Τι ορίζουμε ως κόμμα και ποιος ο ρόλος του στο σήμερα; Γιατί παραμένουν σημαντικά σήμερα τα κόμματα και ποιος ο ρόλος των κομματικών συστημάτων;  Τι κομματικό σύστημα έχουμε σήμερα στην Ελλάδα; Γιατί κυριαρχεί η Ν.Δ. στο κομματικό μας σύστημα; Πρόκειται μήπως για συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας; Που οφείλεται η κατάρρευση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.;

Το κομματικό φαινόμενο εξακολουθεί να απασχολεί την πολιτική επιστήμη καθώς τα κόμματα διεθνώς, παρά τις διαφορές και τις μεταλλάξεις τους στην διάρκεια της νεωτερικής περιόδου, συνεχίζουν να διατηρούν την σημασία τους ως φορείς διεκδίκησης της εξουσίας  αλλά και κοινωνικής εκπροσώπησης. Σε εποχές “μη κανονικότητας”, επισφάλειας και ρευστότητας, τα κόμματα εξακολουθούν να επιτελούν τον νομιμοποιητικό τους ρόλο στην άσκηση της εξουσίας στα πολιτικά συστήματα. Από την άλλη τα διάφορα είδη των κομματικών συστημάτων που συναντούμε, είναι πέρα από τις σχέσεις των κομμάτων μεταξύ τους, τα “ανάγλυφα” ενός πολιτικού συστήματος μια δεδομένη χρονική στιγμή που αντανακλούν τις μεταβολές, τις τομές και τις  δυναμικές θελήσεις μιας κοινωνίας.

Όσον αφορά την ελληνική περίπτωση σχετικά με το κομματικό φαινόμενο, οι “βεβαιότητες” των πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης σχετικά με το κομματικό μας σύστημα, έδωσαν τη θέση τους σε ανατροπή του κομματικού πλαισίου εν μέσω μνημονίων, ενώ μια διαφαινόμενη δικομματική διευθέτηση, με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από την μια και την Ν.Δ. από την άλλη, έμεινε μετέωρη ως “πρόβλεψη” με βάση τουλάχιστον τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα.

Σχετικά με όλα τα παραπάνω ζητούμενα και όχι μόνο, συζητήσαμε με τον επίκουρο καθηγητή Πολιτικής και Ιστορικής Κοινωνιολογίας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και συντονιστή του κύκλου πολιτικής ανάλυσης στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Κώστα Ελευθέριου. 

Αρχικά ο κ. Ελευθερίου επιχειρεί έναν ορισμό του τι είναι κόμμα καθώς επίσης εξηγεί γιατί είναι σημαντικά τα κόμματα στην πολιτική σκηνή.

“Τα πολιτικά κόμματα είναι θεσμοί οι οποίοι είναι συνυφασμένοι με την περίοδο της νεωτερικότητας. Πρόκειται για τον κατεξοχήν πολιτικό θεσμό ο οποίος εξέφρασε κοινωνικά συμφέροντα στην περίοδο της νεωτερικότητας, προσπαθώντας αυτά τα συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα να τα συνδέσει με στρατηγικές εξουσίας. Συνεπώς, τα κόμματα στη βάση τους είναι πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν ως στόχο τους την διαχείριση και την άσκηση της εξουσίας. Για να το κάνουν αυτό ως οργανώσεις προσπαθούν να διαμορφώσουν διάφορες στρατηγικές γείωσης στο κοινωνικό πεδίο, οι οποίες ξεκινούν από τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι οργανώσεις δικτυώνονται μέσα σε μια δεδομένη επικράτεια, το πως στρατολογούν μέλη, διαμορφώνουν προτάσεις πολιτικής και συγκροτούν πολιτικό πρόγραμμα. Επιπλέον, αυτές οι οργανώσεις αναδεικνύουν και το πολιτικό προσωπικό το οποίο θα αναλάβει ουσιαστικά την διαχείριση της εξουσίας, αν και εφόσον  βρεθούν στην εξουσία. Άρα, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα κόμματα ως ιστορικές μορφές οι οποίες είναι γειωμένες την περίοδο της νεωτερικότητας, από τα τέλη δηλαδή του 18ου αιώνα, μέχρι και την σημερινή εποχή. Μπορούμε να τα δούμε ως θεσμούς οι οποίοι έχουν ερείσματα και στην κοινωνία και στο κράτος και σαν δομές  συνυφασμένες με την κοινοβουλευτική και δημοκρατική πολιτική που σε πολύ μεγάλο βαθμό έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να εμπεδωθούν/εδραιωθούν οι δημοκρατίες. Δεν λέμε ότι τα κόμματα αυτά καθαυτά είναι εγγενώς δημοκρατικά – άλλωστε έχουμε δει κόμματα τα οποία έχουν λειτουργήσει σε διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά περιβάλλοντα και με αυταρχικό τρόπο. Ωστόσο  θεωρούμε ότι στο πλαίσιο των φιλελεύθερων δημοκρατιών, -των δημοκρατικών καθεστώτων τα οποία είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά-  η συμβολή των κομμάτων ήταν καθοριστική. Όπως επίσης είναι πολύ σημαντική η συμβολή των κομμάτων για την εδραίωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, στα καθ’ ημάς”.

 


“..από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά τα κόμματα βρίσκονται σε μια απομάκρυνση από την κοινωνία και προσπαθούν ουσιαστικά να επιβιώσουν αναπαραγόμενα μέσα από το κράτος..”


 

Ο όλο και πιο προσωποπαγής χαρακτήρας των κομμάτων, ευρύτερες μεταβολές και τάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και η πρόσδεση τους στο κράτος και η ταυτόχρονη απομάκρυνση τους από την κοινωνία, έχουν μεταβάλει τον ρόλο τους τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο εξακολουθούν να υφίστανται ως οι βασικοί φορείς διεκδίκησης της εξουσίας.

“Τα κόμματα εξακολουθούν και στις σημερινές συνθήκες να είναι οι βασικοί φορείς διεκδίκησης της εξουσίας ως εκπρόσωποι τμημάτων της κοινωνίας. Ωστόσο, τα κόμματα στην σημερινή εποχή είναι ένας από τους πάρα πολλούς θεσμούς οι οποίοι μπορούν να εκφράσουν κοινωνικά συμφέροντα. Γνωρίζουμε επίσης από την θεωρία των κομμάτων ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά τα κόμματα βρίσκονται σε μια απομάκρυνση από την κοινωνία και προσπαθούν ουσιαστικά να επιβιώσουν αναπαραγόμενα μέσα από το κράτος· πρόκειται δηλαδή για την διαδικασία της καρτελοποίησης (κόμματα του καρτέλ). Υπό αυτή την έννοια υπάρχουν πάρα πολλοί διεκδικητές της εκπροσώπησης κοινωνικών αιτημάτων, είτε αναφερόμαστε σε κοινωνικά κινήματα, είτε σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό εκπροσώπησης που εμφανίζουν τα κόμματα στην σημερινή εποχή. Επίσης, είναι η εποχή όπου τα κόμματα έρχονται να δραστηριοποιηθούν και σε πεδίο το οποίο εκτείνεται του παλιού παραδοσιακού πεδίου, του εθνικού κράτους.

 


“..τα κόμματα γίνονται περισσότερο προσωποκεντρικά κυρίως γιατί η προσωποποίηση της πολιτικής, είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με αλλαγές στους βασικούς τρόπους που επικοινωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους..”


