Ο Παντελής Κοτζάμπασης εξιστορεί στο Whatpoliticsmeans την στάση που κράτησε η Ελλάδα στην βαλκανική προσέγγιση κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 ή αλλιώς το Λοκάρνο των Βαλκανίων αποτελεί μια σημαντική προσπάθεια συνεργασίας και σταθεροποίησης στην ταραχώδη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Υπογράφτηκε από την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία και τη Ρουμανία, σε μια περίοδο που η Ευρώπη βρισκόταν σε κατάσταση έντονης πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού, η οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1930 και οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων διαμόρφωναν ένα εκρηκτικό σκηνικό. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το Σύμφωνο επιδίωξε να δημιουργήσει έναν άξονα ειρήνης και συνεργασίας στα Βαλκάνια, σε μια προσπάθεια αποτροπής συγκρούσεων και διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας των συμμετεχόντων κρατών. Όμως η υπογραφή του προκάλεσε την αντίδραση ενός μεγάλου μέρους του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας. Η αντίδραση αυτή προερχόταν κυρίως από την βενιζελική αντιπολίτευση, με επικεφαλής τον Ε. Βενιζέλο, αλλά και από τον Ι. Μεταξά, οποίος παρείχε κοινοβουλευτική στήριξη στην κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη.
Ο Βενιζέλος ήδη από τον Οκτώβριο του 1933 είχε αντιταχθεί στην ιδέα μιας βαλκανικής συνεννόησης από τα τέσσερα βαλκανικά κράτη. Συγκεκριμένα, στις 6 Οκτωβρίου, ο Βενιζέλος ειδοποίησε τον Μάξιμο ότι ο Titulescu, ο οποίος θα επισκεπτόταν την Άγκυρα και την Αθήνα, θα έκανε πρόταση περί άμεσης υπογραφής συμφώνου εγγυήσεως από τις τέσσερις βαλκανικές χώρες. Συνέστησε στον Μάξιμο να αποφευχθεί η υπογραφή ενός Συμφώνου, το οποίο θα διατάρασσε τις ελληνοϊταλικές σχέσεις, καλώντας τον να μεταβεί στη Ρώμη για να συνεννοηθεί με τον Ιταλό Πρωθυπουργό και να τον παρακαλέσει να ασκήσει μεγάλη πίεση στη Βουλγαρία, ώστε η τελευταία να πεισθεί και να συμμετάσχει σε αυτό το Σύμφωνο. Εάν η απάντηση της Βουλγαρίας ήταν αρνητική, πρότεινε να αναβληθεί η υπογραφή του Συμφώνου για να δοθεί η ευκαιρία και στη Μ. Βρετανία και στη Γαλλία να ασκήσουν κι αυτές πίεση στη Βουλγαρία για να πεισθεί και να εισχωρήσει σε αυτό.
Στις 12 Οκτωβρίου, ο Βενιζέλος τάχθηκε ανοικτά κατά μιας βαλκανικής συνεννόησης, μέσω των στηλών της γιουγκοσλαβικής εφημερίδας «Politika», τονίζοντας ότι «Τά υφιστάμενα ήδη σύμφωνα αρκούν, μία βαλκανική προσέγγισης δέν είναι αδύνατος αλλά δέν πρέπει εν τούτοις να σπεύσωμεν». Έτσι, σύμφωνα με τη παραπάνω δήλωση, η ειρήνη στα βαλκάνια θα μπορούσε να επιτευχθεί με διμερείς σύμφωνα παρά με ένα πολυμερές σύμφωνο.
