Φέτος, το έτος 2024, συμπληρώνονται πενήντα έτη από το τραγικό και ανεξίτηλο στην μνήμη της ελληνικής ιστορίας γεγονός, της τουρκικής εισβολής στο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι συνέπειες οδυνηρές, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα σε περιπτώσεις τέτοιων τραγικών εξελίξεων, όπως μια εισβολή στην Κύπρο. Μόνο που στην συγκεκριμένη, ύστερα από μισό αιώνα, οι υπεύθυνοι δεν έχουν πληρώσει, οι αθώοι περιμένουν με τις πληγές τους ανοιχτές, οι νεκροί δεν έχουν δικαιωθεί. Συνεχίζονται να διαιωνίζονται ανακρίβειες και ψεύδη, χωρίς να έχει βρεθεί ουσιαστική λύση, κατά τις ατελέσφορες συζητήσεις που γίνονται, είτε σε επίπεδο κοινοτήτων είτε σε διεθνές, μέσω της μεσολάβησης του ΟΗΕ, μεταξύ των τριών εμπλεκομένων μερών: της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Το λεγόμενο “Κυπριακό ζήτημα” εξακολούθησε καθ’ όλη την διάρκεια της περασμένης πεντηκοταετίας, να απασχολεί -με διάφορες διαβαθμίσεις έντασης και αποφασιστικότητας- την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας και να καθίσταται ως ένα μείζον “εθνικό” θέμα για την ίδια.

Κατά την δεκαετία του 1950, σημειώθηκαν πολλές γεωπολιτικές μεταβολές στην Μέση Ανατολή, και ιδίως στην Αίγυπτο, αναγκάζοντας την Μεγάλη Βρετανία, επικυρίαρχο της Κύπρου, ήδη από το 1878, να μεταφέρει το μεσανατολικό αρχηγείο της από την Αίγυπτο στην Μεγαλόνησο. Αυτή η κίνηση οδήγησε στην αντίδραση του κυπριακού λαού, με αποτέλεσμα η Αγγλία, το 1954, να επιβάλει νομοθεσία, με την οποία απαγορευόταν η οποιαδήποτε αναφορά στην ένωση με την Ελλάδα, η οποία αποτελούσε διακαή πόθο των γηγενών του νησιού. Την ίδια χρονιά, ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ελλάδα, δήλωσε κατηγορηματικά πως η Μεγάλη Βρετανία δεν επρόκειτο να αποχωρήσει από την Κύπρο, λόγω της ιδιάζουσας θέσης της για τα συμφέροντα της ίδιας. Ύστερα από αυτήν την δήλωση προθέσεων, η Ελλάδα κατέφυγε στον ΟΗΕ, ζητώντας την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Η Μεγάλη Βρετανία αντέδρασε έντονα, κι έτσι ο ΟΗΕ αρνήθηκε να λάβει θέση για το ζήτημα. Αυτό το αδιέξοδο οδήγησε σε διαδηλώσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Βέβαια, οι Τουρκοκύπριοι δεν πήραν μέρος στον ένοπλο αγώνα των Ελληνοκυπρίων έναντι των Βρετανών. Απεναντίας, συνεργάσθηκαν με τους Άγγλους, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν ως επικουρικούς αστυνομικούς εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, ευχαριστώντας την Τουρκία, προκειμένου να της δώσει την ευκαιρία ανάμειξης στα ζητήματα της Κύπρου, το 1955, κάλεσε σε διάσκεψη, στο Λονδίνο, την Ελλάδα και την Τουρκία. Παρά τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των Υπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας, η Μεγάλη Βρετανία κατόρθωσε στην δημιουργία κλίματος, έτσι ώστε να επέλθει συμφωνία μεταξύ των τριών χωρών, για τον διορισμό αντιπροσώπων της Ελλάδας και της Τουρκίας στην Κύπρο, οι οποίοι, μαζί με τον εκάστοτε αρμόδιο Βρετανό διοικητή, θα επόπτευαν την εφαρμογή του αποικιακού συνταγματικού καθεστώτος.