 

Τα κόμματα που ξέρουμε στον 19ο αιώνα και περίπου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, είναι κόμματα τα οποία και διαμορφώθηκαν και λειτούργησαν μέσα στο πλαίσιο εθνικών κρατών, άσκησαν εξουσία ή διεκδίκησαν την εξουσία. Πλέον, σε περιόδους παγκοσμιοποίησης και σε περιόδους μεγάλης διασύνδεσης ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συστήματα και λόγω των μεγάλων μεταβολών που επιφέρει ο λεγόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός, όλα αυτά αλλάζουν λίγο έως πολύ την βαρύτητα των πολιτικών κομμάτων. Εξακολουθούν να υφίστανται τα κόμματα αλλά πολλές φορές αυτά γίνονται φορείς κάποιων νέων  τάσεων, οι οποίες σχετίζονται με αυτές τις ευρύτερες μεταβολές. Τα κόμματα γίνονται περισσότερο προσωποκεντρικά κυρίως γιατί η προσωποποίηση της πολιτικής, είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με αλλαγές στους βασικούς τρόπους που επικοινωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Πολλές φορές τα κόμματα αξιοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες και χάνεται αυτή η δια ζώσης αλληλεπίδραση ανάμεσα στα κόμματα και τους ανθρώπους. Τα κόμματα πολλές φορές, ειδικά σε χώρες που δεν είναι οικονομικά ισχυρές, είναι κόμματα που έχουν και ένα πεπερασμένο όριο στο τι μπορούν να κάνουν, να προβάλουν μια πολιτική πρόταση με την οποία απευθύνονται στην κοινωνία και την οποία θέλουν να υλοποιήσουν όταν βρεθούν στην εξουσία. Κυρίως αυτό αφορά κόμματα τα οποία παραδοσιακά κινούνταν σε μια λογική κοινωνικού μετασχηματισμού, όπως τα κόμματα της σοσιαλιστικής ή σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας”.

Τα κόμματα ως φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης και διεκδίκησης της εξουσίας, προσφέρουν – ακόμη και στην σημερινή εποχή επισφαλούς κανονικότητας και αστάθειας – το επίπεδο νομιμοποίησης που χρειάζεται το πολιτικό σύστημα για να συνεχίζει να επιβιώνει και να αναπαράγεται εντός αυτού του πλαισίου. Αυτή η λειτουργία όμως των κομμάτων, φθείρεται και περιορίζεται – κυρίως για τα mainstream κόμματα – από τις συνεχείς τάσεις σύγκλισης σε πολλαπλά επίπεδα που εντείνουν φαινόμενα από-εκπροσώπησης και χαμηλής εμπιστοσύνης στην πολιτική από διάφορα κοινωνικά στρώματα.

Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι πια το πλαίσιο άσκησης πολιτικής και η δυνατότητα να εμφανίζονται πραγματικές εναλλακτικές στον κομματικό ανταγωνισμό έχει συρρικνωθεί και αυτό είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών. Υπό αυτήν την έννοια, επειδή ακριβώς τα κόμματα διαφορετικών κομματικών οικογενειών –αν εξαιρέσουμε κόμματα των ακραίων πόλων του κομματικού ανταγωνισμού- κάποια mainstream  κόμματα φαίνεται να συγκλίνουν μεταξύ τους τόσο στον τρόπο που καταλαβαίνουν την πολιτική όσο και στον τρόπο που εκφράζουν τις θέσεις τους αλλά και ως προς το περιεχόμενο των θέσεων τους. Επειδή βλέπουμε αυτές τις διαδικασίες σύγκλισης διαπιστώνουμε ότι εκεί εντείνεται ένα κενό εκπροσώπησης, δηλαδή κόσμος ο οποίος αρχίζει να καλλιεργεί μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο μια δυσπιστία απέναντι στην πολιτική διαδικασία και στο τι μπορεί να κάνει η πολιτική διαδικασία, η οποία εκδηλώνεται ως ένα έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης απέναντι σε πολιτικούς και δημοκρατικούς θεσμούς.

Στο πλαίσιο αυτών των συγκλιτικών τάσεων που εμφανίζονται στα κομματικά συστήματα η χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στα πολιτικά κόμματα, η οποία εκφράζεται με αρνητικές στάσεις απέναντι στο κομματικό φαινόμενο,  μεγαλύτερη εκλογική μεταβλητότητα/μετακίνηση και βέβαια σε χαμηλότερη ταύτιση των ψηφοφόρων με τα κόμματα που ψηφίζουν. Άρα έχει αλλάξει ο γενικός τρόπος με τον οποίο συνέδεαν τα κόμματα, το κράτος με την κοινωνία. Πλέον η κοινωνία έχει εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης και πολλές φορές το κράτος παρακάμπτει ενδεχομένως τα κόμματα για να μπορεί να βρει αναφορές στις νέες μορφές κοινωνικής εκπροσώπησης. Βέβαια, τα κόμματα εξακολουθούν να είναι κομβικά κυρίως γιατί προσφέρουν την κρίσιμη λειτουργία νομιμοποίησης. Όσο και να δεξιώνεται ένα πολιτικό σύστημα δυσαρέσκεια ή δυσπιστία, χρειάζεται να διατηρεί ένα minimum νομιμοποίησης το οποίο θα διασφαλίζει έστω στον βραχύ χρόνο μια εύθραυστη σταθερότητα. Ζούμε σε εποχές οι οποίες οι έννοιες της σταθερότητας και της κανονικότητας είναι πολύ επισφαλείς και προβληματικές. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία, τουλάχιστον για τις κυβερνήσεις  και τα πολιτικά συστήματα, αυτή η νομιμοποίηση που επιτυγχάνουν τα κόμματα κυρίως μέσω των εκλογικών διαδικασιών. Κατεβαίνει βέβαια ο πήχης, και οδηγούμαστε  σε μια λογική minimum νομιμοποίησης, η οποία εξακολουθεί να κρατά ένα πολιτικό σύστημα σε μια τροχιά λειτουργίας”.

 


“..Η επιλογή ενός εκλογικού συστήματος και η διαμόρφωση ενός  κομματικού συστήματος αντανακλά και ένα συγκεκριμένο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων που μπορεί να υπάρχει σε μια συγκεκριμένη περίοδο..”


 

Σε συνέχεια, ο κ. Ελευθερίου μας εξήγησε πως τα κομματικά συστήματα που γνωρίζουμε είναι κάτι πέρα από το σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσουν τα κόμματα μεταξύ τους.  Το είδος του κομματικού συστήματος αντανακλά τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη περίοδο, ενώ αναπαριστά τις κοινωνικές εξελίξεις και δυναμικές που επισυμβαίνουν σε ένα πολιτικό σύστημα. Ένα κομματικό σύστημα μια δεδομένη χρονική περίοδο προβάλλει εν πολλοίς, τις επιθυμίες και τις διαιρετικές τομές εντός μιας κοινωνίας. Οι πολιτικοί δρώντες, όπως τα κόμματα κινούνται και επενεργούν προς όφελος τους εντός αυτού του πλαισίου που χαράσσει ένα κομματικό σύστημα.

“Πρόκειται για ένα ζήτημα αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε δυο διαφορετικά πράγματα. Το κομματικό σύστημα είναι το σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσουν τα κόμματα μεταξύ τους, το οποίο τις περισσότερες φορές προσπαθούμε να το παρουσιάσουμε με έναν αριθμητικό τρόπο, -δικομματικά, πολυκομματικά συστήματα, συστήματα κυρίαρχου κόμματος κλπ. Βρίσκουμε δηλαδή κάτι σε αυτό το συσχετισμό δυνάμεων που αναπτύσσεται ανάμεσα στα κόμματα, ο οποίος μάς προσδιορίζει και την φύση του κομματικού συστήματος.

