Ο Πάρης Γιαννούλης εξιστορεί την δράση του ελληνικού φοιτητικού κινήματος.
Με την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών το 1974 και την εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στην χώρα, το φοιτητικό κίνημα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιόδου. Οι διεκδικήσεις, τα αιτήματα και η έντονη πολιτικοποίηση των φοιτητών/φοιτητριών διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ζωή της χώρας.
Για να γίνει αντιληπτή η επιρροή των φοιτητικών κινημάτων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα πρέπει να ανατρέξουμε στα ταραγμένα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το 1944 η Γερμανική κατοχή τελειώνει και η Ελλάδα απελευθερώνεται από τις δυνάμεις του Άξονα. Η χαρμόσυνη περίοδος της απελευθέρωσης δεν κράτησε πολύ ωστόσο, καθώς σχεδόν ευθύς μετά ξέσπασαν πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στις αριστερές δυνάμεις του ΚΚΕ μαζί με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις κυβερνητικές δυνάμεις μαζί με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τα “Δεκεμβριανά”, όπως ονομάστηκε η σύγκρουση, αποτέλεσε το προοίμιο για τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο που θα ακολουθούσε δύο χρόνια μετά. Το πολωμένο πολιτικό κλίμα και ο διχασμός δεν άφησε ανεπηρέαστα τα πανεπιστήμια και την ευρύτερη φοιτητική κοινότητα. Το κλίμα οξύνθηκε παραπάνω με την έναρξη των δικών των συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων. Κατηγορήθηκαν 33 άτομα, μεταξύ αυτών και οι τρείς κατοχικοί πρωθυπουργοί (Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος, Ράλλης). Οι δίκες αναζωπύρωσαν πολιτικά πάθη και σε συνδυασμό με την ήττα των αριστερών δυνάμεων, εισχώρησε η βία στην πολιτική ζωή.
Η “λευκή τρομοκρατία’’ όπως ονομάστηκε, στόχευε πολίτες με αριστερά και κομμουνιστικά φρονήματα. Έγιναν δεκάδες δολοφονίες, εμπρησμοί σπιτιών, διώξεις και βασανισμοί. Ενδεικτικό παράδειγμα της ΄΄λευκής τρομοκρατίας΄΄ αποτέλεσε ένα περιστατικό στον Βόλο τον Μάιο του 1945. Άγνωστοι εισέβαλλαν και κατέστρεψαν τον όμιλο ΄΄Πνευματική Πρωτοπορία΄΄, ένα νόμιμα αναγνωρισμένο σωματείο που είχαν ιδρύσει φοιτητές και φοιτήτριες στον Βόλο.
Η βία και η τρομοκρατία στην πρωτεύουσα και στην επαρχία είχε κλιμακωθεί σε τέτοιο βαθμό, όπου στις 5 Ιουνίου πέντε πρώην και μελλοντικοί πρωθυπουργοί (Πλαστήρας, Σοφούλης, Καφαντάρης, Τσουδερός, Μυλωνάς) υπέγραψαν ψήφισμα διαμαρτυρίας εναντίον των ακροδεξιών οργανώσεων και συγκεκριμένα της οργάνωσης ‘Χ’. Οι φοιτητές μπροστά στην τρομοκρατία δεν μένουν αδρανείς. Συγκροτείται η εθνική παμφοιτητική επιτροπή και δημοσιεύει διακήρυξη όπου ζητάει την αλληλεγγύη και την συμπαράσταση των φοιτητών των πανεπιστημίων της Δύσης, με στόχο την εξασφάλιση της ελευθερίας και της κυριαρχίας του ελληνικού λαού. Οι αντιδράσεις των (πλέον) οργανωμένων φοιτητών κλιμακώνονται με την απόφαση της κυβέρνησης Τσαλδάρη το 1946-1947 να ανακαλέσει τις αναστολές στρατεύσεως λόγω σπουδών. Μάλιστα η κυβέρνηση προχώρησε στην κατάταξη όσων στρατεύτηκαν σε εθνικόφρονες και μη εθνικόφρονες. Οι αποφάσεις της κυβέρνησης Τσαλδάρη επηρέασαν και το καθηγητικό προσωπικό των πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Αθηνών με την απόλυση 22 καθηγητών. Οι φοιτητές που κατηγορήθηκαν για μη εθνικόφρονες δραστηριότητες, ήταν φοιτητές και φοιτήτριες που συμμετείχαν στις αντιστασιακές δράσεις του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ και κυρίως στην ΕΠΟΝ. Ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες για τις αναστολές και διαγραφές φοιτητών που οδήγησαν σε επεισόδια. Στις 16 Μαρτίου 1946 ξεσπούν βίαιες συγκρούσεις των απεργών φοιτητών και καθηγητών με την χωροφυλακή και τις αστυνομικές δυνάμεις, καταλήγοντας στον τραυματισμό πολλών φοιτητών.
Χωρίς ένα ‘καθαρό’ πιστοποιητικό, όπως αυτό κρινόταν από τις δυνάμεις της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων, δεν ήταν δυνατή ούτε η εύρεση εργασίας.
Ταυτόχρονα με τις μαζικές διαμαρτυρίες, διεξάγονταν το συνέδριο της ΕΠΟΝ. Το συνέδριο ξεκίνησε στις 13 Ιανουαρίου 1946 και προσχώρησε στην παγκόσμια ομοσπονδία δημοκρατικών νεολαίων. Εκατοντάδες αντιπρόσωποι, εισηγητές και μέλη της ΕΠΟΝ συμμετείχαν στο συνέδριο, το οποίο εξέλεξε νέο κεντρικό συμβούλιο. Η επιτυχημένη έκβαση του συνεδρίου προσέκρουσε στην όξυνση της “λευκής τρομοκρατίας”. Οι δίκες της ΕΠΟΝ , σε συνδυασμό με μια σειρά νομοθετικών διαταγμάτων που νομιμοποιούσαν την δίωξη κομμουνιστών και αριστερών πολιτών, ενίσχυσαν την καταστολή τόσο του φοιτητικού κινήματος όσο και της αριστεράς γενικότερα. Ο Αναγκαστικός Νόμος 509/1947 έθεσε πάλι σε εφαρμογή την αντικομουνιστική νομοθεσία της μεταξικής περιόδου αλλά και το “Ιδιώνυμο”. Μέσω αυτών των παρεμβάσεων, δημιουργήθηκε το νομοθετικό πλαίσιο που νομιμοποιούσε τις διώξεις κομμουνιστών και αριστερών από το κράτος.
Το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου το 1946 οξύνει ακόμη περισσότερο την πολιτική πόλωση. Ο Α.Ν. του 1947 θέτει εκτός νόμου το ΚΚΕ και κάθε πολιτική ομάδα που συνεργαζόταν με το κομμουνιστικό κόμμα, όπως και η ΕΠΟΝ, καθώς θεωρούνται ανατρεπτικές και στρεφόμενες κατά του πολιτικού συστήματος. Το 1948 ψηφίζεται ο νόμος 516 που καθιερώνει τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Χωρίς ένα ‘καθαρό’ πιστοποιητικό, όπως αυτό κρινόταν από τις δυνάμεις της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων, δεν ήταν δυνατή ούτε η εύρεση εργασίας. Η λογοκρισία και η ποινικοποίηση των πολιτικών φρονημάτων είχε παραλύσει το φοιτητικό κίνημα. Η ΕΠΟΝ, αν και παράνομη ,εκθέτει στις 3 Φεβρουαρίου του 1947 στον ΟΗΕ τις τραγικές εικόνες του εμφυλίου. Ταυτόχρονα η ΕΠΟΝ μαζεύει υπογραφές για την απαγόρευση χρήσης πυρηνικών όπλων. Τον Φεβρουάριο του 1947 δημιουργείται το “Φιλειρηνικό Μέτωπο Νέων’’ (ΦΜΝ). Μέσω του ΦΜΝ γίνονται προσπάθειες για τον τερματισμό του εμφυλίου και για την επίτευξη μιας ειρηνικής συμφιλίωσης μεταξύ των Ελλήνων.
