Μια ιστορία “παρακολουθήσεων” από την Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Ο Παντελής Κοτζάμπασης, εξιστορεί όταν παρακολουθούσαν “ύποπτες κινήσεις” του Π. Τσαλδάρη. 

 

Την άνοιξη του 2022 βγήκε στο φως της δημοσιότητας το σκάνδαλο υποκλοπών επί κυβερνήσεως Κυριάκου Μητσοτάκη, το οποίο αφορούσε την παρακολούθηση Ελλήνων πολιτικών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων, στρατιωτικών, δικαστικών και λοιπών προσώπων, μέσω της ΕΥΠ ή με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού «Predator». Ένας από τους πολιτικούς που παρακολουθούσε η ΕΥΠ ήταν και ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης.  Το φαινόμενο των παρακολουθήσεων έχει απασχολήσει και στο παρελθόν την ελληνική κοινωνία με την υπόθεση Τόμπρα το καλοκαίρι του 1989, την υπόθεση Μαυρίκη το 1993, μέχρι και την υπόθεση της Vodafone το 2005. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα γίνει αναφορά για μια κυβερνητική κρίση που προέκυψε τον Ιανουάριο του 1927, όταν αποκαλύφθηκε από τον Τύπο ότι ο Παναγής Τσαλδάρης που διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών Οικουμενικής Κυβέρνησης παρακολουθούνταν από βενιζελικούς στρατιωτικούς. Όμως πριν περάσουμε στο θέμα αυτό θα πρέπει να δούμε το ιστορικό πλαίσιο κάτω από το οποίο συνέβη.   

Μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 κανένα κόμμα δεν κατάφερε να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ οι δύο μεγάλες παρατάξεις αποδείχτηκαν σχεδόν ισοδύναμες. Οι πολιτικοί αρχηγοί μόλις αντιλήφθηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών άρχισαν τις απαραίτητες συνεννοήσεις ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση. Όμως υπήρχαν δύο μεγάλα εμπόδια που είχαν να αντιμετωπίσουν οι πολιτικοί αρχηγοί, από την μία, την άρνηση των αντιβενιζελικών να αναγνωρίσουν το πολίτευμα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και από την άλλη την αντίδραση των βενιζελικών αξιωματικών στην επιστροφή των μοναρχικών απότακτων αξιωματικών. Παράλληλα, το 1926 η στρατιωτική ηγεσία βρισκόταν στα χέρια των δημοκρατικών ή βενιζελικών αξιωματικών, με αποτέλεσμα οι αντιβενιζελικοί πολιτικοί να πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος για να εδραιώσουν τη θέση τους ήταν η κατάργηση του μονοπωλίου αυτού της εξουσίας. Έτσι, το Λαϊκό Κόμμα, που προσδοκούσε σε μια εξισορρόπηση των πολιτικών δυνάμεων μέσα στο στράτευμα, έθεσε ως βασικό όρο για την πολιτική σύμπραξη με την Ένωση Φιλελευθέρων την επίλυση του αποτακτικού ζητήματος, μέσω της επαναφοράς των αντιβενιζελικών απότακτων.    

Το αποτακτικό ζήτημα ταλάνιζε τη χώρα ήδη από τη περίοδο 1917-1918, όταν οι βενιζελικοί ανέβηκαν στην εξουσία και πραγματοποίησαν διώξεις κατά των αντιβενιζελικών. Το στράτευμα δεν γλίτωσε από τις διώξεις των βενιζελικών, καθώς αποστρατεύθηκαν μαζικά αντιβενιζελικοί αξιωματικοί. Οι αξιωματικοί αυτοί επανήλθαν στο στράτευμα μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 και κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τους αντιβενιζελικούς (1920-1922). Όμως, μετά την Επανάσταση του 1922, πολλοί αντιβενιζελικοί-μοναρχικοί αξιωματικοί συμμετείχαν στην Αντεπανάσταση του 1923 των Π. Γαργαλίδη, Γ. Λεοναρδόπουλο και Γ. Ζήρα,  όπου ανάγκασε την κυβέρνηση Στ. Γονατά να προχωρήσει εκ νέου σε μαζικές αποτάξεις και αυτεπάγγελτες αποστρατείες. Έτσι, περίπου 3.000 αντιβενιζελικοί αξιωματικοί είχαν αποστρατευθεί λαμβάνοντας ή όχι σύνταξη. 

