Από την μοναρχία στην αβασίλευτη δημοκρατία και πάλι πίσω. Γράφει για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο, ο Παντελής Κοτζάμπασης.

Πριν περάσω στο θέμα του άρθρου, θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες προς τον καθηγητή ιστορίας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου  κ. Βασίλη Μπογιατζή που μου «κόλλησε» το «μικρόβιο» της ιστορίας του Μεσοπολέμου αλλά και για τη συνδρομή του στην παροχή πληροφοριών, την καθοδήγηση ή άλλης μορφής υποστήριξης, η οποία ήταν πολύτιμη για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου. Η συμβολή του υπήρξε καθοριστική για την ολοκλήρωση του.  

Στην ταραχώδη περίοδο του Μεσοπολέμου, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με συνεχείς πολιτικές αναταραχές και κρίσεις, κοινωνικές εντάσεις και στρατιωτικές παρεμβάσεις,  επηρεάζοντας καθοριστικά τις κοινωνικές και θεσμικές της δομές. Τα γεγονότα των περιόδων 1923-1924 και 1935, αν και χρονικά απομακρυσμένα, παρουσιάζουν εκπληκτικές ομοιότητες, σαν να επαναλαμβάνεται η ιστορία, ένα ιστορικό déjà vu. Τα στρατιωτικά κινήματα, οι κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις, οι παρεμβάσεις του στρατού και η μετάβαση από την βασιλεία στην δημοκρατία και το αντίστροφο, αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Στο άρθρο αυτό, θα εξετάσουμε τη συσχέτιση ανάμεσα στις εκλογές(1923, 1935), τα δημοψηφίσματα(1924,1935) και τα στρατιωτικά κινήματα των δύο αυτών περιόδων, αποκαλύπτοντας τις παραλληλίες, τις διαφορές και την εντυπωσιακή ιστορική δυναμική που καθόρισε το πολιτικό τοπίο της εποχής.  

 Το στρατιωτικό κίνημα Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλο τον Οκτώβριο του 1923 και οι εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 / Το βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 και οι εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935.  

Η συντριπτική ήττα στη Μικρά Ασία το 1922 σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και είχε καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Η ελληνική κοινωνία βίωσε τον εκπατρισμό εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και την ταπείνωση του ελληνικού στρατού. Πολιτικά, η ευθύνη αποδόθηκε κυρίως στη μοναρχία και στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος απομακρύνθηκε από τον θρόνο ύστερα από την έκρηξη και την επικράτηση της Επανάστασης των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά την 11η Σεπτεμβρίου 1922, η οποία σήμανε την αρχή της βενιζελικής στρατοκρατίας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.  

Το 1923 έγινε σαφές ότι οι βενιζελικοί κύκλοι προετοίμαζαν τη μετάβαση από την μοναρχία στην αβασίλευτη δημοκρατία, με τις επερχόμενες εκλογές που είχαν κηρυχθεί για τις 2 Δεκεμβρίου 1923. Το γεγονός αυτό έφερε δυσαρέσκεια στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο, αλλά και σε βενιζελικούς αξιωματικούς που είχαν παραγκωνισθεί λόγω της Επανάστασης του 1922, με αποτέλεσμα να αποφασίσουν να δράσουν εναντίον του καθεστώτος.  Η Αντεπανάσταση υπό την ηγεσία της τριανδρίας Γαργαλίδη, υποστράτηγου Λεοναρδόπουλου και συνταγματάρχη Ζήρα εκδηλώθηκε τον Οκτώβριο του 1923. Οι στασιαστές επιχείρησαν να καταλάβουν στρατηγικά σημεία στην Πελοπόννησο, Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη. Η κίνηση, ωστόσο, απέτυχε για διάφορους λόγους. Η έλλειψη ευρείας στήριξης από τον στρατό και τον λαό, καθώς και η απουσία ενός συντονισμένου σχεδίου δράσης, οδήγησε σε γρήγορη καταστολή του κινήματος, αφού η Επαναστατική Επιτροπή αντέδρασε άμεσα και συγκέντρωσε στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στο καθεστώς.  