Ο αρχηγός των Φιλελευθέρων, σε ένα εκτενές υπόμνημα του προς τον Μάξιμο, στις 27 Ιανουαρίου 1934, διατύπωσε τη δυσαρέσκεια του για τους χειρισμούς της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος για την επερχόμενη υπογραφή του τετραμερούς Βαλκανικού Συμφώνου. Σύμφωνα με τον Βενιζέλο το Βαλκανικό Σύμφωνο είχε πολλά σοβαρά ζητήματα, ενώ είχε μόνο πλεονεκτήματα για τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία, δηλώνοντας ότι η συνομολόγηση του τετραμερούς Συμφώνου παρουσίαζε για την Ελλάδα και τη Τουρκία «μικράν ωφέλειαν, αλλά πολύ μεγάλους κινδύνους». Η μικρή ωφέλεια για τις δύο χώρες ήταν ότι εξασφαλίζονταν έναντι της Βουλγαρίας, αλλά υποστήριζε ότι και οι δύο χώρες καλύπτονταν με την υπογραφή του ελληνοτουρκικού Συμφώνου της Εγκάρδιας Συνεννόησης στις 14 Σεπτεμβρίου 1933. Επιπλέον ανέφερε ότι υπήρχε ένας τρομερός κίνδυνος, ο πόλεμος με την Ιταλία για την Ελλάδα και ο πόλεμος με την ΕΣΣΔ για την Τουρκία. Δηλαδή, η απομονωμένη Βουλγαρία θα δεθεί στο άρμα της Ιταλίας και θα συνάψει συμμαχία μαζί της. Όμως σε περίπτωση πολέμου μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ιταλίας, κατά τον οποίο η Βουλγαρία θα επιτεθεί κατά της Γιουγκοσλαβίας, η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να βοηθήσει τη Γιουγκοσλαβία και να βρεθεί σε πόλεμο με την Ιταλία, ο οποίος θα προκαλούσε τρομερές συνέπειες για το ελληνικό κράτος. Ανάλογους κινδύνους θα αντιμετώπιζε και η Τουρκία σε έναν πόλεμο μεταξύ Ρουμανίας και ΕΣΣΔ. Ο τρομερός κίνδυνος θα εξαλειφόταν μόνο με την ικανοποίηση της Βουλγαρίας σχετικά με το ζήτημα των μειονοτήτων, προτείνοντας να το άνοιγμα Μακεδονοσλαβικών σχολείων, στα οποία θα διδάσκονταν η Σλαβομακεδονική γλώσσα, χωρίς όμως να επεμβαίνει κάποιο ξένο κράτος. Παρόλο που η Γιουγκοσλαβία δεν θα δεχόταν μια τέτοια παραχώρηση, αλλά θα δινόταν η ευκαιρία για μια στενότερη επαφή των πέντε βαλκανικών κρατών. Έτσι θα έπρεπε να δοθεί προθεσμία 3-4 μηνών στη Βουλγαρία, ώστε να μπορέσει να προετοιμάσει τη κοινή της γνώμη, η οποία, σύμφωνα με τον Βενιζέλο, ήταν η βασική αιτία της απροθυμίας της βουλγαρικής κυβέρνησης για συνεννόηση. Κατά το διάστημα αυτό, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα ασκούσαν πίεση στη Βουλγαρία να συνεννοηθεί με τα γειτονικά κράτη, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θα επεδίωκε την ανανέωση του Ελληνοιταλικού Συμφώνου του 1928. Αν η ιταλική κυβέρνηση συναινέσει στην ανανέωση του Συμφώνου, τότε θα ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι η ενέργεια περί υπογραφής πενταμερούς ή και τετραμερούς Βαλκανικού Συμφώνου, δεν θα προκαλούσε τη δυσαρέσκεια της. Έτσι μέσω της διαδικασίας αυτής και δεδομένου ότι η Ιταλία δεν ήταν εναντίον του Βαλκανικού Συμφώνου, το τετραμερές Σύμφωνο θα μπορούσε να υπογραφεί.
Όταν το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης είχε εισέλθει στο στάδιο της τελικής πραγματοποίησης, η ιταλική εφημερίδα «Popolo d’ Italia» δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο τόνιζε ότι ο Mussolini, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Μάξιμου στην Ιταλία, είχε περιοριστεί να ακούσει μόνο όσα του είχε εκθέσει ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών. Το άρθρο αυτό ανησύχησε τον Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν στη Κρήτη και έγραψε αμέσως στον Γ. Καφαντάρη και του ζήτησε να γίνει σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, ενώπιον της οποίας ο Μάξιμος να εκθέσει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα πραγματοποιούταν η υπογραφή του Συμφώνου.
