Η ιστορία της Μεταπολίτευσης μέσα από την πορεία της ελληνικής Αριστεράς. Γράφει ο Πάρης Γιαννούλης. 

 

Με την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και την εγκαθίδρυση της Γ’ δημοκρατίας το 1974, η πολιτική ζωή της χώρας άλλαξε ριζικά. Η μεταπολίτευση έθεσε νέα πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια, τα οποία μέχρι και σήμερα επηρεάζουν το πολιτικό τοπίο. Σε αυτές τις διεργασίες η αριστερά συμμετείχε ενεργά. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις, ο πολυκερματισμός, οι διασπάσεις και οι έντονες πολιτικές διαμάχες, επηρέασαν την κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική αριστερά σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης. 

Η καταγωγή των περισσότερων αριστερών οργανώσεων μπορεί να βρεθεί στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του 60’. Ο έντονος δικομματισμός μεταξύ του Κέντρου και της Δεξιάς, ο αντικομμουνιστικός προσανατολισμός της εποχής και οι παρακρατικές μεθοδεύσεις από μια μερίδα ακραίων αντικοινοβουλευτικών στελεχών στις δυνάμεις καταστολής και τον Στρατό, συνέβαλλαν στον παραγκωνισμό των αριστερών δυνάμεων. Σημείο αναφοράς της πολιτικής κρίσης θα είναι οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961. 

 

“Το κλίμα τρόμου και βίας που καλλιεργούνταν μέσα στον κρατικό μηχανισμό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην ομαλότητα του πολιτεύματος.”

Οι εκλογές του 1961 έμειναν γνωστές στην ιστορία ως εκλογές “βίας και νοθείας”, καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας τρομοκρατούσαν τους υποψηφίους και ψηφοφόρους του κέντρου και της Αριστεράς. Η κυβερνητική παράταξη της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, είχε δημιουργήσει το 1955 το σχέδιο “Περικλής” το οποίο περιλάμβανε την τρομοκράτηση ψηφοφόρων του Κέντρου και της Αριστεράς με στόχο την εκλογική ενδυνάμωση των δυνάμεων της Δεξιάς. Οι επιπτώσεις αυτού του σχεδίου φάνηκαν στις εκλογές του 1961 με αποτέλεσμα να σημειωθούν υψηλά ποσοστά αποχής. Η ΕΡΕ κυριάρχησε στις εκλογές με 50,8% και 176 έδρες ενώ αξιωματική αντιπολίτευση ανέλαβε η Ένωση Κέντρου με 33,6% και 100 έδρες. Τα κόμματα της αριστεράς, με κύριο φορέα την ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), συνασπίστηκαν και έλαβαν 14,6% και 24 έδρες. Οι παρακρατικές πρακτικές των δυνάμεων καταστολής την ημέρα των εκλογών συνέβαλλαν στην παραβίαση του αδιάβλητου των εκλογών. 

Δύο εβδομάδες μετά, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο πρόεδρος της Ένωσης Κέντρου, θα κάνει ορισμένες δηλώσεις που θα είναι αποφασιστικές για  τις πολιτικές εξελίξεις. Στις 14 Νοεμβρίου 1961 κηρύσσεται ο “ανένδοτος αγώνας”. Ο Παπανδρέου αρνείται να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των εκλογών και κατηγορεί την ΕΡΕ και τον Καραμανλή για αντισυνταγματική εκτροπή. Οι βουλευτές και τα στελέχη της ένωσης κέντρου, καθώς και οι βουλευτές της αριστεράς, απέχουν από την ψήφο εμπιστοσύνης τον Δεκέμβριο του 1961. Πραγματοποιούνται μαζικά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις σε όλη την χώρα που καταδικάζουν τις εκλογές, στηρίζοντας έτσι τις πολιτικές διεκδικήσεις του Παπανδρέου και της παράταξης του. Ο “ανένδοτος αγώνας” είχε αποφέρει καρπούς, καθώς η θέση της ένωσης κέντρου είχε ισχυροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, οι δυνάμεις της αριστεράς προσπαθούσαν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες τους για ενίσχυση των εκλογικών τους ποσοστών. Η μαζική λαϊκή υποστήριξη στην Ένωση Κέντρου, καθώς και η μαζικοποιήση της αριστεράς, είχαν προκαλέσει αντιδράσεις στην ΕΡΕ, τον Βασιλιά και τον στρατό. Μια μερίδα ακροδεξιών στελεχών της ΕΡΕ, σε συνεννόηση με τον στρατό  και τις δυνάμεις ασφαλείας, στήριξαν την περαιτέρω τρομοκράτηση των ψηφοφόρων και στελεχών της αριστεράς. Το κλίμα τρόμου και βίας που καλλιεργούνταν μέσα στον κρατικό μηχανισμό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην ομαλότητα του πολιτεύματος. Στις 22 Μαΐου 1963 ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονείται από τον παρακρατικό Σπύρο Γκοτζαμάνη. Η δολοφονία Λαμπράκη πυροδότησε μια σειρά από αντιδράσεις. Η αριστερά κατήγγειλε την κυβέρνηση Καραμανλή για εγκληματική αμέλεια και για αντιδημοκρατικές πρακτικές. 

