Πως γίνεται να διαρραγεί η εμπιστοσύνη μεταξύ μιας τράπεζας και του πελάτη της; Εξετάζουμε την δικαστική απόφαση ΑΠ 1439/2019. {..}
Οι τραπεζικές συμβάσεις αποτελούν έναν από τους πλέον συνηθισμένους τύπους συναλλαγών που καταρτίζονται σε καθημερινή βάση στη σύγχρονη έννομη τάξη. Τόσο φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα επιλέγουν να αναθέσουν σε τράπεζες τη φύλαξη περιουσιακών τους στοιχείων και κυρίως χρημάτων, ενώ τείνουν να στρέφονται σε αυτές σε αναζήτηση άμεσης ρευστότητας, με τη μορφή δανείων. Ένα τραπεζικό ίδρυμα, που υφίσταται και ενεργεί στον νομικό κόσμο υποχρεωτικά υπό τον εταιρικό τύπο μιας Ανώνυμης Εταιρίας, καταρτίζει μεταξύ άλλων συμβάσεις αποδοχής καταθέσεων και άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων με τους πελάτες της (1). Παρέχει υψηλά εχέγγυα ασφάλειας ως προς τα κεφάλαια που αποδέχεται, ενώ χαρακτηρίζεται από μια σχέση εμπιστοσύνης με τον αντισυμβαλλόμενό της. Έτσι, υποχρεούται συμβατικά να επιστρέφει στον πελάτη της το κατατεθειμένο ποσό, ή μέρος αυτού, όποτε εκείνος το ζητήσει. Παράλληλα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, μπορεί να εκδίδει μπλοκ επιταγών, τα οποία αντιστοιχούν αποκλειστικά στον τραπεζικό λογαριασμό ενός πελάτη, καθώς και πλήθος άλλων μέσων πληρωμής (π.χ. ηλεκτρονικό χρήμα, χρεωστικές κάρτες, δελτία αναλήψεως κ.α.). Ο εγγυητικός της ρόλος, λοιπόν, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τις σύγχρονες συναλλαγές. Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις, όπου η σχέση εμπιστοσύνης της με τον πελάτη διαρρηγνύεται. Μια από αυτές αποτελεί και η εξεταζόμενη δικαστική απόφαση ΑΠ 1439/2019.
ΚΡΙΣΙΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ (2)
Η ενάγουσα Ανώνυμη Εταιρία διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς διαφορετικών μορφών στη εναγόμενη τράπεζα, βάσει των οποίων είχε συνάψει και σχετική σύμβαση επιταγής. Παράλληλα, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ συνεργάζονταν σε καθημερινή βάση με υπαλλήλους υποκαταστημάτων της τράπεζας και λόγω της συχνής επαφής τους, ανέπτυξαν στενή σχέση και συνεργασία.
Συγκεκριμένα, ο Ι.Π., μέλος του ΔΣ, είχε εξοπλιστεί με την εξουσία διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων της εταιρίας, την επίβλεψη και πραγματοποίηση των οικονομικών συναλλαγών της, καθώς και την καταχώρισή τους στα λογιστικά βιβλία. Επιπλέον, διέθετε και εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας, δηλαδή εξουσία κατάρτισης συμβάσεων με τρίτους προς όφελος του νομικού προσώπου. Τέλος, είχε λάβει και εξουσιοδότηση να παραλαμβάνει βιβλιάρια επιταγών, αντίγραφα κινήσεως λογαριασμών και άλλα έγγραφα από τη συνεργαζόμενη τράπεζα (εναγομένη).
Το ΔΣ της ΑΕ εξέδωσε τρία διαφορετικά πρακτικά από το 2001 έως το 2004, στα οποία ανακατένειμε την εξουσία εκπροσώπησης μεταξύ μελών του. Σε όλα τα πρακτικά, ο Ι.Π. ήταν μεταξύ αυτών των προσώπων, όμως ήταν υποχρεωμένος να λαμβάνει τη συνυπογραφή και των υπόλοιπων συνδιαχειριστών, για κάθε είδους συναλλαγές που επιχειρούσε με τρίτους, και ιδίως για συναλλαγές μεγάλης αξίας, όπως ακριβώς όρισε το ίδιο το ΔΣ.
