Camilio Cienfuegos: ο “ξεχασμένος” ήρωας της επανάστασης στην Κούβα. Ο Νίκος Χριστοδούλου γράφει για την ιστορία του πιστού συντρόφου του Κάστρο. 

 

Camilo Cienfuegos… Ένα από τα γνωστότερα και πιο χαρισματικά μέλη της ηγεσίας στο Κίνημα της 26ης Ιουλίου. Περίπου 65 χρόνια έχουν περάσει από την μυστηριώδη εξαφάνιση του και τον θάνατο του, κάπου πάνω από τα παγωμένα νερά των Στενών της Φλόριντα. Και ενώ ήταν μια φλογερή προσωπικότητα που δέχτηκε θαυμασμό από τους πολλούς φίλους και ελάχιστους εχθρούς, λίγοι γνωρίζουν τον άνθρωπο πίσω από το στρογγυλό καπέλο και το χαρακτηριστικό «μούσι». Ο αγώνας του, τα λάθη του και οι ηγετικές του ικανότητες δεν έχουν ξεπεράσει τα σύνορα της Κούβας στον βαθμό που ήταν αναμενόμενο. Συνεπώς, παραμένει μια από τις λίγες περιπτώσεις στη σύγχρονη εποχή όπου η ιστορία έχει γραφτεί για τον Καμίλο και την ζωή του, αλλά δεν τον έχει «κρίνει». Και ρωτάμε εμείς… ποιος ήταν ο Καμίλο Σιενφουέγος και γιατί είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση επαναστάτη; 

Η σχέση του με την Αριστερά ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, επηρεασμένος από την οικογένεια του. Όπως είναι γνωστό, οι γονείς του ήταν Ισπανοί αναρχικοί οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει για οικονομικούς λόγους στην Κούβα. Ο Καμίλο, παρακολουθώντας τον πατέρα του να δουλεύει ως ράφτης για να παρέχει σε αυτόν και στα αδέρφια του, μυήθηκε προπαντός από αυτόν. Τον έβλεπε και άκουγε τις ιστορίες του από τα σωματεία και τις αριστερές οργανώσεις, στις οποίες ήταν ενεργός. Μάλιστα, υπάρχουν αναφορές οι οποίες στηρίζουν πως, όταν ήταν ακόμη 5 χρονών, βοηθούσε τον πατέρα του να μαζέψουν χρήματα για να τα στείλουν ως βοήθεια στον Δημοκρατικό Στρατό, κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Όλα τα παραπάνω είχαν καταλυτικό ρόλο στο να υιοθετήσει και ο ίδιος ο Καμίλο, με την ενηλικίωσή του, αριστερές απόψεις και να μάθει να αγωνίζεται έμπρακτα. 

