Το καθεστώς της “4ης Αυγούστου” του Ι. Μεταξά, το “Νέον Κράτος” και ο Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός.

 Με αφορμή την συμπλήρωση 88 ετών από την εγκαθίδρυση δικτατορίας από τον Ιωάννης Μεταξά, την 4η Αυγούστου 1936, μιλήσαμε με τον διδάκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Βασίλειο Μπογιατζή, ρίχνοντας φως στην ιδεολογία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (1936-1941) αλλά και τους σκοπούς του Έλληνα δικτάτορα, ο οποίος ήθελε να οικοδομήσει ένα «Νέον Κράτος» και  οραματιζόταν τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό.  

 

Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στον συντάκτη του What Politics Means, Παντελή Κοτζαμπάση. 

  

Πώς διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε η κοσμοθεωρία του Ι. Μεταξά κατά τη περίοδο 1897-1936; 

Στη μακρά παρουσία του στην ελληνική πολιτική ο Ιωάννης Μεταξάς διέγραψε μια ενδιαφέρουσα ιδεολογική τροχιά. Εκκινώντας από εθνικισμό και συντηρητισμό, η σκέψη του κατά τη δεκαετία του ’20 εμπλουτίστηκε με θεμελιώδη στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας, κάτι που κατέστη πρόδηλο –παρά τους ποικίλους περιορισμούς– στη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι επιλογές του διέθεταν εδραίο υπόβαθρο και ότι η πράξη του συναρμοζόταν με τη σκέψη του. Λίγο πιο αναλυτικά, ο Μεταξάς ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένος από ποικίλες γερμανικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης, αλλά όχι μόνο,  της διαμάχης, μεταξύ της Kultur, του εσωτερικού, βαθιά πνευματικού πολιτισμού, και της Zivilization, του εξωτερικού, άψυχου, μηχανοποιημένου και κίβδηλου. Επιπλέον, ήδη από τη δεκαετία του 1920 είχε εμπλουτίσει το ιδεολογικό του οπλοστάσιο επεξεργαζόμενος κεντρικές φασιστικές ιδέες, όπως και τόπους της αποκαλούμενης «Συντηρητικής Επανάστασης». Από αυτή την άποψη, μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι ο Μεταξάς αντιμετώπισε όλες τις μείζονες ιστορικές εξελίξεις, από την καμπή του αιώνα μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του και ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσω αυτού του ιδεολογικού και διανοητικού πρίσματος, με απώτερο στόχο αυτό που εννοούσε και αντιλαμβανόταν ως εθνική ανασυγκρότηση και αναγέννηση/παλιγγενεσία, καθώς και έναν νέο πολιτισμικό προσανατολισμό για το ελληνικό έθνος, ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της «εδαφικής» εκδοχής της Μεγάλης Ιδέας. 

“Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, σύμφωνα με τον Μεταξά, ήταν η λογική εξέλιξη των τάσεων του 19ου αιώνα που εντάθηκαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου.” 

 Είχε δική του ιδεολογία το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και ειδικότερα ο Ι. Μεταξάς; Ποιες ήταν οι βάσεις του “μεταξισμού” και τι στοιχεία υιοθέτησε από άλλα δικτατορικά καθεστώτα που υπήρχαν ήδη στην ευρωπαϊκή ήπειρο; 

