Ο Θουκυδίδης έλεγε πως η ειρήνη είναι εκεχειρία σε ένα πόλεμο που δεν έληξε ποτέ. Η διαχρονικότητα αυτής της διαπίστωσης αντανακλάται με ενάργεια στη επικείμενη ρωσική εισβολή στην ουκρανική επικράτεια. Η εισβολή αυτή θα φέρει, αν όντως πραγματοποιηθεί τελικά, μια de facto  αντίδραση ενός συγκεκριμένου υποσυνόλου κρατών με όμορα γεωπολιτικά συμφέροντα και στρατηγικές ορίζουσες. Ακόμα και στο ευκταίο σενάριο ματαίωσης μιας ρωσο-ουκρανικής σύρραξης, το νερό που έχει κυλήσει στο (νέο)ψυχροπολεμικό αυλάκι των αμερικανορωσικών σχέσεων (θα) είναι ήδη τόσο επαρκές που συμπαρασύρει στο διάβα του βεβαιότητες και δικλείδες ασφαλείας του διεθνούς συστήματος των προηγούμενων δεκαετιών.

Η ψευδεπίγραφη ηγεμονία του φιλελευθερισμού και του συστήματος της ελεύθερης αγοράς ανά την υφήλιο (με πρότυπο και φάρο τις Η.Π.Α.) εξέπεσε πάνω σε “έγχρωμες” επαναστάσεις, σε αλλεπάλληλες και αλληλένδετες οικονομικές κρίσεις και στην αραβική άνοιξη ως πιο πρόσφατη περίπτωση. Η “δυτικής” προέλευσης ιδεαλιστική αντίληψη ευταξίας του διεθνούς συστήματος αναμετράται χρόνο με το χρόνο με την αυγή ενός νέου πολυπολικού συστήματος που οραματίζεται μια σαφώς διαφορετική διεθνή τάξη. Στην εκπνοή του προηγούμενου αιώνα, η αυλαία του Ψυχρού Πολέμου ερμηνεύτηκε εν πολλοίς με τελολογικούς όρους για την πορεία των διεθνών σχέσεων με κριτήριο μάλλον, τη πεποίθηση ότι η ιστορία γράφεται και ολοκληρώνεται πάντοτε από τους νικητές. Δε λογάριασαν όμως τους “ηττημένους” αυτής  της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας και το ανάστημα που είναι έτοιμοι να σηκώσουν.

Πολιτικές οντότητες όπως η Κίνα, το Ιράν, η Ρωσία, η Τουρκία ακόμα και η Γαλλία ηπιότερα, επεξεργάζονται τις κινήσεις τους σε ένα πλαίσιο ανακατανομής ισχύος και αναθεωρητισμού του διεθνούς status quo. Οι “ιερές” ιδεολογικές αναφορές του μεταπολεμικού κόσμου όπου χαράσσονταν στρατόπεδα “φίλων” και “εχθρών”, τείνουν να δώσουν τη σειρά τους σε ρεαλιστικές ερμηνείες και στρατηγικές κατευθύνσεις, με βασικό μέτρο, αφενός την απουσία ηγεμονικής δύναμης στη διεθνή σκήνη, αφετέρου τη “συγκατοίκηση” διαφορετικών συστημάτων διακυβέρνησης και κοινωνικών διαρθρώσεων. Ο θρησκευτικός φονταμεταλισμός, τα κατά τόπους πραξικοπήματα, η εν μέρει απομυθοποίηση των ιδεολογικών προταγμάτων μάλλον επιβεβαιώνουν παρά αποπροσανατολίζουν από το βασικό επίδικο του παρόντος. Τα “συμπτώματα” αυτά επεξηγούν τη διεθνή κινητικότητα και την αγωνία των βασικών παικτών ισχύος γεωπολιτικά για το καλύτερο δυνατό “πλασάρισμα” στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο. Κάποιες περιπτώσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι παραπάνω από ενδεικτικές.

Από τη μια, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αισθάνεται από καιρό πως εγκλωβίζεται η δυναμική της στο παρόν status quo και σε πρώτη φάση σχεδιάζει να ηγεμονεύσει στο “ζωτικό χώρο” της, στη γειτονία της με άλλα λόγια, ενώ μεσοπρόθεσμα να αντικαταστήσει τις Η.Π.Α. σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την άλλη, η Ρωσική Ομοσπονδία, παρά τις εσωτερικές ιδιομορφίες/εμπόδια, φαίνεται να έχει καλύψει αρκετό χαμένο έδαφος γεωπολιτικά συγκριτικά με τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Διττός στόχος παραμένει η επανάκτηση της ισότιμης “φωνής” στη διεθνή σκηνή τόσο σε σχέση με τις Η.Π.Α. όσο και με την Κίνα (παρακάμπτοντας την Ε.Ε.) ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί ρόλο “τοποτηρητή” στα αχανή σύνορα της αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο. Κοινός παρονομαστής και για τις δύο χώρες η εξ αντανακλάσεως αντίδραση των Η.Π.Α. στους σχεδιασμούς αυτούς.

