Ο Πάρης Γιαννούλης γράφει για την 17Ν και την πολιτική τρομοκρατία στην Ελλάδα.
Η πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974 αποτέλεσε την πρώτη πράξη για την επιστροφή της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Η Μεταπολίτευση, εκτός από περίοδος πολιτικής ΄άνθησης΄ για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, ήταν και το γόνιμο έδαφος για την δημιουργία, την εδραίωση και την ανάπτυξη δεκάδων οργανώσεων με πολιτικό και ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Οι οργανώσεις αυτές, τοποθετούμενες είτε στα αριστερά η στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, αποτέλεσαν μορφές πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σχέση πολιτικής βίας και τρομοκρατίας πρέπει να ανατρέξουμε στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες των πρώτων χρόνων της Mεταπολίτευσης. Η πλειοψηφία της κοινωνίας ασχολείται με την πολιτική μέσω κομματικών σχηματισμών. Αυτός ο τύπος πολιτικής οργάνωσης, με τα κόμματα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, συγκέντρωσε σχεδόν αποκλειστικά την εμπιστοσύνη των πολιτών και χαρακτήρισε την μαζική λαϊκή συμμετοχή στην πολιτική ζωή μετά το 1974. Ο πλήρης εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής της χώρας, επισήμως, ξεκινάει με το νομοθετικό διάταγμα 59, το οποίο νομιμοποιεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ σηματοδοτούσε πρωτίστως την λήξη του καθεστώτος παρανομίας του ΚΚΕ, το οποίο ίσχυε αδιάλειπτα από το 1948. Η μετάβαση από ένα απολυταρχικό δικτατορικό καθεστώς σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης και δυναμικής ρήξης με την δικτατορία των Συνταγματαρχών, αλλά προϊόν μιας σειράς πολιτικών συμβιβασμών ανάμεσα σε παράγοντες του πολιτικού και στρατιωτικού χώρου.
Η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εξουσία σηματοδότησε την προσπάθεια για την εγκαθίδρυση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Μέσα στις επιδιώξεις του Καραμανλή βρίσκονταν η εξάλειψη των παρακρατικών μηχανισμών που χρησιμοποίησε συστηματικά η χούντα και ο τερματισμός του πολιτικού αποκλεισμού. Ο πολιτικός αποκλεισμός προσώπων, ως επί το πλείστον προσώπων με αριστερά φρονήματα, στιγμάτισε την ελληνική κοινωνία ήδη από την αυγή της μεταπολεμικής περιόδου. Η κυβέρνηση του Καραμανλή είχε τρία βασικά ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει εκ των οποίων τα δύο θα στιγμάτιζαν και τα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αφενός το πρώτο ήταν η αναζήτηση μιας γρήγορης και πολιτικής λύσης για το Κυπριακό ζήτημα, αφενός το δεύτερο ήταν το ζήτημα της αναδιοργάνωσης του στρατού και της εξασφάλισης να μην επαναληφθεί ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα Παράλληλα ζητούμενο για την νέα κυβέρνηση αποτέλεσε η κάθαρση φιλοχουντικών στοιχείων από τους κρατικούς και πολιτειακούς θεσμούς. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, και με νωπές ακόμη τις μνήμες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 , τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά μπήκαν σε μια διαδικασία ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης.