Η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1934 στο υπουργείο Εξωτερικών, στην οποία συμμετείχαν ο πρωθυπουργός, Π. Τσαλδάρης, ο υπουργός των Στρατιωτικών, Γ. Κονδύλης, ο αρχηγός του Συντηρητικού Δημοκρατικού Κόμματος, Α. Μιχαλακόπουλος, ο αρχηγός του Προοδευτικού Κόμματος, Γ. Καφαντάρης, ο αρχηγός του Εργατικού-Αγροτικού Κόμματος, Α. Παπαναστασίου, ο αρχηγός του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων, Ι. Μεταξάς και ο διευθυντής της Α΄ Πολιτικής Διευθύνσεως του Υπουργείου Εξωτερικών, Ραούλ Βιβίκα-Ρωσέττης, ο οποίος είχε παρακολουθήσει τις διαπραγματεύσεις του Μάξιμου και μπορούσε να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες. Ο Βενιζέλος, αν και απών, ενημέρωσε γραπτώς με υπόμνημα προς τον Καφαντάρη τις απόψεις του. Πρώτος έλαβε τον λόγο ο Πρωθυπουργός, ο οποίος εξέθεσε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών για τη σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ελπίδα του ότι και η Βουλγαρία, παρά τις αντιρρήσεις της περί συμμετοχής της στο Σύμφωνο, τελικά θα αναθεωρήσει και θα προσχωρήσει σε αυτό. Στη συνέχεια τον λόγο τον πήρε ο Καφαντάρης ο οποίος διάβασε το υπόμνημα του Βενιζέλου, το οποίο δεν διέφερε με το υπόμνημα που είχε στείλει στον Μάξιμο στις 27 Ιανουαρίου, αναφέροντας ότι είναι υπέρ της προσπάθειας μιας στενότερης επαφής μεταξύ των βαλκανικών κρατών, αλλά διαφωνεί με τον χειρισμό της υπόθεσης από την ελληνική Κυβέρνηση. Ο Καφαντάρης συμφώνησε με τις απόψεις του Βενιζέλου. Ο Παπαναστασίου υποστήριξε ότι στο Σύμφωνο θα έπρεπε να συμμετάσχουν η Αλβανία και η Βουλγαρία και ότι η υπογραφή του θα αποτελέσει τεράστιο βήμα προόδου για τη βαλκανική συνεννόηση και συνεργασία. Επιπλέον, ο Μιχαλακόπουλος ανέφερε ότι θα ήταν καλύτερο η Ελλάδα να επιμείνει στην πολιτική της σύναψης διμερών συμφωνιών, οι οποίες θα κατοχύρωναν την ειρήνη. Τέλος, ο Μεταξάς διατύπωσε τις επιφυλάξεις του, υποστηρίζοντας ότι: «Δεν εγκρίνω η Ελλάς να εισέλθη συμμαχίας, καί ότι σύμφωνον άγει πρός συμμαχίας. Καί ότι αναμφιβόλως θά δυσαρεστήση την Ιταλίαν. Ώς διόρθωσιν επρότεινα νά τεθή όρος κατά τόν οποίον ή Ελλάς, δεχόμενη το σύμφωνον, δέν θά μετάσχη είς ενεργείας κατά ναυτικών Μεσογειακών δυνάμεων, συνεπώς δέν θά μετάσχη είς ενέργειαν κατά τής Ιταλίας».