Την περίοδο 1947-1948 διεξάγονται οι τελευταίες και πιο αιματηρές μάχες του εμφυλίου. Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ), η στρατιωτική δύναμη του ΚΚΕ, έχει υποστεί μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και σε στρατιωτικό εξοπλισμό. Ο Εθνικός στρατός καταφέρνει σημαντικές νίκες έναντι του ΔΣΕ και ο εμφύλιος τελειώνει τον Μάρτιο του 1949. Ο εμφύλιος πόλεμος αφήνει πίσω του 38.340 νεκρούς, ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές ζημίες και αλλάζει ριζικά το πολιτικό τοπίο. Το τέλος του εμφυλίου εγκαινίασε μια νέα εποχή, όπου οι πολιτικές διώξεις εντατικοποιούνται. Η μετεμφυλιακή περίοδος στιγματίζεται από την δράση παρακρατικών ακροδεξιών οργανώσεων με έντονα αντικομουνιστικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία. Η ανοχή μιας μερίδας των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων στις οργανώσεις αυτές, άνοιξε τον δρόμο για την εδραίωση του αντικομουνισμού σε μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Το τέλος του εμφυλίου σηματοδότησε την ποινικοποίηση των πολιτικών φρονημάτων και όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Οι κυβερνήσεις της δεξιάς, σε συνεργασία με στρατιωτικούς, ακαδημαϊκούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, εγκαινιάζουν μια προσπάθεια δαιμονοποίησης της πολιτικής δραστηριότητας και ιδιαίτερα τις διαμαρτυρίες αριστερών και δημοκρατικών πολιτών. Δημιουργούνται πολιτικά ‘αναμορφωτήρια’ στους τόπους εξορίας, εκκλησιαστικές οργανώσεις νέων και ενώσεις ακαδημαϊκών και επιστημόνων με στόχο την καταδίκη και την απομόνωση του “κομμουνιστικού κινδύνου’’.
Το φοιτητικό κίνημα όμως, σε συνεργασία με το συνδικαλιστικό και το εργατικό κίνημα, προσπάθησαν να αντισταθούν. Το 1950 πραγματοποιούνται φοιτητικές απεργίες στην Αθήνα. Παράλληλα ξεσπούν μαζικές εργατικές απεργίες, οι οποίες πλαισιώνονται από μαθητές και φοιτητές. Από τους κόλπους του φοιτητικού κινήματος, επανασυγκροτείται και το φιλειρηνικό κίνημα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από την ΕΠΟΝ και το ΦΜΝ. Στις 9 Νοεμβρίου, 7.000 Φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών διαμαρτύρονται για τον διπλασιασμό διδάκτρων από την κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου. Η κυβέρνηση βλέποντας πως δεν μπορούσε να βρει τους οικονομικούς πόρους για να καλύψει το έλλειμμα των 2 δισεκατομμυρίων δραχμών στο προϋπολογισμό για τα πανεπιστήμια, αύξησε τα δίδακτρα των σπουδαστών και των φοιτητών.
Συνολικά, στα χρόνια 1950-1955 σημειώθηκαν πάνω από 50 απεργιακές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες μαθητών, εργαζομένων, εκπαιδευτικών και φοιτητών στην Αθήνα.
Το 1950 ξεκινάει και η εκστρατεία για την κατάργηση των τόπων εξορίας με πρόσχημα τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτικών κρατουμένων στην Μακρόνησο. Οι αποκαλύψεις του δικηγόρου και δημοσιογράφου Ευάγγελου Μαχαίρα για την βίαιη αντιμετώπιση των κρατουμένων προκάλεσε αναταραχές στην Αθήνα και σε πολλές πόλεις της χώρας. Η κατακραυγή για την Μακρόνησο εξανάγκασε τον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα να αναστείλει την λειτουργία της Μακρονήσου, όμως ο τόπος εξορίας της Μακρονήσου έκλεισε οριστικά το 1958. Το φοιτητικό κίνημα προσπαθούσε να βρει τα πατήματα του όμως η πολιτική και η διεθνής συγκυρία άλλαζε τα δεδομένα συνεχώς. Το 1950 η ΕΠΟΝ βρίσκεται σε πλήρη διάλυση. Οι οργανώσεις της στις τρείς μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα) αριθμούσαν το πολύ 150 μέλη και καθοδηγούνταν παράνομα από το γραφείο του κεντρικού συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Η βίαιη αντιμετώπιση των φοιτητών από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο κίνδυνος των παρακρατικών οργανώσεων διέλυσαν την οργανωτική δομή της ΕΠΟΝ. Το φοιτητικό κίνημα έμεινε ακέφαλο σε μια κρίσιμη περίοδο για την πολιτική ζωή της χώρας. Συνολικά, στα χρόνια 1950-1955 σημειώθηκαν πάνω από 50 απεργιακές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες μαθητών, εργαζομένων, εκπαιδευτικών και φοιτητών στην Αθήνα. Το Κυπριακό ζήτημα, τα εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα και η διεθνής συγκυρία του Ψυχρού Πόλεμου είναι τα κυρία θέματα των κινητοποιήσεων.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1951 διεξάγεται το δημοψήφισμα για το Κυπριακό. Το 97,5% των Ελλήνων της Κύπρου τάσσονται υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Έχουν προηγηθεί μαζικά φοιτητικά συλλαλητήρια που επιδοκιμάζουν την ένωση. Η κυβέρνηση Καραμανλή ξεκινά πολιτικές και διπλωματικές επαφές για την προετοιμασία της ένωσης. Τα γεγονότα όμως αλλάζουν ραγδαία με τον θάνατο του αρχιεπίσκοπου Μακάριου Β’ στις 28 Ιουνίου του 1950 όπου τον διαδέχεται ο Μακάριος ο Γ’.
Οι φοιτητικές διεκδικήσεις δεν ήταν μονοθεματικές και πάντα εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Μαζί με το Κυπριακό αναδείχτηκε και η ανάγκη για περισσότερη πολιτική ελευθερία, για την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου και για την διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ταυτόχρονα συνεχίζεται η εκστρατεία για την παγκόσμια ειρήνη. Οι παράνομες φοιτητικές οργανώσεις, αρκετές από αυτές κομμουνιστογενείς, συνέχιζαν την συλλογή υπογραφών για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Το κίνημα για την παγκόσμια ειρήνη στην Ελλάδα δεν έμεινε μόνο εκεί. Αίτημα των φοιτητικών οργανώσεων ήταν και η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Το φοιτητικό κίνημα αντιμετωπίστηκε με βία και καταστολή από τις αστυνομικές δυνάμεις. Πρώτο θύμα των κινητοποιήσεων για την ειρήνη ήταν ο εικοσιτριάχρονος Νίκος Νικηφορίδης, μέλος της ΕΠΟΝ Παγκρατίου. Ο Νικηφορίδης συλλαμβάνεται μαζί με άλλους 13 νέους, εκ των οποίων οι 6 ήταν σπουδαστές. Δικάζεται και εκτελείται με βάση τον ΑΝ 509/1947 καθώς είχε ιδρύσει το τομέα του ΦΜΝ στην Θεσσαλονίκη. Στις 18 Φεβρουαρίου 1952 η Ελλάδα εντάσσεται στην συμμαχία του ΝΑΤΟ. Η ένταξη στην συμμαχία εμπόδισε κάθε προσπάθεια του φοιτητικού κινήματος για παραχώρηση αμνηστιών στους πολιτικούς κρατούμενος. Η κυβέρνηση Πλαστήρα στις 30 Μαρτίου 1952 εκτελεί τον κομμουνιστή Νίκο Μπελογιάννη με την κατηγορία της κατασκοπίας. Η εκτέλεση Μπελογιάννη είχε προκαλέσει κύμα διαμαρτυριών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση Πλαστήρα δέχτηκε 150.000 τηλεγραφήματα που ζητούσαν την ακύρωση της εκτέλεσης Μπελογιάννη. Μέσα σε αυτά ήταν οι εκκλήσεις διεθνών καλλιτεχνών, πολιτικών και ανθρώπων του πολιτισμού.