Οι εκλογές λόγω της Αντεπανάστασης αναβλήθηκαν και  διεξήχθησαν στις 16 Δεκεμβρίου 1923. Η αντιβενιζελική παράταξη που αποτελούταν από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση υπό την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος, το Πολιτικό Συνασπισμό του Ε. Χαριλάου και το Ζαϊμικό Κόμμα του Α. Ζαΐμη αποφάσισαν να απέχουν από τις εκλογές επειδή οι διαμαρτυρίες τους για τη μη λήψη μέτρων που θα κατοχύρωναν την ελεύθερη διεξαγωγή των εκλογών δεν εισακούστηκαν στην Επαναστατική Επιτροπή. Παρόλα αυτά, από τις 398 έδρες το Κόμμα των Φιλελευθέρων υπό τον Π. Δαγκλή συγκέντρωσε 250, η Δημοκρατική Ένωση-Δημοκρατικοί Φιλελεύθεροι του Παπαναστασίου 120 έδρες, διάφοροι αντιβενιζελικοί που αγνόησαν την γενική αποχή της παράταξης τους συγκέντρωσαν 7 έδρες, οι Ανεξάρτητοι Δημοκρατικοί 7 έδρες, το Αγροτικόν Κόμμα Ελλάδος του Σπ. Χασιώτη 3 έδρες, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 3 έδρες, οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης 3 έδρες, διάφοροι ανεξάρτητοι με 4 έδρες και οι Σοσιαλιστές με 1 έδρα. Επομένως η σύσταση της Εθνοσυνέλευσης ήταν μονόπλευρη επειδή αποτελούνταν κυρίως από βενιζελικά κόμματα.    

Μια δεκαετία αργότερα, μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1932, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα έγινε ασταθής. Οι εκλογές του 1933 έφεραν στην εξουσία το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη, ενώ η σύγκρουση μεταξύ βενιζελικών (υποστηρικτών της αβασίλευτης δημοκρατίας) και αντιβενιζελικών (φιλοβασιλικών) οξύνθηκε. Τον Ιούνιο του 1933, έγινε μια απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που ενίσχυσε τους φόβους των βενιζελικών για την παλινόρθωση της μοναρχίας, οι οποίοι προετοίμαζαν στρατιωτικό κίνημα για την ανατροπή των αντιβενιζελικών. 

Το βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα ξέσπασε την 1η Μαρτίου 1935. Η εξέγερση ξεκίνησε με την κατάληψη της Κρήτης, όπου οι στασιαστές είχαν σημαντική λαϊκή στήριξη. Παράλληλα, έγιναν απόπειρες για κατάληψη περιοχών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, η κίνηση αποδείχθηκε ασυντόνιστη, με κακή προετοιμασία και χωρίς την ευρύτερη υποστήριξη του στρατού και του λαού. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη, με τη βοήθεια του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη και φιλοβασιλικών δυνάμεων, αντέδρασε άμεσα και κατέστειλε το κίνημα σε λίγες μέρες. Μετά την αποτυχία, πολλοί συμμετέχοντες συνελήφθησαν και αποτάχθηκαν, ενώ ο Βενιζέλος διέφυγε στο εξωτερικό. 

Λίγες μέρες αργότερα, την 1η Απριλίου, διαλύθηκε η Βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 19 Μάϊου αρχικά, οι οποίες αναβλήθηκαν και διενεργήθηκαν την 9η Ιουνίου 1935 με το  πλειοψηφικό σύστημα. Τα βενιζελικά κόμματα της αντιπολίτευσης αποφάσισαν να μην λάβουν μέρος στις εκλογές και να απέχουν. Θεώρησαν ότι η χρονική στιγμή δεν ευνοούσε την ανασυγκρότηση των δυνάμεων τους, καθώς γνώριζαν ότι το περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί μετά τη καταστολή του κινήματος της 1ης Μαρτίου μέσω των διώξεων της βενιζελικής παράταξης και των εκκαθαρίσεων στο δημόσιο τομέα και στο στράτευμα, δεν διασφάλιζε την ελεύθερη εκλογική διαδικασία. Ζητούσαν την αναβολή των εκλογών, τον τερματισμό των διώξεων και των περιοριστικών μέτρων, αλλά η κυβέρνηση Τσαλδάρη δεν ικανοποίησε τα αιτήματα τους, κρατώντας αδιάλλακτη στάση.   

