Τα πιο σημαντικά περιστατικά τρομοκρατίας του 21ου αιώνα, άλλαξαν μια για πάντα το πλαίσιο αντεγκληματικής προστασίας.

Με μια ιστορική αναδρομή της τελευταίας εικοσαετίας, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, και δη στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και στο Πεντάγωνο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της 11ης Μαρτίου 2004 στους συρμούς των σιδηροδρομικών σταθμών της Μαδρίτης, της 7ης Ιουλίου 2005 στα μέσα συγκοινωνιών του Λονδίνου, της 7ης Ιανουαρίου και της 13ης Νοεμβρίου 2015 στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού “Charlie Hebdo” και στο θέατρο “Le Bataclan” αντίστοιχα, στο Παρίσι, καθώς και της 22ης Μαρτίου 2016 στο αεροδρόμιο, στο μετρό και στον σιδηροδρομικό σταθμό των Βρυξελλών, κοντά στα κτίρια του οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτέλεσαν τεκταινόμενα που στιγμάτισαν τις δύο ηπείρους, μεταβάλλοντας ιλιγγιωδώς τη ροπή των ποινικών νομοθεσιών και αντεγκληματικών πολιτικών εντός κι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.  

Αξιοσημείωτες δε, είναι ήδη εξελισσόμενες διεθνείς συρράξεις που εγείρουν το ζήτημα των τρομοκρατικών επιθέσεων, όπως η ένοπλη σύρραξη που εκτυλίσσεται στην περιοχή της Γάζας. Ως εκ τούτου, επιτακτική φαίνεται μια προσέγγιση και ερμηνεία των νομοθετικών καθεστώτων για την πάταξη της τρομοκρατίας σε διεθνές, αλλά και ευρωπαϊκό ποινικό επίπεδο. 

Ερμηνεία της Οδηγίας 2017/541 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας

Στο πλαίσιο λοιπόν, του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου, και συγκεκριμένα του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, το άρθρο 83 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») κάνει λόγο για «τομείς ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση», συγκαταλέγοντας σε αυτήν την κατηγορία, μεταξύ άλλων, και την τρομοκρατία, έγκλημα που αναφερόταν ρητά ήδη από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, και συγκεκριμένα στο άρθρο 31 παράγραφος 1 στοιχείο ε’. Εκτός αυτού, ήδη με το Άρθρο 14 της Κοινής Θέσης 2001/930 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – με αφορμή δε, το Ψήφισμα 1373/2001 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών – τα κράτη μέλη καλούνται να γίνουν συμαβαλλόμενα μέρη συναφών διεθνών Συνθηκών και Πρωτοκόλλων όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γεγονός που συνιστά κατά κάποιο τρόπο αφετηρία παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα ποινικού δικαίου. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διασαφηνιστεί ότι το ποινικό δίκαιο εμφανίζεται με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας στον χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που επιχειρεί να δομήσει η ίδια η Ένωση για τους πολίτες της βάσει των προβλέψεων του τίτλου V της ΣΛΕΕ, και μάλιστα, βάσει των προβλέψεων των άρθρων 67 επ. ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, ξεκινώντας με τις Αποφάσεις – Πλαίσιο του 2002/475/ΔΕΥ και του 2008/919/ΔΕΥ του Συμβουλίου περί εναρμόνισης ποινικών νομοθεσιών για τα τρομοκρατικά εγκλήματα, αλλά και του 2005/671/ΔΕΥ περί ανταλλαγής πληροφοριών και συνεργασίας αναφορικά με τα τρομοκρατικά εγκλήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε την Οδηγία 2017/541, αφορμώμενη του Ψηφίσματος 2178/2014 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καθώς και του σχετικού συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομομρατίας του 2015.  