Προκειμένου όμως να επέλθει η επιθυμητή ανεξαρτησία της Κύπρου και να τερματιστεί η βρετανική κυριαρχία, υπογράφηκαν το 1959 οι γνωστές “Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου”, μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας καθώς και ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας. Κατά τις διαπραγματεύσεις, το σημαντικότερο ζήτημα ήταν η στρατιωτική παρουσία που ήθελαν να έχει η Τουρκία στο νησί. Η ελληνική πλευρά δεχόταν την ύπαρξη ενός τιμητικού αγήματος, 100 περίπου Τούρκων, όμως η Τουρκία ήθελε σημαντικά μεγαλύτερο. Τελικά, με παρέμβαση των Πρωθυπουργών των δύο πλευρών, λύθηκε το πρόβλημα με αναλογία 950 Ελλήνων και 650 Τούρκων στρατιωτικών. Η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους επήλθε στις 16 Αυγούστου του 1960.

Παρόλα αυτά, τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν δύσκολα, διότι χαρακτηρίστηκαν από διακοινοτικές ταραχές, την απομόνωση των Τουρκοκυπρίων σε διάφορες περιοχές ανά την επικράτεια του νησιού (θυλακοποίηση), την έλευση διάφορων στρατιωτικών δυνάμεων και την δημιουργία παραστρατιωτικών οργανώσεων. Ειδικότερα, τον Νοέμβριο του 1963, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, κατέθεσε τα γνωστά ως “13 σημεία” για την τροποποίηση του Συντάγματος, με σκοπό την άμβλυνση του διακοινοτικού χαρακτήρα του κράτους. Αυτό οδήγησε σε πολιτική κρίση, αφού οι Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν εντός θυλάκων, λειτουργώντας ως κράτος εν κράτει. Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για την πρώτη de facto διχοτόμηση. Εξαιτίας αυτών των γεγονότων, οι διακοινοτικές ταραχές και συγκρούσεις συνεχίστηκαν.

Στις διακοινοτικές αυτές ταραχές δρούσαν παραστρατιωτικές εθνικιστικές οργανώσεις των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Συγκεκριμένα, οι Ελληνοκύπριοι είχαν συγκροτήσει την ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κύπρου), ενώ οι Τουρκοκύπριοι είχαν προσφύγει στην δημιουργία της ΤΜΤ (Τurk Mukavemet Teskilati – Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση). Ταυτόχρονα, η Τουρκία απειλούσε με εισβολή στην Κύπρο, καθώς τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη παραβίαζαν επανειλημμένως τον κυπριακό εναέριο χώρο, ενώ τουρκικά πολεμικά πλοία κινούνταν προς τις κυπριακές ακτές. Κι ενώ το Τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας είχε αποφασίσει την εισβολή, ισχυριζόμενο πως ήταν δικαίωμα της Τουρκίας, το οποίο απέρρεε από την “Συνθήκη Εγγυήσεως”, την δεύτερη εκ των δύο “Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου”, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, απέστειλε επιστολή στον Πρωθυπουργό της Τουρκίας, Ισμέτ Ινονού, στην οποία εξέθετε τις απόψεις του για τις μεγάλες περιπλοκές που θα προέκυπταν από την σχεδιαζόμενη επέμβαση της Τουρκίας στο κυπριακό έδαφος, καθώς και το ότι δεν αποτελούσε δικαίωμα της χώρας. Τελικά, ο ΟΗΕ στις 4 Μαρτίου του 1964 αποφάσισε την “Σύσταση Ειρηνευτικής Δύναμης>”(UNFICYP) για τη διατήρηση της ειρήνης στην Κύπρο. Την ίδια χρονιά, δημιουργήθηκε και η Εθνική Φρουρά, η οποία στελεχώθηκε από αξιωματικούς της Ελλάδας.

