Το τραύμα αποτελεί ένα αρχικά – και φαινομενικά- ανίατο βάρος, το οποίο εφόσον γίνει αντιληπτό είναι πιθανό να μεταβάλλει ριζικά τον τρόπο που σκεφτόμαστε και συνεκδοχικά τον τρόπο που “πρέπει” να ζούμε συνολικά. Και όσα περισσότερα “πρέπει” βάζουμε αβίαστα, τόσο πιο αυστηροί γινόμαστε με τον εαυτό μας και τόσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την έννοια της μετατραυματική ανάπτυξη. Ο συγκεκριμένος όρος αφορά όλες εκείνες τις θετικές αλλαγές που δύναται να βιώσει ένα άτομο, έπειτα από την εμπλοκή του σε μία τραυματική εμπειρία. Είτε αυτή η εμπειρία αφορά κάτι προσωπικό, είτε εκτείνεται στο πιο συλλογικό και εξωτερικά επιβαλλόμενο.
Η εξωτερική αυτή παρέμβαση είναι συχνή στο κάθε “σήμερα”. Στο τυποποιημένο αυτό εικοσιτετράωρο, με τις μειωμένες ώρες ξεκούρασης και ταυτόχρονα τον εφησυχασμό της ετεροευθύνης του προγράμματός μας. Έτσι και το συλλογικό τραύμα, προέρχεται από μια κατάσταση που συνήθως δεν επιλέγουμε να είμαστε μέρος της. Είναι κάτι που προκαλείται από μία άλλη οντότητα της οποίας η δύναμη ξεπερνάει τις αγαθές σκέψεις, αλλά και την ανθρώπινη τρωτότητα. Για να το κάνω πιο συγκεκριμένο, ευάλωτοι στα τραύματα μπορεί να είναι οι επιζώντες ολοκαυτωμάτων και πολέμων, τα θύματα φυσικών καταστροφών και εγκληματικής βίας, ακόμα και πολλοί από τους επιζώντες COVID-19.
Σε έναν πόλεμο ή ολοκαύτωμα, οι πιθανότητες να επιζήσει κανείς μεταφράζονται χοντρικά στο μυαλό ενός ατόμου, σε περίπτωση που δεν βλέπει το ποτήρι “μισοάδειο” και είναι κατά βάση ρεαλιστής, ως πενήντα – πενήντα. Όταν ο καθένας αντικρίζει την πιθανότητα θανάτου, η ανάπτυξη που επέρχεται αργότερα αφορά τον “θαλλό” της βαθύτερης κατανόησης της ζωής και των ενισχυμένων σχέσεων με τους υπολοίπους. Η αντίληψη της εκδοχής της πλήρους ανεπάρκειας , προκαλεί την εκτίμηση των ψηγμάτων ευτυχίας αργότερα ,χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καθένας θα ήταν δόκιμο να αρκεστεί σ’ αυτά. Όπως και στις περιπτώσεις των θυμάτων της εγκληματικής βίας και των φυσικών καταστροφών, αλλά και των επιζώντων COVID-19, παρόλες τις προκλήσεις που επιφέρουν οι εν λόγω συνθήκες ,τα άτομα είναι δυνατό να βιώσουν την μετατραυματική ανάπτυξη, μέσω της ενίσχυσης της κοινωνικής υποστήριξης και της “αναδόμησης της κοινότητας”. Αυτές οι εμπειρίες, λοιπόν, αναγκάζουν αρκετούς να επανεξετάσουν τις προτεραιότητές τους και να διανοιχθούν, έτσι, νέες αναπτυξιακές εμπειρίες.
Αναλύοντας περαιτέρω τον μηχανισμό της “μετατραυματικής ανάπτυξης” , μέρος της αποτελεί το τρίπτυχο της γνωστικής επεξεργασίας, της συναισθηματικής ρύθμισης και της κοινωνικής υποστήριξης. Με εφαλτήριο τη γνωστική επεξεργασία, οι άνθρωποι δύνανται να αντιμετωπίσουν και να επανεξετάσουν βασικές πεποιθήσεις τους για τον κόσμο και για τον εαυτό τους. Αυτή η διαδικασία μπορεί να περιλαμβάνει επαναπλαισίωση του τραύματος και εύρεση νοήματος μέσα σε αυτό (Θεωρία της Ανάπτυξης από Τραύμα / Tedeschi & Calhoun, 1996) . Ακολουθεί η ικανότητα συναισθηματικής ρύθμισης, δηλαδή η διαχείριση των έντονων συναισθημάτων που προκύπτουν. Η ανάπτυξη της συναισθηματικής ανθεκτικότητας και η αποδοχή των διαφόρων πτυχών όσων νιώθουμε, χωρίς να είναι απαραίτητη η κατηγοριοποίησή τους, μπορεί να διευκολύνει την αναπτυξιακή διαδικασία. Μείζονα ρόλο βεβαίως διαδραματίζει και η κοινωνική υποστήριξη. Η ενίσχυση από την οικογένεια , τους φίλους και την κοινότητα αποτελεί αρωγό έτσι ώστε κανένας άνθρωπος να μην αισθάνεται μόνος και να καταστεί αντιληπτό ότι υπάρχουν και άλλοι που έχουν επιλέξει την ίδια “ατραπό” και είναι ικανοί να τους κατανοήσουν και να τους υποστηρίξουν.