Όταν υπογράφηκε το Βαλκανικό Σύμφωνο, ο Βενιζέλος βρισκόταν στην Κρήτη. Λίγες μέρες αργότερα, επέστρεψε στην Αθήνα και πληροφορήθηκε ότι το Σύμφωνο συνοδευόταν από ένα μυστικό πρωτόκολλο. Εικάζεται ότι ο αρχηγός των Φιλελευθέρων πληροφορήθηκε είτε από την σοβιετική πρεσβεία στην Αθήνα είτε μέσω της Άγκυρας καθώς η τελευταία ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει την Σοβιετική Ένωση για το υπογραφέν Σύμφωνο, είτε από κάποιον υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών. Τότε συναντήθηκε με τους πρεσβευτές της Ιταλίας, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης, δηλώνοντας τους τη δυσαρέσκεια του προς το Βαλκανικό Σύμφωνο, ενώ στις 22 Φεβρουαρίου 1934, έστειλε και μια επιστολή στον Πρωθυπουργό της Τουρκίας, Ismet Inonu, όπου τόνιζε, όπως και στα υπομνήματα του, τα μειονεκτήματα και τους κινδύνους που εγκυμονεί το Σύμφωνο για την Ελλάδα έναντι της Ιταλίας και για την Τουρκία έναντι της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και τις υπέρογκες υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν οι δύο χώρες μέσω αυτού. Ο Τούρκος Πρωθυπουργός, σε επιστολή του προς τον Βενιζέλο στις 3 Μαρτίου 1934, του εξήγησε ότι δεν υπήρχε κάποιος κίνδυνος καθώς το Βαλκανικό Σύμφωνο αφορά μόνο τα βαλκανικά κράτη και η Ιταλία δεν θα επιτιθόταν στη Γιουγκοσλαβία χωρίς το ρίσκο ενός ευρωπαϊκού πολέμου, επομένως, δεν υπάρχει λόγος για να ανησυχεί.
O Βενιζέλος θα ήταν σύμφωνος με τη προσχώρηση της Ελλάδας στο Βαλκανικό Σύμφωνο εφόσον εξασφαλιζόταν η προσχώρηση της Βουλγαρίας και εξασφαλιζόταν η συγκατάθεση της Ιταλίας στην υπογραφή του. Το μυστικό πρωτόκολλο έπεισε τον Βενιζέλο ότι η Βαλκανική Συνεννόηση δεν ήταν μια καθαρά αμυντική συμφωνία και ενδεχομένως περιέπλεκε την Ελλάδα σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Ιταλίας, που ήταν μια μεγάλη μεσογειακή δύναμη. Σε έκθεση του σχετικά με το Σύμφωνο, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης ανησυχούσε μήπως δυσαρεστηθεί η Ιταλία και δεν δεχθεί την ανανέωση του Ελληνοϊταλικού Σύμφωνου φιλίας του 1928, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει την υποστήριξη της Ιταλίας. Θεωρούσε, βέβαια, ότι έπρεπε να επικυρωθεί η Συμφωνία για να μην εκτεθεί η Ελλάδα στη απρόκλητη εχθρότητα της Γιουγκοσλαβίας, αλλά να αναλάβει όσο το δυνατό λιγότερες ή και καθόλου στρατιωτικές υποχρεώσεις. Για να πιέσει την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος να αποδεχθεί και να υιοθετήσει τις προτάσεις του για την εξωτερική πολιτική ο αρχηγός των Φιλελευθέρων εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η βενιζελική παράταξη είχε πλειοψηφία τόσο στη Γερουσία, όσο και σε περίπτωση κοινής συνεδρίασης των δύο νομοθετικών Σωμάτων. Ήδη, με το υπόμνημα της 12ης Φεβρουαρίου, είχε προειδοποιήσει τον Μάξιμο ότι η Γερουσία δεν θα επικύρωνε το Βαλκανικό Σύμφωνο, αν δεν γίνονταν οι απαραίτητες διευκρινήσεις από τη πλευρά της Κυβέρνησης. Έτσι ο Τσαλδάρης, κάτω από το φόβο ότι το Σύμφωνο δεν θα επικυρωνόταν από τη Γερουσία συγκάλεσε τους πολιτικούς αρχηγούς σε σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών μεταξύ της 26ης Φεβρουαρίου και της 3ης Μαρτίου 1934, ώστε να βρεθεί μια μέση λύση, για να επικυρωθεί το Σύμφωνο.
Λίγες μέρες πριν την σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, στις 23 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην οικία του Βενιζέλου. Στη σύσκεψη συμμετείχαν οι Καφαντάρης, Ι. Σοφιανόπουλος, Α. Μυλωνάς, Παπαναστασίου, Θ. Σοφούλης, Στ. Γονατάς. Ο Βενιζέλος εξέθεσε τις εντυπώσεις που είχε από τις από τις συνομιλίες του με τους ξένους πρεσβευτές και αντάλλαξε απόψεις με τους παρευρισκόμενους σχετικά με τη στάση της αντιπολίτευσης έναντι του ζητήματος του Βαλκανικού Συμφώνου τόσο στη σύσκεψη της 26ης Φεβρουαρίου, όσο και κατά τη συζήτηση στη Βουλή για τη κύρωση του. Λίγο αργότερα ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τον Μιχαλακόπουλο, με το οποίον είχε μια παρόμοια συνομιλία.