Η δολοφονία Λαμπράκη  είχε τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο. Στις 11 Ιουνίου 1963 η κυβέρνηση Καραμανλή παραιτείται και σχηματίζεται νέα κυβέρνηση με αρχηγό τον βουλευτή της ΕΡΕ Παναγιώτη Πιπινέλη. Τον Σεπτέμβριο ο ανακριτής Χρήστος  Σαρτζετάκης, που είχε αναλάβει την υπόθεση Λαμπράκη, διέταξε την προφυλάκιση των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής που βρίσκονταν στο σημείο της δολοφονίας. Η πράξη αυτή διέλυσε οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την εμπλοκή του κράτους και των παρακρατικών ακροδεξιών ομάδων στην δολοφονία Λαμπράκη. Προκηρύσσονται εκλογές στις αρχές του Νοεμβρίου και η ένωση κέντρου γίνεται πρώτη δύναμη. Η ένωση κέντρου λαμβάνει 42,4% και 139 έδρες και η ΕΡΕ 39,3% και 131 έδρες. Ο Παπανδρέου δεν κατάφερε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και στηρίχθηκε στις δυνάμεις της αριστεράς. Ο Καραμανλής, μετά την εκλογική ήττα της ΕΡΕ, έφυγε από την χώρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Αρχηγός της ΕΡΕ ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος άσκησε δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Ευθύς μετά την ψήφο εμπιστοσύνης ο Παπανδρέου παραιτείται. Ήθελε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση χωρίς να πρέπει να στηρίζεται στην ψήφο ανοχής της ΕΔΑ. 

Ορίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση με αρχηγό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο και προκηρύσσονται εκλογές για  τις 16 Φεβρουαρίου 1964. Η ένωση κέντρου “σαρώνει” και καταλαμβάνει το 52,7% και  180 έδρες, εξασφαλίζοντας έτσι την αυτοδυναμία. Ο Παπανδρέου λαμβάνει ισχυρή λαϊκή εντολή και ξεκινάει το έργο της υλοποίησης του πολιτικού του προγράμματος. Η κυβέρνηση Παπανδρέου  επεδίωξε την αναδιαμόρφωση του μετεμφυλιακού κράτους, στο οποίο είχαν κυριαρχήσει εκλογικά και ιδεολογικά οι δυνάμεις της δεξιάς. Η κυβέρνηση προχώρησε στην απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, στον εκδημοκρατισμό των δυνάμεων ασφαλείας και του στρατού και στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη δράση των συνδικαλιστικών και εργατικών οργανώσεων. Οι θετικές αυτές μεταβολές δεν έμειναν απαρατήρητες ούτε από τον Βασιλιά, αλλά ούτε από το στρατό και τις δυνάμεις καταστολής. Τα πιο σκληροπυρηνικά στελέχη της δεξιάς έψαχναν μια αφορμή για να προκαλέσουν πολιτική αναταραχή. 

Η κρίση των Ιουλιανών το 1965  ενισχύει την ήδη έκρυθμη πολιτική κατάσταση και “ανοίγει το δρόμο” για την έλευση  του πραξικοπήματος του 1967. Στις 21 Απριλίου 1967 μια ομάδα στρατιωτικών, με αρχηγό τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο, κατέλαβαν την εξουσία της χώρας. Το δικτατορικό καθεστώς προχώρησε άμεσα στον περιορισμό της ελευθεροτυπίας, απαγόρευσε τις συναθροίσεις και ξεκίνησε μαζικές  διώξεις  βασανισμούς, φυλακίσεις  και εξορίες αριστερών και κομμουνιστών. Για την αριστερά, το χουντικό καθεστώς αποτέλεσε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορία της. Οι μαζικές συλλήψεις και εξορίες στελεχών της αριστεράς, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές της πολιτικές διαμάχες, απέτρεψαν την μαζική κινητοποίηση πολιτών ενάντια στην δικτατορία. Ήδη από την δεκαετία του 60’ οι σχέσεις της ΕΔΑ , που αποτελούσε τον τότε νόμιμο πολιτικό φορέα της αριστεράς, με το ΚΚΕ (το οποίο ήταν παράνομο από το 1948) δημιουργούσε προβλήματα στον συντονισμό της αντιδικτατορικής πάλης. 