“Η μετάβαση από ένα απολυταρχικό δικτατορικό καθεστώς σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης και δυναμικής ρήξης με την δικτατορία των Συνταγματαρχών, αλλά προϊόν μιας σειράς πολιτικών συμβιβασμών ανάμεσα σε παράγοντες του πολιτικού και στρατιωτικού χώρου. “
Στο πρώτο εξάμηνο της κυβέρνησης Καραμανλή, σκληροπυρηνικά ακροδεξιά στελέχη στον Στρατό και στις δυνάμεις ασφαλείας προσπάθησαν να παραλύσουν την δημόσια ζωή. Ο Καραμανλής, συνεκτιμώντας την απειλή αυτή υιοθέτησε μια στρατηγική που στόχευε τόσο στην εδραίωση του νέου δημοκρατικού πολιτεύματος όσο και στην επιβολή κυρώσεων σε όσους και όσες επιθυμούσαν την επαναφορά του καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Αντίστοιχα η αριστερά προσπαθούσε να βρει την θέση της μέσα στο νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφωνόταν. Ύστερα από το 1974 η αριστερά συνολικά γνώρισε μια σημαντική αύξηση σε πολιτική επιρροή και σε στελέχωση νέων μελών. Παρά την μεγάλη διάσπαση που προηγήθηκε το 1968 στις τάξεις της κομμουνιστικής αριστεράς και την δημιουργία δύο κομμουνιστικών κομμάτων (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού), συγκροτήθηκε ένας συνασπισμός κόμματων ο οποίος συμμετείχε στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές τον Νοέμβρη του 1974. Η συμμαχία της “Ενωμένης Αριστεράς” συγκέντρωσε το 9,5% των ψήφων καταλαμβάνοντας 8 έδρες , όμως διαλύθηκε σύντομα λόγω των ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων που την συγκροτούσαν. Οι εκλογές του 1974 και του 1977 απέδειξαν πως σε κοινοβουλευτικό επίπεδο κυριαρχούσε η πολιτική και ιδεολογική κατεύθυνση του ΚΚΕ. Στις εκλογές του 1977, το ΚΚΕ κατήλθε μόνο του ως ξεχωριστή πολιτική δύναμη και εξασφάλισε το 9,4% της ψήφου και 11 έδρες, με αποτέλεσμα να εδραιωθεί ως η κοινοβουλευτική φωνή της κομμουνιστικής αριστεράς.
Έντονη πολιτική δραστηριότητα αναπτύσσει και η εξωκοινοβουλευτική άκρα αριστερά , η οποία προσπαθούσε να ξαναζωντανέψει τις συνθήκες της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973. Η ώθηση που δόθηκε στην αριστερά (κοινοβουλευτική και μη) από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973, δεν αποτέλεσε στη συνέχεια πεδίο για συγκροτημένη πολιτική δραστηριότητα. Η ενότητα στους κόλπους της Αριστεράς, παρά τις προσπάθειες για ενιαία εκλογική καταγραφή, κατέληξαν σε αδιέξοδο. Ταυτόχρονα η ριζοσπαστικοποιήση που επέφερε η εξέγερση του Πολυτεχνείου και οι αποστάσεις που κρατούσαν τα παραδοσιακά κόμματα της Αριστεράς από τον εξωκοινοβουλευτικό όμορο χώρο, οδήγησαν στην ενίσχυση ενός ρεύματος ριζοσπαστισμού που θα άνοιγε ένα νέο δρόμο πολιτικής αμφισβήτησης. Ενώ τα κοινοβουλευτικά κόμματα της Αριστεράς αποδέχτηκαν τις βασικές παραμέτρους της μεταπολίτευσης, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά προσπάθησε να δημιουργήσει νέες μορφές διαμαρτυρίας και να υποθάλψει μια προεπαναστατική ατμόσφαιρα. Παρά τα ελάχιστα μέλη που είχε σε σύγκριση με τα παραδοσιακά κόμματα του χώρου, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά στάθηκε ικανή, μέσω της συχνής οργάνωσης μαζικών κινητοποιήσεων και απεργιών να προσελκύσει την προσοχή της κοινής γνώμης και να οξύνει την πολιτική ένταση προς τα τέλη της δεκαετίας του 70’.
“Η ώθηση που δόθηκε στην αριστερά (κοινοβουλευτική και μη) από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973, δεν αποτέλεσε στη συνέχεια πεδίο για συγκροτημένη πολιτική δραστηριότητα.”