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κατά μία έννοια είχε δική του και κατά μία έννοια αντλούσε από μία ευρύτερη μήτρα διασκευάζοντας δημιουργικά. Ο Μεταξάς υποστήριζε πως ο φιλελεύθερος κοινοβουλευτισμός ήταν ασύμβατος με την επερχόμενη νέα πολιτική εποχή. Ήταν ένα προϊόν του προηγούμενου αιώνα το οποίο είχε εντελώς υπονομευτεί από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το εργατικό κίνημα, ενώ ακόμη και οι υποστηρικτές του επιζητούσαν πλέον την κρατική παρέμβαση ούτως ώστε να προστατευθούν από την κοινωνική επανάσταση. Συνεπώς, ο κοινοβουλευτισμός είχε καταστεί κενός περιεχομένου. Υπό αυτή την έννοια, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν η λογική εξέλιξη των τάσεων του 19ου αιώνα που εντάθηκαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ωστόσο, ταυτόχρονα συνιστούσε και «επανάσταση» λόγω της σαφούς ρήξης του με το φιλελεύθερο πνεύμα και τη «νόθα» ελληνική εκδοχή του, όπως επίσης και με τον κομμουνισμό, στοχεύοντας σε μια παλιγγενετική ανανέωση και αναγέννηση του ελληνικού έθνους. 

“Ο Μεταξάς επιστράτευσε μια συντηρητική-επαναστατική ατζέντα με έναν εντυπωσιακά μελλοντικό προσανατολισμό.” 

Φυσικά, όπως παρατηρεί και ο Αριστοτέλης Καλλής, ο ιδεολογικός πυρήνας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με στόχο την εθνική αναγέννηση που θα καθόριζε μια ολόκληρη εποχή, δεν ήταν μια ιδιαίτερα καινοτόμα ιδεολογική πλατφόρμα. Η υπόσχεση μιας εθνικής «αναγέννησης» ενυπήρχε σε κάθε δημόσιο λόγο σχεδόν οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα όταν συνδεόταν με την προσπάθεια επίτευξης της Μεγάλης Ιδέας. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Καλλής, ο Μεταξάς ενέγραφε αυτήν την υπό μία έννοια κοινότοπη ρητορική στο τρέχον πλαίσιο, υποστηρίζοντας ότι οι ελληνικές εξελίξεις ήταν τμήμα και αντανακλούσαν έναν ευρύτερο εν εξελίξει πολιτικό και κοινωνικό μετασχηματισμό σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ο οποίος αφορούσε τη χρεοκοπία και υπέρβαση  της κοινοβουλευτικής και φιλελεύθερης θέσμισης. Ο Καλλής υποστηρίζει ότι Μεταξάς, αναγνωρίζοντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία ως την πρωτεύουσα αιτία της φερόμενης εθνικής παρακμής, ερμήνευε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του ως το πρώτο κρίσιμο στάδιο μια εκτεταμένης «επανάστασης ενάντια στην παρακμή», καθώς και ως ένα «Νέο Ξεκίνημα» στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Μολονότι αυτή η αίσθηση ενός «νέου ξεκινήματος» στην κοσμοθεωρία του Μεταξά εμφανίζεται μετριοπαθέστερη σε ρυθμό και φιλοδοξία σε σύγκριση με την πιο «επαναστατική» αίσθηση ρήξης με το παρελθόν που τέθηκε από τα δύο μεγάλα φασιστικά καθεστώτα της περιόδου, είχε σίγουρα μια «στρεφόμενη προς το μέλλον» κατεύθυνση, καθώς επεδίωκε να πληρώσει το ιδεολογικό κενό μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και να κινηθεί πέραν της κοινοβουλευτικής ρύθμισης και της κομμουνιστικής επανάστασης. Για αυτόν τον σκοπό, ο Μεταξάς ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του. Προφανώς, σκόπευε στη μονιμότητα του καθεστώτος του. Οι ενέργειες του ήταν στην ίδια γραμμή με αυτές του Χίτλερ, του Μουσολίνι και του Στάλιν που επεδίωκαν να δημιουργήσουν έναν «Νέο Άνθρωπο», είχαν πολλά κοινά με το γερμανικό Ναζισμό και τον ιταλικό Φασισμό, και έτσι προσπάθησε να προσανατολίσει την Ελλάδα σε μια συμμαχία με τη σχεδιαζόμενη «Νέα Τάξη» του Άξονα στην Ευρώπη. 