Σε σύνολο 300 εδρών, η σύμπραξη Τσαλδάρη-Κονδύλη συγκέντρωσε 287 έδρες, η Ένωσις Βασιλοφρόνων των Μεταξά, Ι. Ράλλη και Γ. Στράτο συγκέντρωσε 7 έδρες, ενώ οι ανεξάρτητοι 6 έδρες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα παρόλο που αναδείχθηκε τρίτη δύναμη, δεν κατάφερε να καταλάβει καμία έδρα. Οι εκλογές κατέδειξαν ότι ο λαός δεν ήθελε την άμεση αλλαγή πολιτεύματος την οποία υποστήριζε ο Μεταξάς, ενώ 12 χρόνια αργότερα η εκλογική διαδικασία είχε διεξαχθεί πάλι σε κλίμα ακραίας έντασης και ρεβανσιστικής διάθεσης. Αυτή τη φορά οι αντιβενιζελικοί κυριαρχούσαν στη πολιτική σκηνή της χώρας.  

 Το στρατιωτικό pronunciamiento της 8ης Μαρτίου 1924 και η ανακήρυξη της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας / Το στρατιωτικό pronunciamiento της 10ης Οκτωβρίου 1935 και η παλινόρθωση της βασιλείας. 

Μετά τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, βενιζελικοί στρατιωτικοί πίεζαν την Επαναστατική Επιτροπή ζητώντας την έξωση του βασιλιά Γεωργίου Β΄. Ύστερα από προτροπή του Γονατά ο βασιλιάς αναχώρησε για το εξωτερικό, ικανοποιώντας τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ενώ ταυτόχρονα ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης ανέλαβε χρέη αντιβασιλέα. Έπειτα η Επαναστατική Επιτροπή κάλεσε στις 20 Δεκεμβρίου τον Βενιζέλο να επιστρέψει στη χώρα. Ο Βενιζέλος δέχτηκε τη πρόταση και στις 11 Ιανουαρίου 1924 σχημάτισε κυβέρνηση. Όμως η διάσταση απόψεων στο βενιζελικό στρατόπεδο σχετικά με το πολιτειακό ζήτημα, ανάγκασε τον Κρητικό πολιτικό να παραιτηθεί στις 4 Φεβρουαρίου. 

 Νέος πρωθυπουργός ορκίστηκε στις 6 Φεβρουαρίου ο Καφαντάρης, ο οποίος στις προγραμματικές του δηλώσεις παρόλο που καταδίκασε το βασιλικό καθεστώς και προκήρυξε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, δεν έκανε σαφής το χρόνο διεξαγωγής του. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δυσαρέσκεια του Στρατιωτικού Συνδέσμου που ζητούσε την άμεση έκπτωση του Στέμματος με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης. Έτσι ο Στρατός έδρασε για ακόμη μια φορά. Στις 8 Μαρτίου ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Παπαθανασίου και ο αρχηγός του Στόλου Δεμέστιχας, ως αντιπρόσωποι του Στρατιωτικού Συνδέσμου, συναντήθηκαν διαδοχικά με τον Βενιζέλο και με τον αντιβασιλέα Κουντουριώτη. Οι δύο στρατιωτικοί δήλωσαν ότι ο Στρατός και ο Στόλος αξιώνουν την έκπτωση της βασιλείας και την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, υπογραμμίζοντας ότι αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους δεν θα μπορούσαν να επιβάλουν τη πειθαρχία στους αξιωματικούς που διοικούσαν. Ο Καφαντάρης έχοντας χάσει την στήριξη του Βενιζέλου και βλέποντας ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους στασιαστές, αναγκάστηκε να παραιτηθεί.  