Από το 1974 μέχρι και το 1976 εμφανίζονται αρκετές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο πολιτικό σκηνικό. Διαφωνούν κάθετα με τις πολιτικές του Καραμανλή για σταδιακή εξομάλυνση του πολιτεύματος και συνηγορούν υπέρ μιας συνολικής πολιτικής μεταρρύθμισης, καθώς και της αναγκαιότητας για την δημιουργία μιας βιώσιμης δημοκρατικής κουλτούρας που θα εξασφάλισε την διατήρηση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Εκείνο που χαρακτήριζε όλες σχεδόν τις ακροαριστερές οργανώσεις ήταν το επιθετικό πολιτικό τους προφίλ ενώ ταυτόχρονα θεωρούσαν ως βασικό τους εχθρό το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Οι ιδεολογικές διασπάσεις στα μικρά κομματίδια της ακράς αριστεράς οδήγησαν στον περιορισμό των δυνάμεων της και σχεδόν στην εξάλειψη τους από το πολιτικό προσκήνιο μέχρι το 1975. Οι διασπάσεις οδήγησαν στο συμπέρασμα πως το πολιτικό έδαφος για την ενίσχυση του ριζοσπαστισμού της ελληνικής κοινωνίας δεν υπήρχε και πως η αριστερά έπρεπε να στραφεί σε άλλες μεθόδους. Έτσι αρκετά μέλη της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αποχώρησαν από τις οργανώσεις τους και συγκρότησαν νέες οργανώσεις με στόχο “μια βαθιά και συνολική αλλαγή μέσω οργανώσεων αντάρτικου πόλης”. Τέτοιες οργανώσεις ήταν ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ) και η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη (Ε.Ο 17Ν).
Ο ΕΛΑ δημιουργείται τον Απρίλιο του 1975 και στις 29 Απριλίου 1975 κάνει την πρώτη του εμφάνιση με τον εμπρησμό 8 αυτοκινήτων που ανήκαν σε στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ σε στρατιωτική βάση στην Ελευσίνα. Ο ΕΛΑ υποσχέθηκε παραπάνω αντίστοιχες ενέργειες, πράγμα που αποδείχτηκε αληθές. Μέχρι την ενσωμάτωση του ΕΛΑ στην οργάνωση 1η Μάη, ο ΕΛΑ ανέλαβε την ευθύνη για την τοποθέτηση 260 βομβών σε στρατιωτικές και επιχειρηματικές εγκαταστάσεις. Ο ΕΛΑ αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο της πολιτικής τρομοκρατίας στην μεταπολιτευτική Ελλάδα. Οι πράξεις του ΕΛΑ, σύμφωνα με τους στόχους που είχε θέσει η οργάνωση, ήταν η χρήση της πολιτικής βιας ως τρόπο αντίδρασης στο υπάρχον κοινωνικοπολιτικό καθεστώς αλλά και μια ενιαία δομή καθοδήγησης για τις επαναστατικές δυνάμεις. Η πολιτική του ΕΛΑ αποτελεί παράδειγμα του πολιτικού περιεχομένου των ακροαριστερών οργανώσεων με τρομοκρατικό περιεχόμενο ή κατεύθυνση. Η χρήση βίας ως πολιτικό εργαλείο και οι συντονισμένες επιθέσεις θα γίνουν σημείο αναφοράς για αντίστοιχες οργανώσεις, όπως και την Ε.Ο 17Ν.
Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη κάνει την εμφάνιση της τα Χριστούγεννα του 1975. Στις 23 Δεκεμβρίου τρία άτομα με ακάλυπτα πρόσωπα έστησαν ενέδρα στον Ρίτσαρντ Γουέλς, ανώτερο στέλεχος των αμερικάνικων υπηρεσιών πληροφοριών και τον πυροβόλησαν εξ’ επαφής. Στις 24 Δεκεμβρίου βρέθηκε προκήρυξη στην περιοχή της Πλάκας όπου η 17 Νοέμβρη ανέλαβε την ευθύνη για την δολοφονία του Γουέλς. Η προκήρυξη αυτή αποτελεί το πρώτο επίσημο κείμενο της Ε.Ο 17Ν. Μέσα στην προκήρυξη αναλύεται το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί η οργάνωση, ασκείται κριτική στην κυβέρνηση Καραμανλή, στα κόμματα της αριστεράς και κατηγορείται η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών της CIA για την στήριξη της δικτατορίας των Συνταγματαρχών.