Αποφασίζει να μπει στην Σχολή Καλών Τεχνών για να αφοσιωθεί στην γλυπτική, την ίδια περίοδο που την Κούβα την διοικεί ο δικτάτορας Φουλχένσιο Μπατίστα. Ακόμα και με αυτά τα δεδομένα, ο Σιενφουέγος συμμετέχει σε φοιτητικές διαμαρτυρίες, κατά του καθεστώτος. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το καθεστώς αυτό και τον ίδιο τον δικτάτορα Μπατίστα η ιστορία τους έκρινε, πρωτίστως για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον λαό της χώρας και τους αντιφρονούντες. Οι διαδηλώσεις αυτές ήταν πολλές φορές αιματηρές και ο ίδιος ο Καμίλο έζησε την καταστολή της δικτατορικής κυβέρνησης. Η πιο αξιοσημείωτη περίπτωση ήταν τον Δεκέμβριο του 1955, λίγο πριν παρατήσει τις σπουδές του. Πηγές αναφέρουν ότι μετά από μια παράδοση στεφάνου προς τον Κουβανό εθνικό ήρωα Αντόνιο Μακέο, στην οποία προχώρησαν αυτός και μερικοί συμφοιτητές του, η αστυνομία τους κυνήγησε και, χωρίς καμία πρόκληση, άνοιξαν πυρ εναντίων τους. Η Gladys Marel GarcíaPérez αναφέρει μάλιστα στο βιβλίο της «Insurrection & Revolution: Armed Struggle in Cuba, 1952–1959» ότι σε αυτή τη διαδήλωση ο Σιενφουέγος τραυματίστηκε και αυτός ήταν ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους παράτησε τις σπουδές του, μαζί με τα οικονομικά προβλήματα. Η ιστορία του ωστόσο κορυφώνεται έναν χρόνο μετά, το 1956, όπου έχοντας βρεθεί στο Μεξικό συναντάει τους αδελφούς Κάστρο, μαζί με όλα τα ενεργά μέλη του αποκαλούμενου «Κινήματος της 26ης Ιουλίου», του Κινήματος που επιτέθηκε στη στρατιωτική βάση Μονκάδα τον Ιούλιο του ΄53, με στόχο την αρπαγή όπλων και την αποτίναξη του δικτάτορα Μπατίστα. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως πολλοί Κουβανοί θεωρούν αυτήν την ημερομηνία ως την επίσημη ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης, ακόμα και αν η επιχείρηση καθ’ αυτή ήταν αποτυχία και οδήγησε τους αντάρτες του Κάστρο στις εκτελέσεις και την εξορία.  

Από αυτό το σημείο και έπειτα, ο 24χρονος Καμίλο αρχίζει και μετατρέπεται στον άνθρωπο που αργότερα θα γινόταν ο «Άρχοντας της Πρωτοπορίας», το νούμερο δύο από πλευράς επιρροής εντός της Επανάστασης. Με την αποβίβαση των “Barbudos” (ψευδώνυμο που δόθηκε στους αντάρτες του Κάστρο επειδή είχαν μούσια), ξεκινάει και ο ένοπλος αγώνας. Το 1956 ξεκινάνε από το Μεξικό με το καράβι “Granma” και αποβιβάζονται κοντά στην παραλία Los Cayuelos, στην ευρύτερη περιοχή των βουνών της Σιέρρα Μαέστρα. Σε εκείνο το γεωγραφικό σημείο θα διεξαχθεί και το αντάρτικο για τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Σιενφουέγος αναλαμβάνει την διοίκηση μιας μικρής ομάδας υπό την γενικότερη καθοδήγηση του γνωστού Αργεντίνου κομμουνιστή επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Οι πηγές στηρίζουν πως «ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον» σε θέματα διοίκησης της ομάδας και αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έγιναν πολύ γρήγορα φίλοι.  

Ο Καμίλο σημείωνε πολύ γρήγορα ομαδικές αλλά και ατομικές επιτυχίες στο αντάρτικο και αυτό οδήγησε το 1958, όπου και είχε αυξηθεί κατά πολύ ο αριθμός των ενεργών ανταρτών, στο να αναλάβει ο ίδιος ανεξάρτητα την δική του «φάλαγγα» επαναστατών. Αν και εκείνη την χρονιά τραυματίστηκε σοβαρά σε μια σύγκρουση με τα στρατεύματα του Μπατίστα, ζητούσε συνεχώς να του επιτραπεί η επιστροφή στο πεδίο της μάχης. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους, με εντολές του Φιντέλ Κάστρο, τα στρατεύματα του Σιενφουέγος και του Γκεβάρα προχωρούν βορειοδυτικά, καταλαμβάνοντας τακτικά ζώνες ανεφοδιασμού, χωριά και αποθήκες πυρομαχικών. Ωστόσο, άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι αυτός ο στόχος ήταν εύκολος στα λόγια, αλλά δύσκολος στην πράξη, καθώς η αντίσταση του στρατού και οι συνεχείς «παρενοχλήσεις» της αεροπορίας συνέχιζαν να υφίστανται. Αυτό που βοήθησε τους αντάρτες ήταν η ικανότητα τους στην προπαγάνδα υπέρ του σκοπού τους και η μαζική στήριξη του ντόπιου πληθυσμού, ανεξάρτητα ιδεολογίας.  

