«Μην τον γυρεύετε στη γη του,  

έφυγε για αλλού.. 

Πήγε να περπατήσει σε άλλους τόπους.. 

Να συναντήσει άλλους ανθρώπους.. 

Να δει τη δύση και την ανατολή ενός άλλου ήλιου.. 

Το φως ενός άλλου φεγγαριού,  

να πέφτει πάνω στην ταφόπλακά του..» (Γιώργος Μολέσκης, “Ο Μετανάστης”) 

Το μεταναστευτικό ζήτημα συνιστά οπωσδήποτε αντικείμενο έρευνας και μελέτης του συνόλου των κοινωνικών επιστημών. Κατά γενική ομολογία, χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, ποικιλομορφία αφενός στα γενεσιουργά αίτια, και αφετέρου στις εμπλεκόμενες μεταβλητές που το διαμορφώνουν∙ κράτος προέλευσης και υποδοχής, δημογραφικά δεδομένα, ισχύον πολιτικό και νομικό σύστημα, κοινωνική ιεραρχία, οικονομική κατάσταση, θρησκευτικές πεποιθήσεις. Δεδομένης λοιπόν της συνθετότητας και πληθωρικής παρουσίας παραγόντων, εύλογη κρίνεται η επικράτηση σύγχυσης αναφορικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό του όρου «μετανάστευση». Λόγου χάριν, για τον κλασικό  οικονομολόγο Adam Smith, το φαινόμενο της μετανάστευσης συνυφαίνεται άρρηκτα με την έμφυτη τάση του ελλόγου όντος για τη βελτιστοποίηση του βιοτικού του επιπέδου, ενώ για τον Alfred Eisenstaedt αντιπροσωπεύει τη μεταφορά ατόμων, κατά μόνας ή με τη μορφή οργανωμένων ομάδων, από μία κοινωνία σε κάποια άλλη, κατά τρόπο φυσικό. 

 Να σημειωθεί πως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organisation for Migration) έχει προβεί στην παράθεση του πληρέστερου ενδεχομένως, ορισμού, βάσει του οποίου η μετανάστευση λογίζεται ως «η γεωγραφική μετακίνηση ατόμων από έναν τόπο σε έναν άλλο για την εγκατάστασή τους, προσωρινή ή μόνιμη, εκούσια ή ακούσια, καθώς στοχεύει άμεσα στην οριστική μεταβολή του τρόπου ζωής και εξεύρεση αξιοπρεπών, προσιτών συνθηκών διαβίωσης». Σε τούτο το σημείο θεωρείται εύστοχη η νοηματική διάκριση του μετανάστη από τον πρόσφυγα∙ εκτός της κοινής συντεταγμένης, της εγκατάλειψης της γενέτειρας χώρας, οι προσφυγικοί πληθυσμοί εξαναγκάζονται σε απομάκρυνση από τον τόπο καταγωγής τους εξαιτίας της απειλής άσκησης βίας, διώξεων, φυλακίσεων ή θανάτωσης, της έναρξης ένοπλης διένεξης, εν γένει καταστάσεων επιζήμιων για τη σωματική αρτιμέλεια και ψυχική τους ακεραιότητα.  

 Οι λόγοι τώρα, που ωθούν ευρεία τμήματα ανθρώπων σε μετανάστευση, σχετίζονται με το ξέσπασμα φυσικών καταστροφών, όπως ακραία καιρικά φαινόμενα, πλημμύρες, σεισμοί, καθώς εκδηλώνονται ιδιαίτερα σε μη οικονομικά εύρωστες και τεχνολογικά εξελιγμένες περιοχές, όπου η εξάρτηση του ομογενούς στοιχείου από την καλλιέργεια και εκμετάλλευση του υπεδάφους διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο για το βιοπορισμό τους. Επιπρόσθετα, η πρόκληση μεταναστευτικών ροών αποτελεί απόρροια οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι επιχειρείται να ερμηνευτούν μέσω διαφόρων οικονομικών θεωριών. Πρώτον, η νεοκλασική μακροοικονομική θεωρία υποστηρίζει ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης συναρτάται με τις διακυμάνσεις στη ζήτηση και προσφορά εργασίας ανά κράτος. Σε παγκόσμιο επίπεδο συναντώνται πρωταρχικά υποκείμενα διεθνούς δικαίου, τα οποία αδυνατούν να ενσωματώσουν μεγάλο όγκο εργατικού δυναμικού λόγω της ύπαρξης ελάχιστων διαθέσιμων θέσεων εργασίας και των περιορισμένων απολαβών.  