Επιλέγοντας έναν τόσο σημαντικό στόχο, η 17 Ν, αποσκοπούσε στο να προβληθεί αμέσως και να εδραιωθεί ως επαναστατική οργάνωση. Παραταύτα, η ακρίβεια της εκτέλεσης στον Γουέλς δημιούργησε άλλη εντύπωση στις αστυνομικές δυνάμεις. Οι ελληνικές αστυνομικές αρχές δεν έδωσαν βάση στην προκήρυξη της 17Ν, η οποία ακόμη αποτελούσε μια άγνωστη οργάνωση. Αξιωματικοί της αστυνομίας θεωρούσαν πως υπήρχε μια εκστρατεία σπίλωσης ανάμεσα σε ακροαριστερές και ακροδεξιές πολιτικές οργανώσεις. Η πεποίθηση αυτή ενισχυόταν και από το ταραγμένο πολιτικό κλίμα της εποχής. Η επικείμενη δίκη των πρωτεργατών της χούντας, η ανάδυση επαναστατικών και τρομοκρατικών οργανώσεων στην δυτική Ευρώπη και ο πρώτος ασταθής χρόνος της μεταπολίτευσης, ενίσχυαν την συνωμοσιολογία και την παραπληροφόρηση. Η αστυνομία επέβαλλε 48 ώρες μετά την δολοφονία να μην δημοσιευτεί κανένα άρθρο σχετικά με την δολοφονία του Γουέλς στον Τύπο. Η απαγόρευση όμως ενίσχυσε παραπάνω τις τάσεις συνωμοσιολογίας των ελληνικών ΜΜΕ. Η Ε.0 17Ν εξέδωσε νέα προκήρυξη στις 26 Δεκέμβρη με την οποία κατηγορούσε τα ΜΜΕ για παραπληροφόρηση και επιβεβαίωσε εκ νέου την ευθύνη της 17Ν για την δολοφονία του Γουέλς.
Η 17Ν άρχισε να δραστηριοποιείται σε μια περίοδο όπου η δυτική Ευρώπη αποτελούσε την πιο ενεργή σκηνή πολιτικής βίας. Την περίοδο 1970-1978 το 47% όλων των σημαντικών τρομοκρατικών επιθέσεων συνέβησαν σε χώρες της δυτικής Ευρώπης. Ο πολιτικός εξτρεμισμός της εποχής αποτυπώνεται και από το γεγονός πως η δολοφονία του Γουέλς πραγματοποιήθηκε λίγες ώρες μετά την απελευθέρωση των έντεκα υπουργών που συμμετείχαν στην συνάντηση του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγικών Χωρών (ΟΠΕΚ). Στην Ελλάδα ταυτόχρονα, ομάδες πολιτικά απογοητευμένων πολιτών επιχειρούσαν να προκαλέσουν χάος. Πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις με χιλιάδες κόσμου να καταδικάζουν το δικτατορικό καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία, καίγονταν ισπανικές και αμερικανικές σημαίες ενώ η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα καταλήφθηκε αρκετές φορές από μέλη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
“Η ιδεολογική συγκρότηση της Ε.Ο 17Ν βασιζόταν σε μια μίξη του έντονου πολιτικού ριζοσπαστισμού που προέκυψε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 αλλά και από την πολιτική ιστορία της αριστεράς .”
Η ιδεολογική συγκρότηση της Ε.Ο 17Ν βασιζόταν σε μια μίξη του έντονου πολιτικού ριζοσπαστισμού που προέκυψε από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973 αλλά και απο την πολιτική ιστορία της αριστεράς και ιδιαίτερα την συμβολή της στην εθνική αντίσταση την περίοδο της τριπλής κατοχής του 1941-1944. Η 17Ν επηρεάστηκε από τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του εαμικού κινήματος, αλλά και από τις πολιτικές διώξεων κομμουνιστών και αριστερών πολιτών από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις. Παραταύτα, εκείνο που επηρέασε περισσότερο την Ε.Ο 17Ν ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η εξέγερση των φοιτητών ενάντια στο χουντικό καθεστώς και η βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων του Νοέμβρη του 1973, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του πολιτικού ριζοσπαστισμού της οργάνωσης , καθώς και της χρήσης της βίας ως πολιτικό μέσο. Η 17Ν επέλεξε την ένοπλη πάλη διότι θεωρούσε τον εαυτό της ως την εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης της χώρας. Σε αυτήν την ιδεολογική και πολιτική βάση, η 17Ν παρέμεινε μια ομάδα ένοπλου αντάρτικου πόλης που δεν ήθελε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός λαϊκού κινήματος.