Συγκεκριμένες εξελίξεις στο κοινωνικό πεδίο –ειδικά σε φάσεις όπου υπάρχει τομή στην εξέλιξη μιας κοινωνίας- παράγουν δεδομένα πολιτικά και κομματικά συστήματα. Για παράδειγμα στην μεταπολεμική Γαλλία -της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας- όταν αυτή έχει εξέλθει από μια ξένη κατοχή και ένα φασιστικό καθεστώς, η λογική είναι ότι στο κοινωνικό περιβάλλον της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου είναι πιο εύκολο στην γαλλική κοινωνία να γίνει αποδεκτή μια λογική αναλογικού εκλογικού συστήματος, να εκπροσωπούνται όλες οι πολιτικές απόψεις. Συνήθως δε ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα διαμορφώνει ένα πολυκομματικό κομματικό σύστημα. Και ο πολυκομματισμός που χαρακτήρισε την Γαλλική Δημοκρατία μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄50, είναι απόρροια ενός εκλογικού συστήματος, που αντανακλά ένα συγκεκριμένο κοινωνικό συσχετισμό, στην πρώτη μετακατοχική περίοδο στην Γαλλική Δημοκρατία. Όταν όμως αυτό αρχίζει να παράγει αστάθεια –πολυκομματικοί κυβερνητικοί συνασπισμοί που συνεχώς εναλλάσσονταν στην εξουσία και η σοβαρή κρίση στην Αλγερία που απείλησε και την ίδια την ύπαρξη της Δ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας – ο Σαρλ ντε Γκωλ έρχεται στο προσκήνιο, ο οποίος αλλάζει βασικές γραμμές λειτουργίας του γαλλικού πολιτικού συστήματος, βάζοντας το ημιπροεδρικό στοιχείο. Τοποθετείται δίπλα στην κυβέρνηση η οποία εκλέγεται μέσω του κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος ο οποίος εκλέγεται άμεσα από το λαό και έχει ενισχυμένες αρμοδιότητες και ο οποίος εκλέγεται με ένα πλειοψηφικό σύστημα δυο γύρων – λειτουργεί σαν αντίβαρο προς το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση η οποία προκύπτει μέσα από το κοινοβούλιο. Εκεί αυτός ο συσχετισμός δημιουργεί μια άλλη συνθήκη. Εξακολουθεί να υφίσταται ένας πολυκομματισμός, αλλά σε αυτή τη φάση παίζει ρόλο το ποιος είναι ο Πρόεδρος και ποιο είναι το κόμμα του Προέδρου.

Άρα και πάλι η κοινωνία, η οποία αντιδρά σε κάτι το οποίο έχει προκύψει λόγω ενός προηγούμενου συσχετισμού της κοινωνίας, νομιμοποιεί μια νέα λύση. Αυτή η διευθέτηση που λέγεται εκλογικό κομματικό σύστημα διαμορφώνει και τον τρόπο με τον οποίο βλέπει η κοινωνία τα πράγματα. Αντίστοιχα ο δικομματισμός στην Αγγλία είναι ένα σύστημα το οποίο δεν είναι απλά ένα κομματικό σύστημα, αλλά είναι ένας γενικός τρόπος με τον οποίο στην Αγγλία κατανοούν την πολιτική. Είναι ένα φίλτρο με το οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται την πολιτική.

Μπορούμε να πούμε επομένως πως υπάρχει μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αυτά τα δυο. Πάντα η επιλογή ενός εκλογικού συστήματος στο οποίο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα συγκεκριμένο κομματικό σύστημα αντανακλά επιθυμίες και αναπαραστάσεις στην κοινωνία. Σίγουρα η επιλογή ενός εκλογικού συστήματος και η διαμόρφωση ενός  κομματικού συστήματος αντανακλά και ένα συγκεκριμένο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων που μπορεί να υπάρχει σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Δύσκολα συναντούμε ένα εδραιωμένο κομματικό σύστημα να βρίσκεται σε αντίθεση με την γενική αντίληψη που υπάρχει στην κοινωνία. Αν υπάρχει αυτή η αντίθεση τότε οδηγούμαστε σε αλλαγή κομματικού συστήματος. Βλέπουμε τα κομματικά συστήματα ως αντανακλάσεις συγκεκριμένων εξελίξεων στο κοινωνικό πεδίο – άρα πρέπει να καταλάβουμε την ιστορία μιας χώρας- και την κοινωνική δυναμική η οποία έχει αναπτυχθεί στην ιστορική τροχιά, αλλά ταυτόχρονα να δούμε πως αυτά τα κομματικά συστήματα και πως οι δρώντες των κομματικών συστημάτων εργαλειοποιούν αυτά τα συστήματα για να διαμορφώσουν συγκεκριμένες συνθήκες στην κοινωνία προς όφελος τους στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού.

Σε αυτή τη σχέση πολιτικού – κοινωνικού υπάρχει μια αλληλεπίδραση, το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να έχουμε εικόνα της ιστορικής τροχιάς, να δούμε τις στιγμές που υπάρχουν δομικές εξελίξεις από τα κάτω που ωθούν σε συγκεκριμένους πολιτικούς μετασχηματισμούς και πως ένας πολιτικός μετασχηματισμός έρχεται ξανά στην κοινωνία και διαμορφώνει νέες λογικές συναίνεσης απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Αυτή είναι μια δυναμική διαδικασία, μια διαδικασία η οποία στη βάση της είναι μια αλληλουχία ανάμεσα σε τομές και συνέχειες. Υπάρχουν φάσεις στις οποίες υπάρχει συνέχεια μιας κατάστασης, υπάρχουν κάποιες τομές οι οποίες αλλάζουν και διαμορφώνουν πια νέες συνέχειες. Οπότε αυτή είναι η διαλεκτική των κομματικών συστημάτων και αλληλεπίδρασης των κομματικών συστημάτων με τις κοινωνίες. Αυτό δίνει και ένα ρόλο στα κόμματα, ειδικά στα κόμματα τα οποία χαρακτηρίζουν με έναν κυριαρχικό ή ηγεμονικό τρόπο κάποια δεδομένα κομματικά συστήματα, κάποιο κεντρικό ρόλο για τον έλεγχο ή την καθοδήγηση του κομματικού ανταγωνισμού. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, αυτό από το 1981 έως το 2009 το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν το ηγεμονικό κόμμα που έδινε τον προσανατολισμό στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού, έως ότου αυτό καταρρεύσει μετά το 2009 και ενώ τώρα βρισκόμαστε σε μια φάση ανασυγκρότησης του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα, όπου φαίνεται ότι αυτόν τον ρόλο τον έχει η Ν.Δ.”

 


“..την δεκαετία του ‘80, η κυβερνητική εναλλαγή ήταν μια βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη και επιβίωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα..”


