Η Τρομοκρατία συνιστά ένα πολυσχιδές φαινόμενο, του οποίου οι ρίζες απλώνονται απειλητικά και καλύπτουν τον ορίζοντα ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας. Αντιστρόφως ανάλογες προς την αυξανόμενη ανησυχία των κρατών να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, είναι οι ενοποιητικές τάσεις που φιλοδοξούν να το κατανοήσουν και να του προσδώσουν έναν αρμόζοντα ορισμό. Αν και έχουν σημειωθεί αξιόλογες προσπάθειες στο πεδίο αυτό, το εγχείρημα προσκρούει σε υπερεθνικά και εθνικά συμφέροντα, τα οποία αποτρέπουν την επίτευξη συναίνεσης. Για τον λόγο αυτό, απ’ τις διάφορες αντιτρομοκρατικές διεθνείς συμβάσεις που έχουν κατά καιρούς υπογραφεί ελλείπει ένας ρητός ορισμός της τρομοκρατίας, ενώ επίσης το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που ποινικοποιεί τα διεθνή εγκλήματα, δεν περιέλαβε σχετική διάταξη. Παρά, όμως, την επικρατούσα σύγχυση και τη φαινομενική ασυμφωνία για την υιοθέτηση της έννοιας, επικρατεί ομοφροσύνη ως προς την επιτακτικότητα πάταξης της τρομοκρατίας με τη λήψη ακόμα και δρακόντειων μέτρων. Μέχρι που μπορεί να φτάσει όμως ο κρατικός ζήλος καταστολής των τρομοκρατικών επιθέσεων;

Το διεθνές ενδιαφέρον που εγκαινίασε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας εδραιώθηκε μετά την πρωτοφανή επίθεση στους δίδυμους πύργους στο εμπορικό κέντρο της Νέας Υόρκης, την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Το πολύνεκρο αυτό χτύπημα πυροδότησε στρατιωτικές επιχειρήσεις διαφόρων κρατών στις εστίες τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως της Αλ Κάιντα. Παράλληλα, ακολούθησαν συστάσεις και ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που απηύθηναν κάλεσμα στα κράτη να συνεργαστούν και να επικυρώσουν μια πλειάδα αντιτρομοκρατικών συμβάσεων που είχαν συναφθεί υπό την αιγίδα του, επί τω τέλει να αποτιναχτεί ο τρομοκρατικός ζυγός.

Οι κυβερνήσεις, συναφώς, σκλήρυναν τη στάση τους. Στον απόηχο της επίθεσης του Σεπτεμβρίου του 2001, πληροφορίες για βασανιστήρια και εξευτελιστική μεταχείριση των τρομοκρατών- ή υπόπτων τρομοκρατών- αναρριχήθηκαν στο φως της δημοσιότητας. Η συζήτηση αυτή γίνεται εντονότερα επίκαιρη, ύστερα από την ανάληψη των ηνίων στο στρατόπεδο των τρομοκρατών απ’ τον επίγονο της Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος. Οι εξονυχιστικοί έλεγχοι στα αεροδρόμια, οι παρακολουθήσεις υπόπτων και οι απελάσεις μεταναστών αναγορεύονται πλέον σε ύψιστο κρατικό συμφέρον που αποκρυσταλλώνει την αναγκαιότητα καταστολής της τρομοκρατίας.