Η έντονη επιρροή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στην συγκρότηση της 17Ν αποδείχτηκε και από την τελευταία πράξη της οργάνωσης στα πρώτα ταραγμένα χρόνια της μεταπολίτευσης. Στις 14 Δεκεμβρίου 1976, σχεδόν ένα χρόνο μετά την δολοφονία του Γουέλς, δολοφονείται ο Ευάγγελος Μάλλιος στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο. Ο Μάλλιος αποτέλεσε από τους πρωταγωνιστές των βασανιστηρίων την περίοδο της Χούντας , όπου συνέβαλε στον βασανισμό χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων. Στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε προκήρυξη όπου η Ε.Ο 17Ν αναλάμβανε την ευθύνη για την δολοφονία. Η οργάνωση όμως έκανε ένα επικοινωνιακό τρικ, το οποίο συνέβαλλε στο να αποκτήσει η οργάνωση αναγνωσιμότητα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Δέκα μέρες μετά την δολοφονία , η αριστερή εφημερίδα του Παρισιού, Liberation, εξέδωσε την προκήρυξη της 17Ν για την δολοφονία του Μάλλιου. Το δημοσίευμα της Liberation έμελλε να είναι μόνο η αρχή.
Μέχρι το 1980, η 17Ν δεν πραγματοποίησε καμία σημαντική ενέργεια. Το μόνο αξιοσημείωτο υπήρξε μια προκήρυξη που εξέδωσε τον Απρίλιο του 1977 στην οποία ασκούσε κριτική στα κόμματα της αριστεράς, λόγω της καταδίκης της δολοφονίας του Μάλλιου από το ΚΚΕ εσωτερικού. Η 17Ν από τα τέλη της δεκαετίας του 70’ θα ασκεί δριμύτατη κριτική στα κόμματα της αριστεράς και θα τους προσάπτει την κατηγορία της πολιτικής ατονίας. Η Ε.0 17Ν είχε ήδη παρουσιάσει τόσο το ιδεολογικό της πλαίσιο αλλά και τον τρόπο δράση της. Οι προκηρύξεις της συνέχιζαν να αποκτούν όλο και πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα αλλά συνάμα έδειχναν και τις θέσεις της οργάνωσης για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της επικαιρότητας. Στις 16 Ιανουαρίου 1980 δολοφονείται ο υποδιοικητής των ΜΑΤ Παντελής Πέτρου και ο αστυφύλακας Σωτήρης Σταμούλης. Στον τόπο της δολοφονίας βρίσκεται προκήρυξη της 17Ν που αναλαμβάνει την ευθύνη για την δολοφονία. Μέσα στην προκήρυξη, η Ε.0. 17Ν, συνοψίζει τα περιστατικά αστυνομικής βίας που προηγήθηκαν πριν την δολοφονία των Πέτρου-Σταμούλη. Με πρόσχημα τα άγρια γεγονότα καταστολής συγκεντρώσεων και κινητοποιήσεων από τα ΜΑΤ, η 17Ν αποφάσισε την δολοφονία των Πέτρου-Σταμούλη.