“Ο Σιενφουέγος γίνεται το πρόσωπο της επανάστασης στην πρωτεύουσα Αβάνα. Πλάι του είναι ο Τσε Γκεβάρα.” 

Παρ’ όλα αυτά, το τέλος του καθεστώτος Μπατίστα έρχεται ακόμα πλησιέστερα, τον χειμώνα του 1958, όταν οι αντάρτες υπό την καθοδήγηση του Τσε και του Καμίλο θέτουν, μετά από καθοριστικές νίκες, υπό τον έλεγχό τους την περιοχή της  Las Villas και τις πόλεις Santa Clara (προσωπική νίκη του Τσε) και Yaguajay (προσωπική νίκη του Σιενφουέγος). Από το τελευταίο, μάλιστα, ο Σιενφουέγος έλαβε το δεύτερο δημοφιλέστερο ψευδώνυμο του: «Ο Ήρωας του Yaguajay». Με αυτόν τον τρόπο, η Κούβα είχε χωριστεί στη μέση, διακόπτοντας τα κέντρα ελέγχου στην Αβάνα από τα στρατεύματα που πολεμούσαν τους αδερφούς Κάστρο στα ανατολικά. Από εδώ και πέρα όλα είναι ιστορία: Ο Μπατίστα και οι κοντινότεροι συνεργάτες του αποχωρούν από την Κούβα, η σύγχυση του στρατού οδηγεί σε μια πλήρη κατάρρευση και οι αντάρτες μπαίνουν τον Ιανουάριο του 1959 ως νικητές στις μεγάλες πόλεις. Ο Σιενφουέγος γίνεται το πρόσωπο της επανάστασης στην πρωτεύουσα Αβάνα. Πλάι του είναι ο Τσε Γκεβάρα, ενώ οι αδερφοί Κάστρο βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του νησιού, στο Σαντιάγκο.  

Υπάρχουν πολλές υποθέσεις για τον λόγο που έγινε ο Καμίλο τόσο γρήγορα αγαπητός στην πρωτεύουσα. Η επικρατέστερη, ωστόσο, είναι διότι ο «ανταγωνισμός» του για τις «καρδιές των Κουβανών» όταν μπήκε στην πόλη ήταν μονάχα ένας Αργεντίνος κομμουνιστής, ενώ αντίθετα ο πρώτος παρέμενε ο νεαρός Κουβανός ο οποίος πολεμούσε χωρίς να έχει δηλώσει τις πολιτικές του απόψεις, παρά μόνο την θέληση του για λευτεριά. Από τα σχόλια και την υποστήριξη που λάμβανε επιβεβαιώνει την υπόθεση πως αυτός ήταν ο «πρώτος barbudos», μετά τον Φιντέλ Κάστρο. Χαρακτηριστική είναι μια φράση του Σιενφουέγος η οποία υιοθετήθηκε από τους Κουβανούς, ακόμα και δεκαετίες μετά την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων στο νησί: Στις πρώτες του ομιλίες στην πρωτεύουσα μετά την νίκη, ο Φιντέλ Κάστρο είχε πολλούς συντρόφους του κοντά του. Πάντοτε δίπλα του βρισκόταν ο αδερφός του Ραούλ, ο Γκεβάρα και ο Σιενφουέγος. Κατά την διάρκεια ενός από αυτών των ομιλιών, ο Φιντέλ γύρισε στον φίλο του Καμίλο, ρωτώντας τον: «Voy bien, Camilo? (Τα πάω καλά, Καμίλο;)». Η απάντηση του Σιενφουέγος ήταν λακωνική και περιεκτική: «Vas bien, Fidel! (Καλά, Φιντέλ!)». Η συζήτηση ακούστηκε από τα μεγάφωνα και αμέσως το πλήθος που συμμετείχε ξεκίνησε να επαναλαμβάνει την φράση του Καμίλο, δείχνοντας την στήριξη του.  

