Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ο Στρατός αποτελούσε την κύρια πηγή εξουσίας στην Ελλάδα, διότι αυτός καθόριζε ποια κυβέρνηση θα ανέβει στην εξουσία και ποια θα ανατραπεί. Η ανακήρυξη της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας στις 25 Μαρτίου 1924 και το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου δεν σταμάτησαν τις στρατιωτικές παρεμβάσεις στη πολιτική ζωή της χώρας. Έτσι τα στρατιωτικά κινήματα στον ελληνικό Μεσοπόλεμο ήταν ένα κύριο γνώρισμα της περιόδου, ενώ παράλληλα η χώρα διήλθε από τρεις δικτατορίες (Πάγκαλου, Κονδύλη και Μεταξά). Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστεί  ένα από τα στρατιωτικά κινήματα της εποχής, το κίνημα του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος με τη βοήθεια των Δημοκρατικών Ταγμάτων κατέλαβε την εξουσία και εγκαθίδρυσε δικτατορία.

Ο Πάγκαλος δυσαρεστημένος με την πολιτική της κυβέρνησης του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου τόσο στα του εσωτερικού όσο και στις εξωτερικές υποθέσεις της χώρας, προσπαθούσε από τις αρχές του 1925 να προετοιμάσει στρατιωτικό κίνημα για την ανατροπή της. Δεν ήταν μόνος, καθώς συσπειρώθηκαν μαζί του ορισμένοι αξιωματικοί που είχαν πάρει μέρος στο Ναυτικό κίνημα του Ανδρέα Κολιαλέξη (Ιούλιος-Αύγουστος 1924) και στο στρατιωτικό κίνημα του Χαράλαμπου Λούφα (19 Νοεμβρίου 1924), απόστρατοι διοικητές μονάδων των Σωμάτων Στρατού, κυρίως του Γ΄ και Δ΄ Σώματος, και ο διοικητής ενός εκ των Δημοκρατικών Ταγμάτων αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής. Ο Πάγκαλος αρχικώς δίστασε να ξεσπάσει το κίνημα του επειδή ο ισχυρός διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού Αλέξανδρος Οθωναίος ήταν πιστός στην κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου. Όμως δεν δίστασε τελικά, τον Ιούνιο του 1925, με αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» να προαναγγείλει τη στρατιωτική του επέμβαση, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ο Στρατός είχε καθήκον να σώσει τη χώρα από τη κακοδιοίκηση των δημοκρατικών πολιτικών.

Οι φήμες περί στρατιωτικού κινήματος από τον Πάγκαλο φούντωναν, σε τέτοιο σημείο, όπου έφτασαν τον πολιτικό αρχηγό Γεώργιο Καφαντάρη να δηλώσει «Εμ βρε αδερφέ, ας κάνει κι αυτός δικτατορία να δούμε τι θα γίνη…». Επιπλέον μία μέρα πριν ξεσπάσει το παγκαλικό στρατιωτικό κίνημα, το βράδυ της 24ης Ιουνίου, ενώ είχε τελειώσει η Συνεδρίαση της Βουλής ο υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Γόντικας πλησίασε τον Πάγκαλο και τον ρώτησε αν θα κάνει κίνημα. Ο Πάγκαλος του απάντησε μεταξύ σοβαρού και αστείου «Και βέβαια θα κάμω» και έπειτα αποχώρησε προς την οικία του, σαν να μην συμβαίνει τίποτα.  Ο Γόντικας αφού πρώτα επιβεβαίωσε ότι θα ξεσπάσει κίνημα, διέταξε την σύλληψη του Πάγκαλου. Ο τελευταίος ενημερώθηκε τυχαία από έναν Γάλλο δημοσιογράφο ότι η κυβέρνηση διέταξε την σύλληψη του και κρύφτηκε σε οικία συγγενικού προσώπου. Από εκεί έδρασε και επικοινώνησε με τους αξιωματικούς που είχαν μυηθεί στο κίνημα, δίνοντας τους το πράσινο φως να δράσουν.

Το βράδυ της 24ης προς 25ης Ιουνίου ξέσπασε το κίνημα του Θεόδωρου Πάγκαλου, το οποίο ξεκίνησε από Α΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στο οποίο κρατούταν υπό περιορισμό, λόγω συμμετοχής του σε προηγούμενο κίνημα, ο αντισυνταγματάρχης Βασίλειος Ντερτιλής, ο οποίος προσπάθησε να καταλάβει τα Δημοκρατικά Τάγματα. Η μόνη στρατιωτική δύναμη που βρισκόταν στην Αθήνα και είχε προσχωρήσει στο κίνημα ήταν το Σύνταγμα του Μηχανικού. Επιπλέον, ομάδα αξιωματικών του ναυτικού υπό την αρχηγεία του Αλέκου Χατζηκυριάκου κατέλαβε τον Στόλο.

Παράλληλα το κίνημα είχε επικρατήσει στη βόρεια Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη οι παγκαλικοί αξιωματικοί Χαράλαμπος Τσερούλης, Ιωάννης Τσιγάντες και Ανδρέας Σπανόπουλος, μαζί με τους διοικητές του Δημοκρατικού Τάγματος Θεσσαλονίκης Βελισάριο Καρακούφα και Ευριπίδη Μπακιρτζή, κατέλαβαν με ευκολία το Γ΄ Σώμα Στρατού. Οι κινηματίες εκμεταλλευθήκαν το γεγονός ότι ο διοικητής του Σώματος Αλέξανδρος Οθωναίος απουσίαζε. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στη κατάληψη του Δ΄ Σώματος Στρατού στη Καβάλα, όπου οι κινηματίες εκμεταλλευθήκαν την απουσία του διοικητή του Σώματος Ευθύμιου Τσιμικάλη.