Η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών πραγματοποιήθηκε «κεκλεισμένων των θυρών» στις 26 Φεβρουαρίου και διήρκησε έξι μέρες. Στη σύσκεψη συμμετείχαν οι Τσαλδάρης, Μάξιμος, Κονδύλης, Μεταξάς, Ρωσέττης, Βενιζέλος, Καφαντάρης, Παπαναστασίου και Μιχαλακόπουλος.
Τις δύο πρώτες μέρες της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, 26 και 27 Φεβρουαρίου, τον λόγο έλαβε ο Μάξιμος, ο οποίος ανέγνωσε υπόμνημα με τις κυβερνητικές απόψεις επί του υπογραφέντος Συμφώνου. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών τόνισε την αδυναμία των Μ. Δυνάμεων στο να περιορίσουν τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό καθώς και τη στήριξη που λάμβανε η Βουλγαρία από την Ιταλία, η οποία κατείχε έμμεσα τη Β. Ήπειρο και άμεσα τα Δωδεκάνησα, σε βάρος της Ελλάδας. Η στήριξη αυτή αφορούσε πιέσεις για την εδαφική διέξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Αυτός ο βουλγαρικός αναθεωρητισμός δεν θα αποτελούσε αφορμή σοβαρών ανησυχιών για την ελληνική ασφάλεια αν ο Mussolini δεν ήταν υπέρ της αναθεώρησης των συνθηκών και δεν άρχιζε ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας. Έτσι, υποστήριξε ότι η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου όχι μόνο αποτελεί μια σημαντική ενίσχυση για την Ελλάδα για την αντιμετώπιση ενδεχομένων κινδύνων στα Βαλκάνια λόγω αναθεωρητικών διαθέσεων, αλλά προειδοποιεί και τη Βουλγαρία και τη διεθνή κατάσταση ότι τα τέσσερα βαλκανικά κράτη είναι υπέρ της διατήρησης του status quo της περιοχής και θα έρθουν σε ρήξη με όποιον προσπαθήσει να το ανατρέψει. Τέλος ο Μάξιμος δεν αναφέρθηκε στην προσπάθεια που κατέλαβαν η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία, το προηγούμενο διάστημα, για μια συνεννόηση των Σλάβων, κάτι που είχε αποτελέσει και τη βασική αιτία για τη μεταστροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τους τελευταίους μήνες του 1933.
Τα επιχειρήματα του Μάξιμου, εκτός από τον Κονδύλη που ήταν και μέλος της Κυβέρνησης, δεν έπεισαν τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, οι οποίοι στράφηκαν εναντίον της εξωτερικής πολιτικής του υπουργού Εξωτερικών. Στις 28 Φεβρουαρίου τον λόγο έλαβε ο αρχηγός των Φιλελευθέρων, Βενιζέλος ο οποίος δήλωσε αρχικά ότι η υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου έφερε μια μεγάλη μεταβολή στην εξωτερική πολιτική της χώρας, καθώς εγκατέλειπε μια από τις βασικές αρχές της έως τότε ακολουθούμενης εξωτερικής της πολιτικής, της αποφυγής ένταξής της σε κάποιον από τους συνδυασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε περίπτωση ενός ευρωπαϊκού πολέμου η Ιταλία και η Γιουγκοσλαβία θα ανήκαν σε ξεχωριστά στρατόπεδα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη μπορεί να μείνει ουδέτερη. Φοβόταν