Έτος 2022, αιώνας 21ος. Ένας άνθρωπος του παρελθόντος θα ήταν λογικό να πίστευε ότι σήμερα η ευημερία και η ανάπτυξη θα βρισκόταν στο ζενίθ. Οι πρόγονοι μας όμως θα έμεναν έκπληκτοι όταν θα έβλεπαν πως οι σημερινές κοινωνικές συνθήκες δεν έχουν σχεδόν καμία απολύτως διαφορά από τις αντίστοιχες των δικών τους χρόνων. Εν μέσω ενός θανατηφόρου ιού το άλυτο πρόβλημα της πατριαρχίας και η διάβρωση που έχουν υποστεί οι ανθρώπινές σχέσεις δεν άργησαν να φανούν. Σε μία εποχή ακραία, οι ακρότητες πληθαίνουν όπως τα θύματα εξαιτίας τους. 

 Δεν καθίσταται αναληθές το γεγονός ότι νοοτροπίες που ευνοούν το ανδρικό φύλο δεν έλειπαν ποτέ από χώρους που απαρτίζουν την καθημερινή ζωή ξεκινώντας από τον χώρο εργασίας και τις διακρίσεις στην επαγγελματική ζωή, συνεχίζοντας στο σπίτι και στο ποια θα έπρεπε να είναι η θέση τηςκλασσικής Ελληνίδας νοικοκυράς”, καταλήγοντας στο “αθώο” αλλά αποτυχημένο “φλερτ” που μπορεί να ακούσει κανείς στους δρόμους μέρα μεσημέρι. Βεβαίως, πίσω από όλα αυτά τα γεγονότα υπάρχει σωρεία δικαιολογιών ως βάση στήριξης. Η υπεροχή του άνδρα ως κυρίαρχου φύλου ήταν πάντα δεδομένη ακόμη και υποσυνείδητα αν μελετήσουμε τις κοινωνικοϊστορικές συνθήκες ζωής των παλαιότερων εποχών. Δεν είναι άγνωστη άλλωστε η σειρά των γεγονότων. Όσο πιο πίσω γυρνάει κανείς τον χρόνο δίνει πάλι ζωή στην εξαγορά της «τιμής» των γυναικών μέσω του θεσμού της προίκας, της κανονικοποίησης της βίαιης συμπεριφοράς του άνδρα και την εν γένει υποβίβαση της θέσης της γυναίκας στο κοινωνικό σύνολο. Όλα τα παραπάνω είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη δημιουργία παγίων αντιλήψεων και στερεοτύπων που μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο ως “πάρα φύσιν”. Με το πέρασμα των αιώνων, τέτοιου είδους αναχρονιστικοί θεσμοί έχουν φαινομενικά ξεπεραστεί με την ανεξαρτητοποίηση της γυναίκας, της ελευθερίας της και του σταδιακού εκσυγχρονισμού.

 Σήμερα, οι συνθήκες μαρτυρούν ότι η έννοια της ισότητας χρησιμοποιείται κατ’ επίφαση. Ειδικότερα στα χρονικά της πανδημίας, η κατάσταση επιδεινώνεται όλο και περισσότερο. Για την παρεμπόδιση της διασποράς του κορονοϊού κρίθηκε αναγκαίος ο εξαναγκαστικός εγκλεισμός και αν το ζητούμενο ήταν η κοινωνική αποστασιοποίηση μεταξύ των ανθρώπων, τότε ο στόχος επετεύχθη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο συνεχής εγκλεισμός απέδειξε όχι μόνο την αρνητική επίδραση που μπορεί να έχει στη ψυχή των ατόμων αλλά και τη φθορά που ήδη υπάρχει στο συνολικό πρόσωπο της κοινωνίας. Μετά την άρση της πρώτης καραντίνας ειδεχθή εγκλήματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους σε ειδήσεις και πρωτοσέλιδα. Από την απαρχή έως και σήμερα οι αστυνομικές αρχές φαίνεται ότι είναι αδύνατο να επέμβουν. Τα κρούσματα υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας άρχισαν να ξεπερνούν (τουλάχιστον σε δημοσιότητα και ενδιαφέρον) αυτά του ιού, ενώ η αποκάλυψη μίας πληθώρας περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμών από γυναίκες και άνδρες αντίστοιχα που ανήκουν στο χώρο του θεάματος και του αθλητισμού σήμαναν την αρχή μίας χειρότερης εποχής. Το κίνημα του MeToo έκανε δυναμική εμφάνιση στην Ελλάδα και για πρώτη ίσως φορά φάνηκε η σοβαρότητα της κατάστασης όταν γυναίκες και άνδρες παραδέχθηκαν τις εμπειρίες τους. Η κλιμάκωση της κατάστασης έφτασε με τις όλο και αυξανόμενες δολοφονίες γυναικών, οι οποίες διαπράχθηκαν από τους συζύγους ή τους συντρόφους τους ανεξαρτήτως την κατάσταση της σχέσης .