Όπως προαναφέρθηκε, η ένωση του νησιού με την Ελλάδα ήταν ανέκαθεν επιθυμία των Ελλήνων της Κύπρου, και οι ελπίδες αναπτερώθηκαν μετά την ανεξαρτησία. Όμως, η Χούντα των Αθηνών, υπό τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, παρατηρούσε τις κινήσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και διαπίστωνε πως δεν επεδίωκε πλέον την πολιτική της ένωσης. Παράλληλα, δημιουργήθηκε στην Κύπρο, το 1971, η ΕΟΚΑ Β’ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών Β΄), εθνικιστική ένοπλη παραστρατιωτική οργάνωση, η οποία ιδρύθηκε από τον Γεώργιο Γρίβα, με σκοπό την ένοπλη δράση για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγούσαν στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, στην αρχή μέσω συνεργασίας με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, στην συνέχεια μέσω εκφοβισμού και τέλος μέσω ένοπλης σύγκρουσης. Τον Μάρτιο του 1974, η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών ανακάλυψε έγγραφα της ΕΟΚΑ Β΄, τα οποία κατέγραφαν σχέδια διενέργειας πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, υποβοηθούμενου από τη Χούντα των Αθηνών, ώστε να επιτευχθεί ο κοινός σκοπός. Έτσι, τον Ιούλιο του 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απαίτησε την παραίτηση των Ελλήνων αξιωματικών που ήταν μέλη της Εθνικής Φρουράς. Τότε όμως, η Χούντα των Αθηνών, διέταξε πραξικόπημα, προκειμένου να ανατραπεί ο Μακάριος, και στις 15 Ιουλίου, η διαταγή αυτή, έλαβε χώρα. Κι ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διέφυγε, στην Αθήνα είχε φτάσει ο Αμερικανός Υφυπουργός Εξωτερικών, Τζόζεφ Σίσκο, μαζί με άλλους ανώτατους υπηρεσιακούς παράγοντες. Ο Σίσκο, εμμέσως προειδοποίησε για ενδεχόμενη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δηλώνοντας πως έπρεπε οπωσδήποτε να αποτραπεί ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εξαιτίας της συμμετοχής και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ. Εισβολή βέβαια, προμήνυαν, και τα εξής λόγια του Πρωθυπουργού της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετζεβίτ: “Εάν δεν αντιδράσουμε τώρα, η Κύπρος στο μέλλον θα αποτελέσει μεγάλο κίνδυνο. Θα δημιουργηθούν βάσεις σε έναν χώρο επικίνδυνο για την Τουρκία. Η Κεντρική και Ανατολική Μικρά Ασία θα είναι πλέον εκτεθειμένες στην ακτίνα δράσης της πολεμικής αεροπορίας των Ελλήνων. Η Κήρυξη της Ενώσεως Ελλάδας και Κύπρου μετά από λίγα χρόνια θα είναι κάτι εύκολο και με επίσημο δημοψήφισμα. Αν δεν βιαστούμε να εμποδίσουμε αυτές τις εξελίξεις, αύριο θα είναι αργά”. Έτσι, στις 17 Ιουλίου, ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας επισκέφθηκε την Μεγάλη Βρετανία, με σκοπό να διερευνήσει τις θέσεις της στις εξελίξεις της Κύπρου, αλλά και γιατί, εκτός από σημαντική δύναμη, είχε και στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο. Κατά τις συζητήσεις, τα βασικά ερωτήματα που διατύπωσε ο Ετζεβίτ ήταν τα εξής: ποια θα ήταν η θέση της Μεγάλης Βρετανίας, αν η Τουρκία επενέβαινε στρατιωτικά στην Κύπρο, όπου έγινε φανερή η επιλογή της πρόθεσης ουδετερότητας της, και σε περίπτωση εισβολής, αν αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω Βρετανικών βάσεων, δηλαδή σε συνεργασία των δύο χωρών, με την Μεγάλη Βρετανία να απαντά ένα ξεκάθαρο “όχι”. Σύμφωνα με μαρτυρία του Αμερικανού διπλωμάτη Τζέιμς Σπέιν, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, έστειλε, την παραμονή της τουρκικής εισβολής, μια επιστολή στον Μπουλέντ Ετζεβίτ. Επειδή ο Σίσκο δεν είχε φτάσει ακόμα στην Άγκυρα, την επιστολή ανέλαβαν να παραδώσουν ο Πρέσβης Ουίλιαμ Μακόμπερ και ο Τζέιμς Σπέιν. Ωστόσο, οι Αμερικανοί διπλωμάτες, φτάνοντας στο γραφείο του Τούρκου Πρωθυπουργού, τον άκουσαν να συνομιλεί τηλεφωνικά με τον Χένρυ Κίσινγκερ, Υπουργό των ΗΠΑ, και κρίνοντας ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει, αποφάσισαν να μην παραδώσουν την επιστολή.

