Αν και το φοιτητικό κίνημα είναι περισσότερο γνωστό για τον καθοριστικό του ρόλο για την διάλυση του χουντικού καθεστώτος του 1967-74, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες έδωσαν ισχυρό παρόν σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες στην σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Μια από τις πιο άγνωστες πτυχές του εγχώριου φοιτητικού κινήματος, ήταν η συμβολή των φοιτη(τρι)ών και σπουδασ(τρι)ων στην εθνική επανάσταση του 1821 αλλά και στην συγκρότηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Η προεπαναστατική περίοδος, ανάμεσα στην υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή ανάμεσα στην Ρωσική και Οθωμανική αυτοκρατορία και την ελληνική επανάσταση, επηρεάζεται από τις ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις που επικρατούν τόσο στην δυτική όσο και στην ανατολική Ευρώπη. Η Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή προέβλεπε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ρωσικών πλοίων στην Μεσόγειο και παράλληλα έθετε την Ρωσία ως προστάτιδα δύναμη της χριστιανικής θρησκείας. Οι Έλληνες που κατοικούσαν στην Ρωσία και ιδιαίτερα στις περιοχές του Εύξεινου Πόντου, εκμεταλλεύτηκαν την ελεύθερη ναυσιπλοΐα, καθώς οι Ρώσοι δεν διέθεταν πολλά πλοία. Έτσι χιλιάδες Έλληνες εφοπλιστές και ναυτικοί επωφελήθηκαν οικονομικά από την εμπορική δραστηριότητα και απέκτησαν μεγάλα οικονομικά οφέλη. Η σημασία της συνθήκης, πέρα από τα νέα οικονομικά δεδομένα που δημιούργησε, αποδυνάμωσε σε σημαντικό βαθμό την επιρροή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Η υποβάθμιση του ρόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με την άνοδο των εθνικιστικών κινημάτων, προκάλεσε πολιτική αναταραχή στους Έλληνες της διασποράς. Στα 50 χρόνια ανάμεσα στην Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή και το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, επικράτησαν τρείς ιδεολογικές τάσεις ως προς τον τρόπο συγκρότησης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η πρώτη τάση ήταν αυτή των Φαναριωτών, των Ελλήνων που είχαν αναλάβει ανώτερες θέσεις στους πολιτικούς και διοικητικούς μηχανισμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Φαναριώτες προσέβλεπαν στην αναβίωση του “αρχαίου ελληνικού πνεύματος” ως μέσο αφύπνισης των εθνικών αισθημάτων των Ελλήνων. Η αναβίωση αυτή όμως περισσότερο στόχευε στην εξυπηρέτηση των δικών τους ταξικών και οικονομικών συμφερόντων. Η δεύτερη τάση ήταν του Πατριαρχείου που σταδιακά πέρασε από την συντήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος στην αντιδραστική θέση της καταδίκης του επαναστατικού κινήματος. Η τρίτη και τελευταία επηρεάστηκε έντονα από τις ιδέες του Γαλλικού διαφωτισμού και των φιλελευθέρων επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Η πρώτη και περισσότερο η τρίτη τάση προσέγγισαν με ρεαλισμό το πρόβλημα του σκλαβωμένου ελληνικού λαού και την ανάγκη για πολιτική και διοικητική συγκρότηση. Κινητήρια δύναμη για την εθνική επανάσταση αποτέλεσαν οι προσπάθειες των Ελλήνων της διασποράς, μέσω της “Φιλικής Εταιρείας” και το φιλελεύθερο κίνημα του Ρήγα Βελεστινλή. Και οι δύο κινήσεις αυτές συνδέθηκαν άμεσα με τον επαναστατικό φιλελευθερισμό, δηλαδή την επίτευξη εθνικής ανεξαρτησίας με ένοπλο αγώνα και την συγκρότηση ενός δημοκρατικού φιλελευθέρου κράτους.