Με το τέταρτο πρακτικό που εκδόθηκε από το ΔΣ το 2005, ο Ι.Π. δήλωσε την παραίτησή του από το ΔΣ. Ταυτόχρονα, δήλωσε ενώπιον άλλων μελών του ΔΣ ότι είχε υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρία, πλαστογραφώντας την υπογραφή της Προέδρου του ΔΣ και συνδιαχειρίστριάς του, Ε.Γ, πάνω σε δελτία αναλήψεως και επιταγές. Συγκεκριμένα, έθετε πλαστά την υπογραφή της Προέδρου στη θέση του εκδότη της επιταγής, που έφερε ρήτρα «σε διαταγή ημών των ιδίων» και την οποία εμφάνιζε προς πληρωμή στην τράπεζα. Στη συνέχεια, την οπισθογραφούσε εν λευκώ υπερ του ιδίου, ως τελευταίου κομιστή τους, πλαστογραφώντας ξανά την υπογραφή της Ε.Γ στην οπισθογράφηση. Όλα αυτά τελέστηκαν σε βάθος μερικών ετών, ενώ συνοδεύονταν και από αντίστοιχες παράνομες ενέργειες στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, στα οποία και είχε πρόσβαση νομίμως (πχ. ετεροχρονισμένες καταχωρίσεις των συναλλαγών στα βιβλία, καταγραφή μη υπαρκτών συναλλαγών με τρίτους κ.α.).
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών άσκησε ποινική δίωξη κατά του Ι.Π. για πλαστογραφία, καθώς και κατά των υπαλλήλων της εναγόμενης τράπεζας για άμεση συνέργεια στο ίδιο έγκλημα. Θεωρήθηκε, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας (προστηθέντες) προέβησαν σε παράνομες και αντισυμβατικές πράξεις, οι οποίες διευκόλυναν τις ενέργειες του Ι.Π, αφού του κατέθεταν τα ποσά που αναγράφονταν στα δελτία αναλήψεως και τις επιταγές.
Σημειωτέον ότι όλες οι επιταγές εμφανίζονταν ήδη πλαστογραφημένες και συμπληρωμένες ενώπιον των υπαλλήλων της τράπεζας. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε έπειτα από έρευνα δικαστικού λογογράφου που έλεγξε την γνησιότητα των υπογραφών, η ομοιότητα της γνήσιας υπογραφής της Ε.Γ. με την πλαστογραφημένη ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή η διαφορά τους, χωρίς επιστημονική μελέτη. Σε γενικές γραμμές, δεν υπήρχε τίποτα επιλήψιμο στα σώματα των επιταγών, καθώς όλες έφεραν τα τυπικά στοιχεία που απαιτούνταν από τον νόμο. Τέλος, εξαιτίας της στενής σχέση εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Ι.Π και των υπαλλήλων της τράπεζας, δεν συνέτρεχε κάποιο γεγονός που να δημιουργεί στους τελευταίους υπόνοιες για τις βλέψεις του πρώτου.
Η αναιρεσείουσα ΑΕ ζητούσε την αναίρεση της απόφασης του Εφετείου που δικαίωνε την τράπεζα (αναιρεσιβαλλόμενη) και την απήλλασσε από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για τα ποσά που υπεξαιρέθηκαν από τον Ι.Π., καθώς και την καταδίκη της σε δικαστική δαπάνη.