Το ισχυρότερο κράτος στον κόσμο, που νιώθει να επιβουλεύεται η πρωτοκαθεδρία του, βρίσκεται προσφάτως σε διαρκή και σταθερή αναζήτηση ενός “αντίδοτου” που θα φρενάρει τις παραπάνω εξελίξεις. Η κυβέρνηση Biden χτυπώντας επιμέρους την Ρωσία (Συρία, Ουκρανία, Καζακστάν κ.α.) στοχεύει στη Κίνα και στην απομόνωση της. Ο αποπροσανατολισμός που επιχειρείται εναντίον της Ρωσίας, χαλάει τα σχέδια και των δύο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα για τον έλεγχο της ευρασίας. Πρόκειται για μια στρατηγική υψηλού ρίσκου που στο κακό σενάριο για τις ίδιες τις Η.Π.Α., η εκατέρωθεν σύγκλιση Ρωσίας-Κίνας, θα δημιουργήσει έστω και θεωρητικά την πρώτη hyper-power δύναμη στη παγκόσμια ιστορία με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το μέλλον της ασφάλειας.

Το δίλημμα ή το αδιέξοδο για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι φανερό τη δεδομένη στιγμή. Ένα σύγχρονο δόγμα απομονωτισμού από τις εσχατιές της ευρωπαϊκής ηπείρου με την Ασία και δυτικά, φαντάζει αυτομαστίγωμα για τη συλλογική συνείδηση των παροικούντων το State Department, αλλά παραμένει έστω και ανομολόγητα στο τραπέζι. Από την άλλη, ένα διπλό μέτωπο με Ρωσία και Κίνα στα μήκη και πλάτη της υφηλίου ακούγεται μοιρολατρικά στα ώτα πολλών ειδικών και μη αμερικανών. Προϋποθέτει όμως δύο βασικούς άξονες στρατηγικών κινήσεων που θα διευκολύνουν το βηματισμό της αμερικανικής κυβέρνησης προς αυτή τη κατεύθυνση. Πρώτον τη διαχείριση της Μεσογείου, του Maghreb και της Μέσης Ανατολής εν είδει “υπεργολαβίας” με συμμαχικές δυνάμεις (π.χ. Γαλλία, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος), ώστε να απαλλαγεί κατά τι  η αμερικανική εξωτερική πολιτική από τη κηδεμονία των περιοχών αυτών. Δεύτερον η αποκοπή του “Δρόμου του Μεταξιού” τουλάχιστον στην απόληξη του στην Ευρώπη. Ειδικοτερα για το δεύτερο σκέλος, ο έλεγχος των χωρών γύρω από τους Τίγρη και Εφράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, αποτελούν κομβικό στοιχείο για το σχέδιο ανάσχεσης της κινεζικής επέλασης προς δυσμάς.

Η γεωπολιτική αξία της Τουρκίας στα αμερικανικά σχέδια αποτυπώνεται εύγλωττα στη μεταφορά του Κωνσταντίνου Γρίβα, πως το γειτονικό μας κράτος αποτελεί τη λαβή στο αμερικανικό μαχαίρι με το οποίο αποκόπτεται γεωγραφικά η κινεζική διέξοδος προς τη Μεσόγειο και τον Περσικό κόλπο. Η μύτη αυτού του μαχαιριού καταλήγει έως τα δυτικά σύνορα της Κίνας με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όπου ας μη παραλείψουμε, κατοικούνται από τουρκόφωνους ή τουρκογενής ντόπιους πληθυσμούς. Η Τουρκία ήταν και θα παραμείνει με βάση και τα παραπάνω, το “πλατύσκαλο” των Η.Π.Α. για την ανατολικά της Ευρώπης κυριαρχία της και στο προκείμενο για την ανάσχεση του ρωσοκινεζικού κινδύνου.

Το παραπάνω μωσαϊκό των διεθνών κινήσεων είναι περιγραφικό ενός αφρισμένου κύματος επικείμενων συρράξεων, πραγματικών ή μη, υπαρκτών ή υπόγειων που δεν έχει βρει παρθένα ακτή να σκάσει. Ο πόλεμος σε αυτές τις περιστάσεις μοιάζει με το βιολογικό θάνατο του ανθρώπου. Κανείς δε θέλει να συζητάει γι’ αυτό μέχρι την ώρα που τελικά θα συμβεί.

Συντάκτης: Γιάννης Μαρινάκης