 

Στρέφοντας την συζήτηση και το ενδιαφέρον μας γύρω από την  ελληνική περίπτωση, ζητήσαμε από τον κ. Ελευθερίου να μας σχολιάσει την ιστορία του ελληνικού κομματικού συστήματος στην διάρκεια της Μεταπολίτευσης καθώς και ενδεχόμενη νέα τάση που διαγράφεται για το εγχώριο κομματικό σύστημα μετά τις πρόσφατές “σεισμικές” βουλευτικές εκλογές του 2023. Από τον ανταγωνιστικό δικομματισμό των δύο πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης στον συγκλίνοντα δικομματισμό του “διαχειριστικού” ρόλου των δύο μεγάλων κομμάτων της περιόδου, μέχρι την κατάρρευση του κομματικού συστήματος όπως το γνωρίζαμε λόγω της αναίρεσης του “κοινού τόπου” άσκησης της πολιτικής μέχρι τότε. Η δικομματική διευθέτηση του 2019 δεν επαληθεύθηκε εν τέλει, κυρίως λόγω αδυναμίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να παίξει τον ρόλο του εναλλακτικού πόλου, ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Ελευθερίου, οι εποχές αστάθειας που διανύουμε δύναται να υποσκάψουν την σταθερότητα ενός κομματικού συστήματος.

Στην Ελλάδα μετά το 1974, τα κόμματα έπαιξαν έναν πολύ βασικό ρόλο για την συγκρότηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ήταν δηλαδή πολύ σημαντικοί δρώντες του εκδημοκρατισμού της χώρας. Αυτός ο κεντρικός ρόλος σήμαινε πως τα ίδια τα κόμματα καθίσταντο κόμβοι του εκδημοκρατισμού σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Όχι μόνο τα κόμματα -ως φορείς νέων δημοκρατικών αντιλήψεων- ενέτασσαν τις μάζες στην πολιτική εκ νέου και κινητοποιούσαν ανθρώπους σε μια λογική δημοκρατικού ανταγωνισμού, αλλά παρέμβηκαν και στην κοινωνία, όπως σε συνδικάτα, σε αγροτικούς συνεταιρισμούς κ.α. και γενικότερα σε διάφορες πλευρές της ελληνικής κοινωνίας. Είχε ξεκινήσει μια διαδικασία κομματικοποίησης η οποία στην πρώτη φάση της είχε θετικό περιεχόμενο, διότι η αντίληψη του εκδημοκρατισμού διαπερνούσε το σύνολο της κοινωνίας. Ωστόσο σε κάποια φάση, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αρχίζει πια η κομματικοποίηση να σημαίνει κυριαρχία των κομμάτων πάνω στην κοινωνία, περιορίζοντας και ελέγχοντας κατά κάποιο τρόπο την όποια δυναμική αναπτύσσεται στο κοινωνικό πεδίο. 

Σε εκείνη την φάση ο δικομματισμός, ο οποίος είχε συγκροτηθεί ως βασική έκφραση του ελληνικού κομματικού συστήματος ήδη από τις βουλευτικές εκλογές του 1981, είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μεγάλα συστημικά κόμματα, από την μια πλευρά η Ν.Δ. και από την άλλη το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τα οποία εκφράζουν πλατιές κοινωνικές συμμαχίες. Όντας μεγάλα μαζικά κόμματα με πάρα πολλά μέλη, με ρίζες στο κράτος το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην κρατική γραφειοκρατία μετά το 1981 και η Ν.Δ. κυρίως στα Σώματα Ασφαλείας και τον Στρατό, υπήρξαν κόμματα με μεγάλη επιρροή στην κοινωνία των πολιτών. Συγκροτούν δηλαδή, μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και τα οποία μετά την δεκαετία του 1990 αρχίζουν και συγκλίνουν με όρους προγραμματικούς. Αν την προηγούμενη δεκαετία του 1980 εξέφραζαν δύο ανταγωνιστικά σχέδια για το τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα, ένα σοσιαλιστικό και ένα συντηρητικό, μετά την δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα μετά την εκλογή Κ. Σημίτη στην ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. παρατηρούμε δύο κόμματα που συγκλίνουν σε βασικά ζητήματα και επίδικα του κομματικού ανταγωνισμού και διαφοροποιούνται στο επίπεδο της διαχείρισης.

Επομένως, από τον ανταγωνιστικό δικομματισμό της δεκαετίας του 1980, περνάμε στην επόμενη δεκαετία σε έναν συγκλίνοντα δικομματισμό. Αυτό ήταν και το σχήμα που διασφάλιζε και τους όρους της  κυβερνητικής εναλλαγής. Την δεκαετία του 1980, η κυβερνητική εναλλαγή ήταν μια βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη και επιβίωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ενώ από την αμέσως επόμενη δεκαετία, που φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί το δημοκρατικό σύστημα, η κυβερνητική εναλλαγή ήταν ένας τρόπος διασφάλισης σταθερότητας του συστήματος στη βάση ενός συγκεκριμένου κοινού πολιτικού τόπου, αποδεκτού και από τα δύο μεγάλα κόμματα. Η εναλλαγή σε αυτή την φάση, ήταν εναλλαγή διαχειριστών της εξουσίας, η οποία σχετιζόταν με ανάγκες νομιμοποίησης.

 


“..το 2019 φαινόταν πως μπορούσε τουλάχιστον να δημιουργηθεί ξανά μια διευθέτηση δικομματική..”


 

Αυτό το μοντέλο ανταγωνισμού αρχίζει να σπάει από τις εκλογές του 2007, γιατί πέραν της Αριστεράς η οποία πάντα υπήρχε σαν ένας μειοψηφικός πόλος στο κομματικό σύστημα από τη δεκαετία του 1980, εμφανίζεται και η άκρα Δεξιά με την μορφή του ΛΑ.Ο.Σ. σαν παίκτης εντός του κομματικού ανταγωνισμού. Άρχιζαν να φαίνονται κάποια σημάδια αμφισβήτησης της ως τότε δικομματικής διευθέτησης. Η κατάρρευση όλου αυτού ήρθε μετά το 2010 και την κρίση, διότι το πλαίσιο άσκησης της πολιτικής που μέχρι τότε είχε παγιωθεί και συναινούσαν τα δύο μεγάλα κόμματα δεν υπήρχε πλέον ή τουλάχιστον είχε αμφισβητηθεί εκ βάθρων. Σε εκείνη την φάση, το πρώτο που αμφισβητήθηκε ήταν ο δικομματισμός με τους παραπάνω όρους.”

Σαφώς, την μεγαλύτερη απώλεια υπέστη το ΠΑ.ΣΟ.Κ. διότι υπήρχε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος μπορούσε να προσελκύσει αποευθυγραμμισμένους ψηφοφόρους από το πρώτο. Για την Ν.Δ. αν υπήρχε ένα ακροδεξιό κόμμα με όχι τόσο ακραία νεοναζιστικά χαρακτηριστικά όπως η Χρυσή Αυγή ενδεχομένως κάτι αντίστοιχο να βίωνε και η ίδια, παρότι και εκείνη είχε μεγάλη πτώση στα ποσοστά της. Βλέπουμε λοιπόν το δικομματισμό τότε να υπέστη μια μεγάλη υποχώρηση ενώ από το 2012 έως το 2019 συμβαίνουν καταστάσεις που δεν τις βλέπαμε πριν στην Ελλάδα, όπως πολυκομματικές Βουλές και κυβερνητικοί συνασπισμοί. Μέχρι το 2019 λοιπόν, έχουμε ένα πλαίσιο το οποίο δημιουργούσε μια αίσθηση ρευστότητας ως αντανάκλαση των σεισμικών μεταβολών που είχαν λάβει χώρα λόγω της δεκαετούς κρίσης. 