 Ήδη από το 1956 το ΚΚΕ έδειχνε δείγματα διάσπασης λόγω των ιδεολογικών ανακατατάξεων στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης) είχε κηρύξει έκπτωτο τον Ιωσήφ Στάλιν ,τον πρώην ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Η αποκήρυξη του Σταλινισμού επηρέασε και το ΚΚΕ, το οποίο είχε διαμορφωθεί στα πολιτικά και ιδεολογικά πλαίσια του Σταλινισμού. Οι ειδήσεις για την “αποσταλινοποίηση” είχαν διαφορετική επίδραση στις διάφορες τάσεις του κόμματος. Οι αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ κήρυξαν έκπτωτο τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη. Μια υπολογίσιμη αριθμητικά τάση εντός του ΚΚΕ δεν δέχτηκε εύκολα -και μάλλον ποτέ- ως διάδοχο του Ζαχαριάδη τον Κώστα Κολιγιάννη. Ο Κολιγιάννης είχε αντιταχθεί ανοιχτά εναντίον του Ζαχαριάδη και κατάφερε να τον καθαιρέσει από την θέση του γενικού γραμματέα. Ο Κολιγιάννης παρέμεινε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ μέχρι το 1972. Κατά την διάρκεια της θητείας του το ΚΚΕ πέρασε την μεγάλη διάσπαση του 1968 η οποία κατέληξε στην δημιουργία του ΚΚΕ-Εσωτερικού. Το ΚΚΕ-Εσωτερικού αποτελούνταν από στελέχη του ΚΚΕ που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα και δρούσαν παράνομα, αλλά και στελέχη που βρίσκονταν στο εξωτερικό και διαφωνούσαν με τις απόψεις της κομματικής ηγεσίας. Το ΚΚΕ-Εσωτερικού θα συμβάλλει στον αντιδικτατορικό αγώνα και ιδιαίτερα στο φοιτητικό και εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα. 

Κατά την διάρκεια της δικτατορίας, το μεγαλύτερο μέρος της αντιστασιακής και αντιδικτατορικής δράσης προήλθε από το φοιτητικό κίνημα με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η έντονη χρήση βίας εναντίον των φοιτητικών κινητοποιήσεων και οι αθρόες συλλήψεις μελών αριστερών φοιτητικών οργανώσεων, ανέκοψαν το ρεύμα εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Έως την πτώση της Χούντας το 1974  δεν υπήρξαν νέες πρωτοβουλίες ούτε από το φοιτητικό ούτε από το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα. Η κατάσταση αυτή αλλάζει με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, καθώς ευρύ τμήμα του πληθυσμού αρχίζει να ασχολείται ξανά με την πολιτική. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ασχολείται με την πολιτική μέσω κομματικών σχηματισμών. Αυτός ο τύπος πολιτικής οργάνωσης, με  τα κόμματα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, συγκέντρωσε σχεδόν αποκλειστικά την εμπιστοσύνη των πολιτών και χαρακτήρισε την λαϊκή συμμετοχή στην πολιτική ζωή μετά το 1974.

Διαβάστε επίσης:

Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η αριστερά χωρίστηκε σε κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική. Οργανώσεις που ιδεολογικά πρόσκεινταν αριστερότερα του ΚΚΕ, συγκρότησαν νέες συλλογικότητες και σχηματισμούς και σταδιακά αύξησαν την δύναμη τους. Η αύξηση αυτή οφείλονταν σε δύο ξεχωριστές περιστάσεις, οι οποίες σχετίζονταν με την “επίσημη” αριστερά: η αδυναμία των δύο κομμουνιστικών κομμάτων (ΚΚΕ-Εσωτερικού, ΚΚΕ) να προβλέψουν την δικτατορία των συνταγματαρχών και  την σχετική αποτυχία να οργανώσουν μαζική αντίσταση στο χουντικό καθεστώς. Ακόμη η συναίνεση των δύο κομμάτων στην παλινόρθωση του συντάγματος του 1952 από την κυβέρνηση Καραμανλή, είχε προκαλέσει έντονο προβληματισμό σε αρκετούς από τους φοιτητές που είχαν λάβει μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, το όραμα των οποίων για την επόμενη μέρα ήταν σαφώς ριζοσπαστικότερο. Έτσι από το 1974 και μετά  παρατηρούνται προσχωρήσεις μελών και στελεχών της ΕΔΑ και του ΚΚΕ στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Η εισχώρηση αυτών των μελών και στελεχών βοήθησε στην βελτίωση της οργανωτικής και ιδεολογικής συγκρότησης των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων, καθώς τα στελέχη αυτά είχαν ήδη εμπειρία στην πολιτική και στην αριστερά. 