Το δημοσίευμα της Liberation για την δολοφονία του Μάλλιου, σε συνδυασμό με την δολοφονία των Πέτρου-Σταμούλη, εξασφάλισαν στην 17Ν την αναγνώριση των δράσεων της σε εθνικό επίπεδο. Η επικοινωνιακή εικόνα της 17Ν άρχισε να στήνεται σταδιακά και το γεγονός πως και τα τέσσερα αυτά θύματα της 17Ν πυροβολήθηκαν από το ίδιο 45αρι περίστροφο όπλο, έγινε το σήμα κατατεθέν της οργάνωσης. Η επιλογή και ο συμβολισμός των πρώτων στόχων της Ε.Ο 17Ν έδειχνε την επιθυμία της οργάνωσης να συνδεθεί ακόμη και με έμμεσο τρόπο, με τα ευρύτερα κινήματα πολιτικών και κοινωνικών διαμαρτυριών των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Στα τέλη της δεκαετίας του 70’ η ελληνική κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης αντιμετώπιζαν τη 17Ν σαν μια ριζοσπαστική ομάδα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς η οποία, εξοργισμένη από την επιεική μεταχείριση των πρωτεργατών του χουντικού καθεστώτος, πήρε τον νομό στα χέρια της. Ταυτόχρονα οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες.
Η κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη προκηρύσσει εκλογές για τις 18 Οκτωβρίου 1981, στις οποίες νικητής αναδεικνύεται το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα με αρχηγό τον Ανδρέα Παπανδρέου. ΤΟ ΠΑΣΟΚ με 48,7% καταλαμβάνει 172 έδρες. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ σηματοδότησε την αρχή μιας νέας πολιτικής περιόδου στην μεταπολίτευση. Η ‘Αλλαγή’ , το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ, επέφερε μια περίοδο ανανέωσης στην πολιτική ζωή της χώρας. Μετά από μια μακρόχρονη επί δεκαετίες κυριαρχία της Δεξιάς στην πολιτική ζωή της χώρας, ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ κατάφεραν να συσπειρώσουν ευρύτερες δυνάμεις της αριστεράς και του κέντρου. Ο πολιτικός λόγος του ΠΑΣΟΚ κατάφερε να απηχήσει στην εκλογική βάση των κομμάτων της αριστεράς και ο Ανδρέας Παπανδρέου αναδείχτηκε ως το ‘αντίπαλο δέος’ της Δεξιάς.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1983 δεν υπήρξε καμία ενέργεια της Ε.0 17Ν. Οι εξαγγελίες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για την αναγέννηση της χώρας μέσα από ένα αμιγώς σοσιαλιστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκιών και αισιοδοξίας. Η αριστερά, εντός και εκτός κοινοβουλίου, διατηρούσε μια ανήσυχη και επιφυλακτική στάση σε όλα αυτά. Οι δεσμεύσεις του Ανδρέα Παπανδρέου για έξοδο από το ΝΑΤΟ και την μη συμμετοχή της χώρας στην ΕΟΚ, αποτελούσε μια από τις βασικότερες πολιτικές θέσεις της ελληνικής αριστεράς τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ προώθησε διοικητικές μεταρρυθμίσεις στις δυνάμεις ασφαλείας και τον στρατό. Η κατάργηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, η οποία είχε κατατεθεί από την κυβέρνηση Καραμανλή το 1978, έλαβε σημαντική στήριξη από τα κόμματα και τις συλλογικότητες της αριστεράς. Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, τουλάχιστον μέχρι τα δύο πρώτα χρόνια της κυβέρνησης της ‘αλλαγής’, η Ε.0 17Ν δεν προέβη σε καμία ενέργεια η δραστηριότητα.
Στις 15 Νοεμβρίου 1983 δολοφονούνται στο Ψυχικό ο Αμερικανός πλοίαρχος και επικεφαλής του ναυτικού κλιμακίου της Μεικτής Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής Ομάδας στην Ελλάδα (JUSMAGG ), Τζωρτζ Τσάντες καθώς και ο οδηγός του Νίκος Βελούτσος. Η 17Ν ανέλαβε την ευθύνη για την πράξη με προκήρυξη της, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Μετά από σχεδόν τρία χρόνια στην αφάνεια και με διαδεδομένη την εντύπωση πως η 17Ν είχε αυτοδιαλυθεί η κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκε από την δολοφονία των Τσάντες- Βελούτσου. Με την προκήρυξη που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη για την δολοφονική πράξη και εξήγησε τους λόγους που δεν ήταν ενεργή το προηγούμενο διάστημα. Η οργάνωση πίστευε πως το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο είχε προδώσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων του, αλλά και ότι είχε εγκαταλείψει τις δεσμεύσεις του για την εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος μετασχηματισμού της χώρας. Η Ε.0 17Ν δικαιολόγησε τις δύο δολοφονίες τόσο ως ένδειξη της αντίθεσης της με την ύπαρξη αμερικανικών στρατιωτικών υπηρεσιών και βάσεων στην χώρα, όσο και ως απόδειξη της ύπαρξης της οργάνωσης.