Το ασφυκτικό μετεμφυλιακό πολιτικό πλαίσιο της δεκαετίας του 50’, αν και σε πολλές περιστάσεις περιόρισε το φοιτητικό κίνημα, δεν κατάφερε να κάμψει τις δράσεις και διαμαρτυρίες των φοιτητών και των φοιτητριών. Ένα από τα κρίσιμα ζητήματα που έθεσε το φοιτητικό κίνημα μέχρι το 1956 ήταν το Κυπριακό. Οι φοιτητικές διεκδικήσεις δεν ήταν μονοθεματικές και πάντα εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Μαζί με το Κυπριακό αναδείχτηκε και η ανάγκη για περισσότερη πολιτική ελευθερία, για την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου και για την διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο τα κόμματα της αριστεράς προσπάθησαν να δώσουν ώθηση στα αιτήματα της σπουδάζουσας νεολαίας. Από το 1947 το ΚΚΕ τελούσε υπό καθεστώς παρανομίας. Το 1950 άρχισε μια προσπάθεια να ανασυγκροτήσει οργανώσεις νεολαίας και να προσδώσει τα δικά του χαρακτηριστικά στις διεκδικήσεις τους. Το Νοέμβριο του 1951 ιδρύεται η Ενιαία Δημοκρατική Νεολαία Ελλάδας (ΕΔΝΕ). Η ΕΔΝΕ ήταν η προσπάθεια δημιουργίας μιας νόμιμης αριστερής νεολαιίστικης οργάνωσης. Επίσημα η ΕΔΝΕ συνδεόταν με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), το νόμιμο κόμμα της ελληνικής αριστεράς. Στην πραγματικότητα, η ΕΔΝΕ ήταν ανεξάρτητη από την ΕΔΑ. Η ηγεσία της ΕΔΑ δίσταζε να αποδεχτεί την ΕΔΝΕ ως πολιτική νεολαία, καθώς η ΕΔΝΕ ελεγχόταν από το ΚΚΕ και οι δραστηριότητες της μπορούσαν να φέρουν τη διάλυση όχι μόνο της ΕΔΑ αλλά και όλων των άλλων σχηματισμών της αριστεράς.
Η ΕΔΝΕ ήταν μια πρώτη προσπάθεια για ενιαία παρουσία του φοιτητικού προοδευτικού χώρου σε κινητοποιήσεις. Η πλειοψηφία των κινητοποιήσεων που θα καλεστούν μέχρι το 1956 θα έχουν σχέση με το Κυπριακό. Στις 20 Αυγούστου 1953 γίνονται βίαιες συγκρούσεις στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Για 4 ώρες οι φοιτητές, μαζί με εργαζόμενους και μαθητές , συγκρούονται με τις αστυνομικές δυνάμεις. Τραυματίζονται δεκάδες διαδηλωτές και αστυνομικοί. Σε ίδιους ρυθμούς πραγματοποιείται στις 14 Δεκεμβρίου διαδήλωση σχετικά με την απόφαση του ΟΗΕ για την Κύπρο. Η αστυνομία επιτίθεται στα μπλοκ των φοιτητών με αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά 38 φοιτητές και 24 αστυφύλακες.
Οι συγκεντρώσεις για το Κυπριακό θα συνεχιστούν και θα κορυφωθούν μέχρι τον Μάιο του 1956. Η σύλληψη των στελεχών της ΕΟΚΑ Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου και η εκτέλεση τους είχε προκαλέσει τεράστια αναταραχή στην ελληνική κοινωνία. Η Πανελλήνια Επιτροπή Ένωσης Κύπρου είχε ζητήσει από την κυβέρνηση Καραμανλή να μεσολαβήσει για την ματαίωση της εκτέλεσης των δύο μελών της ΕΟΚΑ και της απελευθέρωσης τους. Εκτός αυτού ζήτησαν και άδεια για την διενέργεια συλλαλητηρίου με αίτημα την απελευθέρωση των δύο κρατουμένων. Η άδεια δόθηκε και στις 9 Μαϊου το συλλαλητήριο έγινε με μόνο ομιλητή τον Αρχιεπίσκοπο Δωρόθεο. Αν και ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε το πλήθος να διαλυθεί ήσυχα, η πλειοψηφία των διαδηλωτών να κατευθύνεται στην αγγλική πρεσβεία. Ο κύριος κορμός των διαδηλωτών προσπάθησε να σπάσει τις αλυσίδες των αστυνομικών. Πολύ γρήγορα η αστυνομία άνοιξε πυρ στους διαδηλωτές, με αποτέλεσμα τρεις φοιτητές να χάσουν την ζωή τους.
Η κυβέρνηση κατηγόρησε το φοιτητικό κίνημα για τον θάνατο των τριών φοιτητών, αλλά για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είχε γίνει πασιφανές ότι η αστυνομία έφερε την ευθύνη. Στις 10 Μαΐου οι Καραολής και Δημητρίου απαγχονίζονται από τους Άγγλους. Η εκτέλεση τους, σε συνδυασμό με τα επεισόδια του συλλαλητηρίου, οδήγησαν σε μαζικές κινητοποιήσεις. Πραγματοποιήθηκαν αντιβρετανικές εκδηλώσεις σε όλη την χώρα και η αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα δέχτηκε επίθεση από πλήθος κόσμου.
Το Κυπριακό αποτέλεσε μια από τις βάσεις για ένα ενιαίο φοιτητικό κίνημα. Η ενιαία αντίδραση αυτή συνέβαλλε μεταγενέστερα στις πολιτικές εξελίξεις. Είχε αρχίσει σταδιακά να ωριμάζει η ιδέα για την δημιουργία ενός συνεδρίου όπου θα συμμετείχαν όλοι οι φοιτητικοί σύλλογοι των ΑΕΙ. Το 1957 οργανώνονται και ιδρύονται επίσημα όλοι οι φοιτητικοί σύλλογοι και το φθινόπωρο συγκροτείται το πρώτο πανσπουδαστικό συνέδριο. Το Α’ Πανσπουδαστικό συνέδριο έθεσε τις βάσεις για το προδικτατορικό φοιτητικό κίνημα αλλά και ενέταξε στην συζήτηση για το Κυπριακό το ζήτημα της αυτοδιάθεσης. Οι φοιτητές κατήγγειλαν την στάση της κυβέρνησης για την Κύπρο ως ‘δειλή και άτολμη’ και κατηγόρησαν την αμερικανική κυβέρνηση ως ‘αρνητή της ελευθερίας και έμπορο των ιδεωδών του κυπριακού λαού’. Εκτός από το Κυπριακό, το συνέδριο ζήτησε την παροχή υποτροφιών σε όσος συγκέντρωναν βαθμό 6,5/10 , την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, την δημιουργία αθλητικού φοιτητικού κέντρου και την συνεργασία του ελληνικού φοιτητικού κινήματος με την Διεθνή Φοιτητική Ένωση (IUS).
Τα αιτήματα αυτά, αν και κατατέθηκαν, δεν προωθήθηκαν από την εκτελεστική επιτροπή του συνεδρίου. Για 16 μήνες μέχρι την διενέργεια του Β’ Πανσπουδαστικού Συνεδρίου τον Απρίλιο του 1959, το Α’ Πανσπουδαστικό δεν υλοποίησε κανένα από τα αιτήματα που είχαν κατατεθεί. Το Β’ Συνέδριο την άνοιξη του 1959, έθεσε σε πιο επιτακτικό βαθμό τα προβλήματα και τα αιτήματα του φοιτητικού κινήματος. Το Β’ Πανσπουδαστικό, σε συνδυασμό με την αύξηση των ποσοστών της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 (25% και αξιωματική αντιπολίτευση) δημιούργησε κλίμα έντασης σε όλες τις συγκρούσεις του προοδευτικού φοιτητικού κινήματος με την δεξιά. Η ιδεολογική σύγκρουση των αριστερών φοιτητών με την δεξιά, θα αναγκάσει την δεξιά να συγκροτήσει δικό της φοιτητικό πόλο. Δημιουργείται η Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών (ΕΚΟΦ). Η ΕΚΟΦ αποκτά πολύ γρήγορα μεγάλη δυναμική και κυριαρχεί στο φοιτητικό κίνημα για ένα μεγάλο διάστημα.
Η ΕΚΟΦ καταφέρνει να διασπάσει και να αποπροσανατολίσει το φοιτητικό κίνημα, μπαίνοντας σε ανοιχτή σύγκρουση με τους φοιτητές. Η σύγκρουση αυτή όμως θα δημιουργήσει τις συνθήκες για τον εξοστρακισμό της ΕΚΟΦ από το φοιτητικό χώρο. Οι πολιτικές ανακατατάξεις σε κεντρικό επίπεδο και η υποτονική δραστηριότητα των φοιτητικών συλλόγων, ηρεμεί την δεξιά για ένα χρονικό διάστημα. Σταδιακά όμως το φοιτητικό κίνημα διεκδικεί την θέση του και προβάλει μια σειρά αιτημάτων που έμελλαν να γίνουν αιτήματα ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, όπως το “1-1-4″, το “15% για την παιδεία” κ.α. Ήδη από το 1957 έχει διαμορφωθεί το πρώτο πρακτικό για την ίδρυση της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδας (ΕΦΕΕ) που θα υλοποιηθεί αργότερα. Μέσα από ένα πλήθος αιτημάτων οικονομικών, κοινωνικών και μορφωτικών, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αρχίζουν να δείχνουν εντονότερα δείγματα πολιτικής ανυπακοής. Το ακαδημαϊκό έτος 1959-1960 συγκλονίστηκε από μαζικές και μαχητικές κινητοποιήσεις. Εκεί επεμβαίνει η ΕΚΟΦ και μέσω νοθείας και τρομοκράτησης κυριαρχεί στα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων. Μέχρι το τέλος του 1961 η ΕΚΟΦ προσπαθεί να υποβαθμίσει τις φοιτητικές διεκδικήσεις. Το 1961 συγκροτείται το Γ’ Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Το περιεχόμενο του συνεδρίου ήταν φιλικά προσκείμενο στην κυβέρνηση Καραμανλή. Το συνέδριο τελείωσε με την επίθεση μελών της ΕΚΟΦ στα γραφεία της εφημερίδας Μακεδονία, η οποία είχε καταγγείλει πως το συνέδριο διεξαγόταν υπό καθεστώς αστυνομοκρατίας.
