα σε σχέση με σήμερα, τα δύο κράτη βρίσκονταν σε διαμάχη για κάποιες περιοχές στα σύνορά τους. Από τις συρράξεις αυτές η Σαουδική Αραβία κατάφερε να αποσπάσει κάποια εδάφη, την κατοχή των οποίων επικύρωσε όταν οι δύο πλευρές υπέγραψαν το 1934 τη Συνθήκη του Ταΐφ. Την υπογραφή της Συνθήκης ακολούθησε μία περίοδος ειρήνης, όμως κάποια στιγμή στην πορεία οι ϋεμενικές αξιώσεις για αυτά τα εδάφη αναζωπυρώθηκαν και προέκυψαν νέες εντάσεις.  

Το 1990 η Βόρεια Υεμένη είχε απωλέσει πλέον τη μοναρχία και αποτελούσε ένα δημοκρατικό κράτος. Εκείνη τη χρονιά πραγματοποιήθηκε η ένωσή της με την υποστηριζόμενη από τη Σοβιετική Ένωση Λαοκρατική Δημοκρατία της Νότιας Υεμένης. Τότε είναι που προέκυψε και το κράτος της Υεμένης όπως είναι γνωστό σήμερα. Η Σαουδική Αραβία όμως δεν είδε με καλό μάτι την ένωση των δύο κρατών, έχοντας και το προαναφερθέν ιστορικό με την Βόρεια Υεμένη. Η νεοσύστατη Υεμένη έτυχε τότε να συμμετέχει ως μη μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν να εγκρίνει το  Συμβούλιο στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ, όμως η Υεμένη καταψήφισε την πρόταση. Έτσι, η Σαουδική Αραβία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να απελάσει Υεμένιους εργάτες οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει εκεί, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό κοινωνικά προβλήματα στο υεμενικό κράτος.  

Η ένωση Βόρειας και Νότιας Υεμένης δεν ήταν μία εύκολη διαδικασία. Πρόεδρος της ενωμένης Υεμένης ορίστηκε ο Ali Abdullah Saleh, ο οποίος μέχρι τότε διοικούσε τη Βόρεια Υεμένη. Ως αντιπρόεδρος συμφωνήθηκε να οριστεί ο ηγέτης του κράτους της Νότιας Υεμένης Ali Salim el-Beidh. Το 1993 ο El-Beidh διαμαρτυρήθηκε ότι ο Saleh είχε τοποθετήσει σε όλες τις κυβερνητικές θέσεις δικούς του ανθρώπους και απαίτησε να γίνει ξανά ανεξάρτητη η Νότια Υεμένη. Έτσι, το 1994 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ο οποίος κατέληξε σε ήττα των νοτίων μέσα σε μόλις τρεις μήνες ελλείψει και της υποστήριξής τους από το σοβιετικό κράτος, καθώς η Σοβιετική Ένωση αποτελούσε από το 1991 παρελθόν.  

Η Σαουδική Αραβία είδε ως ευκαιρία την εμφύλια διαμάχη για να επεκτείνει την επιρροή της στη χώρα. Πράγματι, αυτό το πέτυχε υποστηρίζοντας και τις δύο πλευρές, τους μεν νότιους κατά τη διάρκεια του πολέμου, τους δε βόρειους μετά το τέλος του. Μάλιστα, η επιρροή των Σαουδαράβων στην κυβέρνηση έφτασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 2000 ο πρόεδρος Saleh υπέγραψε μαζί τους συνθήκη με την οποία επιβεβαίωνε ξανά τα σύνορα των δύο χωρών όπως είχαν προκύψει από τη Συνθήκη του Ταΐφ.  