Ένα σημαντικό τμήμα των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς είχε επηρεαστεί από τις ακροαριστερές οργανώσεις του εξωτερικού. Ως φοιτητές ή ως πολιτικοί εξόριστοι, αρκετά ιδρυτικά μέλη εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων, είχαν έρθει σε επαφή με ακροαριστερές και κομμουνιστικές  πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκές πόλεις. Οι περισσότερες ξένες ακροαριστερές οργανώσεις συντάσσονταν κατά του κοινοβουλευτισμού και πίστευαν πώς κοινωνικοί αγώνες όπως ο φεμινισμός, το ειρηνιστικό κίνημα, και η οικολογία δεν ήταν δυνατό να τεθούν αποτελεσματικά στα πολιτικά πλαίσια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πρότειναν  τις πράξεις ακτιβισμού και τις κινηματικές δράσεις αντί  της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα της κοινοβουλευτικής και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στο εξωτερικό είχε παρόμοιες σχεδόν διαστάσεις και στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη τα κόμματα της αριστεράς παρά τις εκλογικές τους επιτυχίες  έδειχναν εξαντλημένα και παράλληλα διατηρούσαν μια αφιλόξενη έως και εχθρική στάση στα κινήματα που προέκυψαν από τα γεγονότα του Μάη του 1968. Ο Μάης του 68’ ‘ανατίναξε’ τα θεμέλια της παραδοσιακής αριστεράς  και έβαλε τις βάσεις για την σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά. Ο αντίκτυπος τους στα κοινωνικά κινήματα, τους αγώνες και τις διεκδικήσεις της αριστεράς επηρέασε σε τεράστιο βαθμό και την ελληνική αριστερά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. 

Τα πρώτα δύο χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου, αποτελούν την εποχή ανόδου της ελληνικής άκρας αριστεράς. Η πλειοψηφία των οργανώσεων που δραστηριοποιήθηκαν μεταπολιτευτικά στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά εμφανίζονται το 1976. Η πολιτική σύγκρουση της πλέον νόμιμης κομμουνιστικής αριστεράς με τις αριστερές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις δεν ευνοεί την ενότητα του αριστερού χώρου. Το σύνολο της ριζοσπαστικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κατηγορούσε το ΚΚΕ και το ΚΚΕ-Εσωτερικού για συνθηκολόγηση με τις δεξιές κυβερνητικές δυνάμεις. Η σύγκρουση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με το ΚΚΕ (κυρίως) άρχιζε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Έως  το 1981 στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά  εκπροσωπούνται τα κυριότερα ιδεολογικά ρεύματα της διεθνούς αριστερής σκέψης. Με βάση τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό μπορούν να  καταταχθούν σε τρείς σημαντικές ομάδες : τον μαρξισμό-λενινισμό, τον τροτσκισμό  και το ρεύμα  της “νέας αριστεράς”. 