 Οι θιασώτες επίσης, της θεώρησης των παγκοσμίων συστημάτων διατείνονται πως αρχής γενομένης της αποικιοκρατίας, σημειώθηκε βαθμιαία έντονη αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση μεταξύ των ποικίλων οικονομικών συστημάτων. Έτσι, η εγκατάσταση των αποδήμων στα πολυπληθή, ανεπτυγμένα αστικά κέντρα συνεπάγεται αυτομάτως της ανάληψης διεκπεραίωσης εργασιών με μειωμένες, συχνά, οικονομικές αποδοχές, που ρυθμίζονται βάσει της διάρθρωσης της διεθνούς οικονομίας. Τέλος, η κοινωνιολόγος Barbara Schmitter- Heisler, ανέπτυξε το μοντέλο «έλξη- ώθηση» (pull- push). Σύμφωνα μ’ αυτό, το φαινόμενο της μετανάστευσης συντίθεται από παράγοντες έλξης, στοιχεία που καθιστούν το υποψήφιο κράτος υποδοχής ιδανικό, και από παράγοντες ώθησης. Το συγκεκριμένο δίπολο αποβλέπει στην επίτευξη της αποκατάστασης της ισορροπίας ανάμεσα στις χώρες προέλευσης- υποδοχής και την αδιάλειπτη διατήρησή της. Καταληκτικά, η επιθυμία ανακάλυψης καινούριων τόπων, των ξεχωριστών πολιτισμών τους και η επαφή με άτομα παράταιρων συνηθειών συνδράμει στα αυξημένα ποσοστά μεταναστευτικών ροών, με προορισμό κυρίως τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

 Σαφώς, από το εν λόγω διαχρονικό φαινόμενο πηγάζουν επιπτώσεις στη χώρα προέλευσης και υποδοχής, στη συμπεριφορά τόσο των εκτοπισμένων όσο και των γηγενών. Μολονότι παρατηρείται ανέκαθεν ρητορική μισαλλοδοξίας, ξενοφοβίας απέναντι στις ταλαιπωρημένες αυτές υπάρξεις, εργαλειοποίηση των αλλοδαπών ανειδίκευτων εργαζομένων στο σύνολο των τομέων παραγωγής, με ιδιαίτερη έμφαση στον πρωτογενή, η μεταφορά τους ενέχει πλεονεκτημάτων στο κράτος αποστολής. Και αυτό, διότι λειτουργεί ιαματικά για τυχόν δημογραφικές δυσχέρειες, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται οι δείκτες ανεργίας, να επανέρχεται η κοινωνική και οικονομική ευημερία. Αποτελεί αλήθεια αδήριτη, το γεγονός ότι η αποστολή εμβασμάτων από τους ξενιτεμένους με αποδέκτες τους εναπομείναντες στον τόπο καταγωγής συγγενείς, συνεπικουρεί στην ενίσχυση της εθνικής οικονομίας και τόνωση των τοπικών επενδύσεων. Να υπογραμμιστεί πως οι χώρες υποδοχής επωφελούνται εξίσου από την εγκατάσταση αλλότριων πληθυσμών∙ περαιτέρω εργατικό δυναμικό, συχνά εξειδικευμένο, άρα ραγδαία αύξηση της μαζικής παραγωγής, δίκαιος καταμερισμός της εργασίας στον κλάδο των υπηρεσιών, εμπλουτισμός του επιστημονικού προσωπικού.  