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ
Αξίζει να εξετασθούν ορισμένα κρίσιμα στοιχεία ουσιαστικού δικαίου που διέπουν τη σχέση τράπεζας και πελάτη-αντισυμβαλλομένου, με βάση και τη μείζονα πρόταση της απόφασης. Ποιες είναι οι συμβατικές υποχρεώσεις του τραπεζικού ιδρύματος και πώς διαμορφώνεται η ευθύνη της σε περίπτωση αθέτησής τους;
Η νομική φύση της σύμβασης κατάθεσης χρημάτων σε μια τράπεζα φέρει τον χαρακτήρα της ανώμαλης παρακαταθήκης που προβλέπεται στο ΑΚ 830. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, η τράπεζα έχει την εξουσία να χρησιμοποιεί ελεύθερα τα χρήματα που κατατίθενται σε αυτήν, χωρίς να διατηρεί αυτούσια την υπόστασή τους, αλλά μόνο την αντίστοιχη αξία τους (3). Υπό αυτό το πρίσμα, η κατάθεση χρημάτων λογίζεται ως δάνειο του πελάτη προς την τράπεζα (ΑΚ 809 επ.). Η διαφορά της ανώμαλης παρακαταθήκης από το δάνειο έγκειται στον επιδιωκόμενο από τα μέρη σκοπό: στην πρώτη, εξυπηρετείται το συμφέρον του παρακαταθέτη (πελάτη), που επιθυμεί τη φύλαξη του πράγματος (χρήματα), ενώ στο δεύτερο εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του δανειολήπτη (εδώ, της τράπεζας), ο οποίος χρειάζεται άμεσα ρευστότητα (4). Από αυτή την κύρια σύμβαση, λοιπόν, μπορούν να πηγάζουν και παρεπόμενες συμφωνίες, όπως είναι η σύμβαση επιταγής.
Η σύμβαση επιταγής (δηλ. έκδοσης μπλοκ επιταγών), που καταρτίζεται μεταξύ πελάτη και τραπεζίτη μπορεί να διέπεται από τις διατάξεις περί εντολής (ΑΚ 713 επ.), αν ο πελάτης δεν διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό και απλώς καταθέτει χρήματα σε τραπεζικό ίδρυμα αποκλειστικά για να εκδώσει μπλοκ επιταγών ίσης αξίας. Κατά βάση, ωστόσο, η σύμβαση αυτή είναι παρεπόμενη της ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού συνήθως οι πελάτες διατηρούν και τραπεζικό λογαριασμό, βάσει του οποίου ζητούν από την τράπεζα να εκδώσει μπλοκ επιταγών. Επομένως, η σύμβαση επιταγής, καθώς και η αντίστοιχη ευθύνη της τράπεζας θα διέπεται από τις διατάξεις της παρακαταθήκης (ΑΚ 822 – 830).
Βάσει των γενικών άρθρων ΑΚ 361 και 330-336, καθώς και της ΑΚ 823 εδ. α , η τράπεζα ως θεματοφύλακας υποχρεούται να καταβάλλει την επιμέλεια που απαιτείται να επιδεικνύει στις δικές της υποθέσεις, εφόσον διέπεται από τις διατάξεις για την ανώμαλη παρακαταθήκη. Ωστόσο, αν η άμεση παροχή ρευστότητας με την κατάθεση χρημάτων θεωρηθεί ως αμοιβή του πελάτη προς την τράπεζα για τις υπηρεσίες φύλαξης που προσφέρει η τελευταία, τότε αυτή θα ευθύνεται για κάθε πταίσμα, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας, σε περίπτωση αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης (ΑΚ 823 εδ. β). Το ίδιο συμβαίνει και αν η τραπεζική σύμβαση διέπεται από τις διατάξεις περί εντολής (5).