Μετά τις βραχύβιες κυβερνήσεις Βενιζέλου και Καφαντάρη, ο Παπαναστασίου ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας στις 12 Μαρτίου. Παραμονή της Εθνικού Επετείου, στις 24 Μαρτίου, η κυβέρνηση Παπαναστασίου παρουσιάστηκε στη Βουλή και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης με 259 ψήφους υπέρ και 3 κατά. Την επομένη, η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση επικύρωσε το ψήφισμα της κυβέρνησης «Περί εκπτώσεως της Δυναστείας και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας» καταργώντας το βασιλικό καθεστώς και εγκαθιδρύοντας την Β΄ Ελληνική Δημοκρατία, ενώ παράλληλα ορίστηκε η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τις 13 Απριλίου. Το 69,95% ψήφισε υπέρ της Δημοκρατίας και το 30,05 υπέρ της διατήρησης της βασιλείας. Το Λαϊκό Κόμμα υπό την ηγεσία του Παναγή Τσαλδάρη αμφισβήτησε και δεν αποδέχτηκε το αποτέλεσμα υποστηρίζοντας ότι υπήρξε νοθεία, ενώ οι Βενιζέλος και Μεταξάς το αναγνώρισαν. Η αναγνώριση του πολιτεύματος από τον Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας που είχε κάνει με τον Παπαναστασίου, ο οποίος του είχε υποσχεθεί ως αντάλλαγμα την παροχή αμνηστίας σε όσους συμμετείχαν στην Αντεπανάσταση του 1923. Έτσι λίγες μέρες αργότερα, τη 1η Μαΐου, ο Κουντουριώτης ορκίστηκε ως ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.  

Κάτι παρόμοιο με τα γεγονότα του 1924 έγινε 11 χρόνια αργότερα. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 θα γινόταν η επανάληψη των εργασιών της Ε΄ Εθνοσυνέλευσης. Ο Τσαλδάρης καθώς κατευθυνόταν στα Παλαιά Ανάκτορα εμποδίστηκε από τους αρχηγούς των τριών στρατιωτικών επιτελείων υποστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, υποπτέραρχο Γεώργιο Ρέππα και υποναύαρχο Δημήτριο Οικονόμου. Η τριανδρία απαίτησε από τον πρωθυπουργό να πραγματοποιήσει αμέσως την παλινόρθωση με ψήφισμα από την Εθνοσυνέλευση και όχι από δημοψήφισμα όπως τους είχε υποσχεθεί στις 6 Οκτωβρίου. Ο Τσαλδάρης αρνήθηκε υποστηρίζοντας ότι η παλινόρθωση θα γινόταν ύστερα από δημοψήφισμα. Τότε του ανακοίνωσαν ότι καταργούν την κυβέρνηση του και ότι τη διακυβέρνηση της χώρας την αναλαμβάνει ο Στρατός, αλλά δεν τον συνέλαβαν και αποχώρησαν. Τότε ο Τσαλδάρης συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο ώστε να καταστείλει το κίνημα. Ο Κονδύλης, ο οποίος βρισκόταν πίσω από τη κίνηση αυτή, τον ενημέρωσε ότι είναι αδύνατον να κατασταλεί διότι η επιτροπή αντιπροσώπευε τα 9/10 του Στρατού. Έτσι η κυβέρνηση Τσαλδάρη εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί.  