Ο έντονος φιλελληνισμός των Ευρωπαίων κατά τον 18ο αιώνα συνέβαλλε αποφασιστικά στην δημιουργία ενός ευνοϊκού πολιτικού κλίματος για την εθνική επανάσταση των Ελλήνων. Ο πνευματικός διαφωτισμός που είχε σαρώσει την Ευρώπη και η άνοδος του εθνικισμού συνετέλεσε στην -έμμεση για αρκετό καιρό- στήριξη του αιτήματος των Ελλήνων για αυτονομία και εθνική ανεξαρτησία. Προς το τέλος του 1820 μια σειρά γεγονότων επιταχύνουν την επανάσταση, η οποία ξεκινά στην περιοχή της Μολδοβλαχίας. Η έκρηξη της επανάστασης στην περιοχή του Δούναβη τον Ιανουάριο του 1821,προέκυψε σε μια ατυχή συγκυρία. Τον ίδιο μήνα πραγματοποιούνταν το συνέδριο της Ιερής συμμαχίας, του συνασπισμού των Ευρωπαϊκών μοναρχιών. Οι Ευρωπαίοι μονάρχες αποφάσισαν πως πρέπει με κάθε τρόπο να πατάσσεται οποιαδήποτε μορφή επαναστατικής δραστηριότητας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι αποφάσεις αυτές προκάλεσαν πολιτική ρήξη στους φιλελεύθερους Έλληνες διανοούμενους που κατοικούσαν στην Ευρώπη και στις μοναρχικές κυβερνήσεις. Για τους Ευρωπαίους ηγεμόνες, η επανάσταση θεωρούνταν έργο των φιλελευθέρων πολιτικών ιδεολογιών που αναδείχθηκαν με την Γαλλική Επανάσταση. Η επανάσταση έγινε συνώνυμο με την αναρχία. Οι Έλληνες διανοούμενοι αντιπαρέβαλαν πως η επανάσταση ήταν ένα φυσικό ξέσπασμα ενάντια στην πολυετή οθωμανική τυραννία.
Παράλληλα οι επαναστάτες καλούσαν για στήριξη του επαναστατικού αγώνα. Πρωτοστάτης για την οργάνωση της ένοπλης επανάστασης ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι εκκλήσεις του Υψηλάντη κατάφεραν να απηχήσουν το μήνυμα της εθνικής επανάστασης στην Γηραιά ήπειρο. Ιδιαίτερα, Έλληνες σπουδαστές στο εξωτερικό κινητοποιήθηκαν μαζικά. Σταδιακά άρχισαν να μαζεύονται νέοι εθελοντές από την Γαλλία, την Ιταλία και την Βρετανία. Οι εκατοντάδες φοιτητές που συνέδραμαν στις ένοπλες συγκρούσεις με τις Οθωμανικές δυνάμεις, συγκρότησαν ένοπλο στρατιωτικό σώμα. Το σώμα αυτό ονομάστηκε Ιερός Λόχος. Οι εθελοντές του Ιερού Λόχου συμμετείχαν στις πολεμικές προσπάθειες των επαναστατικών δυνάμεων και συνέβαλλαν στην απελευθέρωση της χώρας από τους Οθωμανούς.
Η συμβολή των εθελοντών σπουδαστών του Ιερού Λόχου σε συνδυασμό με την ανάγκη για πολιτική και κρατική συγκρότηση, έθεσαν τα θεμέλια για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Στην Α’ εθνική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1822 στο Άστρος, υπήρξε πρόβλεψη για την συγκρότηση μιας επιτροπής που θα επεξεργαζόταν ένα πλήρες εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Η επιτροπή κατάφερε να ιδρύσει αλληλοδιδακτικά σχολεία (η εκπαίδευση μαθητών και σπουδαστών γινόταν μεταξύ τους χωρίς κάποιον καθηγητή) με χιλιάδες μαθητές. Στο κομμάτι της ανώτατης εκπαίδευσης, η Β’ εθνική συνέλευση τον Μάρτιο του 1823 αναζήτησε τρόπους για την δημιουργία πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Στις 10 Απριλίου 1824 συντάχθηκε σχέδιο για την διαμόρφωση πανεπιστημίων και ακαδημιών. Το πρώτο επίσημο πανεπιστημιακό ίδρυμα που ιδρύθηκε ήταν το “Εθνικό Σχολείο” στο Άργος, το οποίο όμως κάηκε το 1826 από τις στρατιές του Ιμπραήμ Πάσα. Οι δυσμενείς στρατιωτικές εξελίξεις στον επαναστατικό αγώνα, καθώς και οι εμφύλιες συγκρούσεις που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στα στρατιωτικά και τα πολιτικά στελέχη της επανάστασης, δεν έδιναν περιθώρια για την στήριξη του εκπαιδευτικού συστήματος. Αυτή η κατάσταση θα αλλάξει με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας , από την θέση του Υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας, είχε πραγματοποιήσει ενέργειες για την μόρφωση των Ελλήνων στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και για την δημιουργία οργανώσεων (φιλόμουσων εταιρειών) που θα απέβλεπαν στην εκπαίδευση των Ελλήνων. Τα κατά τόπους ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συγκροτήθηκαν δεν κατάφεραν την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης και σε πολλές περιπτώσεις ήταν τραγικά υποστελεχωμένα και υποχρηματοδοτούμενα.