Το πολυπληθέστερο ρεύμα στην Ελλάδα είναι αυτό του μαρξισμού-λενινισμού, η ιστορία του οποίου ξεκινάει από τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της αριστεράς την δεκαετία του 60’.Η διαφωνία ορισμένων με την αποσταλινοποίηση του ΚΚΕ οδήγησε στην δημιουργία της ομάδας “αναγέννηση” περί το 1963-1964. Η “αναγέννηση” σκόπευε στην επαναφορά του ΚΚΕ στις “ορθές” ιδεολογικές γραμμές. Η ομάδα πολλές φορές συγκρούστηκε τόσο με την ηγεσία του ΚΚΕ όσο και με την ηγεσία  της ΕΔΑ. Λίγο αργότερα η “Αναγέννηση”, υπό την ηγεσία των Ισαάκ Ιορδανίδη και Γιάννη Χοντζέα, πήρε αποστάσεις από τον μαρξισμό -λενινισμό . Τον Μάιο του 1966 , ιδρύεται μέσα στην ομάδα μια νεολαιίστικη παράταξη, η Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη (ΠΠΣΠ) και στις αρχές Απριλίου 1967 η Συνεπής Πολιτική Αριστερή Κίνηση (ΣΠΑΚ). Το 1968 η ΣΠΑΚ μετονομάζεται σε Οργάνωση Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ). Στις αρχές της δεκαετίας του 70’ στο Βερολίνο ιδρύεται μια άλλη μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση, το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΕΚΚΕ). Η ΟΜΛΕ και Η ΕΚΚΕ θα αποτελέσουν τις δυο μεγαλύτερες και πολυπληθέστερες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Όμως ξεκίνησαν έντονες εσωτερικές διαμάχες και έτσι το 1976 η ΟΜΛΕ διασπάστηκε σε ΚΚΕ (μ-λ) και Μ-Λ ΚΚΕ. Η ΕΚΚΕ άρχισε να διασπάται την περίοδο 1978-79. 

Οι τροτσκιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους ήδη από την δεκαετία του 30΄. Στην δεκαετία του 60’ ο τροτσκισμός στην Ελλάδα  ανασυγκροτήθηκε και ανέπτυξε πολλαπλούς δεσμούς με το διεθνές τροτσκιστικό κίνημα. Το 1974 στην Ελλάδα εκπροσωπούνταν όλες σχεδόν οι τάσεις τους συγκεκριμένου ρεύματος, οι οποίες ήταν πολλές λόγω των πολλαπλών διασπάσεων. Στην Ελλάδα υπήρχαν 4 τροτσκιστικές οργανώσεις (ΕΔΕ, ΟΚΔΕ, ΣΕΚ, ΚΕΣ) που αντιπροσώπευαν διαφορετικές τάσεις του τροτσκισμού. Την περίοδο της μεταπολίτευσης οι σημαντικότερες τροτσκιστικές οργανώσεις ήταν η Εργατική Διεθνιστική Ένωση (ΕΔΕ) και η Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας (ΟΚΔΕ). 

Το τρίτο ιδεολογικό ρεύμα της ελληνικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ήταν οι οργανώσεις που δέχτηκαν τις επιδράσεις της λεγόμενης “νέας αριστεράς”. Οι οργανώσεις αυτές ήταν επηρεασμένες από τον Μάη του 68’ και τα απελευθερωτικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Σε μεγάλο βαθμό στελεχώθηκαν από Έλληνες σπουδαστές και σπουδάστριες στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Κυριότερες οργανώσεις αυτού του ρεύματος ήταν η Οργάνωση Σοσιαλιστική Επανάσταση (ΟΣΕ), οι “Μπολσεβίκοι” που μετονομάστηκαν σε Ελληνικό Λενινιστικό Επαναστατικό Κόμμα (ΕΛΕΚ), η Σοσιαλιστική Επαναστατική Πάλη (ΣΕΠ) και η Ομάδα για μια Προλεταριακή Αριστερά (ΟΠΑ). Οι οργανώσεις αυτές τον Μάιο του 1976 συνεργάστηκαν, αποτελώντας την πρώτη ενωτική προσπάθεια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. 

Οι εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις αρχίζουν να δραστηριοποιούνται και στους ακαδημαϊκούς χώρους. Φοιτητές και σπουδαστές εντάσσονται στις οργανώσεις της ριζοσπαστικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς αλλά και στις οργανώσεις του ΚΚΕ. Η ΟΜΛΕ και το ΕΚΚΕ, ως οι κυρίαρχες και πολυπληθέστερες αριστερές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, διεκδικούν την κληρονομία του “ιστορικού ΚΚΕ’’. Η κληρονομιά αυτή αποτελούσε το σύνολο των κοινωνικών αγώνων που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα από το 1918 και μετά. Η ιστορία του ΚΚΕ για πολλά χρόνια συνδέθηκε με την ιστορία του εργατικού -συνδικαλιστικού κινήματος, την αντίσταση στην ναζιστική κατοχή και τους αγώνες του αγροτικού κινήματος. Η ΟΜΛΕ, έχοντας στις τάξεις της και ορισμένους παλιούς κομμουνιστές, θεωρούσε τον εαυτό της συνεχιστή της επαναστατικής δράσης του παλιού κομμουνιστικού κινήματος. Οι διαφορές του ΚΚΕ και της ΚΝΕ με τις εξωκοινοβουλευτικές αριστερές οργανώσεις πήραν και βίαιο χαρακτήρα. Στις μαρτυρίες μελών και της ΟΜΛΕ και του ΕΚΚΕ γίνονται αναφορές για βίαιες  συμπλοκές με μέλη της ΚΝΕ που κατέληγαν σε σοβαρά επεισόδια. 

