Τι ισχύει με τα παράνομα αποδεικτικά μέσα σε μια ποινική δίκη; Η Ανέττα Τσελεπή εξηγεί στο νέο της άρθρο.
Μέσα στο πλαίσιο της προβληματικής των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και της χρήσης αυτών στο δικαστήριο παραμένει σε περίοπτη θέση η τυποποίηση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που παρέχει τη δυνατότητα στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς να αποφασίζουν κατά την πεποίθηση τους, να ακολουθούν, δηλαδή, «τη φωνή της συνείδησης τους», όπως επιτάσσει και το άρθρο 177 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής «ΚΠΔ»). Ουσιαστικές εξειδικεύσεις της εν λόγω αρχής συνιστούν οι τρεις ειδικότερες αρχές που τη συνθέτουν, και δη η αρχή του απεριορίστου των αποδεικτικών μέσων, η αρχή της σχετικότητας των αποδεικτικών μέσων, καθώς και η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων. Μάλιστα, ο νομοθέτης του νέου ΚΠΔ συμπλήρωσε το περιεχόμενο της αρχής της ηθικής απόδειξης με τη σημαντική προσθήκη, ότι οι δικαστές είναι (δικονομικά) υποχρεωμένοι να αποφασίζουν «αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση», ώστε να αναδεικνύεται ότι το ουσιαστικό όριο και ο λειτουργικός γνώμονας κατά την εφαρμογή της ηθικής απόδειξης είναι η αληθινή αιτιολογία (άρθρο 178 παρ. 2 ΚΠΔ).
Υπό το πρίσμα λοιπόν, της ανωτέρω προσέγγισης τίθεται ένα σημαντικό δογματικό ζήτημα. Δηλαδή, κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα είναι επιτρεπτή η λεγόμενη «χρήση των παράνομων αποδεικτικών στοιχείων». Θα προτιμηθεί η ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας, έστω και με ένα παράνομο (ή δικονομικά ανεπίτρεπτο) αποδεικτικό μέσο και κατ’ επέκταση η τιμωρία του εγκλήματος ή θα προτιμηθεί η προστασία των αγαθών που προσβάλλονται από την παράνομη αναζήτηση (με κίνδυνο το έγκλημα να μείνει αναπόδεικτο και ατιμώρητο);
Τα άρθρα 19 παρ. 3 Συντάγματος (εφεξής «Σ») και 177 παρ. 2 ΚΠΔ κατοχυρώνουν τον κανόνα απαγόρευσης χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στην ποινική δίκη, ιδίως αυτών που αποκτήθηκαν με καταστρατήγηση των διατάξεων προστασίας του απορρήτου ανταπόκρισης και επικοινωνιών. Βάσει των άρθρων αυτών, εκτός από την αξιοποίηση των άμεσα αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων, απαγορευμένη είναι και η αξιοποίηση κάθε εμμέσως αποκτηθείσας απόδειξης, με απόρροια η αντίθετη λύση να συνεπάγονταν την ανεπίτρεπτη σχετικοποίηση της προστασίας της ανθρώπινης αξίας. Μοναδική εξαίρεση στην απόλυτη απαγόρευση αξιοποίησης παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού υλικού μπορεί να γίνει δεκτή μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου, αν από αυτό προκύπτει άμεσα η αθωότητα του και δεν μπορεί να αποδειχθεί με άλλον τρόπο βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 Σ (βλ. ΑΠ 653/2013, ΑΠ 453/2016, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αποδεικτικό υλικό που έχει συλλεγεί με τρόπο παράνομο ή ποινικά κολάσιμο δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ποτέ σε βάρος του κατηγορουμένου, καθώς η χρήση αυτού καταστρατηγεί και το δικαίωμα του προσώπου για δίκαιη διεξαγωγή της δίκης [ά. 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ») και ά. 14 παρ. 1 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (εφεξής «ΔΣΑΠΔ»)], με απότοκο να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα βάσει του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ. Στον αγγλοσαξονικό μάλιστα, νομικό χώρο, σχετικά με το ζήτημα των αποδεικτικών απαγορεύσεων, έχει υποστηριχθεί και η δογματική των «καρπών του δηλητηριώδους δέντρου» («fruits of the poisonous tree doctrine»). Σύμφωνα με την δογματική αυτή, οι κανόνες περί αποδεικτικών απαγορεύσεων είναι αναγκαίο να εκτείνονται και σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που παράγονται δευτερογενώς και προέρχονται από τις παράνομες αποδείξεις («απώτερη επενέργεια των αποδεικτικών απαγορεύσεων»). Όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο, η θεωρία της απώτερης επενέργειας διαφαίνεται με τη φράση «και μέσω αυτών» στο άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ, εκδοχή που συμβαδίζει απόλυτα με τη «ratio» των αποδεικτικών απαγορεύσεων, διότι η πιθανή αξιοποίηση των εμμέσως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων θα έθετε σε κίνδυνο όλο το θεσμό (Α. Τζανεττής, ΠοινΧρ 1998, σελ 106, επίσης Ν.Γ. Δημητράτος, ΠοινΧρ 2001, σελ 11).