Στην προσπάθειά της να αποκτήσει επιρροή στην Υεμένη η Σαουδική Αραβία θέλησε να διαδώσει τον Ουαχαμπισμό, κλάδο του σουνιτικού Ισλάμ, στη βόρεια Υεμένη όπου επικρατούσε ο Ζαϊντισμός, κλάδος του σιιτικού Ισλάμ. Ως αντίδραση σε αυτήν την απόπειρα των Σαουδαράβων να αλλοιώσουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των βόρειων Υεμένιων, εμφανίστηκε τότε το κίνημα των Χούθι. Σκοπός του ήταν η επανεκπαίδευση του πληθυσμού της περιοχής στην παράδοση των Ζαϊντί και η αντιμετώπιση των Ουαχαμπιστών. Στην πορεία οι Χούθι εξέφεραν λόγο και για άλλα ζητήματα που αφορούσαν γενικά το κράτος. Για παράδειγμα, άρχισαν να διαμαρτύρονται στην κεντρική κυβέρνηση για την υπογραφή από τον Saleh της συμφωνίας επαναβεβαίωσης των συνόρων με τη Σαουδική Αραβία. Επίσης, εξέφραζαν την ενόχλησή τους για την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της τελευταίας στα εσωτερικά της χώρας.  

Κατά τη δεκαετία του 2000 οι σχέσεις της κεντρικής κυβέρνησης με τους Χούθι επιδεινώθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, το 2004 υπήρξε ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Κορύφωση της σύγκρουσης αποτέλεσε ο θάνατος του αρχηγού των ανταρτών Hussein Badreddin al-Houthi. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τους Χούθι να κηρύξουν στρατιωτικό αγώνα εναντίον της κυβέρνησης. Μάλιστα, το 2009 η Σαουδική Αραβία αντιλήφθηκε ότι οι Χούθι θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την κυβέρνηση και άρα και για την επιρροή της στην περιοχή, οπότε και έστειλε στρατιώτες στα σύνορα για να τους αντιμετωπίσει.  

Παράλληλα με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τους Χούθι, η κεντρική κυβέρνηση αντιμετώπιζε και τη δυσαρέσκεια των κατοίκων της πρώην Νότιας Υεμένης. Γενικότερα μετά την ένωση της Βόρειας με την Νότια Υεμένη σε ένα κράτος, οι νότιοι άρχισαν να νιώθουν ότι περιθωριοποιούνται. Ο λόγος είναι ότι έβλεπαν τις επενδύσεις να συγκεντρώνονται πλέον στο βορρά, ενώ οι βόρειοι άρχισαν να εκμεταλλεύονται το πετρέλαιο και τους φυσικούς πόρους του νότου. Έτσι, το 2007 δημιούργησαν το Κίνημα του Νότου, το οποίο εξέφρασε εκ νέου το αίτημα για ανεξαρτητοποίηση της Νότιας Υεμένης. Οι διαδηλώσεις οι οποίες οργάνωσε όμως αντιμετωπίστηκαν από την κεντρική κυβέρνηση με βία. Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει κάνει λόγο μεταξύ άλλων για δολοφονίες, παραβιάσεις ελευθεριών και συλλήψεις δημοσιογράφων.  

Η δεκαετία του 2010 ανέτειλε με τη διάδοση της Αραβικής Άνοιξης στη χώρα. Συγκεκριμένα, το 2011 ξέσπασαν λαϊκές διαμαρτυρίες εναντίον του Saleh για τον αυταρχικό τρόπο με τον οποίο διοικούσε τη χώρα και για τη διαφθορά του καθεστώτος του. Η κυβέρνηση απάντησε και πάλι με βία, με μία διαδήλωση το Μάρτιο να αριθμεί 50 νεκρούς. Βλέποντας να εκτυλίσσεται αυτή η κρίση η οποία απειλούσε το καθεστώς και τα συμφέροντά της, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να παρέμβει αυτή τη φορά μέσω του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου. Το Συμβούλιο του Κόλπου είναι μία οργάνωση η οποία δημιουργήθηκε το 1981 με σκοπό την οικονομική και πολιτισμική συνεργασία των χωρών της περιοχής. Μέλη της αποτελούν το Κουβέιτ, το Μπαχρέιν, το Κατάρ, το Ομάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και φυσικά η Σαουδική Αραβία, η οποία και ηγείται. Η οργάνωση απολαμβάνει της στήριξης των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες έχουν συμφέρον να υπάρχει σταθερότητα στην περιοχή και δη στην Υεμένη, καθώς τη θεωρούν πρώτη γραμμή απέναντι στους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο του Κόλπου δεν είχε ποτέ σημαντικό ρόλο στα περιφερειακά ζητήματα, καθώς τα μέλη του δεν ασκούσαν κοινή εξωτερική πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, η ανησυχία των μελών ότι απειλείται η ασφάλεια και τα οικονομικά συμφέροντά τους οδήγησε το Συμβούλιο να παρέμβει για πρώτη φορά στην κρίση της Υεμένης. Μάλιστα, ορισμένες χώρες του Κόλπου συνεργαζόμενες με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία) συγκρότησαν την ομάδα των «Φίλων της Υεμένης».  