 Η επικαιρότητα επαναφέρει διαρκώς στο προσκήνιο το ζήτημα της νόμιμης ή μη προσέλευσης των μεταναστευτικών ροών. Ποια λοιπόν γνωρίσματα καθιστούν την είσοδό τους στο έδαφος διαφορετικού κράτους νομικά έγκυρη και ποια όχι; Αρχικά, για να αποκληθεί κάποιος «νόμιμος» μετανάστης, καλείται να διαθέτει την απαιτούμενη άδεια παραμονής και άσκησης επαγγέλματος, ενώ η χώρα αποστολής προϋποτίθεται να υπάγεται σε ορισμένο κράτος- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο η ελεύθερη εγκατάσταση είναι επιτρεπτή. Για τρίτα κράτη εκτός Ένωσης, η εγκατάσταση καθίσταται εφικτή κατόπιν έγκρισης από το κράτος υποδοχής. Από την άλλη πλευρά, οι «παράτυποι» μετανάστες ταξινομούνται σε δύο υποκατηγορίες∙ ο χαρακτηρισμός «λαθρομετανάστης» παραπέμπει σε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται στον αλλότριο τόπο με πλαστογραφημένα, νομικά άκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα. Αντίστοιχα, «αντικανονικοί» μετανάστες ονομάζονται εκείνοι που, αν και η εισήλθαν στη χώρα υποδοχής πληρώντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις, εν τέλει η παραμονή τους μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος αντίκειται στους ισχύοντες νόμους.  

 Στην παρούσα φάση και ως αμερόληπτη συντάκτης, θεωρώ καθήκον μου να επισημάνω την αντίθεσή μου με τους καθιερωμένους όρους του «παράνομου» και «λαθραίου» μετανάστη. Πρόκειται για νομικά εσφαλμένους χαρακτηρισμούς, άκρως παραπλανητικούς και επικίνδυνους!!! Πρώτον, η μετανάστευση υπάγεται στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου, επομένως δεν αποτελεί μία ποινικά κολάσιμη ενέργεια. Δεύτερον, οι μετανάστες/ πρόσφυγες υφίστανται εκμετάλλευση από τους διακινητές, πληροφορούνται ελλιπώς σχετικά με την πορεία που θα ακολουθήσουν,  εκπίπτουν του καθεστώτος νομιμότητας εξαιτίας των χρονοβόρων γραφειοκρατικών διαδικασιών. Τρίτον, τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί φωλιάζουν στις συνειδήσεις των ατόμων την αρρωστημένη ιδέα του ρατσισμού, απόρροια του οποίου θεωρείται η έξαρση των διακρίσεων ανάμεσα στο ομογενές και μη στοιχείο. Ας μη λησμονούμε, και θα το τονίσω αυτό, πως η ξαφνική ή μη, ελάχιστη σημασία έχει,  μετάβαση σε έναν τόπο μακριά από την πατρίδα προϋποθέτει ένα σεβαστό από όλους μας χρονικό διάστημα προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Ας φανταστούμε, πώς θα αισθανόμασταν, εάν με την εγκατάστασή μας σε μία καινούρια χώρα ο εγχώριος πληθυσμός αμφέβαλλε για το άμεμπτο του χαρακτήρα και των προθέσεών μας, υπονόμευε την αξία, τις ικανότητές μας… 