Από τις εκλογές του 1961 μέχρι και τις εκλογές του 1963 και του 1964, όπου αναδείχτηκαν στο προσκήνιο οι δυνάμεις της Ένωσης Κέντρου υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου, υπήρξαν μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις με βαρύ πολιτικό περιεχόμενο. Οι εκλογές αυτές έμειναν γνωστή στην ιστορία ως “εκλογές βίας και νοθείας”, καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας τρομοκρατούσαν απροκάλυπτα τους υποψηφίους και ψηφοφόρους της αριστεράς και του κέντρου. Η ΕΡΕ κυριάρχησε με ποσοστό 50,8 % και 176 έδρες και αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχθηκε η Ένωση Κέντρου με 33,6% και 100 έδρες. Τα κόμματα της αριστεράς συνασπίστηκαν και έλαβαν ποσοστό 14,6% και 24 έδρες. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατήγγειλαν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων λόγω της συνεχούς τρομοκράτησης των κεντρώων και αριστερών ψηφοφόρων από τις δυνάμεις ασφαλείας. Οι παρακρατικές μεθοδεύσεις, υποκινούμενες από τα ακραία αντικοινοβουλευτικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας, είχαν οδηγήσει σε υψηλά ποσοστά αποχής στην ύπαιθρο και το αδιάβλητο των εκλογών είχε παραβιαστεί.
Δύο εβδομάδες μετά, ο Γεώργιος Παπανδρέου θα κάνει ορισμένες δηλώσεις που θα είναι αποφασιστικές για τις πολιτικές εξελίξεις. Στις 14 Νοεμβρίου 1961 κηρύσσεται ο “ανένδοτος αγώνας” της ένωσης κέντρου. Ο Παπανδρέου αρνείται να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των εκλογών και κατηγορεί την ΕΡΕ και τον Καραμανλή για αντισυνταγματική εκτροπή. Οι βουλευτές και τα στελέχη της Ένωσης Κέντρου, καθώς και οι βουλευτές της αριστεράς, απέχουν από την ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, τον Δεκέμβριο του 1961. Πραγματοποιούνται μαζικά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις σε όλη την χώρα που καταδικάζουν τις εκλογές, στηρίζοντας έτσι τις πολιτικές διεκδικήσεις του Παπανδρέου και της ένωσης κέντρου. Ο “ανένδοτος αγώνας” είχε αποφέρει καρπούς, καθώς η θέση της Ένωσης Κέντρου είχε ισχυροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, οι δυνάμεις της αριστεράς προσπαθούσαν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες τους για ενίσχυση των ποσοστών της αριστεράς.
Η μαζική λαϊκή υποστήριξη στην ένωση κέντρου, καθώς και η μαζικοποίηση της αριστεράς, είχαν προκαλέσει αντιδράσεις στην ΕΡΕ, το Παλάτι και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Μια μερίδα ακροδεξιών στελεχών της ΕΡΕ, σε συνεννόηση με μερίδα των ενόπλων δυνάεμων και τις δυνάμεις ασφαλείας, στήριξαν την περαιτέρω τρομοκράτηση των ψηφοφόρων και στελεχών της αριστεράς. Το κλίμα τρόμου και βίας που καλλιεργούνταν μέσα στον κρατικό μηχανισμό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην ομαλότητα του πολιτεύματος. Στις 22 Μαΐου 1963 ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονείται από τον παρακρατικό Σπύρο Γκοτζαμάνη. Η δολοφονία Λαμπράκη πυροδότησε μια σειρά από αντιδράσεις. Η αριστερά κατήγγειλε την κυβέρνηση Καραμανλή για εγκληματική αμέλεια και για αντιδημοκρατικές πρακτικές.
Η δολοφονία Λαμπράκη είχε τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο. Πραγματοποιούνται μαζικά συλλαλητήρια με πρωταγωνιστές τους φοιτητές και τις φοιτήτριες. Στις 11 Ιουνίου 1963 η κυβέρνηση Καραμανλή παραιτείται και σχηματίζεται νέα κυβέρνηση με αρχηγό τον βουλευτή της ΕΡΕ Παναγιώτη Πιπινέλη. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης, που είχε αναλάβει την υπόθεση Λαμπράκη, διέταξε την προφυλάκιση των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής που βρίσκονταν στο σημείο της δολοφονίας. Η πράξη αυτή διέλυσε οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την εμπλοκή του κράτους και των παρακρατικών ακροδεξιών ομάδων στην δολοφονία Λαμπράκη.
Το φοιτητικό κίνημα συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές διεργασίες την περίοδο 1961-1964. Η πολιτική κρίση που είχε προκύψει, καθώς και η δολοφονία Λαμπράκη, ενεργοποίησε και πολιτικοποιήσε μια μεγάλη μερίδα φοιτητών και φοιτητριών.
Προκηρύσσονται εκλογές στις αρχές του Νοεμβρίου και η Ένωση Κέντρου γίνεται πρώτη δύναμη. Συγκεκριμένα λαμβάνει ποσοστό 42,4% και 139 έδρες ενώ η λαμβάνει ποσοστό ΕΡΕ 39,3% και 131 έδρες. Ο Παπανδρέου δεν κατάφερε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και στηρίχθηκε στις δυνάμεις της αριστεράς. Ο Καραμανλής, μετά την εκλογική ήττα της ΕΡΕ, εγκατέλειψε την χώρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Αρχηγός της ΕΡΕ ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος άσκησε δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Ευθύς μετά την ψήφο εμπιστοσύνης ο Παπανδρέου παραιτείται. Ήθελε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση χωρίς να πρέπει να στηρίζεται στην ψήφο ανοχής της ΕΔΑ. Ορίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση με αρχηγό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο και προκηρύσσονται εκλογές για τις 16 Φεβρουαρίου 1964. Η Ένωση Κέντρου αυτή την φορά “σαρώνει” και καταλαμβάνει το 52,7% των ψήφων και 180 έδρες, εξασφαλίζοντας έτσι την αυτοδυναμία.
Το φοιτητικό κίνημα συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές διεργασίες την περίοδο 1961-1964. Η πολιτική κρίση που είχε προκύψει, καθώς και η δολοφονία Λαμπράκη, ενεργοποίησε και πολιτικοποιήσε μια μεγάλη μερίδα φοιτητών και φοιτητριών. Η νίκη της Ένωσης Κέντρου και του Γεωργίου Παπανδρέου θεωρήθηκε για πολλούς νίκη της δημοκρατίας. Το φοιτητικό κίνημα βγαίνει αναζωογονημένο, αλλά χωρίς κάποια ενιαία οργανωτική δομή. Έτσι τον Απρίλιο του 1963 πραγματοποιείται το Δ’ Πανσπουδαστικό συνέδριο με βασικά αιτήματα την παραχώρηση του 15% του κρατικού προϋπολογισμού για την παιδεία και την ίδρυση της ΕΦΕΕ. Η ‘αναγέννηση της παιδείας’, το σύνθημα που επικράτησε στο συνέδριο, αφορούσε επίσης και τα υψηλά επίπεδα αναλφαβητισμού στην χώρα, την χρήση της δημοτικής γλώσσας έναντι της καθαρεύουσας και την ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Ήδη από το 1962 είχε συγκροτηθεί, από εκπροσώπους των περισσότερων φοιτητικών συλλόγων προπαρασκευαστική επιτροπή για το Δ’ Πανσπουδαστικό. Η επιτροπή είχε εξαντλητικά προσπαθήσει να ετοιμάσει το συνέδριο, το οποίο ίδρυσε την ΕΦΕΕ. Το Δ’ Συνέδριο έδωσε το οργανωτικό πλαίσιο ώστε το φοιτητικό κίνημα να θέτει τα αιτήματα του πιο αποτελεσματικά και με μεγαλύτερη μαζικότητα.