Η παρέμβαση του Συμβουλίου του Κόλπου αποσκοπούσε στο να γίνει μία συμφωνία με τον πρόεδρο Saleh για να αποσυρθεί αυτός από την εξουσία. Παρ’ ότι ο Saleh δεν ήταν εντελώς αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η παραίτησή του καθυστέρησε κάποιος μήνες, μέσα στους οποίους υπήρξε και μία απόπειρα δολοφονίας του. Τελικά τον Νοέμβριο του 2011 ο Saleh συμφώνησε να αφήσει την προεδρική θέση και να την παραχωρήσει στον μέχρι τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Abdrabbuh Mansur Hadi. Ο Hadi ανέλαβε για δύο έτη ως μεταβατικός πρόεδρος με καθήκον την δημιουργία νέου συντάγματος. Για το σκοπό αυτό συγκροτήθηκε το Συνέδριο Εθνικού Διαλόγου, ένα σώμα στο οποίο θα συμμετείχαν όλες οι κοινωνικές ομάδες και τα κόμματα και θα είχε την υποστήριξη ειδικών από τον ΟΗΕ.  

Το Συνέδριο εργάστηκε από το Μάρτιο του 2013 έως τον Ιανουάριο του 2014. Η πρόοδος των εργασιών όμως δεν ικανοποίησε τους ενδιαφερομένους. Ένα από τα προβληματικά σημεία ήταν το νέο μοντέλο διακυβέρνησης που προτάθηκε, το οποίο δεν ανταποκρινόταν στο αποκεντρωμένο ομοσπονδιακό σύστημα που επιθυμούσαν οι περισσότεροι πολίτες. Επίσης, υπήρξαν παράπονα από διάφορες ομάδες όπως οι γυναίκες και οι Χούθι σχετικά με την αντιπροσώπευσή τους. Η δυσαρέσκεια αυτή οδήγησε τους Χούθι να καταλάβουν το Σεπτέμβριο του 2014 την πρωτεύουσα Σαναά, συμφώνησαν όμως με τον ΟΗΕ να την εγκαταλείψουν για να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Παρά ταύτα, τον Ιανουάριο του 2015 η διαφωνία των Χούθι με το κείμενο του νέου συντάγματος είχε ως αποτέλεσμα αυτοί να καταλάβουν το προεδρικό μέγαρο αναγκάζοντας τον Hadi σε παραίτηση.  

Μετά την παραίτησή του ο πρόεδρος κατέφυγε στο πιο σημαντικό εμπορικό λιμάνι της χώρας, το Άντεν. Από εκεί ανακοίνωσε ότι παίρνει πίσω την παραίτησή του και ότι θα παρέμενε ως ο μόνος νόμιμος κυβερνήτης της χώρας. Οι Χούθι εξοργίστηκαν και έστειλαν δυνάμεις να βομβαρδίσουν την πόλη. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση ο Hadi ζήτησε τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας και των υπόλοιπων σουνιτικών κρατών, τα οποία προχώρησαν σε αεροπορικές επιδρομές εναντίον των Χούθι. Ο Hadi βοηθήθηκε επίσης και από τους αυτονομιστές του νότου οι οποίοι πολέμησαν στο πλευρό του. Ως αποτέλεσμα η πόλη απελευθερώθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως μεταβατική πρωτεύουσα του κράτους.  