Ωστόσο, το 2019 φαινόταν πως μπορούσε τουλάχιστον να δημιουργηθεί ξανά μια διευθέτηση δικομματική, καθώς η μεν Ν.Δ. κατόρθωσε να επανασυσπειρώσει ένα μεγάλο κομμάτι της επιρροής της, συγκροτώντας αυτό που λέμε αντι-ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μέτωπο, με αστερισμό δυνάμεων οι οποίες είχαν μια κοινή αναφορά για το πως δεν πρέπει να επανέλθει στην εξουσία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Από την άλλη πλευρά δε, υπήρχε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος μπορούσε να κατανοηθεί ως μια εναλλακτική μέσα στον κομματικό ανταγωνισμό με αναφορές στην εποχή των αντι-μνημονιακών μετώπων. Φαινόταν λοιπόν πως μπορούσε να συγκροτηθεί το 2019 ένας νέος δικομματισμός. Κάτι τέτοιο τελικά, δεν επαληθεύθηκε από την πλευρά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. καθώς δεν κατόρθωσε να παγιωθεί ως εναλλακτικός πόλος. 

 


“..αν επαναληφθεί ένα τέτοιο μοντέλο,  με την Ν.Δ. άνω του 40% και πολλά κόμματα εκ δεξιών και αριστερών της  τα οποία αδυνατούν να κυριαρχήσουν ως αντίπαλο δέος της Ν.Δ., σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια άλλη εποχή..”


 

Σε αυτή την φάση, μπαίνουμε σε ένα νέο σύστημα με τα χαρακτηριστικά του συστήματος του κυρίαρχου κόμματος, στο οποίο το πρώτο κόμμα σε μια παρατεταμένη περίοδο λαμβάνει άνω του 40% των ψήφων, ενώ ο δεύτερος πόλος είναι στο μισό της επιρροής του πρώτου κόμματος έχοντας μεγάλη απόσταση για να μιλήσουμε για δικομματισμό ενώ δεν υπάρχει η έννοια της αξιωματικής αντιπολίτευσης διότι καθίσταται σημαντικά αποδυναμωμένη. Στον χώρο δε γενικά των αντιπολιτευτικών δυνάμεων υπάρχει ένας ευρύς κατακερματισμός, ο οποίος εντείνεται. Όλη αυτή η τάση προφανώς δεν εμφανίστηκε ξαφνικά το 2023 αλλά άρχισε να διαμορφώνεται στην διάρκεια της περιόδου 2019-2023, δηλαδή και οι δυνατότητες της Ν.Δ. να παγιώσει ή να ελέγξει έναν δικό της πολιτικό και κοινωνικό χώρο και αντίστοιχα η αδυναμία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να κάνει το ίδιο στον κεντροαριστερό πόλο. Το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών του 2023 είναι μια αφετηρία για να δούμε αν θα εδραιωθεί ένα τέτοιο κομματικό σύστημα στα καθ’ ημάς. 

Σίγουρα για να μιλήσουμε με σαφήνεια, θα πρέπει να επαναληφθεί αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Αν λοιπόν επαναληφθεί ένα τέτοιο μοντέλο,  με την Ν.Δ. άνω του 40% και πολλά κόμματα εκ δεξιών και αριστερών της  τα οποία αδυνατούν να κυριαρχήσουν ως αντίπαλο δέος της Ν.Δ., σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια άλλη εποχή. Στη συνέχεια, όχι άμεσα αλλά βλέποντας την εξέλιξη της κατάστασης, θα πρέπει να το εξετάσουμε και με κοινωνικούς όρους το τι άλλαξε στην ελληνική κοινωνία για να διαμορφωθεί πλέον ένα consensus για ένα σύστημα κυρίαρχου κόμματος. 

Παρόλα αυτά, βάζοντας έναν μεθοδολογικό/αναλυτικό αστερίσκο, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι βρισκόμαστε σε εποχές αστάθειας. Δεν είμαστε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 που είναι σαφώς πιο παγιωμένοι οι συσχετισμοί όπου ένα κυρίαρχο κόμμα είναι όντως τέτοιο. Ή ακόμα ότι ο δικομματισμός σημαίνει μια ομαλή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικά μεγάλα αντισυστημικά κόμματα. Εποχή αστάθειας, σημαίνει μεγάλη αποχή, αυξανόμενο έλλειμμα πολιτικής εμπιστοσύνης έναντι των πολιτικών θεσμών και της δημοκρατίας, ακόμα σημαίνει ευκολία μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας να στρέφονται προς αντισυστημικές και λαϊκιστικές εκφράσεις, σε προσωπαγή κόμματα ή σε διάφορους  αντι-mainstream  και outsider υποψήφιους ηγέτες. 

Το status που αποτυπώνεται στον κομματικό ανταγωνισμό με όλες τις παραπάνω διαδικασίες, βρίσκεται υπό την αίρεση ότι η αστάθεια που υπάρχει είναι και εσωτερική των κρατών αλλά και σε διεθνές επίπεδο και αυτή η γενικευμένη αστάθεια μπορεί να υποσκάψει την σταθερότητα ενός συγκεκριμένου κομματικού συστήματος.

Ας σκεφτούμε την περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, την παλαιότερη κοινοβουλευτική δημοκρατία στον κόσμο. Θα ήταν μάλλον αδιανόητο κάποιος να σκεφτεί, δέκα χρόνια πριν, ότι το Συντηρητικό Κόμμα, ίσως το παλαιότερο κόμμα στην ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία, θα αναγκαζόταν να αλλάξει τρεις αρχηγούς για το αξίωμα του πρωθυπουργού σε ένα κοινοβούλιο που υποτίθεται είχε τον απόλυτο έλεγχο. Ας σκεφτούμε πόσες εκλογές έγιναν για να κερδίσει τελικά ο Boris Johnson και πριν από αυτό, μια ασταθής πλειοψηφία της Theresa May η οποία βασιζόταν στην υποστήριξη των Προτεσταντών της Βορείου Ιρλανδίας ή και πιο πριν ακόμα, ο Cameron για να μπορέσει να κυβερνήσει συμμάχησε με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, ενώ στο σήμερα βλέπουμε πως σε μια μικρή περίοδο, έχουν αλλάξει τρεις πρωθυπουργοί. 

Αυτή η αστάθεια στο βρετανικό κομματικό σύστημα, είναι μια απόδειξη ότι υπάρχουν τάσεις και εξελίξεις που μας επισημαίνουν ότι δεν μπορούμε να μιλάμε με απόλυτο τρόπο. Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν μιλάμε με απόλυτο τρόπο στην πολιτική επιστήμη, παρά προσεγγίζουμε θέματα και πάντα διατηρούμε μια αμφιβολία σε αυτό στο οποίο θέτουμε. Νομίζω όμως, ότι σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε, η αβεβαιότητα είναι περισσότερη από ποτέ.”

Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε, επιμένοντας στο ελληνικό παράδειγμα, να ρωτήσουμε τον κ. Ελευθερίου να σχολιάσει την πορεία της Αριστεράς μετά και τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του 2023, σε συνάρτηση με την κυριαρχία της Ν.Δ. Του θέσαμε το ερώτημα αν το ποσοστό που κατήγαγε η Ν.Δ. ερμηνεύεται ως συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας.

Η κρίση έχει δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία πολλές βεβαιότητες που υπήρχαν στο παρελθόν έχουν αμφισβητηθεί. Δεν νομίζω όμως ότι το ζήτημα είναι η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Αντιθέτως σε κάποια θέματα έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος, όχι μόνο σε ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού και ταυτοτήτων αλλά ακόμη και ζητήματα θα λέγαμε σχετικά με την μετανάστευση ή τους πρόσφυγες. Δεν θεωρώ ότι ήταν καλύτερη η κατάσταση την δεκαετία του 1990 και έχει υπάρξει τώρα μια συντηρητική στροφή.