Η νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1964 ευεργέτησε και το φοιτητικό κίνημα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου ικανοποίησε πολλά από τα αιτήματα του φοιτητικού κόσμου. Καθιερώθηκε η δημόσια δωρεάν παιδεία, υπερκεράστηκε το ‘15% για την παιδεία’, ενώ πήραν σάρκα και οστά οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και το πανεπιστημιακό άσυλο ενώ ταυτόχρονα έγιναν οι πρώτες ενέργειες για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Στις 24 Ιανουαρίου 1964 συγκαλείται το πρώτο το Α’ Εθνικό Συμβούλιο της ΕΦΕΕ, που αφορούσε το Κυπριακό, τον αναλφαβητισμό, τα ζητήματα δημοκρατίας στην Ελλάδα και διάφορα ακόμα πολιτισμικά και οικονομικά ζητήματα. Ευθύς μετά το συμβούλιο εκδηλώνονται τα πρώτα δείγματα διάσπασης των φοιτητών και η οξεία κρίση στον χώρο των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Τον Μάιο του 1964 συνέρχεται το Ε’ Πανσπουδαστικό συνέδριο, το οποίο δεν βελτιώνει πολύ τα πράγματα. Έτσι η ΕΚΟΦ έχει την δυνατότητα, μετά από σχεδόν 3 χρόνια απραξίας, να συσπειρωθεί και να διεκδικήσει την ψήφο των φοιτητών ως συνδικαλιστικός φορέας. Οι πολιτικές διενέξεις ανάμεσα στους κεντρώους και αριστερούς φοιτητές και η ενιαία στάση της ΕΚΟΦ, άφησαν το φοιτητικό κίνημα έρμαιο μικροπολιτικών συγκρούσεων. Οι πολιτικές εξελίξεις όμως συνέχιζαν με ραγδαίους ρυθμούς.
Στις 18 Μαΐου 1965 η προσκείμενη στην ΕΡΕ εφημερίδα της Λάρισας “Ημερήσιος Κήρυξ” αποκάλυψε την ύπαρξη μιας μυστικής ομάδας στρατιωτικών με αριστερά φρονήματα, οι οποίοι είχαν στόχο την κατάργηση της βασιλείας και την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας. Η ομάδα αυτή έμεινε γνωστή ως ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα Ιδανικά Δημοκρατία Αξιοκρατία). Το δημοσίευμα αναπαράχθηκε από τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες στην Αθήνα και προκάλεσε σφοδρές επιθέσεις της ΕΡΕ στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ηγετική φιγούρα στην ΑΣΠΙΔΑ ήταν ο γιος του πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου. Για την ένωση κέντρου και την αριστερά, η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν χαλκευμένη και στόχευε πρωτίστως στην συκοφάντηση της κυβέρνησης Παπανδρέου αλλά και στην συγκάλυψη μιας υπαρκτής παραστρατιωτικής οργάνωσης Ι.Δ.Ε.Α. Εν τέλει δεν αποδείχτηκε ποτέ πως ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην ΑΣΠΙΔΑ, όμως οι εφημερίδες της Δεξιάς εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός και άσκησαν σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Παπανδρέου, κατηγορώντας τον πρωθυπουργό πως υποθάλπει τους κομμουνιστές.
Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ συνέβαλε, μαζί με άλλους παράγοντες, στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση που ξέσπασε προς το καλοκαίρι του 1965. Η ασυνεννοησία ανάμεσα στον πρωθυπουργό Παπανδρέου και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο οδήγησε στην πολιτική κρίση του καλοκαιριού του 1965, που έμεινε στην ιστορική μνήμη ως “Ιουλιανά”. Στις 15 Ιουλίου 1965, ένα χρόνο σχεδόν μετά την επικράτηση της ένωσης κέντρου στις εκλογές και την ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον νεαρό τότε βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο λόγος που εξαναγκάστηκε ο Παπανδρέου σε παραίτηση ήταν επειδή ήθελε ο ίδιος να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και όχι ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, εκλεκτός του Παλατιού.
Η κρίση που προκλήθηκε θα οξυνθεί όταν ο πρωθυπουργός θα ζητήσει την παραίτηση του υπουργού Εθνικής Αμύνης, Πέτρου Γαρουφαλιά, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος το κρίσιμο αυτό υπουργείο. Ο Γαρουφαλιάς αρνείται και δηλώνει απροκάλυπτα ότι θα το πράξει μόνο αν του το ζητήσει ο βασιλιάς. Ο 25χρονος Βασιλιάς Κωνσταντίνος που τότε βρισκόταν στην Κέρκυρα εν αναμονή της γέννησης του πρώτου του παιδιού, αρνείται να υπογράψει το διάταγμα για την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά. Στις 7 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος αποστέλλει επιστολή στον Παπανδρέου και τον κατηγορεί ότι υποθάλπει συνωμοσία με στόχο την ανατροπή του Συντάγματος και του πολιτεύματος. Ο Παπανδρέου θα λάβει και δεύτερη επιστολή του Βασιλιά στις 10 Ιουλίου, όπου ο Κωνσταντίνος επιμένει στο να μην υπογράψει την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά. Στις 12 Ιουλίου ο Παπανδρέου συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο και όλοι οι παριστάμενοι συμφωνούν ότι ο Γαρουφαλιάς που είναι απών, θα πρέπει να διαγραφεί από το κόμμα. Την επομένη ο Γαρουφαλιάς διαγράφεται από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, αλλά αρνείται και πάλι να εγκαταλείψει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Το βράδυ της 14ης Ιουλίου ο Παπανδρέου λαμβάνει την τρίτη βασιλική επιστολή, με την οποία του επισημαίνεται να μην επιμείνει στην παραίτησή του Γαρουφαλιά. Ο ίδιος θα απαντήσει στον βασιλιά με δεύτερη επιστολή, επισημαίνοντας του ότι δεν μπορεί να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευση», προειδοποιώντας έτσι για την παραίτηση του.
Η σύντομη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο κατέληξε στην παραίτηση του πρώτου. Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε από την προφορική παραίτηση του πρωθυπουργού και εντός λίγων ωρών όρκισε την δεύτερη κυβέρνηση των “αποστατών”, την λεγομένη κυβέρνηση Νόβα υπό την αιγίδα του τότε προέδρου της Βουλής Γεωργίου Αθανασιάδη Νόβα, η οποία θα καταρρεύσει στις 5 Αυγούστου. Την επόμενη μέρα θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα ένα από τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια για την προάσπιση της δημοκρατίας, όπου θα δολοφονηθεί ο 22χρονος φοιτητής και στέλεχος της αριστεράς, Σωτήρης Πέτρουλας. Η δολοφονία του Πέτρουλα , μέλος της οργάνωσης της νέας αριστεράς, κατέδειξε για ακόμη μια φορά την βίαιη καταστολή του φοιτητικού κινήματος.
Μέτα την δολοφονία Πέτρουλα , η καταστολή οξύνθηκε. Στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο πρύτανης του πανεπιστημίου εξέδωσε εγκύκλιο που του έδινε το δικαίωμα να ελέγχει και να διοικεί τους φοιτητικούς συλλόγους. Η εγκύκλιος γενικεύτηκε και εφαρμόστηκε πανελλαδικά. Οι πρυτανικές αρχές πλέον είχαν την δυνατότητα να απαγορεύουν την ίδρυση συλλόγων, να διαλύουν συνελεύσεις και να απορρίπτουν αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων των συλλόγων. Πέραν του νομοθετικού πλαισίου, γινόταν προσπάθεια παραπομπής φοιτητών σε πειθαρχικές διώξεις βάσει ασήμαντων αφορμών. Οι διώξεις και οι διαγραφές φοιτητών θα ενταθούν μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Η επίθεση στο φοιτητικό κίνημα θα το αφήσει διαλυμένο και απροετοίμαστο, με αποτέλεσμα να πισωγυρίσει τόσο το ίδιο όσο και η κοινωνική και πολιτική εξέλιξη της χώρας.
