Ζούμε το πιθανότερο, το τέλος της μεταψυχροπολεμικής περιόδου σε επίπεδο διεθνών σχέσεων παγκοσμίως και την μεταβατική περίοδο προς μια νέα εποχή διεθνούς τάξης, μια εποχή πολυμέρειας και “περιφερειακότητας” της διεθνούς πολιτικής. Είναι μάλλον πολύ νωρίς για οριστικοποίηση του νέου status quo και την αποκρυστάλλωση αποτελεσμάτων/συνεπειών των όποιων διεργασιών συμβαίνουν σε παγκόσμιο επίπεδο.

Παρόλα αυτά, είναι μάλλον σαφές πως αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α. ως της μόνης υπερδύναμης του πλανήτη και η απορρέουσα κυριαρχία ή έστω πρωτοβουλία κινήσεων του δυτικού μπλοκ δρώντων στο παγκόσμιο στερέωμα. Από την μεταβατική περίοδο την οποία βιώνουμε, διακρίνονται ορισμένες τάσεις διαφοροποίησης ή μεταρρύθμισης του προηγούμενου συστήματος ισχύος. Πιο συγκεκριμένα διαφαίνεται μια ανακατανομή ισχύος ή καλύτερα μια “αποκέντρωση” του ελέγχου επιβολής αυτής της ισχύος προς περιφερειακούς δρώντες οι οποίοι λειτουργούν ως πληρεξούσιοι των μεγάλων δρώντων στη γεωπολιτική “γειτονιά” τους και ως αντάλλαγμα απολαμβάνουν μια σχετική αυτονομία κινήσεων για να διευκολυνθεί η “εργολαβία” που έχουν αναλάβει. Ταυτόχρονα και συμπληρωματικά της παραπάνω κίνησης, παρατηρείται μια “αποφετιχοποίηση” του φιλελευθερισμού και των δυτικών προτύπων διακυβέρνησης από αρκετούς δρώντες του διεθνούς συστήματος ενώ μαίνεται η μάχη για καθιέρωση εναλλακτικών ή υβριδικών συστημάτων εξουσίας που προσιδιάζουν ή εναρμονίζονται καλύτερα με τις ιστορικές ή/και σύγχρονες ιδιαιτερότητες της κάθε γεωγραφικής περιοχής.

Μια τέτοια “μεσαία δύναμη” ισχύος αποτελεί η σύγχρονη Τουρκία η οποία φαίνεται να διεκδικεί σημαίνοντα ρόλο στο διαμορφούμενο νέο διεθνές σύστημα ισχύος και ασφάλειας, τηρουμένων των αναλογιών του γεωπολιτικού της αποτυπώματος. Η Τουρκία φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις δυνατότητες της γεωγραφικής της θέσης τόσο για τον εαυτό της όσο και σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους κρίσιμους “παίκτες” του διεθνούς συστήματος. Αντιλαμβανόμενη λοιπόν τη θέση της ως “ανάχωμα” ή γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και πιο συγκεκριμένα μεταξύ Ευρώπης, Ευρασίας αλλά και Μέσης Ανατολής, επιδιώκει σταθερά μέσω της αναβάθμισης όλων των συντελεστών ισχύος της να αποκτήσει το status περιφερειακού τοποτηρητή ή/και διαμεσολαβητή άλλων μεγαλύτερων από την ίδια δρώντων. Για την επιτυχία αυτού του μέσο/μακροπρόθεσμου εγχειρήματος η Τουρκία έχει βασίσει τις πιθανότητες της σε σαφώς ορισμένες “συντεταγμένες” με βασικές αρχές τη σταθερότητα ως προς τον τελικό σκοπό, τη στρατηγική σκέψη πίσω απ’ όλες τις κινήσεις της, αλλά ταυτόχρονα την ευελιξία και προσαρμοστικότητα τόσο ως προς τα μέσα επίτευξης όσο και προς βραχυπρόθεσμους στόχους “σκαλοπάτια”.

Αν θα μπορούσαμε να δώσουμε μια εικόνα της συμπεριφοράς της Τουρκίας τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην εξωτερική της πολιτική, αυτή θα έμοιαζε με ένα συνεχώς ταλαντευόμενο εκκρεμές. Σε αυτήν ακριβώς την “ταλάντευση”, την αμφιθυμία ρόλων και τοποθετήσεων, κρίνεται η επιτυχής, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, πορεία προς την παγίωση της ανάγνωσης της από το διεθνές περιβάλλον ως μεσαία δύναμη ισχύος και απαραίτητο συνομιλητή/συνδιαμορφωτή των εξελίξεων της περιφέρειας της. Με άλλα λόγια, είναι αυτή ακριβώς η de facto μη “τυφλή” δέσμευση (commitment) σε συμπαγείς θεσμούς ασφάλειας και γεωπολιτικών συμφερόντων (βλ.ΝΑΤΟ), που καθιστούν την Τουρκία αν όχι ισότιμο συνομιλητή των μεγάλων δρώντων της διεθνούς σκηνής, αλλά έστω μια δυναμική και αποφασιστική “φωνή” στα παγκόσμια ή περιφερειακά κέντρα λήψης αποφάσεων.