Η επίθεση ενάντια στον Τσάντες και η ταυτόχρονη προειδοποίηση της 17Ν προς όσους Έλληνες δούλευαν για τις αμερικανικές στρατιωτικές υπηρεσίες, σηματοδότησαν την μετάβαση της Ε.0 17Ν από μια οργάνωση που βασιζόταν στην εκδικητική τρομοκρατία σε μια καμπάνια ιδεολογικής τρομοκρατίας και σκόπιμης πολιτικής βίας. Μέχρι πρότινος, οι πράξεις της 17Ν βασίζονταν στην λογική της αναδρομικής δικαιοσύνης. Οι επιθέσεις και δολοφονίες αρχιβασανιστών του χουντικού καθεστώτος, στελεχών των δυνάμεων καταστολής της αστυνομίας και μελών των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, διαμορφώνονταν στο πλαίσιο της δικαίωσης για τους χιλιάδες βασανισμένους πολιτικούς κρατούμενους την περίοδο της χούντας. Μετά το 1983 η 17Ν πέρασε στην περίοδο της άσκησης ιδεολογικής και πολιτικής τρομοκράτησης των ιδεολογικών της αντιπάλων. Σταδιακά η 17Ν, θα εντατικοποιούσε τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Η δολοφονία του Τσάντες αποτέλεσε μια ευκαιρία για να δοθεί το μήνυμα πως η 17Ν δεν θα επιτρέψει την παραμονή των Αμερικάνων στην Ελλάδα. H 17N πλέον άρχισε να αποκτά χαρακτηριστικά πολιτικού κινήματος.
Στις 3 Απριλίου 1984 η 17Ν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Λοχία της JUSMAGG Ρομπέρτ Τζαντ αλλά απέτυχε. Η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη για την απόπειρα με προκήρυξη , στην οποία μέσα ανέφερε πως η αποτυχία της επιχείρησης αποδείκνυε πως η 17Ν δεν ήταν κάποια ομάδα επαγγελματιών εκτελεστών , αλλά “απλοί λαϊκοί αγωνιστές που μπορούν να χτυπούν με σχετικά απλά μέσα και με μια στοιχειώδη οργανωση”. Στις 21 Φεβρουαρίου 1985 δολοφονείται στο κέντρο της Αθήνας ο Νικός Μομφεράτος, εκδότης της συντηρητικής εφημερίδας ‘Απογευματινή’ και ο οδηγός του Παναγιώτης Ρουσσέτης. Στον τόπο της δολοφονίας βρίσκεται προκήρυξη της 17Ν όπου ο Μομφεράτος κατηγορείται ως υπεύθυνος για δημοσιογραφική απρέπεια και σκόπιμη παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου καταδίκασε την δολοφονία των Μομφεράτου-Ρουσσέτη ως “έργο σκοτεινών δυνάμεων που υπηρετούν ξένα συμφέροντα”.
Ταυτόχρονα τα νέα οικονομικά μέτρα λιτότητας που προώθησε η κυβέρνηση Παπανδρέου, είχαν προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στην ελληνική κοινωνία. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να εξηγήσει αυτήν την απότομη μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Μέχρι το 1985 το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας ανέρχονταν σε 14 δις δραχμές. Στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής λιτότητας, η κυβέρνηση Παπανδρέου προχώρησε σε σημαντικές περικοπές του συστήματος αυτόματης αναπροσαρμογής των μισθών, το οποίο είχε εγκαινιάσει από το 1981. Επιπλέον επιβλήθηκε πάγωμα των μισθών για δύο χρόνια (μέχρι το τέλος του 1987) και υποτιμήθηκε η δραχμή κατά 15%.