Ουκ ολίγον ενδιαφέρον παρουσιάζει μάλιστα, η Οδηγία 2017/541, η οποία ζητά από τα κράτη μέλη να καταστήσουν αξιόποινες πέντε κατηγορίες πράξεων. Η πρώτη κατηγορία (άρθρο 3 παράγραφος 1 της ΕΕ 2017/541) σχετίζεται με το τρομοκρατικό έγκλημα αυτό καθεαυτό, το οποίο συνίσταται στην ακόμη και από ένα πρόσωπο τέλεση μιας ή περισσότερων από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρθρο 3 της Οδηγίας πράξεις, οι οποίες πρέπει από τη φύση τους ή το συναφές πλαίσιο μέσα στο οποίο τελούνται, να είναι δυνατόν να πλήξουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό, και οι οποίες να συνοδεύονται από έναν προκαθορισμένο σκοπό του δράστη, και δη να εκφοβίσει σοβαρά ένα πληθυσμό ή να εξαναγκάσει αθέμιτα μια κυβέρνηση ή έναν διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξη ή, τέλος, να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού. Παρ’ όλα αυτά, η σχετική διάταξη είναι αντικείμενο δριμείας κριτικής, καθότι η «σοβαρή βλάβη μιας χώρας», και πολύ περισσότερο «ενός διεθνούς οργανισμού», παραμένει εντελώς αόριστη και δεν μπορεί να προκύψει ούτε από τον απαιτούμενο υπερχειλή δόλο του δράστη. Επιπροσθέτως, πέρα από τη σωρεία επιμέρους εννόμων αγαθών, όπως η πολιτειακή εξουσία, η δημόσια τάξη, η οικονομία, η εδαφική ακεραιότητα ή οι γειτονικές και διπλωματικές σχέσεις με άλλα κράτη, που διαθέτει μια κρατική οντότητα, συνιστά εξαιρετικά αμφιλεγόμενο το ερώτημα αν, καθώς και ποια έννομα αγαθά έχει στην κατοχή του ένας διεθνής οργανισμός, ενώ παράλληλα αδιευκρίνιστο παραμένει το ποια βλάβη θεωρείται «σοβαρή», με απόρροια να καταστρατηγείται η αρχή του ορισμένου στην περιγραφή του εγκλήματος (“nullum crimem nulla poena sine lege / certa).  

Εν συνεχεία, η δεύτερη κατηγορία της εν λόγω Οδηγίας μνημονεύει τη συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 2β της ΕΕ 2017/541, αλλά και την καθοδήγηση αυτής βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 2α της ΕΕ 2017/541, κάτι που ανάγεται σε ένα προστάδιο τέλεσης τρομοκρατικού εγκλήματος, χωρίς να απαιτείται το τελευταίο να έχει πράγματι τελεστεί. Όσον αφορά την τρομοκρατική ομάδα, πρόκειται για μια δομημένη ομάδα, απαρτιζόμενη από τρία ή περισσότερα πρόσωπα και συγκροτούμενη για μακροχρόνια περίοδο με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών εγκλημάτων μέσω της συντονισμένης δράσης. Η συμμετοχή δύναται μάλιστα, να λάβει, μεταξύ άλλων, τη μορφή παροχής πληροφοριών ή υλικών μέσων, καθώς και χρηματοδότησης των παρεμφερών δραστηριοτήτων με επίγνωση όμως, του γεγονότος πως η σύμπραξη αυτή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας. Ως εκ τούτου, γίνεται εναργές όχι μόνο πως η τρομοκρατική οργάνωση δε συγκροτείται περιστασιακά για την άμεση τέλεση των προβλεπόμενων εγκλημάτων, αλλά και πως δε χρειάζεται να έχει τυπικά καθορισμένους ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια δράσης των μελών της ή ανεπτυγμένη δομή. Παρ’ όλα αυτά, ένα σημαντικό πρόβλημα εν προκειμένω έγκειται στην εξομοίωση από άποψη απαξίας της συμμετοχής σε τομοκρατική ομάδα για την τέλεση, λόγου χάριν τρομοκρατικών απειλών με τη συμμετοχή σε αυτήν που αποσκοπεί στη διάπραξη άλλων, πολύ βαρύτερων, τρομοκρατικών αδικημάτων, με απότοκο να μη γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας κατά την τιμώρηση των εν λόγω αδικημάτων.  