σε περίπτωση που η Αλβανία επιτεθεί μέσω του αλβανικού εδάφους στη Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα θα αναγκαζόταν, σύμφωνα με το Σύμφωνο, να εμπλακεί σε έναν πόλεμο με μια μεγάλη δύναμη της Μεσογείου, την Ιταλία. Έτσι, έθεσε μια ερώτηση προς τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς: «Ποιά δουλειά έχομεν ημείς νά μπλέξουμε μεταξύ Ιταλίας καί Γιουγκοσλαβίας;». Επιπλέον, υποστήριξε ότι από το τετραμερές Σύμφωνο, κερδισμένες έβγαιναν οι Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία, των οποίων η διεθνής θέση ήταν δυσμενής επειδή είχαν ανοικτά μέτωπα με την Ιταλία και τη Σοβιετική Ένωση, με αποτέλεσμα να αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο επίθεσης. Η Ελλάδα, υπογράμμιζε, ότι είχε να αντιμετωπίσει μόνο τη βουλγαρική απειλή. Παραδέχτηκε ότι με το Σύμφωνο η Ελλάδα εξασφαλιζόταν έναντι της βουλγαρικής απειλής, αλλά θεωρούσε ότι με την ελληνοτουρκική συνθήκη της 14ης Σεπτεμβρίου 1933, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας περί βουλγαρικής πολιτικής. Παράλληλα, θεωρούσε απίθανη τη προσέγγιση των δύο σλάβικων χωρών, λόγω των αγεφύρωτων διαφορών τους. Ακόμη και στη περίπτωση της προσέγγισης, η Ελλάδα εξασφαλιζόταν από τη ελληνοϊταλική και ελληνοτουρκική φιλία.
Την επόμενη μέρα, 1 Μαρτίου 1934, τον λόγο τον πήραν οι Καφαντάρης και Παπαναστασίου. Ο αρχηγός των Προοδευτικών ήταν αντίθετος με τους κυβερνητικούς χειρισμούς και σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, φοβόταν μια προσέγγιση μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, επιμένοντας ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που πήγαζε από το Σύμφωνο ήταν ότι ενίσχυε αυτή τη προοπτική. Επίσης, τόνισε τις αρνητικές συνέπειες που θα αντιμετώπιζε η Ελλάδα από μια δυσαρεστημένη Ιταλία. Παράλληλα, ο Παπαναστασίου, οποίος ήταν υπέρμαχος της Βαλκανικής Συνεννόησης και πρωτεργάτης των Βαλκανικών Διασκέψεων (1930-1934), επικρότησε την ιδέα του Βαλκανικού Συμφώνου. Όμως, θεωρούσε ότι το υπογραφέν τετραμερές Σύμφωνο δεν διευκόλυνε την περαιτέρω συνεργασία των βαλκανικών κρατών, αλλά χώριζε τα Βαλκάνια σε δύο μέτωπα. Ο ίδιος υποστήριξε, ότι θα έπρεπε η διατύπωση του Βαλκανικού Συμφώνου να καταστεί αρτιότερη, ώστε να επιτευχθεί και η συμμετοχή της Βουλγαρίας, ώστε να αρθεί η ιταλική δυσπιστία και να γίνει ευμενώς αποδεκτό από την Μ. Βρετανία, ενώ ταυτόχρονα θεωρούσε τους φόβους για σύρραξη με την Ιταλία αβάσιμους. Σκοπός του Παπαναστασίου ήταν να διαμορφωθεί ένα τέτοιο περιβάλλον που να διευκολύνει την ακόμη στενότερη προσέγγιση των βαλκανικών κρατών και κατά επέκταση δεν απέκρουε ως επικίνδυνο το Βαλκανικό Σύμφωνο. Τέλος στις 2 Μαρτίου μίλησε ο Μιχαλακόπουλος, ο οποίος συμφώνησε με τις απόψεις του Βενιζέλου και Καφαντάρη.