Τον Οκτώβριο του 1985 πραγματοποιούνται μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες σε 20 πόλεις της χώρας, οι οποίες παραλύουν πρόσκαιρα την δημόσια ζωή. Εργαζόμενοι στο τραπεζικό σύστημα, στις μεταφορές, στην ΔΕΗ, στις αστικές συγκοινωνίες, στα σχολεία και στα νοσοκομεία, διαδηλώσαν ενάντια στις νέες πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης Παπανδρέου. Σε αυτό το ταραγμένο πολιτικό κλίμα, πραγματοποιούνται δράσεις και κινητοποιήσεις για την επέτειο των 12 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 17ης Νοεμβρίου, δολοφονείται ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Μιχάλης Καλτεζάς από τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα. Η δολοφονία Καλτεζά πυροδοτεί μια σειρά αντιδράσεων, στις οποίες θα παίξει καθοριστικό ρόλο και η 17Ν.
Λίγες μέρες μετά την δολοφονία Καλτεζά χίλιοι φοιτητές καταλαμβάνουν το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή. Η αστυνομία προσπαθεί να δικαιολογήσει την δολοφονία Καλτεζά ως ατύχημα το οποίο προκλήθηκε από αδέσποτη σφαίρα του Μελίστα, αλλά η κατακραυγή της κοινωνίας είναι τόσο μεγάλη που το αφήγημα της αστυνομίας δεν καταφέρει να μειώσει τις εντάσεις. Ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Μένιος Κουτσόγιωργας και ο υφυπουργός του Θανάσης Τσούρας, υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους από την κυβέρνηση αλλά ο Παπανδρέου δεν τις αποδέχεται. Μια εβδομάδα μετά την δολοφονία Καλτεζά , η 17Ν κάνει την εμφάνιση της. .
Το βράδυ της 26ης Νοεμβρίου 1975 πραγματοποιείται βομβιστική επίθεση σε κλούβα των ΜΑΤ στην Καισαριανή. Η βόμβα ήταν τοποθετημένη σε ένα παρκαρισμένο φορτηγό και πυροδοτήθηκε με τηλεχειριστήριο καθώς περνούσε από δίπλα η κλούβα των ΜΑΤ. Αποτέλεσμα της έκρηξης ο τραυματισμός δεκατεσσάρων αστυνομικών και ο θάνατος του αρχιφύλακα Νικόλαου Γεωργακόπουλου. Η βομβιστική επίθεση στην Καισαριανή αποτέλεσε μια από τις αιματηρότερες επιθέσεις εναντίον της αστυνομίας και απέδειξε πως η 17Ν ήταν πλέον αποφασισμένη όχι μόνο να διευρύνει το πλαίσιο της πολιτικής τρομοκρατίας που ασκούσε αλλά και να προχωρήσει σε πράξεις με περισσότερες ανθρώπινες απώλειες. Το αυτοκίνητο βόμβα έγινε το επιχειρησιακό πρότυπο της Ε.0 17Ν. , το οποίο θα χρησιμοποιούσε σε αρκετές επιθέσεις της.
Η πολιτική αναταραχή από την δολοφονία Καλτεζά, η ολοένα και αυξανομένη αστυνομική βία από τις δυνάμεις των ΜΑΤ και η έξαρση της πολιτικής βίας, εγκαινίασαν μια νέα περίοδο πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού, στην οποία η 17Ν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το τέλος του 1985 εγκαινίασε μια νέα περίοδο με πολύ διαφορετικά πολιτικά δεδομένα. Από τις μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στο οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το σκάνδαλο Κοσκωτά και η συνεπακόλουθη πολιτική κρίση μέχρι την δολοφονία Μπακογιάννη, η 17Ν θα γίνει σημείο αναφοράς στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της δεκαετίας του 80’.
Πηγές :
- Κασιμέρης Γιώργος , Η Επαναστατική Οργάνωση 17 Νόεμβρη , Εκδόσεις Καστανιώτη
- 17 Νοέμβρη , Οι Προκηρύξεις 1975-2002 : Όλα τα κείμενα της οργάνωσης , 621 Ονόματα , Αναφορές και στόχοι
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του/της αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού συνδέσμου (link) για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.