Οι ειρηνικές σχέσεις του προέδρου Hadi με τους νότιους όμως δεν κράτησαν για πολύ. Το 2017 ο Hadi απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον κυβερνήτη του Άντεν κατηγορώντας τον ότι δεν ήταν αφοσιωμένος σε αυτόν. Οι νότιοι αντέδρασαν με μαζικές διαδηλώσεις οι οποίες κορυφώθηκαν με την ίδρυση του Μεταβατικού Συμβουλίου του Νότου, μίας οργάνωσης η οποία επανέφερε για ακόμα μία φορά το αίτημα της ανεξαρτητοποίησης της περιοχής. Έτσι, ο Hadi αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει εντελώς την Υεμένη για να βρει καταφύγιο στη Σαουδική Αραβία. 

Οι αυτονομιστές του νότου λέγεται ότι απολαμβάνουν της στήριξης των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Παρότι τα ΗΑΕ αποτελούν μέλος του Συμβουλίου του Κόλπου και σύμμαχο της Σαουδικής Αραβίας, απ’ ό,τι φαίνεται προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κρίση στην Υεμένη για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Η Νότια Υεμένη είναι πολύ σημαντική μιας και πλούσια σε φυσικούς πόρους, ενώ εκεί βρίσκεται και το στρατηγικής σημασίας λιμάνι του Άντεν. Πέρα από αυτό, αυτός που ελέγχει τον νότο δύναται να ελέγχει και το στενό Bab alMandeb, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στην Υεμένη και το Τζιμπουτί και αποτελεί πέρασμα για πλοία που μεταφέρουν πετρέλαιο. 

Μία άλλη ξένη χώρα η οποία φαίνεται να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της Υεμένης είναι το Ιράν. Πιο συγκεκριμένα το Ιράν πιστεύεται ότι στηρίζει τους αντάρτες Χούθι παρέχοντάς τους εκπαίδευση και όπλα. Οι Ιρανοί αρνούνται ότι βοηθούν τους Χούθι με αυτόν τον τρόπο καθώς αυτό θα ήταν παράνομο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μιας και υπάρχουν ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών τα οποία απαγορεύουν την εξαγωγή όπλων από το Ιράν. Παρ’ όλα αυτά, Ιρανοί αξιωματούχοι στηρίζουν δημόσια, σε επίπεδο δηλώσεων τουλάχιστον, τους Χούθι. Η συμπάθεια του Ιράν προς τους Χούθι είναι και μία από τις βασικότερες αιτίες που η Σαουδική Αραβία ενεπλάκη στον πόλεμο. Αυτό δίνει μία ιδιαίτερη διάσταση στην εμφύλια διαμάχη στην Υεμένη, μιας και φαίνεται ότι, μεταξύ άλλων, αποτελεί και μία σύγκρουση δια αντιπροσώπων της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν.  

Εν κατακλείδι, η Υεμένη αποτελεί ακόμα μία περίπτωση χώρας της Μέσης Ανατολής η οποία βρίσκεται στη δίνη εμφυλίου πολέμου. Ο πόλεμος αυτός είναι αρκετά περίπλοκος, καθώς πέρα από τα βασικά στρατόπεδα (κυβέρνηση και Χούθι) έχουν αναμειχτεί και άλλοι παίκτες όπως οι αυτονομιστές του νότου αλλά και ξένες δυνάμεις, όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, τα ΗΑΕ, οι χώρες του Κόλπου και δυνάμεις από τη Δύση. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στη σύγκρουση βρήκε ευκαιρία να συμμετέχει και η Αλ Κάιντα πολεμώντας τους Χούθι στο πλευρό των νοτίων. Γενικά η κατάσταση η οποία έχει διαμορφωθεί είναι αρκετά δύσκολη και έχει οδηγήσει τα Ηνωμένα Έθνη να δηλώσουν πως στην Υεμένη λαμβάνει χώρα «η χειρότερη παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση».  

Συντάκτης: Νεκτάριος Δατσέρης