Η τραγική κατάσταση που επικρατούσε στα ελληνικά πανεπιστήμια πυροδότησε μια σειρά από αντιδράσεις. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από την επέμβαση των Μεγάλων δυνάμεων (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία) και ιδιαίτερα της Αγγλίας στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Η ίδρυση της Ιόνιας ακαδημίας, με την βοήθεια των Άγγλων, αποσκοπούσε (σύμφωνα με τους ίδιους) στην καλλιέργεια εθνικής συνείδησης και την πρόταξη της εθνικής ανεξαρτησίας. Μέχρι ενός σημείου τα εκπαιδευτικά ιδρύματα συνέβαλλαν στην διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, αλλά παράλληλα πλήθαιναν οι φωνές που μιλούσαν για την οργάνωση ενός δημοκρατικού/ προοδευτικού ελληνικού κράτους, ανεξάρτητου από κάθε προστάτιδα δύναμη. Οι πολιτικές σκοπιμότητες και οι καταστροφικοί εμφύλιοι πόλεμοι που ξέσπασαν την περίοδο 1823- 1825 είχαν αφήσει σε άθλια θέση τα πολιτικά, διοικητικά και κρατικά όργανα της επαναστατημένης Ελλάδας. Οι πρώτες καταγεγραμμένες αντιδράσεις σπουδαστών αφορούν τον αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς και ενδυμασίας που έπρεπε να τηρούν οι άνδρες φοιτητές/σπουδαστές. Η εκπαίδευση ακόμα θεωρούνταν πολυτέλεια και η ένταξη γυναικών στα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν υπήρχε ούτε καν ως ιδέα. Ο φοιτητής του Ιονίου Πανεπιστημίου Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος μας αναφέρει του ‘θεατρινισμούς’ που υπέβαλλαν οι αρχές του πανεπιστημίου στους σπουδαστές. Ήταν υποχρεωτικοί οι τήβεννοι και οι ανάλογες στολές, έπρεπε συνεχώς οι φοιτητές να έχουν ρυθμικό βήμα , να ανέχονται καθημερινά πανηγυρικούς λόγους για την ίδρυση της σχολής και να διατηρούν μονίμως μια σοβαρή συμπεριφορά. Ο Τυπάλδος αναφέρει επίσης το πως αρκετοί καθηγητές κερδοσκοπούσαν εις βάρος των φοιτητών.
Ταυτόχρονα γίνονταν προσπάθειες για την συγκρότηση πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στην “καρδιά” της επαναστατημένης Ελλάδας. Στην περιοχή της Πελοποννήσου υπήρξε μέριμνα για την δημιουργία πανεπιστημίων με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια. Με την βοήθεια του Ανδρέα Μουστοξύδη (μετέπειτα υπουργός παιδείας στην κυβέρνηση Καποδίστρια), συγκροτήθηκε διδασκαλείο για τα παιδιά των επαναστατών που έχασαν την ζωή τους στην εθνική επανάσταση. Η κυβέρνηση Καποδίστρια από το 1828 μέχρι το 1831 ιδρύθηκαν 7 εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, τα οποία (έως ένα βαθμό) συνέβαλλαν στην αντιμετώπιση του ζητήματος του αναλφαβητισμού και στην προάσπιση του επαναστατικού αγώνα. Η αποφασιστικότητα του Καποδίστρια για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ενείχε και αρνητικές πτυχές. Η νομιμοποιήση του αυταρχισμού των καθηγητών εναντίον των σπουδαστών/ φοιτητών και ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος πυροδότησε ένα νέο γύρο διαμαρτυριών φοιτητών.
Τον Ιανουάριο του 1831 ξέσπασαν αναταραχές στο “Κεντρικόν Σχολείον Αιγίνης”. Η επίσημη αστυνομική αναφορά προς τον Καποδίστρια αναφέρει “ταραχοποιά στοιχεία” που δυσκολεύουν την ζωή των κατοίκων. Η πραγματικότητα ήταν πως αρκετοί σπουδαστές, με προτροπή του καθηγητή Γεωργίου Γεννάδιου, έσπευσαν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους ως ισότιμοι πολίτες. Η ανάπτυξη δημοκρατικών τάσεων στους σπουδαστές και τους φοιτητές δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο, απλώς η πολιτική και κοινωνική συγκυρία της περιόδου ευνόησε την έντονη πολιτικοποιήση και ενεργοποίηση τους. Στις 10 Ιανουαρίου ο Μουστοξύδης καταθέτει έκθεση στον Καποδίστρια, στην οποία κατηγορεί τον Γεννάδιο για την υποκίνηση αντικοινωνικών συναισθημάτων και καταδικάζει τους σπουδαστές. Από τους 117 σπουδαστές της σχολής, οι μισοί αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην σχολή. Εκτός από τους σπουδαστές, ορισμένοι εκπαιδευτικοί αρνήθηκαν να εφαρμόσουν το συντηρητικό και αυταρχικό εκπαιδευτικό μοντέλο που προωθούσε ο Καποδίστριας.