 Τι επεδίωκε το «Νέον Κράτος» της 4ης Αυγούστου; 

Ίσως εδώ είναι χρήσιμο να δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον Μεταξά. Στην εγγραφή του στο Ημερολόγιό του ενόσω συνεχίζεται ο πόλεμος μετά την ιταλική εισβολή και την εκ μέρους του απόρριψη του ιταλικού ιταμού τελεσιγράφου, αλλά και καθώς είχαν αποτύχει οι συνεχιζόμενες μέχρι και τον Δεκέμβριο τουλάχιστον προσπάθειες να παρέμβει ο Χίτλερ για να ανασχέσει την ιταλική επιθετικότητα, έγραφε στοχαστικά και οργισμένα: «[δ]εν πρόκειται αν ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι εξεκίνησαν όταν πρωτοανέβηκαν από μια καθαρή και τίμια ιδεολογία. Αυτό μπορεί. Το ζήτημα είναι αν εκρατήσανε αυτή την ιδεολογία στην εξέλιξι του αγώνα. Αν την κρατήσανε, αν έμεινε αυτή η σημαία τους στο κάθε τους βήμα, τότε ο αγώνας τους ήτανε και έμεινε ιδεολογικός και μεγάλος. Αν δεν την κρατήσανε, αν δεν έμεινε ορθή και σημαία τους, τότε ήτανε εξ αρχής ψευτιά, μόνο χρήσιμη για να γελάσουνε τους λαούς τους». Μιας και η Ελλάδα «έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, κράτος με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό» οι Χίτλερ και Μουσσολίνι έπρεπε να την υποστηρίξουν, μολονότι η «ανάγκη» την έφερνε κοντά στην Αγγλία. Επομένως, συμπέραινε «και ο Μουσσολίνι και ο Χίτλερ απέναντι της Ελλάδος δεν ωδηγηθήκανε από κανένα από τα ιδεολογικά ελατήρια που υψώνανε ως σημαία του αγώνα των. Το εναντίον, κτυπώντας την Ελλάδα, κτυπούσανε τη σημαία αυτή». Πικραμένος τόνιζε: «[ώ]στε και ο αντικομμουνισμός τους ψεύτικος, και η ολοκληρωτικότητά τους ψεύτικη, και ο αντικοινοβουλευτισμός τους ψεύτικος και η αντιπλουτοκρατία τους ψεύτικη, και ό, τι άλλο παρόμοιο ψεύτικο. Αληθινό δε είναι ένας διψασμένος ιμπεριαλισμός. Αυτός για τον οποίον κατηγορούνε τους Άγγλους».   

Αυτό το οποίο χρειαζόταν επιπλέον ένα τέτοιο παλιγγενετικό/αναγεννητικό όραμα ήταν μια πνευματική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, ένας νέος μύθος. Ήδη, από το 1935, κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαμάχης του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο αναφορικά με το ποιος ήταν υπεύθυνος για τον Εθνικό Διχασμό, ο Μεταξάς επιστράτευσε μια συντηρητική-επαναστατική ατζέντα με έναν εντυπωσιακά μελλοντικό προσανατολισμό. Στο τελευταίο άρθρο που έκλεινε τη σχετική διαμάχη, με τίτλο ««Ἡ νέα ἑλληνικὴ γενεὰ δύναται νὰ ἀναστηλώσῃ τὰ ἰδεώδη ποὺ συνέτριψεν ἡ θεομηνία τοῦ Βενιζέλου», απηχώντας θέσεις του Oswald Spengler, ο Μεταξάς κατηγoρούσε τον Βενιζέλο για την καταστροφή του πνευματικού ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας. Σύμφωνα με το Μεταξά, ο Βενιζέλος ήταν αυθεντικός εκπρόσωπος του φιλελεύθερου, κοσμοπολίτικου, παρακμιακού και εκφυλιστικού ευρωπαϊκού πνεύματος. Η έμφαση του Βενιζέλου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή σε «υλιστικούς» στόχους ήταν ανίκανη, σύμφωνα με το Μεταξά, να εμπνεύσει τους νέους και να ανταποκριθεί στη ζωτικής σημασίας τους ανάγκη για νέα ιδανικά. Για τον Μεταξά, αυτό ήταν που προκάλεσε τη διανοητική κρίση της περιόδου και που εξηγούσε την ευρεία απήχηση των κομμουνιστικών ιδεών. Μια νέα τάξη πραγμάτων βασισμένη σε μια πνευματική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, η οποία εκκινούσε από τα βάθη της ελληνικής παράδοσης, ιστορίας και γλώσσας, και η οποία θα είχε ένα σαφή μελλοντικό προσανατολισμό, ήταν το «κατάλληλο» ιδανικό, ικανό να παράσχει στο ελληνικό έθνος και τη νεολαία του μια αίσθηση αποστολής. Σε αυτό ο Μεταξάς δεν ήταν μόνος: οι Ναζί και οι Φασίστες ακολούθησαν το ίδιο μονοπάτι ούτως ώστε να κινητοποιήσουν τη νεολαία. Συνεπώς, ο Μεταξάς μπορεί, σύμφωνα με τον Eksteins, να συμπεριληφθεί στον «νέο συντηρητισμό» αυτής της περιόδου, ο οποίος είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να κάνει πολλά περισσότερα από το να «συντηρήσει», απλώς: προκειμένου να συντηρήσει, έπρεπε να εμπλακεί σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. 

“Ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός» θα αποτελούσε, ή έπρεπε να αποτελέσει, τον νέο κινητοποιούντα μύθο της αναγεννημένης εθνικής κοινότητας”

Εύλογα, οι αξιώσεις και ιδεολογικές θέσεις του Μεταξά εκφράστηκαν με ένταση και σαφήνεια κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Εκφράζοντας μια παλιγγενετική, αισθητική έννοια της πολιτικής δράσης, ο Μεταξάς αναγνώρισε τη φαντασία, την πίστη, τον ενθουσιασμό, τη ψυχή, το πνεύμα και την αποφασιστικότητα ως τις δυνάμεις εκείνες στις οποίες η γνώση και ορθολογικότητα έπρεπε να υπαχθούν. Το μεγαλείο κάθε προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Χίτλερ, του Μουσολίνι και του Στάλιν, ήταν βασισμένο, θεωρούσε, σε αυτήν την υπαγωγή. Στη δική του οπτική, η 4η Αυγούστου αποτελούσε, ή αναμενόταν να αποτελέσει, τη συλλογική και οργανική αντιπροσώπευση μιας ενοποιημένης κοινωνίας. Κι αυτό διότι εγκαινίαζε μια νέα και άμεση μορφή αντιπροσώπευσης του λαού, κατόρθωνε να αναχαιτίσει την Αριστερά στη βάση των αναγεννημένων εθνικών αξιών και της λήψης μέτρων κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας και, τέλος, επειδή δημιουργούσε ένα νέο πολιτισμό, τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό». 

 Γιατί ο Ι. Μεταξάς προσπάθησε να οικοδομήσει το δικό του «νέον» πολιτισμό, τον λεγόμενο “Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό”, και με ποια πρότυπα του παρελθόντος τον σύνδεε; 

 Ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός», όπως γίνεται σαφές και από τα προηγούμενα, θα αποτελούσε, ή έπρεπε να αποτελέσει, τον νέο κινητοποιούντα μύθο της αναγεννημένης εθνικής κοινότητας, το νέο νόημα και ιδεώδες μετά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, τον πυρήνα της πολιτισμικής ανασυγκρότησης του ελληνικού έθνους-κράτους. Αυτό το αναγεννημένο ιδανικό για το έθνος βασιζόταν στην πεποίθηση της γραμμικής συνέχειας από την αρχαία Ελλάδα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και μετά στο σύγχρονο ελληνικό έθνος-κράτος. Η αρχαία Σπάρτη και η Μακεδονία (η Αθήνα είχε εμφατικά αποκλειστεί από το σχήμα) θα παρείχαν τα ιδανικά της στρατιωτικής πειθαρχίας, η βυζαντινή αυτοκρατορία τα ιδανικά της θρησκευτικής πίστης και τέλος η 4η Αυγούστου την ιδέα της Ενότητας. Το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης θα ήταν η πολιτισμική αποστολή του ελληνικού λαού να δημιουργήσει τον δικό του γηγενή πολιτισμό, αποφεύγοντας τις εκφυλιστικές επιρροές της γηράσκουσας Δύσης. Ο «Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός», ο οποίος στο άκουσμα θύμιζε ξεκάθαρα τα σύγχρονά του «Τρίτο Ράιχ» και «Τρίτη Ρώμη», ήταν προδιαγεγραμμένος να λειτουργήσει ως μια κοσμοθεωρία weltanschauung, ένας νέος ιερός θόλος, ένας νέος νόμος, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Roger Griffin. Είχε έναν μοντερνιστικό και μελλοντικό προσανατολισμό, και τα μέσα οικοδόμησης του θα ήταν και αυτά μοντερνιστικά. Απευθυνόμενος στους εκπροσώπους των καλλιτεχνικών σωματείων, ο Μεταξάς τους παρότρυνε: «Ἕνα μόνον ἔχω νὰ σᾶς ζητήσω: Ἀντὶ νὰ εἶσθε χωρισμένοι εἰς τρία ἢ τέσσερα καλλιτεχνικὰ σωματεῖα, νὰ γίνετε ἕνα σωματεῖον, τὸ ὁποῖον νὰ περιλάβῃ στοὺς κόλπους του ὅλους τοὺς ἄξιους τοῦ ὀνόματος ζωγράφους καὶ γλύπτες. Αὐτὴ τὴν ἑνοποίηση τὴν ἀντιλαμβάνομαι μόνον ὡς ἐπαγγελματικὴν ἑνότητα καὶ ὄχι ὡς καλλιτεχνικὴν ὁμοιομορφίαν. Μέσα εἰς τὸ σωματεῖον αὐτὸ θὰ ὑπάρχῃ ἀπόλυτος διαφορισμὸς εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τίς κατευθύνσεις, τοὺς τρόπους τῆς ζωγραφικῆς, τὴν ἐκφραστικὴ ἀντίληψη, μὲ ἄλλους λόγους ἀπόλυτη ἐλευθερία ὁ ἕνας νὰ κάνῃ ἰμπρεσσιονισμό, ὁ ἄλλος ἀκαδημαϊσμό, ὁ τρίτος φουτουρισμὸ καὶ ὁ τέταρτος ντανταϊσμὸν ἂν θέλετε. Καμιὰ καλλιτεχνικὴ δέσμευση δὲν θὰ ὑπάρχῃ στὸ νέο κράτος γιὰ τὸν καλλιτέχνη». Η μαζική, φασιστικού τύπου, Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), η οποία σύμφωνα με τον Μεταξά βασιζόταν στα αισιόδοξα ιδανικά, τη διάπλαση ρωμαλέου σώματος και τη μεγάλη του επιρροή και εξάπλωση, θα αποτελούσε την πρωτοπορία των μοντερνιστικών προσπαθειών ώστε να δημιουργηθεί ο «νέος Έλληνας». Εντός αυτού του «πρότζεκτ» θα ενσωματωνόταν η επιστήμη και η τεχνολογία, καθώς και ποικίλα άλλα στοιχεία. 