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β’ Σ το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας που είναι απόλυτα απαραβίαστο μπορεί να καμφθεί υπό την ρητή επιφύλαξη νόμου, αποκλειστικά από τη δικαστική αρχή και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ήτοι για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων (Λ. Μαργαρίτης, Ποινική απόδειξη, Καίρια ζητήματα μετά τον Ν 4855/2021, σελ. 8-9). Η αρχή εν γένει του απορρήτου των επικοινωνιών, που περιέχει τις διενεργηθείσες μέσω δημοσίου δικτύου επικοινωνίες και τις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και τα συναφή δεδομένα κίνησης, εξειδικεύεται ως απαγόρευση της ακρόασης, υποκλοπής, αποθήκευσης ή άλλου είδους παρακολούθησης ή επιτήρησης των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης από πρόσωπα πλην των χρηστών, χωρίς τη συγκατάθεση των οικείων χρηστών, βάσει του άρθρου 5 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, η οποία έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν 3471/2006 (βλ. ΟλΣτΕ 4309/2015, ΣτΕ 73/2021, υπόθεση C-349/21 σκ. 40). Στο προστατευτικό πεδίο μάλιστα, των άρθρων 19 Σ, 8 ΕΣΔΑ και 8 ΧΘΔΕΕ υπάγονται και τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας αντιδιαστελλόμενα προς το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων (βλ. ΑΠ 924/2009, ΓνωμΑντεισΑΠ 2/2017, ΕΔΔΑ, Copland vs United Kingdom, ΔΕΕ C-203/15 και C-698/15).
Όσον αφορά επίσης, τη διακρίβωση των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων για την οποία η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή, τα άρθρα 254 και 255 ΚΠΔ ρυθμίζουν την άρση απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας με παραπομπή στα άρθρα 4 και 5 του Ν. 2225/1994 στο μέτρο που αφορά τον περιοριστικά απαριθμούμενο κατάλογο εγκλημάτων της παρ. 1 (Α. Διονυσοπούλου, Άρση απορρήτου τηλεφωνικής επικοινωνίας στον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Η σχέση των άρθρων 254-255 ΚΠΔ και του Ν 2225/1994, ΠοινΧρ, 2022, σελ. 94). Στο πλαίσιο αυτού του Νόμου, όπως και του νεότερου που τον τροποποίησε (Ν 5002/2022), αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως διαδικαστικά βάσει του άρθρου 4 παρ. 4, 5 και 6 η άρση του απορρήτου επιβάλλεται με Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς επικυρώνοντας αντίστοιχη εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη. Παράλληλα, το ζήτημα του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και της χρήσης των αποδεικτικών μέσων που αποκτώνται με παράνομη άρση αυτού σχετίζεται αμιγώς και με το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ, 50 ΧΘΔΕΕ και 71 ΚΠΔ. Αποτελεί υποκειμενικό δικονομικό δικαίωμα που διασφαλίζει την προστασία του υπόπτου και του κατηγορουμένου από την καταστρατήγηση της αθωότητάς τους μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής τους. Με βάση την Οδηγία 2016/343 που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον Ν. 4596/2019 ορίζεται ότι το τεκμήριο της αθωότητας ισχύει μέχρι το «αμετάκλητο» της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος στην περίπτωση ήδη ασκηθείσας ποινικής δίωξης (ά.5). Αν αυτό παραβιαστεί, εκκολάπτεται η απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 εδ.