Την τελευταία μέρα της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, στις 3 Μαρτίου 1934, μίλησαν οι Μεταξάς και Κονδύλης. Ο αρχηγός των Ελευθεροφρόνων, έχοντας τις ίδιες επιφυλάξεις με τον Βενιζέλο, τόνισε ότι το Σύμφωνο έπρεπε να τροποποιηθεί ώστε η Ελλάδα να μην εμπλακεί σε ένα πόλεμο με την Ιταλία καθώς «η Ελλάς δέν δύναται να δώση ούτε τήν παραμικράν βοήθειαν. Ή Ελλάς δέν είναι μία χερσόνησος περιβρεχόμενη υπό θαλάσσης, αλλά μία θάλασσα περιβαλλόμενη υπό ξηράς». Απεναντίας ο Κονδύλης, υποστήριξε τις απόψεις του Μάξιμου δηλώνοντας ότι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η μόνη ασφαλής πολιτική για την Ελλάδα ήταν η Βαλκανική Συνεννόηση, αλλά συμφώνησε με την άποψη του Μεταξά περί τροποποίησης του Συμφώνου ώστε να αποφυγή ο περεταίρω διχασμός του πολιτικού κόσμου σχετικά με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Έτσι παρά τις όποιες διαφορές, οι απόψεις της βενιζελικής παράταξης και του Μεταξά συνέκλιναν στις εξής βασικές αρχές: πρώτον, ήταν αδύνατο να μην επικυρωθεί το Βαλκανικό Σύμφωνο από τα δύο Νομοθετικά Σώματα, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η θέση της Ελλάδας θα γινόταν ακόμα πιο δυσχερής, καθώς θα δυσαρεστούνταν οι υπόλοιπες τρεις βαλκανικές δυνάμεις και δεύτερον, θα έπρεπε να βρεθεί κάποια λύση, που κατά κάποιο τρόπο θα εξασφάλιζε την Ελλάδα έναντι της Ιταλίας. Τελικά, υιοθετήθηκε η πρόταση του Μεταξά, σύμφωνα με την οποία πριν κυρωθεί το Σύμφωνο από τα Νομοθετικά Σώματα, να προβεί ο Μάξιμος σε ερμηνευτική δήλωση που να αποκλείει το ενδεχόμενο σύγκρουσης της Ελλάδας με μια έξω-βαλκανική δύναμη.
Η ερμηνευτική δήλωση έπαιρνε συνεχώς αναβολές, λόγω των διαφωνιών που υπήρχαν μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Τελικά ύστερα από πολλές μέρες συζητήσεων, οι πολιτικοί αρχηγοί αποφάσισαν ότι η διατύπωση της ερμηνευτικής δήλωσης θα έχει την εξής μορφή: «Σκοπός τού Συμφώνου τής Βαλκανικής Συνεννοήσεως είναι ή εγγύησις τής ασφαλείας τών ενδοβαλκανικών συνόρων μόνον εναντίον επιθέσεως προερχομένης εξ οιουδήποτε άλλου βαλκανικού κράτους. Κατά συνέπειαν, ή Ελλάς εν ουδεμία περίπτωσει δύναται, πρός εκτέλεσιν τών δια τού Συμφώνου αναλαμβανομένων υποχρεώσεων, νά αχθή εις πόλεμον μέ οιανδήποτε τών Μεγάλων Δυνάμεων». Με αυτή την ερμηνευτική δήλωση εξασφαλιζόταν η ουδετερότητα της Ελλάδας σε περίπτωση που γινόταν πόλεμος μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας, ακόμη κι αν έπαιρναν μέρος οι Αλβανία και Βουλγαρία. Το ίδιο θα συνέβαινε εάν η Σοβιετική Ένωση έκανε επίθεση στη Ρουμανία ή στη Τουρκία και έπαιρνε μέρος η Βουλγαρία. Έτσι η Ελλάδα θα εμπλεκόταν σε πόλεμο με την Αλβανία ή την Βουλγαρία, εάν μόνο αυτές επιτίθονταν σε κάποιο μέλος του Βαλκανικού Συμφώνου. Τέλος η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη μέλη για τη δήλωση. Η τουρκική και ρουμάνικη πλευρά ήταν σύμφωνες, ενώ η γιουγκοσλαβική πλευρά, προφανώς ενοχλημένη, δεν έδωσε κάποια απάντηση.
Την παραπάνω ερμηνευτική δήλωση την διάβασε ο Μάξιμος κατά τη διάρκεια της κύρωσης του Συμφώνου από τα νομοθετικά Σώματα στις 14 Μαρτίου. Έτσι το Βαλκανικό Σύμφωνο επικυρώθηκε από τη Βουλή στις 14 Μαρτίου και στις 2 Απριλίου από τη Γερουσία.