Γενικά, η τράπεζα λόγω της σημασίας της για την εθνική οικονομία, οφείλει να προστατεύει τα περιουσιακά αγαθά των πελατών της βάσει του νόμου και των τραπεζικών συνηθειών. Οφείλει επίσης να σέβεται τις αρχές της καλής πίστης και συναλλακτικών ηθών κατά το ΑΚ 288. Επιπλέον, οφείλει να σέβεται το λεγόμενο τραπεζικό απόρρητο, την υποχρέωση δηλαδή να σιωπά ως προς προσωπικά επιχειρηματικά και οικονομικά δεδομένα του πελάτη της (6). Αξίζει να σημειωθεί ότι βασικό στοιχείο της συναλλακτικής πρακτικής των επιχειρήσεων και των τραπεζών αποτελεί η υποχρέωση των πρώτων να ενημερώνουν τις τελευταίες για οποιεσδήποτε καθοριστικές αποφάσεις των ΔΣ τους, που αναδιαμορφώνουν την εξουσία εκπροσώπησης και νόμιμης διαχείρισης.
Ειδικότερα, ευθύνη της τράπεζας θεμελιώνεται και με βάση το δίκαιο επιταγής, όταν τίθεται ζήτημα νομιμότητας στο εν λόγω αξιόγραφο. Βάσει των αρ. 3 παρ.1 εδ. α και 35 του ν. 5960/1933 (περί επιταγής), ένα τραπεζικό ίδρυμα έχει τη συμβατική υποχρέωση να ελέγχει την κανονικότητα της συνέχειας των γενομένων οπισθογραφήσεων, την υπογραφή του εκδότη σε αντιπαραβολή με αντίστοιχο δείγμα υπογραφής του, αλλά και την ουσιαστική νομιμοποίηση του κομιστή που εμφανίζεται προς πληρωμή. Αρκεί, δηλαδή, η τράπεζα να ελέγξει ότι ο κομιστής στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων (τυπική νομιμοποίηση), χωρίς να απαιτείται να ελέγξει και το υπαρκτό των υπογραφών των προηγούμενων οπισθογράφων. Εδώ, μάλιστα, έχουν διατυπωθεί δύο διαφορετικές απόψεις ως προς το δέον μέτρο επιμέλειας της τράπεζας. Σύμφωνα με την πρώτη, η τράπεζα ευθύνεται μόνο αν γνώριζε ή αγνοούσε από βαριά αμέλεια ότι ο κομιστής δεν ήταν ουσιαστικά νομιμοποιούμενος (πχ. επειδή έκλεψε ή πλαστογράφησε την επιταγή) και παρά ταύτα χρέωσε τον λογαριασμό του οφειλέτη, κατά αναλογική εφαρμογή του αρ. 40 παρ. 2 του ν. 5325/1932 (περί συναλλαγματικής). Σύμφωνα με τη δεύτερη, ευθύνεται σε αυτή την περίπτωση ακόμη και για ελαφρά αμέλεια (7).
Αδιαμφισβήτητη είναι και η ευθύνη της τράπεζας για πταίσμα των προστηθέντων υπαλλήλων της. Με βάση την αρχή της φαινόμενης πληρεξουσιότητας, ο υπάλληλος καταστήματος τραπεζικού ιδρύματος αντιπροσωπεύει το ίδιο το νομικό πρόσωπο, όταν καταρτίζει δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου. Επομένως, όπως σημειώθηκε, αφού η ίδια η τράπεζα ευθύνεται έναντι του πελάτη της για κάθε πταίσμα (ΑΚ 330), ευθύνεται αντίστοιχα και για τις πράξεις των βοηθών εκπλήρωσής της (ΑΚ 334 παρ. 1). Πρόκειται για συμβατική ευθύνη, αφού δεν μπορεί να θεμελιωθεί αδικοπραξία για αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης.