δ’ ΚΠΔ (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 230/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Παρ’ όλα αυτά, σε όλα τα άνωθεν αμφιλεγόμενα ζητήματα έχει υποστηριχθεί βεβαίως, και η αντίθετη άποψη. Ειδικότερα, υπάρχουν θεωρητικοί, αλλά και σχετική Νομολογία (ΑΠ 24/2004, ΑΠ 453/2016 και Ολ 1/2017) που διατείνονται πως η ανεπιφύλακτη και απόλυτη διατύπωση του άρθρου 19 παρ. 3 Σ δεν προωθεί τις σταθμίσεις σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, με απότοκο να είναι υπέρ της σχετικοποίησης της εφαρμογής της τελευταίας διάταξης από την κατ’ ά.25 παρ.1 εδ. δ’ Σ επιταγή για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας (Κ.Χ. Χρυσόγονος, Σ.Β. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2020, σελ.304-307). Ακόμη, λοιπόν, κι αν θεωρηθεί πως το αποδεικτικό υλικό που συλλέχθηκε από τις αστυνομικές αρχές κατά την άρση του απορρήτου είναι παράνομο, επειδή δεν τηρήθηκαν, λόγου χάριν οι εγγυήσεις του Ν 2225/1994, βάσει της θεωρίας της στάθμισης ή του πυρήνα απαιτείται μια στάθμιση συνταγματικά προστατευόμενων εννόμων αγαθών σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (Χ. Νάιντος, Αποδεικτικές Απαγορεύσεις στην Ποινική Δίκη, Διδακτορική Διατριβή, 2008, ΕΑΔΔ, σελ. 357 – 456, Ν. Ανδρουλάκης, Πρόλογος σε Τ. Ηλιόπουλου – Στράγγα, Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, 2003, σελ. 15 και σελ. 63 και 80-86). Επιπλέον, η ΑΠ 611/2006 έκρινε ότι «θα ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο κατά του κατηγορουμένου αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί παρανόμως, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό, ενδεχομένως, αποδεικτικό μέσο στο οποίο ο παθών μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του». Η έννοια του μοναδικού αποδεικτικού μέσου σε σχέση με τα τυχόν άλλα προτεινόμενα συνδέεται αναπόσπαστα με την προσφορότητα αυτού (ΑΠ 42/2004).
Παράλληλα, μέρος της Θεωρίας αναφέρει πως η συνταγματική προστασία του άρθρου 19 παρ. 1 Σ πρέπει περιορίζεται κατά το στάδιο της επικοινωνίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που αυτή πραγματοποιείται, και λήγει από τη στιγμή που ο παραλήπτης λάβει γνώση του περιεχομένου του μηνύματος. Από το χρονικό σημείο, δηλαδή, λήξης της επικοινωνίας κάθε στοιχείο (περιεχόμενο και εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας, ηλεκτρονικά μηνύματα που αναγνώσθηκαν από τον παραλήπτη και αποθηκεύτηκαν στον υπολογιστή του) εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της συνταγματικής προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων (ά. 9 και 9Α Σ, αντιστοίχως), αλλά δεν καλύπτεται πλέον από την συνταγματική προστασία του απορρήτου (Π. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, 2012, δ΄ έκδοση, σελ. 353 επ., Ν. Παπαδόπουλο, Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, Ερμηνευτική προσέγγιση του ά. 19 Σ, 2008, σελ. 390 επ., Π. Τσίρη, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, 2002, σελ.100). Εκτός αυτού, έχει υποστηριχθεί ότι ακόμη κι αν θεωρηθεί πως και μετά το πέρας της επικοινωνίας το απόρρητο της ανταπόκρισης και των επικοινωνιών προστατεύεται, τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας πάντως, κείνται εκτός του προστατευτικού πεδίου του απορρήτου, άποψη που έχει ενστερνιστεί κατά καιρούς και η Νομολογία του Αρείου Πάγου (ΑΠ 570/2006, ΑΠ 711/2011, ΑΠ 203/2014, ΑΠ 689/2014, ΑΠ 1801/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συντάκτης: Ανέττα Τσελεπή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.