Όλες αυτές οι εξελίξεις συνετέλεσαν στο ξέσπασμα της πρώτης μαζικής φοιτητικής απεργίας στις 7 Ιανουαρίου 1831 που κατέληξε στο κλείσιμο της σχολής και στην αποχώρηση των σπουδαστών τον Φεβρουάριο. Η απεργία είχε τέτοια ανταπόκριση, που φοιτητές και σπουδαστές στο Παρίσι διοργάνωσαν διαδηλώσεις και πορείες ως ένδειξη αλληλεγγύης στους επαναστατημένους Έλληνες φοιτητές. Το 1831 αποτέλεσε το εφαλτήριο για την προσπάθεια εκδημοκρατισμού των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αλλά και της σύνδεσης των φοιτητικών αγώνων με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ο Καποδίστριας δολοφονείται από εντεταλμένους της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Η δολοφονία του κυβερνήτη προκαλεί πολιτικό χάος, το οποίο πολύ γρήγορα καταλήγει σε έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Η γενικευμένη πολιτική κρίση και οι καταστροφές που προκάλεσε ο εμφύλιος, έδωσαν “πάτημα” στις Μεγάλες Δυνάμεις να επιβάλλουν το δικό τους σύστημα διακυβέρνησης στο νεοελληνικό κράτος. Διορίζεται βασιλιάς ο, τότε 17χρόνος, Βαυαρός Όθωνας. Μέχρι την ενηλικίωση του, την διακυβέρνηση της χώρας την αναλαμβάνει ένα επιτελείο Βαυαρών αξιωματούχων και στρατιωτικών γνωστή στην ελληνική ιστορία ως Αντιβασιλεία. Η Αντιβασιλεία εφάρμοσε ένα πολύ πιο συγκεντρωτικό και αυταρχικό εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο είχε ρίζες στο Μεσαίωνα. Δόθηκε τεράστια έμφαση στον κλασικισμό και στην τήρηση κανόνων και αρχών. Το εκπαιδευτικό σύστημα της Οθωνικής Αντιβασιλείας είχε ως στόχο την υπονόμευση των πολιτικών διεκδικήσεων των φοιτητών και το ολοένα και πιο ισχυρό κίνημα εκδημοκρατισμού που δημιουργούνταν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Η κλιμάκωση της καταστολής των δημοκρατικών ιδεών εν τέλει ισχυροποιεί τις δημοκρατικές και προοδευτικές φωνές εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η εικοσαετία μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, γίνεται πεδίο ανάπτυξης ιδεών που φέρνουν δεκάδες Έλληνες σπουδαστές και φοιτητές από την Ευρώπη στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Τα πολιτικά ρεύματα που γονιμοποίησε ο επαναστατικός φιλελευθερισμός και η Γαλλική επανάσταση ερχόντουσαν σταδιακά και στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα Έλληνες σπουδαστές συμμετείχαν ενεργά στα πολιτικά γεγονότα που συνέβαιναν στην Ιταλία ήδη από το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Έλληνες σπουδαστές συμμετείχαν στα Ιταλικά φιλελεύθερα ρεύματα και συνείσφεραν στον αγώνα για την ένωση της Ιταλίας. Η πολιτική δράση των Ελλήνων στα επαναστατικά και δημοκρατικά κινήματα της Ιταλίας ήταν τόση, που η παπική κυβέρνηση έστειλε στις 27 Νοέμβριου 1830 έκκληση στον ύπατο αρμοστή των Ιονίων Νήσων για την επίβλεψη των Ελλήνων φοιτητών στα Ιταλικά πανεπιστήμια. Μέσα από τα ιταλικά πολιτικά κινήματα ξέσπασε ένα ρεύμα διεθνισμού και πολιτικής αλληλεγγύης από τους έλληνες φοιτητές στους Ιταλούς. Οι Έλληνες φοιτητές έκαναν λόγο για τους κοινούς αγώνες Ελλήνων και Ιταλών και το πνεύμα ελευθερίας και δημοκρατίας που διακατείχε τους δύο λαούς.