Οι συζητήσεις των πολιτικών αρχηγών κατέληξαν στον σχηματισμό Οικουμενικής κυβέρνησης με Πρόεδρο της Κυβερνήσεως τον εξωκοινοβουλευτικό και έμπειρο πολιτικό, Α. Ζαΐμη. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1926. Στην κυβέρνηση αυτή οι βενιζελικοί έλαβαν έξι υπουργεία και ένα υφυπουργείο ενώ οι αντιβενιζελικοί έλαβαν πέντε υπουργεία. Η σύνθεση της κυβέρνησης ήταν η εξής: Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Α. Ζαΐμης, Υπουργός Εξωτερικών Α. Μιχαλακόπουλος, Οικονομικών Γ. Καφαντάρης, Γεωργίας Α. Παπαναστασίου, Εσωτερικών Π. Τσαλδάρης, Συγκοινωνίας Ι. Μεταξάς, Δικαιοσύνης Κ. Αγγελόπουλος, Εθνικής Οικονομίας Γ. Μερκούρης, Παιδείας Α. Αργυρός, Στρατιωτικών Α. Μαζαράκης, Ναυτικών Α. Κανάρης, Υγιεινής και Πρόνοιας και Αντιλήψεως Μ. Κύρκος και υφυπουργός Γεωργίας Α. Μπακάλμπασης.  

Η νέα Βουλή συνήλθε για πρώτη φορά στις 6 Δεκεμβρίου και εξέλεξε, έπειτα από δεύτερη ψηφοφορία, Πρόεδρο της τον Σ. Σοφούλη. Την επομένη, ο Πρωθυπουργός Α. Ζαΐμης παρουσιάστηκε στην Βουλή και ανέγνωσε τις προγραμματικές δηλώσεις της Οικουμενικής κυβέρνησης, δηλώνοντας ότι θα προσπαθήσει να λυθούν ορισμένα βασικά ζητήματα. Τέτοια ζητήματα ήταν η επικύρωση νέου Συντάγματος, ώστε η χώρα να αποκτήσει καταστατικό χάρτη, και η επίλυση του αποτακτικού ζητήματος, με τη επαναφορά των απότακτων. Τα δύο αυτά ζητήματα εμφανίσθηκαν παράλληλα στις προγραμματικές δηλώσεις καθώς το νέο Σύνταγμα θα ψηφιζόταν από το Λαϊκό Κόμμα, μόνο αν επανέλθουν οι απότακτοι.   

Στις 15 Δεκεμβρίου 1926 ο υπουργός Στρατιωτικών Μαζαράκης παρουσίασε στη Βουλή το νομοσχέδιο περί επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών, το οποίο προέβλεπε το σχηματισμό ενός Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου που θα αποφάσιζε για την τύχη τους. Η επιτροπή θα συνέτασσε τρεις πίνακες, όπου στον Α΄ πίνακα θα τοποθετούνταν οι επανελθόντες, στον Β΄ όσοι θα παρέμεναν εκτός λαμβάνοντας βελτιωμένη σύνταξη και στον Γ΄ οι παραμένοντες εν αποστρατεία με μικρή έως καθόλου σύνταξη. Αντίστοιχο ψήφισμα κατέθεσε και ο υπουργός Ναυτικών Α. Κανάρης για τους απότακτους του Στόλου, ενώ θα εξεταζόταν και η περίπτωση της Χωροφυλακής. Ύστερα από συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, η Βουλή ενέκρινε το νομοσχέδιο στις 20 Δεκεμβρίου 1926 και ξεκίνησαν οι απαραίτητες διαδικασίες. 

Η πρώτη κυβερνητική κρίση με αφορμή τον Στράτο δεν άργησε να έρθει. Στις 16 Ιανουαρίου 1927, δημοσιεύτηκαν στην αντιβενιζελική εφημερίδα «Καθημερινή» δύο απόρρητα-εμπιστευτικά στρατιωτικά έγγραφα από το II Επιτελικό Γραφείο του Α΄ Σώματος Στρατού, τα οποία είχε συντάξει ο ταγματάρχης πεζικού Ι. Θεοδοσόπουλος στις 29 και 30 Δεκεμβρίου 1926 και είχαν τον επιτελάρχη του Σώματος συνταγματάρχη Αναγνωστόπουλο. Τα δύο έγγραφα ανέφεραν ότι ο Τσαλδάρης με τους υπόλοιπους αντιβενιζελικούς υπουργούς της Κυβέρνησης (Μεταξά, Μερκούρη και Αργυρό) οργάνωναν μαζί με εν ενεργεία και απότακτους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς στρατιωτικό κίνημα με σκοπό να ανατρέψουν το πολίτευμα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ανέφεραν επίσης ότι μυημένοι στο κίνημα ήταν ο αντιστράτηγος Α. Παπούλας, ο βουλευτής Ι. Ράλλης, ο πλοίαρχος Α. Κολιαλέξης, ενώ περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια τις συνωμοτικές συναντήσεις που είχαν σε σπίτια.  