Η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση του ΚΚΕ με τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κορυφώνεται την περίοδο 1975-1979. Σημείο αναφοράς της σύγκρουσης οι εργασιακές απεργίες που κλιμακώνονται το 1975-76 και οι φοιτητικές καταλήψεις του 1978-79. Το ΚΚΕ τόσο στο εργατικό όσο και στο φοιτητικό κίνημα, προσπάθησε να προσδώσει τα ιδεολογικά και πολιτικά του στοιχεία. Η ρήξη των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων με το ΚΚΕ, κατέληγε συνήθως άδοξα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της περιόδου τα επεισόδια του Δεκεμβρίου του 1979 στο Χημείο της Αθήνας. 

Το 1979 πραγματοποιούνται οι πρώτες καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών  στην μεταπολίτευση. Αφορμή ήταν ο νόμος 815 που κατέθεσε η κυβέρνηση Καραμανλή και προέβλεπε την μείωση των εξεταστικών από τρείς σε δύο και την επιβολή ανώτατου χρονικού ορίου σπουδών. Τα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα βρίσκονταν υπό κατάληψη, όπως και το χημείο Αθηνών. Τα μέλη της ΚΝΕ κατηγόρησαν αναρχικούς και φοιτητές που συμμετείχαν σε οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς για διασπαστές. Το ΚΚΕ προσπάθησε να ελέγξει τις κινητοποιήσεις και τις καταλήψεις των φοιτητών. Το κομματικό έντυπο του ΚΚΕ, ο Ριζοσπάστης έκανε λόγο για “αναρχοαριστερά” στοιχεία που έδιωξαν συνδικαλιστές φοιτητές της ΚΝΕ από τον χώρο της κατάληψης. Ακολούθησαν άγριες συμπλοκές ανάμεσα στα μέλη της συντονιστικής επιτροπής της κατάληψης , που στην πλειοψηφία τους ήταν μέλη εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων, και στην ΚΝΕ. Για πολλούς φοιτητές της ριζοσπαστικής αριστεράς τα γεγονότα εκείνα έμειναν γνωστά ως η παρέμβαση των ΚΝΑΤ. Ο όρος ΚΝΑΤ δημιουργήθηκε για να παρομοιάσει την συμπεριφορά της ΚΝΕ με τις δυνάμεις καταστολής της αστυνομίας, τα ΜΑΤ. Ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε και ως σύμβολο της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και στα αυτόνομα και αναρχικά σχήματα που δημιουργούνταν στα πανεπιστήμια. 

Αντίστοιχη κινητικότητα όπως αυτή της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, βρίσκεται και στην κοινοβουλευτική. Τα δύο κομμουνιστικά κόμματα συμμετέχουν στις εκλογικές αναμετρήσεις και καταφέρνουν να έχουν εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο. Το ΚΚΕ, όπως και το ΚΚΕ-Εσωτερικού διοργανώνει φεστιβάλ με πολιτικό και πολιτιστικό χαρακτήρα. Παράλληλα πιέζουν την κυβέρνηση για την έξοδο της Ελλάδας από την συμμαχία του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα εμφανίζεται ένα νέο πολιτικό κόμμα στον χώρο της κεντροαριστεράς. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 υπογράφεται η ιδρυτική διακήρυξη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ). Ο αρχηγός και ιδρυτής του, Ανδρέας Παπανδρέου, θα αποτελέσει μια από τις πιο σημαντικές πολιτικές φιγούρες στην μεταπολίτευση. Ο εκλογικός θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ με 48% στις εκλογές του Οκτωβρίου το 1981, ανέδειξε  κεντροαριστερή κυβέρνηση για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Η κυβέρνηση Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ κατάφεραν να αντλήσουν ψηφοφόρους από τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς. Ο πολιτικός λόγος του ΠΑΣΟΚ και οι υποσχέσεις του για άμεση έξοδο από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), απηχούσαν  στην βάση του ΚΚΕ και του ΚΚΕ-Εσωτερικού. Το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1981 αναδείχτηκε ως το αντίπαλο δέος της Δεξιάς και έτσι κατάφερε να ταυτιστεί με μια σημαντική μερίδα αριστερών πολιτών. 