 Πώς είναι δυνατόν να παραλειφθεί η αναφορά στην έννοια της αλληλεγγύης; Μία έννοια που ταυτίζεται με τις έννοιες της αλληλοβοήθειας, αλληλοϋποστήριξης, αμοιβαιότητας. Μία έννοια καθόλου συγκεχυμένη, που διέπει ολιστικά την ανθρώπινη υπόσταση και τις σχέσεις εαυτής. Η προάσπισή της συνιστά πρωταρχικό μέλημα των θεσμικών οργάνων και κρατών- μελών  της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα πρώτα στάδια της σύστασής της και των διεθνών οργανισμών. Ειδικότερα για το ευρωπαϊκό εγχείρημα, το δεύτερο άρθρο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σ.Ε.Ε.) αναφέρεται ρητά στις θεμελιώδεις αξίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η έμπρακτη επίδειξη αλληλεγγύης απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή καταπάτησης των απόλυτων δικαιωμάτων του ανθρώπου, η ισότητα αρρένων και θηλέων, θηλέων και αρρένων, η αξιοπρέπεια. Οι μεταναστευτικές πολιτικές καλό είναι να σχεδιάζονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και επικουρικότητας, ώστε οι προς επίτευξη στόχοι να συμπορεύονται με την ελευθερία, το αίσθημα ασφαλείας, τη δικαιοσύνη.  

 Εν κατακλείδι, ιδιάζουσα μνεία πρέπει να αποδοθεί στον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, την επονομαζόμενη Frontex. Ιδρυθείσα το έτος 2004, βαρύνεται με την ανάπτυξη, προώθηση, συντονισμό των αστυνομικών, στρατιωτικών και ναυτικών αρχών για τον σχολαστικό έλεγχο και την αποτελεσματική διαχείριση των ευρωπαϊκών και μη συνόρων. Η Χάρτα των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ε.Ε. προβλέπει τη σύναψη συνεργατικών σχέσεων με άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, παραδείγματος χάριν Europol, Eurojust, F.R.A. για την παροχή προστασίας στους κατατρεγμένους. Η δράση της ωστόσο, τυγχάνει δριμείας κριτικής από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, πρωτοβουλίες Πολιτών, πολιτικά κόμματα, με το επιχείρημα ότι επί του πρακτέου συγκεντρώνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων της, καθιστώντας δυσχερή τον ουσιαστικό έλεγχο των συνόρων και παραβιάσεων. Για το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (Party of the European Left), η Frontex δεν ενσαρκώνει τίποτα άλλο από ένα έρμαιο στα χέρια των ισχυρών οικονομικών και πολιτικών δρώντων. Μόνο η οριστική αναμόρφωσή του θα συνδράμει στην πραγμάτωση του απώτατου σκοπού, της προστασίας των ατόμων.  

 Ομοίως, αναπτύσσονται αμφιλεγόμενες απόψεις για το κατά πόσον η Γενική Διεύθυνση Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (E.C.H.O.) ενεργεί αυτόνομα, δίχως να εξυπηρετεί σκοπιμότητες. Ο ρόλος της δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη διάσωση των ατόμων που κινδυνεύουν, στις συντονισμένες απόπειρες διαφύλαξης των δικαιωμάτων τους, αλλά παρεμβαίνει άμεσα σε δράσεις ικανοποίησης των ζωτικών αναγκών, δηλαδή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σίτιση, πρόσβαση σε πόσιμο νερό, στέγαση. Μία μερίδα πολιτών θεωρούν ότι απλώς συντηρεί παθογένειες δεκαετιών, αφού δε διαθέτει οργανωμένο σχεδιασμό και η χρηματοδότηση αποστολών σε εδάφη με γεωπολιτικές μεταβολές- Ασία, Μέση Ανατολή- πραγματοποιείται κατ’ επιλογή. Ανεξάρτητα από τη δραστηριοποίηση των εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών, καθένας από εμάς δύναται να προσφέρει, όχι μόνον οικονομική αρωγή, αλλά και συναισθηματική στήριξη στα άτομα που υποφέρουν, χωρίς να το επιθυμούν. Εξάλλου, όπως ορθά διατυπώνει η Αμερικανή συγγραφέας Pearl Buck, «Το να βοηθάς τους συνανθρώπους σου, είναι ωραίο, αλλά μόνον όταν γίνεται με όλη σου την καρδιά, χαρά και ελεύθερο πνεύμα».

Συντάκτης: Μαριά Κλάδη