Υπάρχει όμως μια αδυναμία των κομμάτων, των πολιτικών εκφραστών του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου. Εδώ επιστρέφουμε σε αυτό που συζητήσαμε παραπάνω σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν ή μπορούν να κάνουν τα κόμματα γενικότερα. Τα κόμματα δεν είναι αντανακλάσεις και παρακολουθήματα της κοινωνικής δυναμικής. Υπάρχει μια κοινωνική δυναμική η οποία δίνει υπόσταση σε μια κομματική στρατηγική, αλλά στη συνέχεια η κομματική στρατηγική παρεμβαίνει εκ νέου στην κοινωνία για να την διαμορφώσει και να την μετασχηματίσει σε μια στρατηγική εξουσίας.

 


“..ακόμα κι αν συσσωρεύεται δυσαρέσκεια για την Ν.Δ. από ορισμένα εκλογικά της ακροατήρια, δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος, κάποιος που να εισπράξει αυτή την δυσαρέσκεια..”


 

Από την άλλη όμως, κόμματα που εντάσσονται στον κεντροαριστερό χώρο και προτάσσουν μια λογική διαχείρισης της εξουσίας ή εν πάση περιπτώσει διαλέγονται με το ερώτημα της εξουσίας, παρουσιάζουν μια αδυναμία έκφρασης μιας στρατηγικής εξουσίας και ταυτόχρονα υπάρχει ένας κατακερματισμός εκπροσώπησης. Ο κατακερματισμός αυτός της εκπροσώπησης, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις παθογένειες και αδυναμίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., δίνει την δυνατότητα να εκφράζεται μια δεξιά κυριαρχία στο πολιτικό σύστημα, τόσο προς την Ν.Δ., όσο και δεξιά της.

Επομένως, δεν θα εντόπιζα ότι υπάρχει θέμα συντηρητικής στροφής της ελληνικής κοινωνίας αλλά δεξιάς μετατόπισης στον κομματικό ανταγωνισμό η οποία πέρα από την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της ΝΔ και τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τον εαυτό της ως φύσει κυβερνητικό κόμμα, συνυπάρχει με μια εδραιωμένη αδυναμία στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο.

Ακόμα κι αν συσσωρεύεται δυσαρέσκεια για την Ν.Δ. από ορισμένα εκλογικά της ακροατήρια, δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος, κάποιος δηλαδή που θα εισπράξει αυτή την δυσαρέσκεια. Εντός αυτού του πλαισίου λοιπόν, παραμένει μια ισχυρή παρουσία της Ν.Δ. Την κατάσταση αυτή την έχει σαφώς αντιληφθεί η κομματική ελίτ της Ν.Δ. και την εκμεταλλεύεται. Για παράδειγμα, η στάση της σχετικά με τον νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια είναι κλασική καθώς μπορούσε μέσα σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο η ηγεσία της Ν.Δ. να προωθήσει ένα τέτοιο νομοσχέδιο, παρότι δεν θα ψηφιζόταν από το 1/3 της κοινοβουλευτικής της ομάδας, γιατί ακριβώς διαθέτει μια ευελιξία να πατήσει σε πολιτικά πεδία και σε θεματικές που μέχρι πρόσφατα ήταν αρμοδιότητα των δυνάμεων της κεντροαριστεράς. Αν όμως για παράδειγμα υπήρχε απέναντι στην Ν.Δ. ένα πολύ ισχυρό κεντροαριστερό κόμμα ως αντιπολίτευση, δύσκολα η Ν.Δ. θα έμπαινε σε μια τέτοια λογική.

 


“..για τα ελληνικά δεδομένα, δεν θεωρώ πολύ υγιές να παγιωθεί ένα σύστημα κυρίαρχου κόμματος..”


 

Τώρα βρίσκεται σε αυτή τη θέση και μπορεί να το κάνει, ενώ από αυτή την θέση θέλει να γίνει, αυτό που λέμε στην θεωρία pivot party ή αλλιώς κόμμα-άξονας στον κομματικό ανταγωνισμό που θα διαθέτει την ευελιξία όταν θα πιέζεται εξ αριστερών, να κινείται προς τα δεξιά και να απορροφά επιρροή από τους κομματικούς σχηματισμούς που βρίσκονται στα δεξιά της. Εξ ου και μια  σχετική σκλήρυνση του λόγου του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεκλογική περίοδο, η συμπερίληψη του Φρέντυ Μπελέρη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ν.Δ. ή ακόμα δηλώσεις που αντιστοιχούν σε μια πιο αυταρχική και συντηρητική προσέγγιση της πολιτικής. Ενώ αντίστοιχα, όταν δύναται να πιέζεται εκ δεξιών της, διότι μπορεί να υπάρχει ένα κόμμα με ηγεσία που του δίνει περισσότερη ορατότητα και μπορεί να συσπειρώσει περισσότερο κοινό, να έχει την δυνατότητα να μετακινείται και να καταλαμβάνει το Κέντρο και να απορροφά την απαραίτητη επιρροή που χρειάζεται για να διατηρεί την κυρίαρχη θέση της.

Επομένως με αυτόν τον τρόπο, η Ν.Δ. έχει την δυνατότητα να κινείται και στα δύο επίπεδα και να ελέγχει τις βασικές θεματικές του κομματικού ανταγωνισμού. Παρόλα αυτά, σε συστήματα όπως το ελληνικό, που είναι σχετικά ασταθή, καθώς βιώνουμε ένα μετα-κρισιακό σύστημα παρά το αφήγημα κανονικότητας που το περιβάλλει, μια πιθανή συνέπεια του συστήματος κυριαρχίας του ενός κόμματος όπως διαμορφώνεται, είναι πως αν επικρατεί η λογική του “μονόδρομου” τότε είναι εξαιρετικά εύκολο να εμφανιστούν αντισυστημικές διέξοδοι που θα απευθυνθούν σε τμήματα της κοινωνίας με πολύ πειστικό τρόπο.

Για τα ελληνικά δεδομένα, δεν θεωρώ πολύ υγιές να παγιωθεί ένα σύστημα κυρίαρχου κόμματος καθώς δύναται να δώσει ώθηση, έστω όχι τόσο άμεσα, σε αντισυστημικές τάσεις οδηγούμενοι σε κάπως δυσάρεστες εξελίξεις. Προφανώς, όλο αυτό που περιγράφουμε δεν είναι πρόβλημα της Ν.Δ., αλλά ευθύνονται κυρίως τα κόμματα της Κεντροαριστεράς που αδυνατούν να συγκροτήσου έναν εναλλακτικό πόλο. Με άλλα λόγια, δεν είναι αρμοδιότητα της Ν.Δ. να φτιάξει την Κεντροαριστερά. Ωστόσο αυτό είναι το επείγον για την βιωσιμότητα του συστήματος ανεξάρτητα του ποιο κόμμα θα βρίσκεται στην διακυβέρνηση. Μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά η Ν.Δ. ως κυρίαρχος παίκτης όπως παλαιότερα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αλλά να υπάρχει μια εναλλακτική στο σύστημα ως αντίβαρο. Όταν απουσιάζει μια τέτοια συνθήκη, σέ ένα σύστημα σαν το δικό μας το τονίζω, ενδέχεται να δημιουργηθούν προβλήματα. Είναι ένας φόβος που υπάρχει για την μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων.”