Επιπλέον, η τρίτη κατηγορία (άρθρα 5 έως και 12 της ΕΕ 2017/541) αναφέρεται σε ένα φάσμα αξιόποινων πράξεων που προηγείται οποιασδήποτε προπαρασκευής συγκεκριμένου τρομοκρατικού εγκλήματος, διότι πρόκειται επί της ουσίας για πράξεις «ουδέτερες», τις οποίες μπορεί να τελεί ο καθένας στην καθημερινότητα. Ειδικότερα, σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν, μεταξύ άλλων, η δημόσια υποκίνηση για τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος (άρθρο 5), η οποία συνίσταται στη διάδοση ή στη με οποιονδήποτε τρόπο διάθεση ενός μηνύματος προς το κοινό, με πρόθεση την υποκίνηση σε τέλεση ενός από τα εγκλήματα που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α’ έως θ’, όταν μια συμπεριφορά, είτε υποστηρίζει άμεσα είτε όχι τα τρομοκρατικά εγκλήματα, προκαλεί κίνδυνο τέλεσης ενός ή περισσότερων τέτοιων. Προϋπόθεση βέβαια, αυτού του κινδύνου είναι να έχει προκληθεί η απόφαση τέλεσης τρομοκρατικού εγκλήματος σε κάποια τουλάχιστον πρόσωπα από τη διάδοση ή διάθεση ενός μηνύματος προς το κοινό, επειδή διαφορετικά, αν υπάρχουν απλώς και μόνο ευνοϊκές περιστάσεις, όπως ένας φανατικός λόγος ή ένα θρησκόληπτο κοινό, δεν υπάρχει οποιαδήποτε μορφή πραγματικής διακινδύνευσης. Στην κατηγορία αυτή επίσης, συγκαταλέγονται η «στρατολόγηση» τρομοκρατών, στην οποία παρατηρήθηκε και μια αναντιστοιχία της έννοιας της «στρατολόγησης» τρομοκρατών με το περιεχόμενο που της αποδόθηκε ως «υποκίνηση άλλου σε τέλεση ή σε συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος» τόσο στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2015 όσο και στην Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που υπερβαίνει τα σχήματα αξιόποινων συμμετοχικών συμπεριφορών, καθότι στα συστήματα περιορισμένης εξάρτησης της συμμετοχής από την κύρια άδικη πράξη, όπως και στο ελληνικό, απαιτείται τουλάχιστον μια αρχή εκτέλεσης, με απότοκο να τίθεται ως ουσιώδες ερώτημα το σε ποια ακριβώς προσβολή εννόμων αγαθών απαντά η ποινικοποίηση μιας παρεμφερούς συμπεριφοράς. Εκτός αυτού, εδώ έχουμε και την «εκπαίδευση» τρομοκρατών, την παρακολούθηση εκπαίδευσης για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, τα ταξίδια με σκοπό την τρομοκρατία, την οργάνωση και διευκόλυνση των ταξιδιών αυτών, τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και τα εγκλήματα της διακεκριμένης κλοπής, εκβίασης ή πλαστογραφίας, τα οποία διαπράττονται με στόχο την τέλεση ενός τρομοκρατικού αδικήματος. 

Σε μια τέταρτη κατηγορία η Ένωση ζητά από τα κράτη μέλη να τυποποιήσουν πράξεις συνέργειας ή υποκίνησης όχι μόνο του τρομοκρατικού εγκλήματος, καθώς και των πράξεων συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και από πρόσωπα που δεν είναι μέλη της, ή πράξεων του ευρέος φάσματος που βρίσκεται ακόμη και πριν από την προπαρασκευή συγκεκριμένου τρομοκρατικού εγκλήματος, δηλαδή μια βοηθητική συμπεριφορά σε προωθημένο προστάδιο τέλεσης του αδικήματος (άρθρο 14 παράγραφος 1). Τέλος, η πέμπτη κατηγορία της ΕΕ 2017/541 σχετίζεται με την απόπειρα όχι μόνο του τρομοκρατικού αδικήματος, αλλά και αδικημάτων που αποτελούν προστάδια τέλεσής του (άρθρο 14 παράγραφος 3). Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 15 παράγραφος 1 της Οδηγίας τα κράτη μέλη καλούνται να προβλέψουν για όλα τα αδικήματα «ποινικές κυρώσεις αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές, που ενδέχεται να επιφέρουν την παράδοση ή την έκδοση». Ωστόσο, για την καθοδήγηση τρομοκρατικής ομάδας η Οδηγία επιβάλλει την πρόβλεψη ελάχιστου ανώτατου ορίου στέρησης της ελευθερίας 15 ετών και για τη συμμετοχή σε αντίστοιχη ομάδα ελάχιστου ανώτατου ορίου 8 ετών βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 3, ενώ τα κράτη μέλη δύνανται να λάβουν υπ’ όψιν στην ποινή για την τέλεση των αδικημάτων «στρατολόγησης» και «εκπαίδευσης» τρομοκρατών με στόχο την τέλεση τρομοκρατικών αδικημάτων το γεγονός ότι το αδίκημα τελέστηκε κατά παιδιών βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1. Ειδικά για το τρομοκρατικό έγκλημα της απειλής προβλέπεται ελάχιστο όριο στέρησης ελευθερίας τα 8 έτη όταν αυτό τελείται από εκείνον που διευθύνει την τρομοκρατική ομάδα βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 3 εδάφιο β. Ακόμη, κυρώσεις προβλέπονται και για νομικά πρόσωπα  στο άρθρο 18, υπό την προϋπόθεση πως οι αξιόποινες πράξεις της οδηγίας τελέστηκαν προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει ιθύνουσα θέση σε αυτά. Βέβαια, τα κράτη μέλη που δεν αποδίδουν ποινική ευθύνη στα νομικά πρόσωπα διατηρούν τη δυνατότητα να προβλέψουν διοικητικές κυρώσεις για αυτά καθεαυτά.  

Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2017/541 στην ελληνική έννομη τάξη

Κατ’ αρχάς, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να ενστερνιστούν τις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση που αυτές καταστρατηγούν θεμελιώδη δικαιώματα ή αναγνωριζόμενες από το ενωσιακό δίκαιο αρχές του ποινικού δικαίου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, δε, πως σε πολλά σημεία της Οδηγίας – η οποία διευρύνει το αξιόποινο σε πολύ προωθημένα στάδια, ποινικοποιώντας ακόμη και το εγκληματικό φρόνημα – το ποινικό δίκαιο παύει να λειτουργεί και ως όριο της αντεγκληματικής πολιτικής και μεταλλάσσεται σε μέσο πολιτικής διαχείρισης προβληματικών καταστάσεων χωρίς δικαιοκρατικά κανονιστικά όρια, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά τη μεταφορά της Οδηγίας στο εσωτερικό τους, να αποκαταστήσουν τις επιταγές του κράτους δικαίου. Έχουν καθήκον λοιπόν, να τηρήσουν την αρχή της χρήσης του ποινικού δικαίου ως ultima ratio, ελέγχοντας αν το αστυνομικό δίκαιο και το δίκαιο της κρατικής ασφάλειας είναι επαρκή για την πρόληψη της τρομοκρατίας, να σταθμίσουν το περιεχόμενο της ποινικοποίησης με τα θεμελιώδη δικαιώματα, και δη την ελευθερία έκφρασης λόγου, να απέχουν από τυποποιήσεις που αντιφάσκουν προς άλλες θεμελιώδεις επιλογές (λόγου χάριν μη τιμώρηση της απόπειρας ηθικής αυτουργίας ή της απόπειρας απλής συνέργειας ή απλώς ουδέτερων συμπεριφορών), να εισάγουν το στοιχείο του «παρανόμου» (με άλλα λόγια, το «χωρίς δικαίωμα») της συμπεριφοράς, το οποίο καθίσταται αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, να σεβαστούν τις αρχές νομιμότητας και αναλογικότητας κατά τον προσδιορισμό του πλαισίου ποινής, αλλά και να έχουν μια αυτοσυγκράτηση ως προς τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας, επειδή δεν είναι νοητό να καθίστανται «κριτές» για προσβολές δημόσιας τάξης άλλων κρατών μελών, τη στιγμή που τα τελευταία προστατεύουν σε πιο περιορισμένο επίπεδο αυτό το έννομο αγαθό. 

Όσον αφορά, ειδικότερα, την ελληνική έννομη τάξη, ο Ν. 4619/2019, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.4623/2019, προέβλεψε στο άρθρο 187Α παράγραφος 1 πως η τρομοκρατική πράξη συνίσταται στην «τέλεση κακουργήματος ή οποιουδήποτε εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης ή εγκλήματος κατά της δημόσιας τάξης υπό συνθήκες ή με τέτοιον τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού». Επίσης, στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου τυποποιείται η συγκρότηση ή ένταξη σε τρομοκρατική ομάδα, στην παράγραφο 3 η διεύθυνση τρομοκρατικής ομάδας, στην παράγραφο 4 η υποκίνηση σε τέλεση ή σε συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού αδικήματος ή σε συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα («στρατολόγηση»), στην παράγραφο 5 η παροχή και λήψη «εκπαίδευσης» για τρομοκρατικούς σκοπούς, στην παράγραφο 6 η απειλή τέλεσης τρομοκρατικής πράξης ή πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξή της, με συνέπεια την έκθεση της δημόσια τάξης σε κίνδυνο, ενώ στην παράγραφο 7 τυποποιείται η πραγμάτωση ταξιδιού με τρομοκρατικό σκοπό. Ακόμα, με τον Ν.4855/2021 τροποποιήθηκε το άρθρο 187Β υπό τον τίτλο «Αξιόποινη Υποστήριξη» του Ποινικού Κώδικα, το οποίο απαρτίζεται εν γένει από την παροχή, συλλογή, διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, υλικών ή άυλων, κινητών ή ακινήτων ή κάθε είδους χρηματοοικονομικών μέσων (παράγραφος 1), την παροχή ουσιωδών πληροφοριών (παράγραφος 2), τη ματαίωση αποκάλυψης, δίωξης ή τιμώρησης τρομοκρατικών αδικημάτων με απειλή ή χρήση βίας κατά ή με δωροδοκία δικαστικών λειτουργών, ενόρκων, ανακριτικών ή δικαστικών υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων ή διερμηνέων (παράγραφος 3), καθώς και τις επιβαρυντικές περιστάσεις για τα εγκλήματα της παραγράφου 1 (παράγραφος 4). Τέλος, υπάρχει και το άρθρο 187Γ του Ποινικού Κώδικα που αναφέρεται στα «Ευνοϊκά Μέτρα».   