Ως προς το ζήτημα της αδικοπραξίας, τίθεται το ερώτημα του τί ακριβώς συμβαίνει, όταν τρίτο πρόσωπο διαπράττει αξιόποινη πράξη και πετυχαίνει να αποσπάσει χρηματικό ποσό, το οποίο ανήκει σε τραπεζικό λογαριασμό άλλου πελάτη της. Όπως έχει υποστηριχθεί από τη νομολογία, από τη στιγμή που η κατάθεση χρημάτων λογίζεται ως δάνειο προς την τράπεζα (ΑΚ 830), αυτό σημαίνει ότι η ίδια η τράπεζα ως νομικό πρόσωπο, αποκτά την κυριότητα των χρημάτων, όχι απλώς την κατοχή ή τη νομή αυτών, όπως συμβαίνει στην ομαλή παρακαταθήκη. Έτσι, σε περίπτωση που τρίτος παραπλανήσει υπάλληλο τράπεζας και ζημιώσει τραπεζικό λογαριασμό πελάτη της, η αδικοπραξία που τελείται στρέφεται εναντίον της ίδιας της τράπεζας και όχι του πελάτη της (8).
Οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας (ΑΚ 914) είναι οι εξής: α) ζημία, β) παρανομία, γ) υπαιτιότητα, δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημίας και παρανομίας. Η έννοια της παρανομίας αποκτά ευρύτερο χαρακτήρα στην περίπτωση της τραπεζικής σύμβασης και περιλαμβάνει ακόμη και την παραβίαση υποχρέωσης λήψης μέτρων επιμέλειας για την προστασία των περιουσιακών αγαθών των ατόμων (9).
Τέλος, αντίστοιχη ευθύνη θεμελιώνεται και με το άρθρο 8 του ν. 2251/1995 για την προστασία των καταναλωτών. Οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου ταυτίζονται με αυτές της αδικοπραξίας (ΑΚ 914), με μόνη διαφορά το γεγονός ότι η ζημιώσας πρέπει να διαθέτει την ιδιότητα του «παρέχοντος υπηρεσίες».
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ
Το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ αναφέρεται στην περίπτωση της ευθείας παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η οποία θεμελιώνει λόγο αναίρεσης απόφασης δικαστηρίου. Τέτοια παραβίαση συντρέχει και όταν το δικαστήριο προσδίδει στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Αυτό βέβαια κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που έχει στη διάθεσή του δικαστήριο και των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιούνται. Έτσι, αν το δικαστήριο εφάρμοσε διάταξη νόμου δίχως το πραγματικό της υπόθεσης να θεμελιώνει τη νομοτυπική μορφή της διάταξης αυτής, καθώς και αν έκανε λανθασμένη υπαγωγή του πραγματικού στον νόμο, τότε μπορεί να θεμελιωθεί ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ (10).
Επιπλέον, κατά τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, υπάρχει λόγος αναίρεσης και όταν ελλείπει νόμιμη βάση της απόφασης που έχει εκδοθεί, καθώς και όταν εντοπίζεται ανεπάρκεια ή έλλειψη αιτιολογίας σε αυτήν. Έλλειψη νόμιμης βάσης υπάρχει όταν δεν καταγράφονται προσηκόντως τα πραγματικά περιστατικά που στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου και επέδρασαν ουσιωδώς στην έκβαση της δίκης και άρα δεν μπορεί να ελεγχθεί η βασιμότητά τους. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν είναι ασαφή τα πραγματικά γεγονότα που ήταν αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Αξίζει να σημειωθεί, ότι δεν γίνεται λόγος για ανεπάρκεια όταν το πόρισμα της απόφασης είναι πλήρες και σαφές, παρότι συνοδεύεται από σύντομη αιτιολογία. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι το πόρισμα της απόφασης και όχι κρίσεις του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων.