Όπως προαναφέραμε, ο Σιενφουέγος δεν είχε δηλώσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Πολλοί στηρίζουν ότι ήταν κομμουνιστής, όπως ένα μεγάλο μέρος των ανταρτών του Κινήματος της 26ης Ιουλίου, άλλοι ότι ήταν αναρχικός όπως οι γονείς του και άλλοι ότι ήταν απλώς δημοκράτης, με βάση την στάση του σε ορισμένα εσωτερικά ζητήματα μετά την Επανάσταση. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά. Το μοναδικό για το οποίο είμαστε σίγουροι είναι πως ήταν πιστός σε δύο πράγματα: Στον Φιντέλ και την Επανάσταση. Το συγκεκριμένο μπορούμε να το επιχειρηματολογήσουμε με διάφορα παραδείγματα, με το κυριότερο να είναι η υπόθεση της αποστασίας του Ούμπερ Μάτος. 

 Πιο συγκεκριμένα, το φθινόπωρο του 1959, ο Φιντέλ Κάστρο και ο Μάτος συναντήθηκαν για να συζητήσουν την προαγωγή που είχε πρόσφατα δεχτεί ο αδελφός του Φιντέλ και ανοιχτά κομμουνιστής, Ραούλ Κάστρο, ως υπουργός του επαναστατικού στρατού. Ο Μάτος εξήγησε τους ενδοιασμούς του, χωρίς να συγκινήσει τον νέο πρωθυπουργό της Κούβας. Μερικές εβδομάδες αργότερα ο Ούμπερ Μάτος, ο οποίος μιλούσε πλέον ανοιχτά κατά των αποφάσεων της κυβέρνησης και τον κίνδυνο της επιρροής του κομμουνισμού στην χώρα, στέλνει με γράμμα την παραίτηση του, από όλες τις θέσεις, στον Κάστρο. Από αυτό το σημείο, επιβεβαιώνεται η αφοσίωση του Καμίλο Σιενφουέγος στον Φιντέλ. Όταν ο «Ήρωας του Yaguajay» καλείται να συλλάβει τον Μάτος για εσχάτη προδοσία από τον Ραούλ Κάστρο και άλλους ανωτέρους του, αρνείται να εκτελέσει την διαταγή. Ωστόσο, αποφασίζει να την ακολουθήσει μόνο όταν ο ίδιος ο Φιντέλ του την δίνει. 

Ωστόσο, ούτε το γεγονός ότι ήταν από την μια δημοφιλής και από την άλλη πιστός στην Επανάσταση δεν θα τον προστάτευε από την μοίρα. Τον Οκτώβριο του 1959, λίγες ημέρες μετά την επιχείρηση για την σύλληψη του Ούμπερ Μάτος, το αεροπλάνο το οποίο έφερνε τον Σιενφουέγος πίσω στην Αβάνα εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Ο θάνατος του ανακοινώθηκε στις αρχές του Νοεμβρίου του 1959. Παρ’ όλα αυτά το αεροπλάνο και το σώμα του δεν βρέθηκαν ποτέ. Ήταν μόλις 27 χρονών. Ο θάνατος του χρησιμοποιήθηκε, μάλιστα, όχι μόνο για να μετατραπεί σε «μάρτυρας» της Επανάστασης, αλλά και για να ενταθεί η δράση της νέας κυβέρνησης Κάστρο κατά οποιασδήποτε «αντι-επαναστατικής ενέργειας». Σχεδόν κάθε χρόνο από τότε, τον Νοέμβριο, οι Κουβανοί κυρίως σε παραλιακές πόλεις συγκεντρώνονται και πετούν χιλιάδες λουλούδια στην θάλασσα, ως τιμή για τον αγαπημένο και αδικοχαμένο αντάρτη τους. Στο κέντρο της Αβάνας, έξω από το Υπουργείο Επικοινωνιών, έχει χτιστεί μια μεγάλη πρόσοψη του Σιενφουέγος, μαζί με την χαρακτηριστική του φράση… «Καλά, Φιντέλ!». 