Αμέσως ο Τσαλδάρης διέψευσε κατηγορηματικώς τα δύο έγγραφα και τα χαρακτήρισε μυθεύματα, ζητώντας την τιμωρία των υπεύθυνων, με αποτέλεσμα ο υπουργός Στρατιωτικών να διατάξει να διενεργηθούν ανακρίσεις. Τις ανακρίσεις διεξήγαγε ο αντιστράτηγος Ζ. Παπαθανασίου, όμως αυτές δεν έγιναν ενόρκως ούτε καν εγγράφως, αλλά προφορικώς. Ο ταγματάρχης Θεοδοσόπουλος υποστήριξε ότι η ενέργεια του ήταν συμφώνως με τους κανονισμούς, ενώ ο συνταγματάρχης Αναγνωστόπουλος υποστήριξε ότι η ενέργεια του ήταν βάση κανονισμού, δηλώνοντας ότι η δουλειά των δύο γραφείων του Σώματος ήταν να συλλέγουν πληροφορίες και να τις διαβιβάζουν όπου πρέπει ως απόρρητα.   

Το επεισόδιο τω δελτίων πληροφοριών μετατράπηκε σε κυβερνητική κρίση. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Μερκούρης απειλούσε με παραίτηση αν δεν τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι. Επίσης, πολλοί βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος είχαν δυσαρεστηθεί με την Κυβέρνηση, ενώ κατέκριναν την διστακτικότητα της να πατάξει οριστικώς την στρατοκρατία και την επιείκεια που χειρίστηκε το ζήτημα των εγγράφων.  Μάλιστα στη σύσκεψη του Λαϊκού Κόμματος, ο βουλευτής Β. Σαγιάς πρότεινε την απόσχιση του κόμματος από την Οικουμενική. Παράλληλα πίστευαν ότι στο ζήτημα αυτό κύριος υπεύθυνος ήταν ο σωματάρχης του Α΄ Σώματος Στρατού Κ. Μανέττας, με αποτέλεσμα να ασκήσουν πίεση στον Τσαλδάρη ώστε να απαιτήσει την τιμωρία του, πράγμα που έγινε.  

Στο υπουργικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου, αποφασίστηκε η τιμωρία της τρίμηνης πρόσκαιρης παύσης στον συνταγματάρχη Αναγνωστόπουλο και στον ταγματάρχη Θεοδοσόπουλο, ενώ ύστερα από πιέσεις του Τσαλδάρη ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Κ. Μανέττας τέθηκε στη διάθεση του υπουργείου Στρατιωτικών. Παράλληλα ο υπουργός Στρατιωτικών διέταξε τη διάλυση της Υπηρεσίας Πληροφοριών και απαγόρευσε στις στρατιωτικές αρχές να συλλέγουν και να στέλνουν μεταξύ τους δελτία πληροφοριών. Μετά το πέρας του υπουργικού συμβουλίου, οι Τσαλδάρης και Μεταξάς πραγματοποίησαν δηλώσεις στον Τύπο. Ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, δήλωσε ότι οι αποφάσεις που λήφθηκαν σταθεροποίησαν την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της Κυβέρνησης και ότι ήταν βέβαιος ότι ο Στρατός θα τεθεί με το πλευρό της Οικουμενικής, ενώ ο αρχηγός των Ελευθεροφρόνων υποστήριξε ότι η Κυβέρνηση βγαίνει πιο ισχυρή από τη κρίση αυτή.       

Κλείνοντας είναι άξιο να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την μετριοπαθής εφημερίδα «Πρωία», το γραφείο πληροφοριών του Α΄ Σώματος Στρατού είχε συσταθεί επί δικτατορίας Πάγκαλου και του είχε ανατεθεί το έργο της παρακολούθησης όλων των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων. Η υπηρεσία αυτή εξακολουθούσε να λειτουργεί και επί κυβερνήσεως Κονδύλη, αλλά παρέμεινε σιωπηρώς και μετά τη σύσταση της Οικουμενικής. Ακόμα και οι πολιτικοί αρχηγοί των βενιζελικών κομμάτων δεν ήξεραν την ύπαρξη της, καθώς, στο παρελθόν, παρόμοια έγγραφα είχαν πέσει στα χέρια του Μεταξά και διαπιστώθηκε ότι παρακολουθούνταν και οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων.    Έτσι τα σημειώματα του Α΄ Σώματος Στρατού ήταν μια προβοκάτσια των βενιζελικών αξιωματικών που είχαν δυσαρεστηθεί με τον τρόπο με τον οποίο θα λυνόταν το αποτακτικό ζήτημα.  

Συντάκτης: Παντελής Κοτζάμπασης 

Βιβλιογραφία: 

  • Καθημερινή(16/1-30/1/1927) 
  • Πρωία(17/1-30/1/1927) 
  • Βερέμης Θάνος, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική 1916-1936, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2018. 
  • Βούρος Γεώργιος, Παναγής Τσαλδάρης(1867-1936), εκδόσεις Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2014. 
  • Δασκαρόλης Ιωάννης, Βενιζελικές παρακολουθήσεις πολιτικών αρχηγών: Το παράδειγμα των σημειωμάτων του Α΄ Σώματος Στρατού (17 – 29 Ιανουαρίου 1927), άρθρο στο Cognosco Team https://cognoscoteam.gr/archives/34668 
  • Δαφνής Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1997. 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας. 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.