Παρότι η εσωτερική διάσταση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας χρίζει ξεχωριστής ανάλυσης, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στο εσωτερικό “εκκρεμές” που ενυπάρχει από καταβολής του σύγχρονου τουρκικού κράτους μεταξύ “δυτικοποίησης” και (πρότυπης) ισλαμικής δημοκρατίας, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα αίτιο αλλά και αιτιατό της εξωτερικής της πολιτικής. Το εσωτερικό “εκκρεμές” λειτουργεί ως επί το πλείστον συμπληρωματικά της εξωτερικής στρατηγικής βάθους του τουρκικού κράτους. Στον ένα πόλο του εκκρεμούς υπάρχει το όραμα του εκσυγχρονισμού και της εκκοσμίκευσης του τουρκικού κράτους και κοινωνίας, μια σαφής προσπάθεια “αποθωμανοποίησης” του κράτους όπως το οραματίστηκαν οι Νεότουρκοι του Kemal Ataturk. Ο τουρκικός εκσυγχρονισμός στηρίχτηκε στην στρατιωτικά καθοδηγούμενη και σε αρκετές περιπτώσεις εκπορευόμενη, αφομοίωση και εσωτερίκευση των δυτικών προτύπων σε όλους του τομείς του κράτους (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτισμικά). Ο τουρκικός εθνικισμός με άρμα τον εκσυγχρονισμό έρχεται σε αντίθεση, επί της αρχής τουλάχιστον, με τον άλλο πόλο του εσωτερικού εκκρεμούς που είναι ο νεοθωμανισμός ή αλλιώς η τουρκική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ. Ο νεοθωμανισμός αναζητεί τις απαραίτητες ορίζουσες και αναφορές του στο μακραίωνο και ένδοξο παρελθόν της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κυρίως στο γεωπολιτικό της εκτόπισμα, ενώ το πολιτικό του πλαίσιο εδράζεται σε μια ήπια μορφή του πολιτικού Ισλάμ.

Αυτή η “διγλωσσία” της Τουρκίας την καθιστά ευέλικτη και προσαρμοστική ανά περίπτωση στις διεθνείς τις σχέσεις.  Προβάλλοντας άλλοτε το τουρκικό στοιχείο (βλ. Τουρκογενής λαούς της Ευρασίας) και άλλοτε το Ισλάμ σαν ενοποιητικό στοιχείο, καταφέρνει να ισορροπεί και να συνομιλεί ταυτόχρονα με διαφορετικούς δρώντες και σε πολλαπλά επίπεδα χωρίς να αποκλίνει όμως από τη στρατηγική βάθους που με ενάργεια έχει φιλοτεχνήσει. Η Τουρκία λοιπόν, από τη μια προτάσσοντας τον “τουρκισμό” (θέλει να) παρουσιάζεται ως η μητρόπολη των απανταχού τουρκόφωνων ή τουρκικής καταγωγής λαών της Κεντρικής Ασίας ενώ από την άλλη αυτοπροβάλλεται ως μια εκ των ηγέτιδων δυνάμεων του σουνιτικού Ισλάμ. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει η “φωνή” της να εισακούγεται και να διεισδύει σε μια ευρεία ζώνη από το τη Βόρεια Αφρική μέχρι τη Μέση Ανατολή και από την Κεντρική Ασία μέχρι τους μουσουλμάνους της νοτιανατολικής Ασίας. Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία, επιφυλάσσει στον εαυτό της μια θέση ισχύος όπου θα συνυπολογίζεται, ενδεχομένως και να συναποφασίζει, σε πεδία μακριά από τα σύνορα της αφενός, με διάφορα και ξεκάθαρα ερείσματα αφετέρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω λεχθέντων η συνεχής και προσεκτική προβολή ήπιας ισχύος της Τουρκίας σε χώρες της Β. Αφρικής όπου εκ πρώτης όψεως και γεωπολιτικής ματιάς, τα συμφέροντα της δεν είναι ευδιάκριτα.

Ακόμα και στο σενάριο όπου στο μέσο/μακροπρόθεσμο μέλλον η Τουρκία δεν καταφέρει να εκπληρώσει στο έπακρον τους φιλόδοξους στόχους εξωτερικής πολιτικής που έχει θέσει, θα έχει πετύχει (αν δεν τα έχει καταφέρει ήδη) να επιβεβαιώσει τη γεωπολιτική της “εμπορικότητα” στα κέντρα αποφάσεων των μεγαλύτερων “παικτών” του διεθνούς συστήματος. Ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης ανακατανομής ισχύος και μεταβατικότητας του διεθνούς συστήματος, δυνάμεις όπως η Τουρκία θα αποτελούν στους σχεδιασμούς των διεθνών πυλώνων, εκών άκων, είτε το απαραίτητο buffer zone μεταξύ των περιφερειών ισχύος, είτε αντιπρόσωποι(proxies) τους στις ζώνες επιρροής που ελέγχουν. Η Τουρκία παρά τις όποιες, πραγματικές ή φαινομενικές, γεωπολιτικές της αμφιθυμίες και τις εσωτερικές τις αμφιταλαντεύσεις και “κινητικότητες” παραμένει για τουλάχιστον μισό αιώνα αμετακίνητη ως προς τον τελικό της σκοπό. Ο σκοπός αυτός είναι η εξαργύρωση της “σημασίας” της για όλες τις μεγάλες δυνάμεις της διεθνής σκακιέρας. Σχηματικά, η Τουρκία για τη δυτική αρχιτεκτονική διεθνούς ασφάλειας είναι η το “μαχαίρι” στα νώτα της κινεζικής επέκτασης προς τη Μεσόγειο Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή και Ευρασία ενώ ταυτόχρονα είναι το πιο αξιόπιστο ανάχωμα προς την πολυπόθητη ανάγκη εξόδους της Ρωσίας προς τις θερμές θάλασσες της Μεσογείου και του Ινδικού ωκεανού.

Αν για κάτι δεν αμφιβάλλει ο γράφων, είναι πως όλοι οι σημαντικοί παίκτες της γης θα έχουν ανάγκη να πάρουν στο τηλέφωνο τον εκάστοτε Τούρκο ηγέτη κάποια στιγμή αν δεν το έχουν κάνει ήδη πολλάκις.

Συντάκτης: Γιάννης Μαρινάκης