Όμως στις 7 Απριλίου, ο Μάξιμος απατώντας σε ερώτημα των δημοσιογράφων αν, δια της ερμηνευτικής δήλωσης, ανατρεπόταν η επίμαχη παράγραφος του μυστικού πρωτοκόλλου, υποστήριξε ότι «ή κυβέρνησις(…) δεν θα προέβαινεν εις τήν δήλωσιν, εάν δι’ αυτής επρόκειτο ν’ ανατραπούν διατάξεις του συμφώνου». Ο Βενιζέλος, θεωρώντας με τη δήλωση αυτή ο Μάξιμος αθετούσε τα όσα είχαν συμφωνήσει, του έστειλε επιστολή στις 9 Απριλίου, ζητώντας του περαιτέρω διευκρινήσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών σε απαντητική του επιστολή προς τον Βενιζέλο, έδωσε εξηγήσεις, οι οποίες όμως δεν ικανοποίησαν τον τελευταίο, δημιουργώντας του την εντύπωση ότι η Κυβέρνηση εξαπάτησε τους πολιτικούς αρχηγούς στις δύο πολιτικές συσκέψεις. Έτσι, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων αποφάσισε να δημοσιεύσει οκτώ συνεχή άρθρα στην εφημερίδα του Δ. Λαμπράκη, «Ελεύθερον Βήμα» από τις 11 έως τις 18 Απριλίου, όπου άσκησε την τελευταία του έντονη κριτική στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του Τσαλδάρη, αναφέροντας όσα είχε υποστηρίξει και στη σύσκεψη της 28ης Φεβρουαρίου.
Παρόλα αυτά τα βαλκανικά κράτη, εκτός από την Ελλάδα, συμφώνησαν, όπως όριζε και το Σύμφωνο, άρχισαν επαφές για την υπογραφή στρατιωτικών συμβάσεων. Τελικά ύστερα από διεξοδικές συζητήσεις ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών, υπογράφηκαν στις 5 Ιουνίου 1934, οι στρατιωτικές συμφωνίες από τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και τη Τουρκία. Συγκεκριμένα υπογράφηκαν τρεις πανομοιότυπες στρατιωτικές συμφωνίες, η πρώτη ανάμεσα σε Τουρκία και Γιουγκοσλαβία, η δεύτερη ανάμεσα σε Τουρκία και Ρουμανία και η τρίτη ανάμεσα σε Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα κράτησε ουδέτερη στάση και λόγω Ιταλίας, αλλά και για να μην υπάρξει κάποια αντίδραση από την αντιπολίτευση. Έτσι έγινε φανερή η αποδυνάμωση του Βαλκανικού Συμφώνου καθώς ένα από τα μέλη της δεν κατάφερε να υπογράψει στις στρατιωτικές συμφωνίες.
Συντάκτης: Παντελής Κοτζάμπασης
More by Παντελής Κοτζάμπασης :
Πηγές/Βιβλιογραφία:
- Εφημερίδα Ακρόπολις
- Εφημερίδα Ελευθερία
- Εφημερίδα Πρωία
- Δαφνής Γ., «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940», εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα(1997).
- Κοραντής Ι., «Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης(1919-1955), τόμος Β΄- Προς την Άβυσσον(1934-1939)», εκδόσεις Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών-Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη(1971)
- Κούμας Μ., «Η ελληνική εξωτερική πολιτική και το ζήτημα της ασφάλειας στη νοτιοανατολική Ευρώπη 1933-1936», εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, Αθήνα (2010)
- Σβολόπουλος Κ., «Το Βαλκανικόν Σύμφωνον και η ελληνική εξωτερική πολιτική 1928-1934. Ανέκδοτον Κείμενον του Ελευθερίου Βενιζέλου», εκδόσεις Εστία, Αθήνα(1974)
- Μεταξάς Ι., «Το προσωπικό του ημερολόγιο 1933-1941, τόμος Δ΄ Η Τετάρτη Αυγούστου ο πόλεμος 1940-1941, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα(1951)
- Raditsa B., «Venizelos and the struggle around the Balkan Pact», Balkan Studies, vol. 6 n.1(1965)
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.