Ο ΑΠ έκανε δεκτή την αναίρεση της απόφασης του Εφετείου ως προς ορισμένα κεφάλαιά της. Κυρίως, όμως, δέχτηκε την ύπαρξη αντιφατικής αιτιολογίας του Εφετείου, ως προς το ζήτημα της εξουσιοδότησης του Ι.Π (δηλ. ποιες ενέργειες θα μπορεί να πράττει). Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ από τη μία τόνιζε ότι σύμφωνα με το εκδοθέν από το ΔΣ της ΑΕ, πρακτικό του 2004, ο Ι.Π είχε υποχρέωση να παραλαμβάνει μόνο συγκεκριμένα έγγραφα από το συνεργαζόμενο υποκατάστημα της τράπεζας, στη συνέχεια δέχεται ότι είχε εξουσιοδοτηθεί να αποδέχεται και επιταγές, χρεώνοντας τον λογαριασμό της εταιρίας. Επομένως, εφόσον οι υπάλληλοι της τράπεζας είχαν γνώση της διαχειριστικής εξουσίας του Ι.Π. να αποδέχεται επιταγές σε όνομα και για λογαριασμό της ΑΕ, δεν βαρύνονται με καμία υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά, αφού ενήργησαν κατά τα συναλλακτικά ήθη και καλόπιστα. Άρα δεν θεμελιώνεται ούτε ενδοσυμβατική ούτε και αδικοπρακτική ευθύνη της τράπεζας σε βάρος του πελάτη της.
Επρόκειτο, λοιπόν, για μια αντιφατική παραδοχή εκ μέρους του Εφετείου, η οποία θεμελίωσε λόγο αναίρεσης. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι προστηθέντες υπάλληλοι της τράπεζας δεν βαρύνονταν με πταίσμα για καμία από τις πράξεις που τέλεσαν, αφού θεωρήθηκε ότι δρούσαν στο πλαίσιο της ορθής συναλλακτικής πρακτικής, ενώ ούτε μπορούσε εμφανώς να γίνει αντιληπτή η πλαστογράφηση των υπογραφών. Επομένως, ούτε με βάση το ΑΚ 914 ούτε με βάση το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή, μπορεί να αξιωθεί αποζημίωση, ελλείποντος του στοιχείου της υπαιτιότητας.
Συμπερασματικά, είναι αδιαμφισβήτητες οι εγγυήσεις που παρέχει ένα τραπεζικό ίδρυμα, για τη διασφάλιση της σταθερότητας στην καθημερινή συναλλακτική ζωή. Σαφώς και παραδείγματα παρεκκλίσεων από τον ρόλο αυτό υπάρχουν και έχουν συμβεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως περιγράφονται στις δικαστικές αποφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα νομοτυπικά στοιχεία της ανώμαλης παρακαταθήκης και όλα τις διατάξεις που τη συνοδεύουν, δεν φαίνεται να στοιχειοθετείται συμβατική ευθύνη του τραπεζικού ιδρύματος. Η τελική κρίση, φυσικά, μένει να διατυπωθεί.
Συντάκτης: Γιώργος Λυμπέρης
Πηγές:
(1). Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, «Εγχειρίδιο Τραπεζικού Δικαίου», Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σελ. 39
(2). 1439/2019, Αρείου Πάγου, διαθέσιμη σε: ΝΟΜΟΣ
(3). Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, «Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου», Εκδ. Σάκκουλα, 2014, σελ. 388
(4). Πάνος Κορνηλάκης, «Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο», Εκδ. Σάκκουλα, 2023, σελ.483
(5). Πάνος Κορνηλάκης, «Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο», Εκδ. Σάκκουλα, 2023, σελ.474 επ.
(6). Σπύρος Δ. Ψυχομάνης, «Εγχειρίδιο Τραπεζικού Δικαίου», Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σελ. 40
(7). Α. Μπεχλιβάνης, Ε. Τζίβα, «Δίκαιο Εμπορικών Δικαιοπραξιών», Εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ.230-231
(8). 353/2013, Αρείου Πάγου, Διαθέσιμη σε: ΝΟΜΟΣ, 1404/2012, Αρείου Πάγου, Διαθέσιμη σε: ΝΟΜΟΣ
(9). 1439/2019, Αρείου Πάγου, διαθέσιμη σε: ΝΟΜΟΣ
(10). Ν. Νίκας, «Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας», Εκδ. Σάκκουλα, 2018
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.