Αφήσαμε για το τέλος της συζήτησης μας με τον κ. Ελευθερίου, το όχι λιγότερο σημαντικό ζήτημα της κρίσης νομιμοποίησης που βιώνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα  πολιτικά συστήματα διεθνώς. Πώς η κρίση εκπροσώπησης συγκεκριμένων μεγάλων ομάδων του κοινωνικού συνόλου, κυρίως ως προς τα mainstream κόμματα, οδηγεί σε κρίση νομιμοποίησης. Γιατί η τεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική που τείνει να επικρατήσει δεν είναι παρά “προσωπείο” του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού. Πώς οι αντισυστημικές στάσεις δύναται να διοχετευτούν τόσο ως προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος όσο και ως προς τα δεξιά;

 


“Το μόνο σίγουρο είναι ότι υπάρχει μια κρίση εκπροσώπησης. Μεγάλα τμήματα των κοινωνιών νιώθουν πως δεν εκπροσωπούνται από τα κόμματα και κυρίως από τα mainstream κόμματα. Αυτό που έχει επικρατήσει τις τελευταίες δύο με τρεις δεκαετίες  σαν αντίληψη στην πολιτική σκηνή, είναι ότι “πρέπει έναντι των επαγγελματιών πολιτικών να προτιμώνται οι τεχνοκράτες για την διαχείριση της εξουσίας”.


 

Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο επαγγελματίας πολιτικός κινείται με την λογική ενός στενού συμφέροντος επανεκλογής και αυτό το “βάρος” τον αποτρέπει από το να λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις. Ενώ αντίθετα ο τεχνοκράτης,  ο οποίος αντλεί νομιμοποίηση να λαμβάνει αποφάσεις κυρίως από την ειδημοσύνη του σε κάποιον τομέα, θα έχει το μικρότερο πολιτικό κόστος να διαχειριστεί σε αντίθεση με τον επαγγελματία πολιτικό. Εξ ου και στην περίοδο της κρίσης, υπήρξαν κυβερνήσεις “τεχνοκρατικού” χαρακτήρα, όπως στην Ελλάδα η τρικομματική (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ν.Δ. ΛΑ.Ο.Σ.) κυβέρνηση Παπαδήμου και η κυβέρνηση Ντράγκι στην Ιταλία. Ακόμα και σε άλλα κυβερνητικά σχήματα και ιδιαίτερα στην λεγόμενη γραφειοκρατία της Ε.Ε. υπάρχει μια τάση να επιλέγονται πρόσωπα που έχουν ένα πιο ισχυρό τεχνοκρατικό προφίλ το οποίο έχουν αντλήσει από το πεδίο της αγοράς και τον ιδιωτικό τομέα, έναντι πολιτικών προσώπων που διαθέτουν μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη. Ταυτόχρονα και τα πολιτικά πρόσωπα αρχίζουν να χτίζουν ένα προφίλ “υπεύθυνου τεχνοκράτη”.

Όλο αυτό δημιουργεί ένα χάσμα μεταξύ κοινωνικής βάσης και πολιτικών ελίτ καθώς ερμηνεύεται ο τεχνοκράτης ως φορέας μιας υποτιθέμενης τεχνοκρατικής ουδετερότητας, που βλέπει τα πράγματα με μια καθαρή ματιά που απορρέει από την ειδημοσύνη του, ενώ στην πραγματικότητα είναι φορέας μιας συγκεκριμένης πολιτικής αντίληψης, αυτό που με πολλούς τρόπους έχει ονομαστεί τις τελευταίες δεκαετίες νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Η ειδημοσύνη του απορρέει από την αποδοχή ότι ο νεοφιλελεύθερος τεχνοκρατισμός είναι ο ιδεολογικός, πολιτικός, κοινωνικός και οικονομικός μονόδρομος. Επομένως, πρόκειται για μια ουδετερότητα η οποία κάπως «μασκαρεύει» την κυριαρχία μιας συγκεκριμένης άποψης. Σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνεται μια συναίνεση πέριξ της τεχνοκρατικής πολιτικής η οποία είναι μια διαδικασία επιβολής ενός ιδεολογικού πολιτικού μονόδρομου. Η διαδικασία αυτή βασίζεται σε μια προσέγγιση που λέει ότι σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να κάνουμε “μεταρρυθμίσεις” οι οποίες είναι αντιδημοφιλείς στις κοινωνίες μη λαμβάνοντας όμως υπόψιν τις όποιες διαμαρτυρίες των πολιτών γι’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Εξ ου και το μεγάλο ζήτημα που είχαν οι κυβερνήσεις που κλήθηκαν να εφαρμόσουν μνημόνια, ήταν το ownership αυτών των οικονομικών προγραμμάτων. Αν θα αναλάμβανε, με άλλα λόγια, η εκάστοτε εθνική κυβέρνηση την ιδιοκτησία των προγραμμάτων τα οποία είχαν ετοιμαστεί από τους τεχνοκράτες της εκάστοτε Τροικας.

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, υπάρχουν τμήματα των κοινωνιών, ειδικά εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που ανήκουν σε αυτούς που ορίζουμε ως “χαμένους” της παγκοσμιοποίησης, όπως μισθωτοί εργάτες, ανειδίκευτοι και μεσαίων δεξιοτήτων οι οποίοι είτε είναι άνεργοι είτε αμείβονται ιδιαίτερα χαμηλά και δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν διάφορες εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Ακόμη, χώρες-οφειλέτες που δέχονται εξωτερικές πιέσεις λόγω αυτής της συνθήκης, οδηγούνται σε εσωτερική υποτίμηση και εν τέλει σε εξάρτηση από ισχυρότερα κράτη που έχουν δανειστεί. 

Όλα τα παραπάνω, δημιουργούν υποομάδες στο κοινωνικό περιβάλλον, οι οποίες είναι οι κύριοι εκφραστές δυσπιστίας. Νιώθουν αποκομμένοι από την πολιτική, παρατημένοι από τις πολιτικές ελίτ και εν πάση περιπτώσει ότι αυτές οι δημοκρατίες δεν τους αφορούν, παρά μόνο έναν στενό κύκλο ανθρώπων που βρίσκονται κοντά στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Θεωρούν πως δεν εισακούγονται οι δικές τους ανάγκες και διεκδικήσεις. Αυτό το κοινωνικό δυναμικό, ερμηνεύει και αντιλαμβάνεται την πολιτική ως αδυναμία του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις δικές του ανάγκες. Εκεί ακριβώς ξεκινά μια κρίση εκπροσώπησης, καθώς αυτό το αναδυόμενο κοινωνικό υποκείμενο στις μετα-δημοκρατικές κοινωνίες νιώθει πως δεν εκπροσωπείται επαρκώς από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα και οδηγείται είτε σε μια λογική αποχής, είτε αναζητά αντι-mainstream πολιτικές δυνάμεις για να επανευθυγραμμιστεί προς αυτές. Επιπρόσθετα, θα μπορούσε αυτό το κοινωνικό υποκείμενο να αναζητήσει εξωθεσμικούς τρόπους διαμαρτυρίας, όπως μέσω του κοινωνικού ακτιβισμού, με αντισυστημικό προσανατολισμό.

 


“..η Δεξιά έχει μεγαλύτερη θεματική αρμοδιότητα σε σχέση με την Αριστερά σε αυτά που μπορούν να προσφέρουν σταθερότητα και ασφάλεια..”