Ο υπουργός Στρατιωτικών μόλις ενημερώθηκε ότι το κίνημα επικράτησε στη βόρεια Ελλάδα, έσπευσε να ενημερώσει τον Πρωθυπουργό, ο οποίος με την σειρά του ενημέρωσε τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη. Πραγματοποιήθηκαν αλλεπάλληλες συσκέψεις μεταξύ Ανώτατου Άρχοντα και πολιτικών αρχηγών, αλλά δεν κατάφεραν να συντονιστούν και να διαλύσουν γρήγορα το κίνημα. Ο Μιχαλακόπουλος παρόλο που είχε αντιμετωπίσει δύο κινήματα στο παρελθόν, δεν ήθελε να αναλάβει μόνος του τη καταστολή του κινήματος του Πάγκαλου και παραιτήθηκε. Αντιθέτως ο Καφαντάρης υποστήριζε την παραμονή της κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου στην αρχή, ενώ ο Κονδύλης περίμενε να του ανατεθεί η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και μετά να δράσει κατά του Πάγκαλου.

Όταν ο Κουντουριώτης έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κονδύλη, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου διαμαρτυρήθηκε έντονα κάνοντας λόγο ότι θα χυθεί «δημοκρατικό αίμα». Ο τελευταίος έπεισε τους υπόλοιπους αρχηγούς να αναλάβει ο ίδιος τη κυβέρνηση και να διαπραγματευτεί  με τον Πάγκαλο. Ο Παπαναστασίου χωρίς να χάσει χρόνο συνάντησε τον Πάγκαλο στο Υπουργείο Στρατιωτικών ζητώντας από του να συμμετάσχει στη νέα κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν, προσφέροντας το υπουργείο Στρατιωτικών στον ίδιο και το υπουργείο Ναυτικών στον Χατζηκυριάκο. Ο Πάγκαλος καθυστέρησε εσκεμμένα να απαντήσει στην πρόταση του Παπαναστασίου ώστε να εδραιώσει το κίνημά του. Έτσι κι έγινε, ο Πάγκαλος ήλεγχε πλέον το Τηλεγραφείο, το Υπουργείο Στρατιωτικών και δημόσια κτήρια, ενώ παράλληλα εντάχθηκαν στο πλευρό του η Αεροπορία και η 2η Μεραρχία Πεζικού. Μετά από τα γεγονότα αυτά ο Πάγκαλος ξεκαθάρισε ότι ο ίδιος θα σχηματίσει κυβέρνηση, δηλώνοντας ότι ο Στρατός δεν αποδέχεται ως λύση μια κυβέρνηση υπό τον Παπαναστασίου. Έτσι στις 26 Ιουνίου 1925 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όρκισε την κυβέρνηση του Πάγκαλου, με τον όρο να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από την Εθνοσυνέλευση.

Η Εθνοσυνέλευση που συνεδρίασε στις 30 Ιουνίου 1925 «έντυσε» το δικτατορικό καθεστώς με τον «κοινοβουλευτικό μανδύα», καθώς έδωσε πράσινο φως στη κυβέρνηση του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα κατέλυσε και τυπικά τη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία.  Την καλύτερη προσέγγιση και εξήγηση στο γιατί επικράτησε, τόσο εύκολα, ο Πάγκαλος και εγκαθίδρυσε δικτατορία την δίνει ο Σεραφείμ Μάξιμος στο βιβλίο του με τίτλο «Κοινοβούλιο ή Δικτατορία;», όπου αναφέρει: «Στο τέλος, το κοινοβούλιο εξευτελισμένο και ταπεινωμένο, παραδόθηκε στον αντίπαλο του, ζητώντας στη δικτατορία τη σωτηρία του».

Η παγκαλική δικτατορία διήρκησε δεκατέσσερις μήνες, όπου κατά τη διάρκεια της διεξήχθησαν οι πρώτες προεδρικές εκλογές του ελληνικού κράτους. Παρόλα αυτά, χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν η κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών, η καταπάτηση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του λαού, οι διώξεις κατά πολιτικών προσώπων και οι δημόσιες εκτελέσεις για παραδειγματισμό. Ταυτόχρονα, η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε ο δικτάτορας μπορεί να χαρακτηριστεί επικίνδυνη για τη χώρα, με αποκορύφωμα την εισβολή ελληνικών στρατευμάτων στην Βουλγαρία (19 Οκτωβρίου 1925) και την σύναψη των «παγκαλικών συμφωνιών» με την Γιουγκοσλαβία (17 Αυγούστου1926). Τελικά ο Πάγκαλος ανετράπη από το στρατιωτικό κίνημα του Γεώργιου Κονδύλη στις 22 Αυγούστου 1926.

Διαβάστε επίσης: 

Συντάκτης: Παντελής Κοτζάμπασης 

Πηγές:

  • Βερέμης Θάνος, Οι επεμβάσεις του Στρατού στην ελληνική πολιτική 1916-1936, εκδόσεις Αλεξάνδρεια(Αθήνα 2018).
  • Δασκαρόλης Ιωάννης, Δημοκρατικά Τάγματα, οι «πραιτωριανοί» της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας 1923-1926, εκδόσεις Παπαζήσης(Αθήνα 2019).
  • Δαφνής Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, εκδόσεις Κάκτος(Αθήνα 1997).
  • Μάξιμος Σεραφείμ, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία, εκδόσεις Στοχαστής(Αθήνα 2022).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.