Στην συνεδρίαση της Βουλής της ίδιας μέρας, ορκίστηκε η κυβέρνηση Κονδύλη που είχε σχηματιστεί από δεδηλωμένους βασιλόφρονες του Λαϊκού Κόμματος. Ο Κονδύλης κήρυξε στρατιωτικό νόμο σε όλη τη χώρα, επανέφερε το Σύνταγμα του 1911 και κατέθεσε ψήφισμα «Περί καταργήσεως του πολιτεύματος της αβασίλευτου Δημοκρατίας» και διενέργειας δημοψηφίσματος για τις 3 Νοεμβρίου 1935. Το ψήφισμα αυτό ψηφίστηκε μόλις από 82 βουλευτές, καθώς ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος είχε αποχωρήσει μαζί με άλλους 165 πληρεξούσιους, διαμαρτυρόμενοι για την πραξικοπηματική εκδίωξη της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης των Λαϊκών. Με αυτόν τον τρόπο ο Κονδύλης αυτοχρίστηκε Αντιβασιλέας, παύοντας έτσι τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας.  

Το δημοψήφισμα διεξήχθη στις 3 Νοεμβρίου 1935 και το αποτέλεσμα του ήταν ότι το 97,88% ήταν υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλείας. Τα μικρά βενιζελικά-δημοκρατικά κόμματα δεν αναγνώρισαν το δημοψήφισμα και το χαρακτήρισαν προϊόν νοθείας, καλώντας, παράλληλα, το λαό να αγωνιστεί εναντίον της παλινόρθωσης. Αντιθέτως το Κόμμα των Φιλελευθέρων έδειξε ανοχή στη παλινόρθωση του Στέμματος, καθώς ακολουθούσε τη γραμμή του Βενιζέλου, ο οποίος προσδοκούσε από τον Γεώργιο Β΄ να επιβάλλει την πολιτική συμφιλίωση αμνηστεύοντας όσους συμμετείχαν στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Έτσι ύστερα από 12 χρόνια εξορίας, ο βασιλιάς Γεώργιος επέστρεψε στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου 1935.  

Συνοψίζοντας, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε μια από τις πιο ταραγμένες και καθοριστικές περιόδους στην νεότερη ελληνική ιστορία, με τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις να διαμορφώνουν τις πορείες της χώρας και να επισημαίνουν τα συνεχώς επαναλαμβανόμενα ιστορικά μοτίβα. Οι παραλληλίες ανάμεσα στις κρίσιμες χρονιές του 1923-1924 και του 1935 αναδεικνύουν τη δυναμική του πολιτικού και κοινωνικού τοπίου, όπου στρατιωτικά κινήματα, εκλογές και δημοψηφίσματα παίζουν τον ίδιο ρόλο σε διαφορετικά, αλλά και τόσο όμοια, πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα. Η μετάβαση από τη μοναρχία στη δημοκρατία και αντίστροφα, οι στρατιωτικές παρεμβάσεις και οι εκλογές όχι μόνο καθόρισαν τις θεσμικές εξελίξεις της χώρας, αλλά και ανέδειξαν τις εντάσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, των αντιβενιζελικών/φιλοβασιλικών και των δημοκρατικών/βενιζελικών, με τον στρατό να παίζει κεντρικό ρόλο στην επίλυση των πολιτικών κρίσεων. Όλα αυτά τα γεγονότα μαρτυρούν τη συνεχιζόμενη αναζήτηση του πολιτεύματος κατά τη περίοδο 1922-1935 που θα μπορούσε να προσφέρει πολιτική σταθερότητα και εσωτερική συνοχή, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτουν τις ιστορικές αδυναμίες και τις αντιφάσεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που συνέχισαν να επηρεάζουν τις εξελίξεις του 20ού αιώνα. 

Συντάκτης: Παντελής Κοτζάμπασης 

More by Παντελής Κοτζάμπασης :

Βιβλιογραφία: 

  • Δασκαρόλης Ιωάννης, Δημοκρατικά Τάγματα, οι «πραιτωριανοί» της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας 1923-1926, εκδόσεις Παπαζήσης. 
  • Δαφνής Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, εκδόσεις Κάκτος 
  • Μαρκεζίνης Σπυρίδων, Πολιτική ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος, τόμοι Γ΄(1924-1932) και Δ΄(1932-1936), εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1978. 
  • Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978. 
  • Gunner Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936 τόμος Β΄, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2008. 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας. 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.