“Δεν πολέμησε γιατί ήθελε εξουσία και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν ήταν ο ευνοούμενος κανενός, παρά μόνον του λαού της Κούβας.” 

Πολλές είναι οι θεωρίες γύρω από τον θάνατό του. Η επίσημη αναφορά της Κουβανικής κυβέρνησης ήταν και είναι πως είτε λόγω βλάβης είτε λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, το αεροπλάνο του Καμίλο έπεσε στην Καραϊβική και απλώς χάθηκε. Αρκετοί επικεντρώνονται απλώς στο αποτέλεσμα της όλης κατάστασης. Άλλοι, ωστόσο, έχουν υιοθετήσει και υποστηρίζουν θεωρίες πως υπήρχε μια οργανωμένη συνομωσία πίσω από την εξαφάνιση του. Η επικρατέστερη είναι ότι ο Καμίλο απλώς ήταν «υπερβολικά δημοφιλής» σε μια περίοδο όπου θα μπορούσε, εάν και όποτε το επιθυμούσε, να κοντράρει τον Φιντέλ Κάστρο. Με τον θάνατο του πρώτου, ο Κάστρο ουσιαστικά θα είχε μόνο να κερδίσει. Σίγουρα θα έχανε έναν πολύ καλό του φίλο και σύντροφο. Όμως από την άλλη θα του δίνονταν όλα τα “casus belli” για να «πουλήσει την ιστορία» πως η Επανάσταση κινδυνεύει και κανείς δεν είναι ασφαλής, εάν πρώτα δεν «καθαρίσει» η Κούβα. Επιπλέον, δεν θα υπήρχε κάποιος που ουσιαστικά θα μπορούσε να διακινδυνεύσει την εξουσία του. Οι συνομωσίες παραμένουν μέχρι και σήμερα, ωστόσο τόσα χρόνια μετά και μετά τον θάνατο όλων των «μεγάλων ονομάτων της Επανάστασης», δεν έχουν και ιδιαίτερη σημασία. Εάν υπάρχει κάποια αλήθεια πέρα από αυτή που γνωρίζουμε, αυτή την πήραν μαζί τους ο Καμίλο, ο Φιντέλ και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι.  

Συμπερασματικά, μετά από όλα τα παραπάνω, τι μπορούμε να παρουσιάσουμε για τον «Ήρωα του Yaguajay», τον Καμίλο Σιενφουέγος; Το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά είναι πως ήταν ο ορισμός του αδιάφθορου επαναστάτη. Δεν πολέμησε γιατί ήθελε εξουσία και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν ήταν ο ευνοούμενος κανενός, παρά μόνον του λαού της Κούβας. Προαγωγές στο στράτευμα λάμβανε μονάχα όταν απέδειχνε την αξία του. Στα μάτια των Κουβανών εκείνης της εποχής ήταν ένας χαμογελαστός και εγκάρδιος νέος, με ένα φλογερό πνεύμα. Δεν έγινε αντάρτης γιατί ήταν κομμουνιστής απαραίτητα ή γιατί ήθελε, όταν νικήσουν, να έχει εξουσία. Δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά. Τον ένοιαζε η πατρίδα του να ευημερήσει. Για αυτόν τον λόγο μπορούμε με τις δράσεις και τον ευρύτερο χαρακτήρα του Καμίλο να συνδέσουμε την φράση που χρησιμοποιούν οι Κουβανοί που είναι ακόμα πιστοί στο μέλλον της Επανάστασης, από το 1959 μέχρι και σήμερα: «Patria o Muerte (Πατρίδα ή Θάνατος)» 

Συντάκτης: Νίκος Χριστοδούλου 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας. 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.