Η αντιμετώπιση του καταλοίπου μίας αντίξοης συνθήκης στην οποία υπήρξαμε παρόντες απαιτεί σίγουρα ωριμότητα, διότι σε αντίθετη περίπτωση μεταφέρουμε την αρνητικότητα που έχουμε “απορροφήσει” μέσα μας ,ακόμα και σε καταστάσεις δυνητικά ωφέλιμες για εμάς, ενώ η αδράνεια αποτελεί μονόδρομο. Μείζονα ρόλο διαδραματίζουν οι κοινωνικοπολιτισμικές επιρροές, δηλαδή οι πολιτισμικές αξίες και οι κοινωνικές νόρμες που πολλές φορές διαμορφώνουν το πώς αντιλαμβάνεται το άτομο το τραύμα. Σε ορισμένες κουλτούρες η έκφραση συναισθημάτων είναι πιο αποδεκτή, ενώ σε άλλες μπορεί να θεωρείται σημάδι αδυναμίας. Υπάρχει σωρεία μελετών που αποδεικνύουν τη συγκεκριμένη διαφοροποίηση, με πιο χαρακτηριστικές αυτές του Matsumoto (2015), του Yoo & Fontaine (2008) και του Barrett (2019). Σύμφωνα με αυτές, κουλτούρες όπου η έκφραση των συναισθημάτων είναι πιο αποδεκτή αποτελούν αυτές της Μεσογείου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία), της Λατινικής Αμερικής και της Μέσης Ανατολής, ενώ στο αντίθετο άκρο βρίσκονται κουλτούρες της Ανατολικής Ασίας, της Βόρειας Ευρώπης και των Αγγλοσαξονικών κοινωνιών, όπου προωθείται περισσότερο η αυτοσυγκράτηση για τη διατήρηση της ομαδικής αρμονίας.
Τον τελευταίο λόγο στην διαδικασία της μετατραυματικήςανάπτυξης, είτε αυτή αφορά παιδιά, είτε ενήλικες φέρει η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση της κατάστασης. Η γνωστική- συμπεριφορική θεραπεία συνδράμει ώστε τα άτομα να την επεξεργαστούν και να την αναδιαμορφώσουν ωφέλιμα, ενισχύοντας την ανάπτυξη νέων πεποιθήσεων και αξιών. Η θεραπεία εστιασμένη στη συναισθηματική εμπειρία (EFT) μπορεί να συμβάλλει στην αποδοχή των συναισθημάτων όσων αφορά ένα συγκεκριμένο βίωμα και παράλληλα με την αφηγηματική θεραπεία να προβούν στην ανακατασκευή της προσωπικής αλήθειας του καθενός και στην εξωτερίκευση των προβλημάτων με σκοπό την αναγνώριση των θετικών αλλαγών.
Όλοι μας έχουμε ακούσει έστω και μια φορά στη ζωή μας τη φράση “ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό”, μια φράση του φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε. Ως σκεπτόμενα άτομα, όσο και να είναι η βαρύτητα του ονόματός τουαυταπόδεικτη και η απήχηση και αποδοχή του αποφθέγματοςεμφανής, πιθανότατα κρύβει μια περίεργη απολυτότητα και έναν επιπλέον λόγο ανησυχίας σε άτομα που δεν αισθάνονται τόσο “δυνατά” έπειτα από μια δυσάρεστη εμπειρία. Δενπιστεύω στην ύπαρξη του “αδυνάμου”, πιστεύω στη δυναμητης βοήθειας και της αναζήτησής της , των ευκαιριών, τηςειλικρινούς αλλαγής και της παρουσίας ατόμων και καταστάσεων που μας αφυπνίζουν για καλό, έστω κι αν εμείςασυναίσθητα αρχικά αντιδρούμε. Η ανάπτυξη, λοιπόν, επέρχεται από όλα εκείνα που εν τέλει δεν περιμέναμε και μας βγάζουν από τη “ζώνη άνεσής” μας, από τηναπομυθοποίηση και την αποδοχή της ανυπαρξίας “ελιτίστικων” συναισθημάτων, από εκείνο το χώρο πουαφήνουμε στον εαυτό μας να εκφραστεί και από τα όρια πουτοποθετούμε εν τέλει, ώστε να διατηρήσουμε τοναυτοσεβασμό μας. Ο φόβος κι η εμμονική σκέψη αυτού τουαρνητικού “αν”, είναι απλά ένα βήμα μακριά από τηνελευθερία. Κι αν όλα εν τέλει πάνε καλά;
Συντάκτης: Αλεξάνδρα Μπεκίρη
Πηγές:
-
Μετατατραυματική ανάπτυξη μετά από τραυματικά βιώματα ζωής, Αγγελική Στάμου/ Αφροδίτη Ζαρταλούδη
-
Η Πύλη της Ψυχολογίας ( https://www.psychology.gr/ )
-
Θεωρία της Ανάπτυξης από Τραύμα / Tedeschi & Calhoun, 1996
-
Μελέτη Matsumoto και συνεργάτες (2015), Yoo & Fontaine (2008) και Berrett και συνεργάτες (2019)