Αποτέλεσε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ανασταλτικό παράγοντα για να προωθηθεί στη πράξη ιδεολογία του καθεστώτος; 

Συνοπτικά, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό ισχύει εν μέρει για τα χρόνια 1936-1938, όταν φαίνεται πως ο Μεταξάς ως εξαρτημένος από τον βασιλιά νιώθει αρκετά μεγάλη ανασφάλεια. Ωστόσο, από το 1938 και μετά, νιώθει ολοένα και πιο ισχυρός και διατεθειμένος να προχωρήσει σε πολλά από τα προαναφερθέντα. Αυτή η ισχυροποίηση και αυτονόμηση δεν πέρασε απαρατήρητη από ποικίλους δρώντες της εποχής, οι οποίοι παρακολουθούσαν στενά και με ανησυχία τις ελληνικές εξελίξεις, όπως οι πρεσβευτές του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Βέβαια, και σε αντίθεση με προσεγγίσεις που υποστηρίζουν ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε δύο πόλους κλπ, μπορεί κανείς να εντοπίσει ποικίλα σημεία στα οποία ο Γεώργιος Β΄ και ο Μεταξάς ομονοούσαν: την απέχθεια για τον παλαιό πολιτικό κόσμο και τον κοινοβουλευτισμό, όπως και τον κομμουνισμό, την πεποίθηση ότι όχι μόνο για τη συγκυρία, αλλά και συνολικά, οι αυταρχικές πολιτικές λύσεις ήταν προτιμότερες για την ελληνική περίπτωση, το επείγον της στρατιωτικής ανασυγκρότησης ακόμη και με το τίμημα της εξάρτησης από τη Γερμανία – ο Γεώργιος περισσότερο επιφυλακτικός εδώ, ο Μεταξάς λιγότερο –, η αναγκαιότητα ελέγχου του στρατεύματος κλπ. Είναι διάφορα από αυτά τα στοιχεία που έκαναν τον βασιλιά να καθυστερήσει τόσο πολύ στην αποκήρυξη του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, παρά τις βρετανικές συμβουλές, κι είναι κι αυτό το στοιχείο που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις στη διάρκεια της Κατοχής. Το ζήτημα των σχέσεων με τη Βρετανία και τη Γερμανία είναι πολυπλοκότερο και θα ήθελα να παραπέμψω εδώ στις μείζονες εργασίες των Ιωάννη Κολιόπουλου και Mogens Pelt 

 Κατά πόσο, τελικά η ιδεολογία του μεταξικού καθεστώτος έγινε πράξη;  

Είναι σαφές πως πολλά στοιχεία από τα προαναφερθέντα έμειναν στο πεδίο της ρητορικής και ποικίλοι φασιστικοί τόποι είχαν περισσότερο ιδεολογική χροιά – που κάτι δείχνει ως οδοδείκτη για μελλοντικές εξελίξεις– παρά εμπράγματη αποτύπωση (π.χ., δεν υπήρξε κορπορατιστική διάρθρωση, η ΕΟΝ παρά τις προσπάθειες να συντελέσει σε μαζική κινητοποίηση δεν επιβίωσε μετά τον θάνατο του δικτάτορα κλπ). Βέβαια, κανείς δεν γνωρίζει τι θα γινόταν αν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, δεδομένου ότι ο Μεταξάς οραματιζόταν το καθεστώς του ως μόνιμη λύση κι όχι ως συγκυριακή παρέκκλιση. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν στοιχεία που σαφώς έγιναν πράξη: η έμπρακτη κατάργηση του κοινοβουλευτισμού ως προϋπόθεση της εθνικής αναγέννησης και παλιγγενεσίας, οι απηνείς διώξεις των κομμουνιστών με καινοφανή μέτρα – αν και ήταν λιγότεροι οι εξόριστοι κομμουνιστές συγκριτικά με τη βενιζελική περίοδο–, η απαγόρευση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, καθώς και η εφαρμογή στοιχείων εργατικής πολιτικής που είχαν προβλεφθεί και νομοθετηθεί άτολμα και επιφυλακτικά από προγενέστερες κυβερνήσεις ήδη από το 1929.  