 Την πρώτη γυναικοκτονία ακολούθησε και δεύτερη και από περιστατικό κατέληξε φαινόμενο. Ο προαναφερθείς όρος πλέον έχει εδραιωθεί πλήρως στην καθημερινότητα μας κι όμως δημιουργεί διχασμό για την ισχύ της στον νομικό κόσμο αλλά και στην εμπέδωση της στη βιωμένη πραγματικότητα. Ήδη από τις αρχές του 2021 έχει δημιουργηθεί έντονος διαπληκτισμός για την καθιέρωση του, ενώ μερικοί έκαναν λόγο (και) για ανδροκτονίες. Παρά την επισημοποίηση του τόσο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας όσο και από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ισότητας των Φύλων (EIGE) αμφισβητείται το γεγονός ότι η θηλυκότητα και το ανήκειν στο γυναικείο φύλο αποτελεί από μόνο του λόγο ή κίνητρο για εγκληματική πράξη. Τα έθνη αναγνωρίζοντας την απειλή συνένωσαν τις δυνάμεις τους και σφυρηλάτησαν δεσμούς για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών,  με πρωτεύον παράδειγμα ούσα η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η απόδειξη πως όλα αποτυπώνονται τέλεια στο χαρτί στο όνομα της υποτιθέμενης προόδου. Παρά την δέσμευση μας από τη Σύμβαση να λάβουμε δράση, οι άνθρωποι φιλονικούν μεταξύ τους όσο μανάδες, κόρες και αδελφές καταλήγουν από τα χέρια μίας κοινωνίας που εμμέσως επικροτεί τη φθηνή δικαιολογία τουήθελε να με χωρίσει και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη΄, ή ‘ήταν η κακιά στιγμή’ (η οποία μάλιστα προτείνεται σε εκπομπές πανελλαδικής εμβέλειας). Κανένα λεξικό όμως δεν έχει μπορεί να μεταφράσει αυτολεξεί τη νοοτροπία τουείσαι γυναίκα, άρα είσαι κτήμα και ιδιοκτησία μου και την γενικότερη ιδεολογία περί victim blaming και λανθασμένης κάλυψης των θυτών αντίστοιχα. 

  Όπως φαίνεται λοιπόν, οι πατριαρχικές νόρμες και η απόρροιά τους πρωτοστατούν στο σήμερα τόσο μέσα από τις επιζήσασες και τους επιζήσαντες περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης όσο κι από τις γυναίκες που δεν είναι πλέον κοντά μας. Η κανονικοποίηση ωστόσο των γεγονότων αυτών και η “αθωοποίηση” των δραστών αποτελεί αρωγός στη διαιώνιση των ανισοτήτων παρά στην καταπολέμηση τους. Σε μία χώρα που τα θύματα βιασμού προκαλούν με σχεδιασμένα υφάσματα και το μήκος τους, σε μία χώρα που ο Έλληνας ορθόδοξος λεβέντης δεν διαπράττει γυναικοκτονία και από χαροκαμένος σύζυγος γίνεται απλά “πιλότος”, “το ήσυχο παιδί που δεν είχε δώσει δικαίωμα” και σε μία κοινωνία που ασπάζεται την συνείδηση ότι ο κόσμος αυτός έχει όντως δημιουργηθεί για τους άνδρες αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο ότι οι άνθρωποι έχουν πέσει θύματα στο ίδιο τους το κοινωνικό κατασκεύασμα, ένα το οποίο κάποτε το έβλεπαν ως σωσίβια λέμβο. Τον 21ο αιώνα ακόμη αδυνατεί να γίνει κατανοητό ότι το πατριαρχικό σύστημα είναι μία παγίδα τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Ενώ οι επιπτώσεις στο γυναικείο φύλο έχουν γίνει κάτι περισσότερο από εμφανείς μέσα από την ιστορία καθώς και από την επικαιρότητα, δεν συζητάτε ευρέως το αντίκτυπο που έχει σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου. 