 

Ταυτόχρονα η εξωκοινοβουλευτική  και κοινοβουλευτική αριστερά περνούσαν κρίση. Παρά τον έντονο ριζοσπαστισμό των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, οι οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς άρχισαν να δείχνουν κόπωση. Μέχρι τα τέλη του 1977, οι περισσότερες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις είχαν χάσει αρκετά από τα μέλη τους. Το 1978 η κρίση περνάει και στο ΚΚΕ-Εσωτερικού με την διάσπαση στην νεολαία του. Το μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας Ελληνικής Κομμουνιστικής  Οργάνωσης Νέων Ρήγας Φεραίος (ΕΚΟΝ- Ρήγας Φεραίος) ίδρυσε την Β’ Πανελλαδική η οποία αποτέλεσε αυτόνομη αριστερή πολιτική νεολαία. Η Β’ Πανελλαδική  πρωτοστάτησε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1979 ενάντια στον νόμο 805 για την μείωση των εξεταστικών περιόδων για τους φοιτητές. Με το τέλος των καταλήψεων στις αρχές του 1980 και τον εκλογικό θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ, έκλεισε ο πρώτος ΄΄κύκλος ζωής΄΄ της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στην μεταπολίτευση. Αρκετές οργανώσεις διαλύθηκαν και απορροφήθηκαν ενώ άλλες διασπάστηκαν. Η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή είχε σαφές αντίκτυπο και στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά , καθώς ο Αντρέας Παπανδρέου κατάφερε να συσπειρώσει τον κόσμο της αριστεράς μέσω του πολιτικού του λόγου και των αριστερών θέσεων του ΠΑΣΟΚ για την εργασία, τους θεσμούς και την ισότητα των δύο φύλων. 

Από το 1981 και έπειτα η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, με σαφώς λιγότερες δυνάμεις, συνέχισε να αποτελεί ζωτικό κομμάτι των κοινωνικών κινημάτων.  Τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς πέρασαν και αυτά κρίση. Το ΚΚΕ-Εσωτερικού στις εκλογές του 1981  έλαβε ποσοστό μόλις 1,34% και δεν κατάφερε να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η αποτυχία του κόμματος στις εκλογές οδήγησε στο 4ο Συνέδριο του κόμματος τον Μάιο του 1986 . Στον προσυνεδριακό διάλογο έγινε σαφές ότι υπήρχαν διαφορετικές τάσεις  στα όργανα του κόμματος , πράγμα που οδήγησε τον Ιανουάριο του 1987 στην διάσπαση και διάλυση του ΚΚΕ-Εσωτερικού. Από την διάσπαση προέκυψαν δύο νέα κόμματα , το ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική αριστερά  και η Ελληνική αριστερά. Σε καλύτερη κατάσταση βρισκόταν το ΚΚΕ, όμως και αυτό περνούσε πολιτικές αναταράξεις λόγω της διεθνούς συγκυρίας. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 80’ τα κομμουνιστικά καθεστώτα άρχιζαν σταδιακά να καταρρέουν. Το ΚΚΕ , ως ένα από τα πιο μαζικά κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη, πέρασε ιδεολογική κρίση.   

Στις 7 Απριλίου  1989 το ΚΚΕ ανακοινώνει την εκλογική του συνεργασία με την Ελληνική Αριστερά και άλλα κόμματα της αριστεράς. Ιδρύεται ο Συνασπισμός της Αριστεράς , των Κινημάτων και της Οικολογίας. Συγκροτήθηκαν άμεσα τα όργανα του κόμματος, με τον γραμματέα του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη να αναλαμβάνει την θέση του προέδρου και του αρχηγού της Ελληνικής Αριστεράς Λεωνίδα Κύρκου την θέση του γραμματέα του κόμματος. Ο Συνασπισμός  συμμετείχε για πρώτη φορά σε εκλογές τον Ιούνιο του 1989. Το κόμμα καταφέρνει να βγει τρίτο με ποσοστό 13,1%, εκλέγοντας 28 βουλευτές και 4 ευρωβουλευτές. Μετεκλογικά συμφώνησε με την Νέα Δημοκρατία να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας και έτσι σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη. Η συμμετοχή του Συνασπισμού στην κυβέρνηση αποτέλεσε την αιτία για την μείωση των δυνάμεων του στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989 (10,9 % και 21 βουλευτές). Ο ΣΥΝ συμμετείχε πάλι , λόγω αδυναμίας της ΝΔ να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα. 