Η συμμετοχή των Ελλήνων στα ιταλικά επαναστατικά κινήματα βρίσκεται σε σύγκρουση με το τι γίνεται στο εσωτερικό της χώρας. Οι Έλληνες διανοούμενοι που επέστρεφαν από την Ευρώπη στην Ελλάδα, ήθελαν να καταλάβουν τις ανώτατες θέσεις στα νεοσύστατα πολιτικά και διοικητικά όργανα του νεοελληνικού κράτους. Οι διανοούμενοι, σε συνεργασία με τους Φαναριώτες ανέλαβαν τις ανώτατες θέσεις εξουσίας του κράτους ενώ τα στρατιωτικά στελέχη που πήραν μέρος στον αγώνα παραγκωνίστηκαν. Η κοινωνική διαφοροποίηση αυτή δημιούργησε το ζήτημα των αυτοχθόνων (των κατοίκων δηλαδή που ζούσαν στα εδαφικά όρια της επαναστατημένης Ελλάδας από το 1821) και των ετεροχθόνων (των ατόμων που επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της επανάστασης).
Η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη καθώς το 1834 ιδρύεται από την Αντιβασιλεία το Διδασκαλείο στο Ναύπλιο. Στόχος του Διδασκαλείου ήταν η εκπαίδευση δασκάλων και καθηγητών. Ταυτόχρονα διορίζεται επιθεωρητής όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας ο Γερμανός Δρ. Κορκ. Από το διδασκαλείο αποφοιτούν 250 περίπου δάσκαλοι και καθιερώνεται η κατ’έτος αποστολή αποφοίτων για ανώτατες σπουδές στο Μόναχο Η εκπαιδευτική πολιτική, όπως την διαμόρφωσε ο υπεύθυνος “υπουργός της Αντιβασιλείας για την παιδεία” Μαουέρ ακολούθησε μια στροφή στην προώθηση των κλασσικών σπουδών και στην ενίσχυση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Η πρακτική αυτή φυσικά προσέκρουσε στον υψηλά αναλφάβητο ελληνικό πληθυσμό. Η εκπαιδευτική πολιτική της Αντιβασιλείας προσπάθησε μέσω της στροφής στην ελληνική αρχαιότητα, να προσδώσει μια εθνική ταυτότητα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ώστε το κράτος να έχει κάτι για να στηριχθεί.
Η εμμονή με την κλασσική αρχαιότητα και τον ελληνικό πολιτισμό επηρέασε το πως πορεύτηκαν πολιτικά οι μετεπαναστατικές κυβερνήσεις. Ταυτόχρονα , η συντηρητική εκπαιδευτική πολιτική κατάφερε να περιορίσει (για ένα διάστημα) την διάδοση επαναστατικών πολιτικών ιδεολογιών και την δημιουργία ενός εθνικού αφηγήματος, στο οποίο οι μετεπαναστατικές κυβερνήσεις στηρίζονταν κάθε φορά που προέκυπτε μια εθνική κρίση. Παραταύτα, η οξυμένη πολιτική συγκυρία και τα αναδυόμενα αντιμοναρχικά αισθήματα συνέβαλλαν στην ριζοσπαστικοποίηση ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Η κλιμάκωση του ριζοσπαστισμού έφτασε με την εκδίωξη του Όθωνα το 1864 και την καθιέρωση της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Στην μάχη αυτή οι φοιτητές πρωτοστάτησαν, όπως και στις εθνοσυνελεύσεις του 1863-64.
Συνοψίζοντας , το φοιτητικό κίνημα από τις απαρχές της εθνικής επανάστασης συμμετείχε ενεργά και στον επαναστατικό αγώνα , αλλά και στις μετέπειτα προσπάθειες για κρατική και διοικητική συγκρότηση. Ο συντηρητικός και αυταρχικός προσανατολισμός της κυβέρνησης Καποδίστρια και της Οθωνικής Αντιβασιλείας, σε συνδυασμό με τις επιρροές των πολιτικών ρευμάτων της Γαλλικής επανάστασης και του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού, συνέβαλλαν στον ριζοσπαστισμό και τον εκδημοκρατισμό των Ελλήνων φοιτητών/φοιτητριών. Ο έντονα επαναστατικός και προοδευτικός χαρακτήρας που προσέδωσαν οι Έλληνες φοιτητές και σπουδαστές στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, συνεχίζει ακόμα και σήμερα, αποδεικνύοντας έτσι πως η νεολαία στέκεται πάντα με την πλευρά της αλλαγής.
Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης
Πηγές:
- Γιώργος Γιανάρης , Φοιτητικά κινήματα και Ελληνική παιδεία : Απο τον Ρήγα Φεραίο στην κατοχή