  Η προαναφερθέισα ανάδειξη του ελληνικού #metoo στον χώρο του θεάματος έφερε επίσης στην επιφάνεια πολλές περιπτώσεις ανδρών που έχουν βρεθεί σε θέσεις όπου η υποτιθέμενη ανωτερότητα του φύλου τους δεν τους επιτρέπει να μιλήσουν ελεύθερα, να πουν την αλήθεια τους, να ζητήσουν βοήθεια. Όλα τα παραπάνω θεωρούνται βασικά ανθρώπινα δικαιώματα χωρίς καμία αμφιβολία για τη νομική αλλά και για την ηθική τους φύση. Η παραδοχή της κακοποιήσης μπροστά στον ανδρισμό φαντάζει κολάσιμο αμάρτημα και ισοδυναμεί με κοινωνική καταδίκη ενώ η σωματική και ψυχική υγεία φαίνεται να είναι υποτελής στη δύναμη και την κυριαρχία του ανδρικού φύλου. Βεβαίως, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σιωπή πολλών ανδρών και η στασιμότητα αυτής της κατάστασης μοιάζει να μην έχει διέξοδο. Αν μη τι άλλο, τα θύματα αυξάνονται, ενώ οι άνθρωποι, στο στάδιο αυτό της κοινωνικής αποσύνθεσης στο οποίο βρισκόμαστε, χωρίς ενδοιασμούς στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Άλλοι παλεύουν ενάντια σε αυτά και άλλοι ξεχνούν κάθε έννοια του μέτρου βλέποντας το ως λύση. Η λύση όμως, στην πραγματικότητα, βρίσκεται στα χέρια μας. Η απραξία οδηγεί αναπόφευκτα σε κατακραυγή ενώ η πολιτεία κλείνει τα μάτια της και γυρνάει το άλλο μάγουλο. Η έλλειψη παιδείας ( και όχι μόνο της βασικής σχολικής εκπαίδευσης) αποτελεί τον παράγοντα αναπαραγωγής όλων των λανθασμένων στερεοτύπων που καθιστά τη γενεσιουργό δύναμη του παρόντος προβλήματος. Αγνοούν, επιρρίπτουν λάθος ευθύνες και επιτρέπουν την ύπαρξη του φαύλου κύκλου χωρίς να προσπαθήσουν για την αλλαγή. 

 Εν κατακλείδι, αποτελεί καθήκον της πολιτείας και της Ελληνικής έννομης τάξης να λάβει δρακόντεια μέτρα για την αποτελεσματικότερη επίλυση ενός θανατηφόρου φαινομένου. Δεν παύει όμως να είναι δικό καθήκον μας να χρησιμοποιήσουμε τη φωνή και τη δύναμη που διαθέτουμε ως κοινωνία για την αλληλοβοήθεια. Η σιωπή και η αποδοχή φαίνεται να έχουν αναλάβει τον ρόλο των πραγματικών ενόχων. Οφείλουμε να παλέψουμε για ένα μέλλον που δεν θα έπρεπε να φαντάζει ουτοπικό και που η πραγματική ισότητα αποτελεί αγαθό και απατηλό όνειρο. Για εμάς. 

Για όλα τα άτομα που θέλουμε να προστατεύσουμε. 

Για τη Δώρα, την Κάρολάϊν, την Ελένη, την Γαρυφαλλιά και κάθε όνομα στη “μαύρη λίστα”. 

Για όλες τις χαμένες αδελφές μας. 

Για τη δικαιοσύνη που πρέπει να τους αποδοθεί. 

Για την ισότητα. 

Συντάκτης: Σοφία Κανελλάκη