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές και το σχηματισμό κυβέρνησης η πλειοψηφία της ΚΝΕ και δεκαπέντε μέλη της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ αποχωρούν από το κόμμα, διαφωνώντας με την συμμετοχή του ΣΥΝ σε κυβερνήσεις συνεργασίας με την ΝΔ. Η πτωτική τάση του ΣΥΝ συνεχίστηκε και στις εκλογές του Απριλίου 1990 με τον Συνασπισμό να εκλέγει 19 βουλευτές. Στις 28 Ιουνίου του 1991, στο 13ο συνέδριο του ΚΚΕ, αποφασίζεται η αποχώρηση από τον Συνασπισμό. Το 13ο συνέδριο ήταν επιφορτισμένο από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης. Το 45% σχεδόν της κεντρικής επιτροπής του κόμματος και η πλειοψηφία αρκετών κομματικών οργανώσεων και επιτροπών αποχωρούν από το ΚΚΕ και παραμένουν στον ΣΥΝ. Με την αποχώρηση του ΚΚΕ ,αποφασίζεται η μετατροπή του Συνασπισμού σε ενιαίο κόμμα και το 1992 γίνεται το πρώτο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΝ. 

Πρόεδρος ,του ενιαίου πλέον ΣΥΝ, εκλέγεται η Μαρία Δαμανάκη. Στις εκλογές του 1993 ο Συνασπισμός συντρίβεται και δεν καταφέρνει να μπει στην Βουλή. Η Δαμανάκη παραιτείται και ευθύς μετά διεξάγεται το 2ο συνέδριο του κόμματος όπου νέος πρόεδρος εκλέγεται ο Νίκος Κωνσταντόπουλος. Ο Κωνσταντόπουλος πιστώνεται την εκλογική ανάκαμψη του ΣΥΝ στις Ευρωεκλογές του 1994 και στις βουλευτικές εκλογές του 1996. Στις κάλπη όμως του 2000 ο ΣΥΝ οριακά καταφέρνει να μπει στην βουλή με 3,20% και 6 βουλευτές. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς πραγματοποιείται το 3ο συνέδριο του κόμματος όπου ανανεώνεται η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Κωνσταντόπουλου. Τον Μάιο του 2003 διεξάγεται  προγραμματικό συνέδριο του ΣΥΝ για την συγκρότηση της αντιπολιτευτικής γραμμής του αλλά και των επίσημων θέσεων του κόμματος. Το συνέδριο συγκροτεί πολιτικό πρόγραμμα , όμως αρχίζουν να πληθαίνουν οι φωνές για ένα πιο ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα. Το 2004 ο ΣΥΝ, μαζί με μικρότερα αριστερά κόμματα και οργανώσεις, συγκροτεί τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ). Ο ΣΥΝ θα διαλυθεί το 2013 καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει ενιαίο κόμμα και το 2015 θα κερδίσει τις εθνικές εκλογές, κλείνοντας έτσι έναν μεγάλο κύκλο διασπάσεων και συγκρούσεων. 

Συνοψίζοντας, η αριστερά στην μεταπολίτευση λόγω διαφόρων μικροπολιτικών και ιδεολογικών διαφωνιών, δεν μπόρεσε να διατηρήσει την ενότητα στους κόλπους της. Τόσο τα παραδοσιακά κοινοβουλευτικά κόμματα της κομμουνιστικής αριστεράς αλλά και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής ριζοσπαστικής αριστεράς, διαρκώς βρίσκονταν σε ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση. Η  μεταπολίτευση και ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής άλλα και της κοινωνίας έδωσε στην αριστερά, κοινοβουλευτική και μη, την δυνατότητα να καταθέσει τις θέσεις και τις απόψεις της για το μέλλον της χώρας. Η πολιτική διαπάλη στους χώρους εργασίας, στις  σχολές  αλλά και στην κοινωνία, δημιούργησαν μια κατάσταση συνεχούς πολυκερματισμού και ασυνεννοησίας των αριστερών δυνάμεων η οποία συνεχίζει μέχρι και σήμερα. 

Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης 

Read more by Πάρης Γιαννούλης

Πηγές : 

  •  Δημήτρης Γλύστρας , Η <<άλλη>> αριστερά : Μεταπολίτευση και αμφισβήτηση 1974-1981, β έκδοση , Εκδόσεις Θεμέλιο 
  • Ολύμπιο Δαφέρμος, Η εξέγερση του Πολυτεχνείου : μια προσωπική ματιά , η εφημερίδα των συντακτών 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας. 
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.