Η δράση του χουντικού καθεστώτος στον φοιτητικό χώρο ήταν άμεση και δραστική. Ο Οδυσσέας Αγγέλης, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), διέταξε την κατάργηση, διάλυση και κατάσχεση των περιουσιακών στοιχειών 280 περίπου φοιτητικών συλλόγων, σωματείων και οργανώσεων. Ταυτόχρονα η Χούντα υλοποιούσε το σχέδιο διάλυσης της πολιτικής ζωής με την απαγόρευση των συγκεντρώσεων και των πολιτικών κομμάτων. Η ΕΦΕΕ διαλύεται και όλα τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα των φοιτητών. Ο φοιτητικός συνδικαλισμός ποινικοποιείται και οι πολιτικές νεολαίες της αριστεράς περνούν στην παρανομία. Το χουντικό καθεστώς παρακολουθεί και αστυνομεύει τα πανεπιστήμια της χώρας και σε συνεργασία με την ΕΚΟΦ, καταδιώκουν μέλη αριστερών φοιτητικών παρατάξεων. Με τον νόμο 93 του 1969 δίνεται η δυνατότητα στα πειθαρχικά συμβούλια των ΑΕΙ να αποβάλλουν δια παντώς φοιτητές και φοιτήτριες που αντιτάχθηκαν με τον οποιοδήποτε τρόπο στην δικτατορία. Η χούντα ταυτοχρόνως διορίζει απευθείας τα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων που είτε είχε έντονη παρουσία η ΕΚΟΦ είτε είχε τον άμεσο έλεγχο το καθεστώς. Παράλληλα επιστρατεύει κάθε μέσο για να κυριαρχήσει στα πανεπιστήμια. Ευθύς αμέσως απολύονται καθηγητές με δημοκρατικά η αριστερά φρονήματα και διορίζονται καθηγητές, οι οποίοι ήταν φιλικά και ιδεολογικά προσκείμενοι στην δικτατορία. Με το νομοθετικό διάταγμα 180 του 1969 δημιουργείται ο θεσμός του ‘Κυβερνητικού Επιτρόπου’. Οι αρμοδιότητες του επιτρόπου αφορούσαν την τήρηση του προγράμματος σπουδών, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από το χουντικό καθεστώς. Στην πραγματικότητα , αρμοδιότητα του ήταν η επιτήρηση των καθηγητών και η αποτροπή αντιδικτατορικών δράσεων είτε από τους καθηγητές είτε από τους φοιτητές/σπουδαστές.
Ο περιορισμός των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών των φοιτητών και των φοιτητριών συνεχίζεται με έντονους ρυθμούς στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Το 1970 τροποποιείται ο νόμος περί στρατολογίας και συγκεκριμένα το διάταγμα 720 που αφορούσε την δυνατότητα αναβολής της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας λόγω πανεπιστημιακών σπουδών. Με την τροποποίηση του νόμου, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας μπορούσε να διατάξει την διακοπή της αναβολής με πρόσχημα τα πολιτικά φρονήματα. Δηλαδή όποιος φοιτητής συμμετείχε σε αντιδικτατορικές δράσεις θα στρατευόταν ακόμη και αν του είχε χορηγηθεί αναβολή θητείας. Μέσω της νομοθετικής παρέμβασης αυτής, η χούντα προσπάθησε να διαλύσει το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Εκατοντάδες φοιτητές στρατεύτηκαν αναγκαστικά και σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Η ιδεολογική κατήχηση και ο εκφοβισμός που ασκήθηκε σε στρατευμένους φοιτητές από τους ανώτερους τους, καλλιέργησε ένα κλίμα τρομοκράτησης και φόβου. Η διακοπή των αναβολών όμως θα γίνει ένας από τους πρώτους στόχους για τους οποίους θα αγωνιστεί το φοιτητικό κίνημα, το οποίο αρχίζει να ανασυγκροτείται.
Σε πρώτη φάση δημιουργούνται πολιτικές οργανώσεις με αριστερό χαρακτήρα, όπως η οργάνωση Ρήγας Φεραίος που συγκροτείται από νέους και νέες του ΚΚΕ-εσωτερικού. Επανασυγκροτείται η Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδος (ΚΝΕ) και η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, η οποία θα αποτελέσει μια προσπάθεια ιδεολογικής ζύμωσης και συσπείρωσης. Από το 1972 το φοιτητικό κίνημα ισχυροποιείται και εντατικοποιεί τις αντιδικτατορικές δράσεις. Το πρώτο αίτημα που τίθεται είναι η διενέργεια ελευθέρων εκλογών στα ΑΕΙ για την ανάδειξη διοικητικών συμβουλίων στους φοιτητικούς συλλόγους. Στις 20 Νοέμβρη 1972 μετά από μαζικές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες, η χούντα δίνει άδεια για την διενέργεια εκλογών. Οι εκλογές αποδείχτηκαν φιάσκο πράγμα που όξυνε τα πράγματα και σε συνδυασμό με τις διεθνείς συγκυρίες, έδωσε άλλη μορφή και υπόσταση στο φοιτητικό κίνημα.
Προς το τέλος του 1972 κυριαρχεί ο αντιαμερικανικός και αντιιμπεριαλιστικός λόγος στο φοιτητικό κίνημα. Τα συνθήματα των φοιτητών μιλάνε για την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, το κλείσιμο των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και για την καταδίκη του ιμπεριαλισμού. Ανάμεσα στις ήδη υπάρχουσες οργανώσεις και παρατάξεις παρουσιάζονται οι πρώτες πολιτικές διαμάχες , που θα δημιουργήσουν προβλήματα για την ενότητα και την συσπείρωση του φοιτητικού κινήματος. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1972, ακόμη και αν έγιναν υπό καθεστώς πολιτικής διάσπασης, θορύβησαν την δικτατορία. Η χούντα δημοσιεύει το διάταγμα 269/1972 με το οποίο επιτρέπει στην αστυνομία την χρήση όπλων και κανονικών σφαιρών για την διάλυση συγκεντρώσεων και πορειών.
Το 1973 θα αποτελέσει την χρονιά των πιο σημαντικών και ουσιαστικών κινητοποιήσεων του φοιτητικού κινήματος. Πραγματοποιούνται μαζικές πορείες και διαδηλώσεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, όπου οι φοιτητές και οι φοιτήτριες μαζικοποιούν τους συλλόγους τους. Στις 14 Φεβρουαρίου εκδίδεται το διάταγμα 1347, το οποίο συμπλήρωνε το διάταγμα 720/1970 για την διακοπή της αναβολής της στρατιωτικής θητείας των σπουδαστών/φοιτητών. Οι φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί εκείνη την ημέρα στο Πολυτεχνείο Αθηνών και περίμεναν τα αποτελέσματα της γενικής συνέλευσης των καθηγητών πάνω στο θέμα αυτό. Η αστυνομία αρχίζει να καταδιώκει τους φοιτητές και να χρησιμοποιεί άγριες και βίαιες μεθόδους. Φοιτητές και φοιτήτριες ξυλοκοπούνται ενώ όσοι φοιτητές ξεφεύγουν από τις αστυνομικές δυνάμεις, προσπαθούν να ενημερώσουν την Σύγκλητο του πανεπιστημίου για τα επεισόδια. Παρά τις εγγυήσεις που δίνονται στους φοιτητές, ευθύς αμέσως δέχονται επίθεση από σώματα αστυνομικών. Ο απολογισμός της μέρας είναι τραγικός. Δεκάδες τραυματισμένοι φοιτητές και πάνω από εκατό συλληφθέντες. Οι αντιδράσεις των φοιτητών κορυφώνονται και δύο μέρες μετά γίνεται η πρώτη απόπειρα κατάληψης της νομικής σχολής Αθηνών (16 Φεβρουαρίου), που θα την ακολουθήσει η μεγάλη κατάληψη της σχολής (21-22 Φεβρουαρίου).
Η κατάληψης της Νομικής Σχολής πρόκειται για την πιο μαζική και οργανωμένη αντίδραση του φοιτητικού κινήματος στην Αθήνα. Για δύο ημέρες 4.000 φοιτητές και φοιτήτριες, πάνω στην ταράτσα της νομικής, δείχνουν την αντίθεση τους στο χουντικό καθεστώς. Η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει την κατάληψη και το συγκεντρωμένο πλήθος, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι φοιτητές θα παραμείνουν κλεισμένοι στη σχολή για δύο μέρες, αντιμετωπίζοντας την συνεχή πίεση των αστυνομικών δυνάμεων, την αδιαφορία των πρυτανικών αρχών, και τον τραμπουκισμό της ΕΚΟΦ. Πολύ γρήγορα αρχίσει να συρρέει κόσμος για να στηρίξει και να μαζικοποιήσει την κατάληψη. Συγκροτείται συντονιστική επιτροπή κατάληψης , την ώρα που ξεσπούν διαδηλώσεις σε όλη την Αθήνα. Η επιτροπή αιτείται την κατάργηση του διατάγματος 1347 και την μεταφορά τροφίμων και φαρμάκων στην σχολή . Στις 15:30 το μεσημέρι ο διευθυντής της αστυνομίας Λουκάς Χριστολουκάς, ενημερώνει τα μέλη της επιτροπής πως αν αποχωρήσουν από την κατάληψη μέχρι τις 18:00 δεν θα πειραχτεί κανείς από τους συμμετέχοντες την κατάληψη. Η επιτροπή των φοιτητών αποφασίζει την αποχώρηση από την σχολή και τον τερματισμό της κατάληψης, αφού πρώτα καθαρίσουν τον χώρο και τοποθετήσουν τα πράγματα μέσα στο κτίριο όπως τα βρήκαν. Ταυτόχρονα σε όλη την Αθήνα βρίσκονται χιλιάδες φοιτητές και εργαζόμενοι που διαδηλώνουν. Γίνονται άγριες συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας με αποτέλεσμα των τραυματισμών δεκάδων.
Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες προετοιμάζονται για πιο μαζικές και συνάμα πιο σκληρές συγκρούσεις με το χουντικό καθεστώς. Η κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά και των διεκδικήσεων του φοιτητικού κινήματος, θα είναι τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973.
Τα γεγονότα του Φεβρουαρίου του 1973 γονιμοποίησαν την πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα. Το χουντικό καθεστώς στερούνταν λαϊκής νομιμοποίησης και η δυσαρέσκεια της ελληνικής κοινωνίας ήταν φανερή. Στις 20 Μαρτίου 1973 περίπου δύο χιλιάδες φοιτητές συγκεντρώνονται στην Νομική σχολή. Οι χίλιοι από αυτούς αποφασίζουν να παραμείνουν το βράδυ στην σχολή και να διαδηλώσουν για την μη αποδοχή των αιτημάτων της προηγούμενης κατάληψης της Νομικής. Οι πρυτανικές αρχές ενημερώνουν τους φοιτητές πως κάθε συγκέντρωση σε πανεπιστημιακό χώρο είναι παράνομη και πρέπει να φύγουν ως τις 17:00 το απόγευμα. Οι φοιτητές αρνούνται και η αστυνομία αρχίζει να γεμίζει ασφυκτικά τους χώρους πέριξ του πανεπιστημίου. Στις 17:00 το απόγευμα, ο πρύτανης Κωνσταντίνος Τσούντας, καλεί την αστυνομία να εκκενώσει το κτίριο ακόμη και με την χρήση βίαιων μέσων. Θα ακολουθήσουν συγκρούσεις των αστυνομικών με τους φοιτητές με αποτέλεσμα να τραυματιστούν θανάσιμα δύο φοιτήτριες και ένας φοιτητής. Η Ιώαννα Νικολακοπούλου, η Μαρία Βασιλοπούλου και ο Βασιλής Βλάντζας θα χάσουν τις ζωές τους. Ο θάνατος των τριών σπουδαστών και η ανεξέλεγκτη χρήση βίας από τις αστυνομικές αρχές, πρόσθεσαν ακόμη περισσότερο θύμο και οργή σε μια έκρυθμη πολιτική κατάσταση. Το φοιτητικό κίνημα όπως και το εργατικό είχε λάβει θέσεις μάχης.
Στις 18 Μαϊού 1973 πραγματοποιείται παμφοιτητικής συγκέντρωση στην Αθήνα, η οποία εκδίδει μια ανακοίνωση στην οποία γίνεται ένας απολογισμός των δράσεων του κινήματος, τα αιτήματα που θέλει να θέσει επί τάπητος, αλλά το πιο σημαντικό είναι ο πολιτικός τόνος που δίνει. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες προετοιμάζονται για πιο μαζικές και συνάμα πιο σκληρές συγκρούσεις με το χουντικό καθεστώς. Η κορύφωση του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά και των διεκδικήσεων του φοιτητικού κινήματος, θα είναι τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973. Από τον Αύγουστο του 1973, η δικτατορία περνούσε κρίση. Οι μαζικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος, δημιουργήσαν ρωγμές στην δικτατορική εξουσία. Ως απάντηση, το καθεστώς προσπάθησε να μπει σε μια διαδικασία φιλελευθεροποίησης. Τον Ιούνιο πραγματοποιείται δημοψήφισμα από την χούντα, το οποίο καταργεί την βασιλεία. Στις 19 Αυγούστου ο Γεωργίος Παπαδόπουλος ορκίζεται πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας, εξαγγέλοντας παράλληλα την παραχώρηση γενικής αμνηστείας σε όσους συμμετείχαν στις αντιδικτατορικές κινητοποιήσεις. Η παραχώρηση αμνηστείων δεν έγινε πότε. Η δικτατορία αρχίζει συνομιλίες με τον πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη για τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης. Στις 1 Οκτωβρίου ο Μαρκεζίνης δέχεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και στις 8 Οκτωβρίου ορκίζεται. Ο Μαρκεζίνης, μετά την ορκωμοσία του, υπόσχεται την διεξαγωγή ελευθέρων και αδιάβλητων βουλευτικών εκλογών. Οι υποσχέσεις του όμως δεν υλοποιήθηκαν.
Την 1η Νοεμβρίου, ο υπουργός Παιδείας Παναγιώτης Σιφναίος επίσης ανακοινώνει την διεξαγωγή ελευθέρων φοιτητικών εκλογών, οι οποίες θα προετοιμαστούν από εφορευτικές επιτροπές που θα στελεχώνονταν από ‘άριστους’ σπουδαστές. Οι ‘άριστοι’ σπουδαστές ήταν ως επί το πλείστον φιλικά προσκείμενοι στο καθεστώς, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των φοιτητών. Οι φοιτητές δεν αποδέχονται τον διορισμό εφορευτικών επιτροπών και επιμένουν στην κατάργηση των διαταγμάτων που αφορούσαν την στρατολογία και τον περιορισμό των συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών στο πανεπιστήμιο. Στις 3 Νοεμβρίου ανακοινώνεται το μνημόσυνο του Γεωργίου Παπανδρέου. Το μνημόσυνο μεταβάλλεται ραγδαία σε αντιδικτατορική εκδήλωση, η οποία δείχνει την αντίθεση της στην δικτατορία και στην ψευδεπίγραφη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Μετά το μνημόσυνο ξεσπούν βίαια επεισόδια που καταλήγουν σε πολλές συλλήψεις και τραυματισμούς. Συλλαμβάνονται 17 άτομα τα οποία παραπέμπονται σε δίκη. Στις 13 Νοεμβρίου το δικαστήριο αποφασίζει πως δώδεκα από τους κατηγορούμενους ήταν αθώοι και καταδικάζει τους υπόλοιπους πέντε σε διάφορες ποινές με αναστολή.
Στις 14 Νοέμβρη πραγματοποιούνται γενικές συνελεύσεις που είχαν εξαγγελθεί από τους φοιτητικούς συλλόγους όπου συμμετείχαν περίπου 400 φοιτητές και φοιτήτριες της νομικής σχολής. Μετά την συνέλευση τους πραγματοποιούν πορεία στην οδό Σόλωνος. Τους καταδιώκει η αστυνομία και καταφεύγουν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Σταδιακά μαζεύεται πλήθος κόσμου και μέχρι το βράδυ έχουν συγκεντρωθεί 15 με 18 χιλιάδες άτομα. Οι έγκλειστοι φοιτητές στο Πολυτεχνείο προσκαλούν το κόσμο να τους συμπαρασταθεί και να συνδράμει στην μαζικοποίηση του χώρου. Στις 20:00 το βράδυ, ενώ πραγματοποιούνται συνελεύσεις στις αίθουσες του Πολυτεχνείου, τίθεται θέμα κατάληψης. Μέλη των οργανώσεων της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου, παρά τις αρχικές τους αντιρρήσεις, συμφωνούν και η κατάληψη αποφασίζεται. Στις 21:00 το βράδυ το κτίριο τελεί υπό κατάληψη. Στις 24:00 το βράδυ κλείνουν οι πόρτες του Πολυτεχνείου και αρχίζει η εσωτερική οργάνωση για την κατάληψη. Συγκροτείται συντονιστική επιτροπή 28 φοιτητών και ταυτόχρονα συγκροτείται επιτροπή εργατών, από τους εργάτες που παρέμειναν μέσα στην κατάληψη.