Η 28η Οκτωβρίου 1940 και η αντίσταση εναντίον της ιταλικής εισβολής, ίσως η πιο ηρωική στιγμή του ελληνισμού και του ελληνικού έθνους-κράτους στη διάρκεια του 20ού αιώνα, αποτέλεσε γεγονός που το καθεστώς επιχείρησε να αξιοποιήσει και να εμφανίσει ως ενσάρκωση των ιδεωδών του: οι ομιλίες του Μεταξά κατά τη λεγόμενη «πνευματική επιστράτευση» είναι χαρακτηριστικές. Η απόρριψη από τον Μεταξά του ιταλικού τελεσιγράφου και τα όσα ηρωικά επακολούθησαν που προκάλεσαν έκπληξη όχι μόνο στον Μουσολίνι, αλλά και στους νεαρούς Ιταλούς στρατιώτες, ιδίως στους φασίστες εξ αυτών, όπως δείχνει ο Cristopher Duggan, αποτελούσαν για τον Μεταξά, ιδεατά, ενσάρκωση των τεταρτοαυγουστιανών ιδεωδών – ήταν όμως και το όριό τους. Η άρνηση του Μεταξά να αποδεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο, η κήρυξη του πολέμου που ακολούθησε, καθώς και οι νίκες του ελληνικού στρατού, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα και των προγενέστερων εντατικών στρατιωτικών προετοιμασιών, εξαπέλυσαν κύματα και αισθήματα γνήσιας εθνικής υπερηφάνειας και τιμής στους ανθρώπους της εποχής, ενώ επίσης φαινόταν να πραγματώνουν το ιδεώδες της ενότητας μετά τον Διχασμό και την Καταστροφή, τα οποία το καθεστώς επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει – όπως και πολλοί μεταγενέστεροι συλλογικοί και ατομικοί δρώντες, οι οποίοι διεκδίκησαν την αποκλειστικότητα στην ερμηνεία και αντιπροσώπευση του λεγόμενου «πνεύματος του ’40». Το «Όχι» προκαλούσε γνήσιο λαϊκό ενθουσιασμό και αξιοπρέπεια, συντονιζόταν με το λαϊκό αίσθημα ανεξαρτήτως πολιτικών αφετηριών, και φαινόταν, για πολλούς παρατηρητές, να σβήνει πολλές από τις προγενέστερες «αμαρτίες» του Μεταξά, επιβεβαιώνοντας την ηγετική του προσωπικότητα. Ακόμη και ο ηγέτης των φυλακισμένων κομμουνιστών Νίκος Ζαχαριάδης έγραφε στο περίφημο πρώτο γράμμα του – μια ανοικτή επιστολή από τη φυλακή της Κέρκυρας όπου κρατούνταν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και δημοσιεύθηκε στον Τύπο με την άδεια του Μεταξά παρά τις επιφυλάξεις του επικεφαλής της Γενικής Ασφάλειας Μανιαδάκη– ότι όλος ο λαός πρέπει να σταθεί στο πλάι της κυβέρνησης Μεταξά που διεξήγε πόλεμο ενάντια στην εισβολή της φασιστικής Ιταλίας. Ωστόσο, δεν ήταν σαφές αν το καθεστώς μπορούσε να ελέγξει απόλυτα αυτή την κατάσταση, δεδομένων των πολιτικών ζυμώσεων οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί στη διάρκεια της δικτατορίας. Ούτε είναι σαφές τι θα είχε συμβεί αν, όπως έχουν υπογραμμίσει οι Mogens Pelt και ο Αριστοτέλης Καλλής, δεν είχε επιτεθεί ποτέ η Ιταλία και οι δυνάμεις του Άξονα είχαν επικρατήσει στην Ευρώπη, πιθανότητα την οποία ο Μεταξάς προσωπικά είχε λάβει πολύ σοβαρά υπόψη. 

 

Ο Βασίλης Μπογιατζής  είναι διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Μεταξύ του πλούσιου συγγραφικού του έργου ξεχωρίζει το βιβλίο του «Μετέωρος Μοντερνισμός: Τεχνολογία, Ιδεολογία της επιστήμης και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου(1922-1940)» από τις εκδόσεις Ευρασία και η συμμετοχή του στον συλλογικό τόμο «Το μεταξικό πείραμα εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας(1936-1941)» από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.     


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας. 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.