Το ζήτημα των αλλοδαπών τρομοκρατών μαχητών υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου 

Μετά τις συγκρούσεις στη Συρία και το Ιράκ από το 2010 κι έπειτα, προκαλεί μεγάλη ανησυχία η αύξηση των ταξιδιών. Σύμφωνα με τις Αποφάσεις 2170 και 2178 του 2014 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ξένοι μαχητές ή ξένοι τρομοκράτες μαχητές (foreign terrorist fighters) είναι άτομα που ταξιδεύουν ή επιχειρούν να ταξιδεύσουν σε κράτος άλλο από το κράτος διαμονής ή ιθαγένειάς τους με σκοπό τη διάπραξη, τον σχεδιασμό, την προετοιμασία ή τη συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες ή με σκοπό να εκπαιδεύσουν ή να λάβουν εκπαίδευση στην τρομοκρατία. Επομένως, γίνεται κατανοητό, με αφορμή κι αυτήν την εννοιολογική αποσαφήνιση των αλλοδαπών τρομοκρατών μαχητών πρώτον, πως το ratione personaeπεδίο εφαρμογής αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας καταλαμβάνει πράξεις πέραν, αλλά και στο πλαίσιο της ένοπλης σύρραξης, δίδοντας έτσι, τη διακριτική ευχέρεια στα κράτη να ενσωματώσουν τη συμμετοχή ξένου μαχητή στις εχθροπραξίες μιας μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης στην έννοια των τρομοκρατικών εγκλημάτων και δεύτερον, ότι η απόπειρα ταξιδιού με τρομοκρατικό σκοπό, η υλική ή η οικονομική υποστήριξη τρομοκρατικών ομάδων ή η στρατολόγηση ατόμων προς τον στόχο τρομοκρατικής δράσης τονίζονται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας ως πράξεις που πρέπει να ποινικοποιηθούν από τα κράτη μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, με τις Αποφάσεις 2368 και 2396 του 2017 του Συμβουλίου Ασφαλείας η ποινικοποίηση στοχεύει πλέον και τα πρόσωπα που αποφασίζουν να επιστρέψουν από τον τόπο «τρομοκρατικής» δράσης πίσω στις χώρες ιθαγένειας ή διαμονής τους.  

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα προαναφερθέντα, είναι σημαντικό να επισημανθεί το γεγονός ότι σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο τα τρομοκρατικά αδικήματα διατυπώνονται πολλάκις με τρόπο ασαφή ως προς το περιεχόμενο των όρων τους, με απόρροια την καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας και των απαιτήσεων της προσβασιμότητας και προβλεψιμότητας ειδικότερα, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας. Η ποινικοποίηση δε, των εξαιρετικά πρώιμων σταδίων της προετοιμασίας διάπραξης τρομοκρατικής πράξης αντιβαίνει στην αρχή χρήσης του Ποινικού Δικαίου ως ultima ratio, με απότοκο να αμφισβητείται η προστασία των αρχών δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου (πολλώ δε μάλλον των κατηγορουμένων), που κάποιες φορές καθίστανται έρμαιο των αντεγκληματικών πολιτικών και της εθνικής ασφάλειας των κρατών. Συνοψίζοντας, τόσο οι διεθνείς οργανισμοί όσο και η ενωσιακή έννομη τάξη οφείλουν να επιδεικνύουν τις αξίες τις οποίες διατείνονται πως ενστερνίζονται. 

Συντάκτης: Ανέττα Τσελέπη

Πηγές:

 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.