 

Το αποτέλεσμα της κρίσης εκπροσώπησης, είναι πως ένα κομμάτι του κοινωνικού συνόλου ενδέχεται να στραφεί σε περισσότερο αντισυστημικές διεξόδους ή λύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια κρίση νομιμοποίησης. Πάνω όμως σε αυτή την συνθήκη τίθενται διάφορα ζητήματα, καθώς αυτή η κρίση νομιμοποίησης ως γενικευμένη αμφισβήτηση, δύναται να κινηθεί προς τα αριστερά το οποίο θα σημαίνει ενδεχομένως ενδυνάμωση της δημοκρατικής λειτουργίας και μια δημοκρατική διέξοδο από την κρίση εκπροσώπησης και νομιμοποίησης. Αυτό, λίγο έως πολύ, μπορούμε να το εντοπίσουμε στην ελληνική περίπτωση με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. όπου λειτούργησε ως δημοκρατική διέξοδος από την κρίση εκπροσώπησης για ένα σημαντικό μέρος του αποευθυγραμμισμένου κόσμου από τον δικομματισμό. Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται να κινηθεί αυτό το ρεύμα αμφισβήτησης προς τα δεξιά, όπου οδηγεί σε περισσότερο αυταρχικές λύσεις και διεξόδους που παραπέμπουν σε φαινόμενα που είδαμε την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Η κρίση νομιμοποίησης είναι μια διφυής κατάσταση. Όσο αναπαράγεται μια λογική των δύο πόλων ή άκρων, αποδυναμώνεται το Κέντρο του πολιτικού φάσματος, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα ως προς αυτό, ενώ σε μια τέτοια συνθήκη μια πιο εύκολη διέξοδος μοιάζει να είναι προς τα δεξιά. Με άλλα λόγια, πολλοί άνθρωποι σε μία κατάσταση διαχείρισης της αβεβαιότητας και της αστάθειας, στρέφονται και εναγκαλίζονται πράγματα που τους προσφέρουν μια σταθερότητα. Συνήθως τι μας προσφέρει αυτή την αίσθηση σταθερότητας; Η οικογένεια, η θρησκεία και η εθνική ταυτότητα. Αντίστοιχα η Αριστερά δεν μπορεί να μιλήσει με όρους εργατικής τάξης λόγω της υποχώρησης του εργατικού κινήματος εδώ και δεκαετίες. Για να το πούμε αλλιώς, η Δεξιά έχει μεγαλύτερη θεματική αρμοδιότητα σε σχέση με την Αριστερά σε αυτά που μπορούν να προσφέρουν σταθερότητα και ασφάλεια σε τέτοιες καταστάσεις.

Επιπλέον, όσο το φερόμενο ως Κέντρο, προτάσσει το τεχνοκρατικό πρωτείο του λέγοντας πως όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να συμφωνούν με εμάς γιατί είμαστε οι γνώστες, οι ειδικοί έναντι των ημιμαθών και τα αδαών και όχι λόγω κάποιας πολιτικής πειθούς, τότε όσοι το δέχονται όλο αυτό σαν συνθήκη, θα στρέφονται όλο και περισσότερο  σε συνωμοσιολογικές αφηγήσεις και σε λύσεις με αντισυστημικά χαρακτηριστικά και εν τέλει θα εντείνεται η κρίση εκπροσώπησης και νομιμοποίησης.

 


“..η λογική είναι πως υπάρχει ένα είδος trade-off μεταξύ συστημικών και αντισυστημικών δυνάμεων που το ένα μπλοκ τροφοδοτεί το άλλο..”


 

Η συζήτηση που συνήθως συμβαίνει γύρω από αυτές τις πολλαπλές κρίσεις που επισωρεύονται στις ανεπτυγμένες κοινωνίες είναι σχετικά με το τι υπάρχουν κάποιοι  λαϊκιστές ηγέτες και αντίστοιχα κόμματα τους, που χειραγωγούν κομμάτια της κοινωνίας που είναι αμαθή, χαμηλών προσδοκιών, ευάλωττα σε fake news κλπ. Η παραπάνω όμως ανάλυση ξεχνάει πως it takes two to tango. Στο συγκεκριμένο tango, ο άλλος πόλος είναι ο συστημικός πόλος ο οποίος δίνει τον χώρο για να παγιώνονται αυτές οι αντισυστημικές λογικές. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1970 και ύστερα, οι δύο μεγάλοι πόλοι του πολιτικού συστήματος απορροφούσαν, ενσωμάτωναν και εγκιβώτιζαν τις όποιες αντισυστημικές τάσεις. Επομένως, δεν υπήρχαν τότε πολλά περιθώρια να αναπτυχθούν αυτές οι αντισυστημικές στάσεις καθώς ενσωματώνονταν στο εσωτερικό των δύο μεγάλων πόλων. Στην Γερμανία, τα δύο μαζικά κόμματα μεταπολεμικά, το SPD και το CDU τα ονόμαζαν λαϊκά κόμματα, για να τονίσουν ότι εκφράζουν ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

Σήμερα όλο αυτό δεν υφίσταται, καθώς οι maistream δυνάμεις είτε με την μορφή ενός κόμματος, όπως στην Ελλάδα, είτε μέσω ενός συνασπισμού κομμάτων οριοθετούν τον δικό τους χώρο για να μπορεί να διατηρεί μια κυριαρχία εντός του πολιτικού συστήματος με βραχυπρόθεσμη λογική επανεκλογής, αφήνοντας ανοιχτό έναν χώρο που κάποια στιγμή θα σκάσει. Η λογική είναι πως υπάρχει ένα είδος trade-off μεταξύ συστημικών και αντισυστημικών δυνάμεων που το ένα μπλοκ τροφοδοτεί το άλλο. Το αντισυστημικό μπλοκ τροφοδοτεί την περιχαράκωση του συστημικού μπλοκ και με την σειρά της αυτή η περιχαράκωση και η απομάκρυνση του συστημικού μπλοκ από τα ευρύτερα λαϊκά αιτήματα, τροφοδοτεί τις αντισυστημικές δεξαμενές, οι οποίες μπορούν να βρουν διέξοδο προς διάφορες κατευθύνσεις. Αυτές οι κατευθύνσεις μπορεί να είναι είτε προς τα Αριστερά σε κινήματα που ενδεχομένως να ενδυναμώσουν τις δημοκρατικές λειτουργίες του συστήματος, μια θετική εξέλιξη δηλαδή, είτε όμως και πιο πιθανόν να κινηθούν προς τα Δεξιά αφενός ενισχύοντας περισσότερο αυταρχικές λύσεις, αφετέρου τραβώντας προς αυτή την κατεύθυνση και το συστημικό μπλοκ.

Ας σκεφτούμε το παράδειγμα της Ισπανίας όπου συνέβη το αντίστροφο. Το PSOE, το σοσιαλιστικό κόμμα της Ισπανίας και ένα από τα πιο συστημικά αλλά και διεφθαρμένα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αναγκάστηκε λόγω της πρόκλησης που προέβαλε το PODEMOS να αλλάξει την στρατηγική του υπό την ηγεσία του Pedro Sanchez και επομένως η κρίση εκπροσώπησης εκεί να βρει μια διέξοδο δημοκρατική. 

Επομένως είναι ένας διττός τρόπος που εκφράζεται αυτή η κρίση εκπροσώπησης. Αφενός πρόκειται για κρίση εκπροσώπησης των εθνικών πολιτικών συστημάτων, αφετέρου και πρωταρχικά του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, του τρόπου με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις σε κεντρικό επίπεδο στην Ε.Ε. αλλά και της αδυναμίας των ευρωπαϊκών ελίτ να αντιληφθούν τι συμβαίνει στο εσωτερικό των κοινωνιών, τα ισχυρά επίδικα, που μάλλον δεν αντιλαμβάνονται.”

Συνέντευξη του Κώστα Ελευθερίου στους Κριστιάνα Ντάγια & Γιάννη Μαρινάκη


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.