Στις 15 Νοέμβρη οι συνελεύσεις συνεχίζουν και προτείνεται η αποχώρηση από το Πολυτεχνείο και η επίδοση ψηφίσματος που να ζήτα το σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στις 9:00το πρωί ανοίγουν οι πόρτες του Πολυτεχνείου και η αστυνομία προσπαθεί να εμποδίσει τον κόσμο από το να εισέλθει. Το ίδιο πρωί μπαίνει σε λειτουργία ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου. Οι εργαζόμενοι αποφασίζουν γενικής απεργία και στις 19:00 το απόγευμα γίνεται διαδήλωση στην οδό Πατησίων. Τα μεσάνυχτα κλείνουν οι πόρτες και μέσα στο Πολυτεχνείο παραμένουν 4.000 άτομα. Στις 16 Νοεμβρίου αρχίζουν να συρρέουν και μαθητές στην κατάληψη. Κατατίθενται ψηφίσματα συμπαράστασης από εργατικά σωματεία και φορείς, ενώ 500 οικοδόμοι αρχίζουν νέα εργατική συνέλευση στο Πολυτεχνείο. Από τις 17:00 το απόγευμα ξεκινούν συμπλοκές με τους αστυνομικούς. Τραυματίζονται 14 αστυνομικοί και 9 διαδηλωτές. Στις 21:00 το βράδυ στήνονται τα πρώτα οδοφράγματα γύρω από το Πολυτεχνείο. Στις 22:00 το βράδυ, τεθωρακισμένα οχήματα της αστυνομίας επιτίθενται στους φοιτητές. Η αστυνομία χρησιμοποιεί δακρυγόνα και σφαίρες έναντι των διαδηλωτών. Ο νεαρός φοιτητής Διομήδης Κομνηνός χάνει την ζωή του από τις σφαίρες, πράγμα που εξαγριώνει τους διαδηλωτές. Αρχίζει πορεία προς το υπουργείο Δημοσίας Τάξης. Ξεσπούν σφοδρές συγκρούσεις μέχρι τις 23:30 και γύρω στις 12 οι διαδηλωτές έχουν καταφέρει να απωθήσουν τις αστυνομικές δυνάμεις από την λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Στις 17 Νοεμβρίου η αστυνομία έχει χάσει τον έλεγχο των δρόμων γύρω από το Πολυτεχνείο. Τα ξημερώματα, από τους στρατώνες στο Γουδί και στο Διόνυσο, ξεκινούν οι πρώτες φάλαγγες αρμάτων και κατευθύνονται προς τις περιοχές που ελέγχουν οι διαδηλωτές. Τις πρώτες πρωινές ώρες το Πολυτεχνείο έχει περικυκλωθεί από τεθωρακισμένα, στρατιώτες και αστυνομικούς. Οι φοιτητές κάτω από καταιγιστικά πυρά της αστυνομίας, αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Στις 01:30 οι αστυνομικοί ρίχνουν δακρυγόνα, ασφυξιογόνα και πυροβολούν προς το μέρος των φοιτητών που βρίσκονται έξω από το Πολυτεχνείο. Ταυτόχρονα ελεύθεροι σκοπευτές παίρνουν θέσεις στα κτίρια γύρω από το Πολυτεχνείο. Την ίδια ώρα, από την οδό Αβέρωφ, εμφανίζονται τανκς με πορεία προς το Πολυτεχνείο. Στις 02:45 συντάσσονται δύο λόχοι στρατιωτών, ενώ πολλοί αστυνομικοί παίρνουν θέσεις μάχης. Στις 02:55 ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου έχει διακόψει τις εκπομπές, ενώ στην πύλη της σχολής γίνονται διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην συντονιστική επιτροπή και την αστυνομία. Στις 03:00 και ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, ένα άρμα που βρίσκεται απέναντι από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου οπισθοχωρεί λίγο και πέφτει με ορμή επάνω στην πύλη. Το τανκ καταπλακώνει όσους βρίσκονταν στην πύλη και όσοι δεν τραυματίστηκαν υποχωρούν προς το εσωτερικό του κτιρίου. Μέσα στο κτίριο οι συγκρούσεις φοιτητών και φοιτητριών με τους αστυνομικούς γενικεύονται. Στην είσοδο της οδού Στουρνάρα γίνονται άγριες συμπλοκές, ενώ όσοι προσπαθούν να εξέλθουν από την κεντρική πύλη πυροβολούνται.
Στις 03:30 το Πολυτεχνείο έχει αδειάσει. Καταφτάνουν συνεχώς ασθενοφόρα που μεταφέρουν τραυματίες. Στις 5:00 φεύγουν και τα τανκς και κατευθύνονται στο Πεδίον του Άρεως. Στις 07:00 το πρωί το Πολυτεχνείο και όλα τα δημόσια κτίρια φρουρούνται από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Στις 08:00 ξεσπούν νέες κινητοποιήσεις και αρχίζουν νέες συγκρούσεις με την αστυνομία. Στην λεωφόρο Αλεξάνδρας, στα Εξάρχεια, στην οδό Πατησίων και στην Ομόνοια, οι συγκρούσεις πολλαπλασιάζονται. Στις 11:00 κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος , έπειτα από εισήγηση του Σπύρου Μαρκεζίνη. Οι δρόμοι όμως δεν αδειάζουν και οι συγκρούσεις με την αστυνομία και τον στρατό συνεχίζονται. Στήνονται μπλόκα στους δρόμους και διενεργούνται χιλιάδες συλλήψεις ,ενώ αυτόματα διαλύονται οι περισσότεροι από τους 28 φοιτητικούς συλλόγους της Αθήνας. Στις 18 Νοεμβρίου σβήνουν και οι τελευταίες εστίες δράσης στους φοιτητικούς συλλόγους. Επαναλειτουργούν τα στρατοδικεία και οι φυλακές αρχίζουν να γεμίζουν. Οι επίσημες ανακοινώσεις κάνουν λόγο για 12 νεκρούς και 150 τραυματίες. Οι πραγματικοί αριθμοί των θυμάτων όμως είναι μεγαλύτεροι. Την Δευτέρα 19 Νοεμβρίου ο Σπύρος Μαρκεζίνης συναντιέται με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και την επομένη επισκέπτεται το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ο Μαρκεζίνης μεταφέρει την πλήρη ικανοποίηση της κυβέρνησης για τον χειρισμό της εξέγερσης από τον στρατό.
Στις 25 Νοεμβρίου ανατρέπεται η κυβέρνηση Παπαδόπουλου-Μαρκεζίνη από τον στρατιωτικό και συνεργάτη του καθεστώτος, Δημήτρη Ιωαννίδη. Η δικτατορία Ιωαννίδη δεν θα διαρκέσει για πολύ. Το 1974 το χουντικό καθεστώς καταρρέει και με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι εγκαινιάζεται η περίοδος της ελληνικής Μεταπολίτευσης. Οι ημέρες της δικτατορίας αποτέλεσαν τις πιο μαύρες σελίδες στην νεοελληνική ιστορία. Η συστηματικοποίηση των εξορίσεων, των διώξεων και των βασανισμών πολιτών, σημάδεψε το συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας. Το φοιτητικό κίνημα έγινε πρωταγωνιστής των διώξεων αυτών, όμως κατάφερε να αντισταθεί στο χουντικό καθεστώς. Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, το φοιτητικό κίνημα πέρασε σε μια δεύτερη φάση ριζοσπαστικοποίησης και διεκδικήσεων. Με την εξασφάλιση των συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών, το φοιτητικό κίνημα έγινε μοχλός πίεσης για τις εκάστοτε μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Τα νέα πολιτικά πλαίσια που έθεσε η μεταπολίτευση, έδωσαν τον κατάλληλο χώρο για την ανάπτυξη του φοιτητικού και σπουδαστικού κινήματος.
Συνοψίζοντας, το φοιτητικό κίνημα είχε κυρίαρχο ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες της χώρας μας από τον εμφύλιο και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, τα ‘πέτρινα χρόνια’ της δεκαετίας του 50’ και την οξυμένη πολιτική δεκαετία του 60’. Οι διεκδικήσεις και ο έντονα ριζοσπαστικός χαρακτήρας του φοιτητικού κινήματος, σημαδέψαν την πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας. Οι επίμονες διεκδικήσεις των φοιτητών και των φοιτητριών για πολιτικά δικαιώματα και για ελευθερία ,συνέβαλλαν αποφασιστικά στην ανανέωση της πολιτικής ζωής. Το φοιτητικό κίνημα δεν περιορίζεται μόνο στον αντιδικτατορικό αγώνα του 1967-1973. Είναι μια πολιτική δύναμη που συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς, κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες σε όλη την διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας και παραμένει ένας ισχυρός πολιτικός πόλος μέχρι και σήμερα.
Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης
Πηγές :
- Χρήστος Λάζος , ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821-1973
- Γιώργος Γιαννάρης , Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.