Οι μέθοδοι αυτοί όμως παράγουν αντανακλαστικά ένα ανεπιθύμητο και συνάμα προβληματικό αποτέλεσμα. Οι πολίτες, εθισμένοι εύλογα σε μια διαβίωση που εμφορείται από δικαιοκρατικά και δημοκρατικά ιδεώδη, παρατηρούν έμφοβοι τα δικαιώματά τους να λιγοστεύουν. Η καταστολή, η παραβίαση της ιδιωτικότητας και η άρση του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων βαπτίζονται δημόσιο συμφέρον που στόχο έχει την καλλιέργεια αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες. Στα παραπάνω συνηγορεί ακόμα και η ετυμηγορία των διαχρονικών εγγυητών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δικαστικής εξουσίας, η οποία έχει αβασάνιστα δεχθεί ότι η ασφάλεια των πολιτών υπερισχύει έναντι των δικαιωμάτων των τρομοκρατών. Στην κεφαλαιώδη απόφαση Guimon κατά Γαλλίας (2014), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απεφάνθη ότι το δημόσιο συμφέρον σταθμίζεται και αναδεικνύεται ως ανώτερο απ’ τα δικαιώματα τρομοκρατών, ακόμα και να παρευρεθούν στην κηδεία του πατέρα τους (Δυνάμει των περιστατικών της υπόθεσης απαγορεύτηκε στην Guimon, καταδικασθείσα για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, να παραστεί στην κηδεία του πατέρα της, επειδή το γαλλικό κράτος δεν είχε τον χρόνο να διασφαλίσει ότι η μεταφορά της δε θα συνεπαγόταν κίνδυνο για τους πολίτες).

Ο κίνδυνος γενίκευσης τέτοιων αποφάσεων είναι πασίδηλος. Η απόδοση της υπέρτατης βαρύτητας στα δικαιώματα είναι απότοκο της απόλυτα κατοχυρωμένης ισχύος τους. Κάθε άτομο είναι αυτοτελής φορέας αξιοπρέπειας, ακόμα κι αν είναι τρομοκράτης. Ένα σοβαρό δημοκρατικό κράτος οφείλει να μην αποδυναμώνει τα δικαιώματα υπό το προπέτασμα του δημοσίου συμφέροντος ασφάλειας των πολιτών, αλλά να τα περιφρουρεί, διότι έτσι μόνο το πολίτευμα τιτλοφορείται επάξια ως δημοκρατικό. Η θυσία των προσωπικών δεδομένων μέσω παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας, τα βασανιστήρια κατά υπόπτων και σε τελική ανάλυση, η υποβάθμιση της αξίας του ανθρώπου δεν αρμόζει σε ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο ουδόλως εμπνέει ασφάλεια στους πολίτες του, αλλά αντίθετα, απολήγει το ίδιο να τους τρομοκρατεί.

Ενώ η κυβέρνηση παραδοσιακά ακροβατεί ενίοτε στα σχοινιά της αυθαιρεσίας, η δικαστική εξουσία ίσταται στην επιβλητική της θέση, για να την επαναφέρει στη νομιμότητα. Κρίσεις όπως η απόφαση Guimon συγκατανεύουν στην κατάφωρη παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων -που κερδήθηκαν με αίμα- ως αποτέλεσμα μιας αμφιβόλου αξιοπιστίας στάθμισης που αναδεικνύει το δημόσιο συμφέρον σε προτεραιότητα, σαν οι τρομοκράτες να έχουν αποβάλει την ιδιότητα του πολίτη και όλες τις προνομίες που αυτό συνεπάγεται. Το συμφέρον, όμως, για να αποκληθεί δημόσιο, πρέπει να βρίσκει έρεισμα στον δήμο και στα δικαιώματά του. Συνεπώς, δημόσιο συμφέρον αποτελεί η διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών, τα οποία οφείλουν να εγγυώνται τα διεθνή δικαστήρια.

Συντάκτης: Γιώργος Φαλτσέτας 

Πηγές: 

  • Εθνική και Διεθνής Καταστολή των Διεθνών Εγκλημάτων. Ά. Γιόκαρης- Φ. Παζαρτζή (2012)
  • The Legacy of America’s Post-9/11 Turn to Torture. Carol Rosenberg. The New York Times. Ανακτήθηκε από: https://www.nytimes.com/2021/09/12/us/politics/torture-post-9-11.html
  • Case of Guimon vs France (48798/14, 2019). European Court of Human Rights

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.