Στις 20 Ιουλίου, ο Πρέσβης των ΗΠΑ, Χένρι Τάσκα, ταξίδεψε ως την Αθήνα, προκειμένου να εξηγήσει στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία την αμερικανική πολιτική, όπως την είχε καθορίσει ο Χένρι Κίσινγκερ. Ο Σίσκο, επιστρέφοντας από την Άγκυρα στην Αθήνα, την ίδια χρονική στιγμή με τον Τάσκα, προέβη στις εξής τοποθετήσεις: α. “Μη μπείτε σε πόλεμο με την Τουρκία, διότι θα χάσετε”, β. “Μόνη διέξοδος για να αποφύγουμε τον όλεθρο είναι η συνεννόηση”, γ. “Αν δεν εισακούσετε τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα σας εγκαταλείψουν”. Επιπλέον, ο Σίσκο τόνισε πως η Ελλάδα δεν έπρεπε να εμπλακεί “γιατί θα ηττηθείτε και εκτός από την Κύπρο θα χάσετε και τμήμα της Ελλάδας”. Σε αυτή την συνάντηση, ο Ιωαννίδης, αφού απείλησε ότι η Ελλάδα θα κηρύξει πόλεμο στην Τουρκία, σηκώθηκε και έφυγε, λέγοντας στον Σίσκο: <<Μας εξαπατήσατε>>. Λίγο αργότερα, η Χούντα επιχείρησε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα, η οποία όμως γρήγορα αποδείχθηκε επιπόλαιη ενέργεια, επομένως, ανακλήθηκε. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Κερύνεια, λίγο μετά τις πέντε το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, τουρκικά αεροπλάνα άρχισαν επιθέσεις κατά την ευρύτερη περιοχή της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών.

Όλα όσα ακολούθησαν έγιναν στα ξαφνικά, κανείς, από τους “κοινούς θνητούς”, δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη. Η Τουρκία, επικαλούμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως, Άρθρο IV: Διασφαλίζει το δικαίωμα των εγγυητριών δυνάμεων να αναλάβουν δράση για να αποκαταστήσουν την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο, είτε σε συμφωνία μεταξύ τους είτε και χωριστά, είχε εισβάλλει στην Κύπρο. Παρόλα αυτά, μετά την επίθεση, οι ελληνοκυπριακές στρατιωτικές μονάδες περίμεναν διαταγές από την Εθνική Φρουρά, η οποία με την σειρά της ανέμενε οδηγίες από την Ελλάδα. Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ιδιαίτερα αργοπορημένη. Το αποτέλεσμα ήταν οι κάτοικοι, οι Ελληνοκύπριοι κυρίως, να βρεθούν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.

Διαβάστε επίσης: 

Παρ το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, μόλις στις 08:40 το πρωί δόθηκε επισήμως, από την Αθήνα, εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11:00 π.μ. Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς, όταν κινητοποιήθηκαν, άρχισαν να πολεμούν, χωρίς να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες, ενώ συμμετείχε μαζί τους στον αγώνα και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός, με ό,τι μέσα διέθετε. Το βράδυ της ίδιας μέρας δραστηριοποιήθηκε και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο με το Ψήφισμα υπ’αριθμόν 353 ζήτησε “άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης” και “αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού”. Η απόφαση δεν λήφθηκε υπόψη από την Τουρκία, η οποία συνέχισε ακάθεκτη το τρομερό της έργο. Έτσι, ξεκίνησαν σχέδια απομάκρυνσης των ξένων υπηκόων, και μάλιστα με βρετανικό πλοίο. Για να αρχίσει η επιχείρηση, χρειαζόταν η συναίνεση της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η πρώτη έδωσε την άδειά της, η τελευταία όμως, αρνήθηκε να συνεργαστεί. Στις 22 Ιουλίου, το Λονδίνο έδωσε εντολή να ξεκινήσει η επιχείρηση την επομένη το πρωί, ενώ οι Τούρκοι επέμεναν στην αρχική τους απόφαση. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Τζέιμς Κάλαχαν, έστειλε προσωπικό μήνυμα στον Ετζεβίτ, καθιστώντας την κυβέρνησή του υπεύθυνη για όποιο επεισόδιο. Η επιχείρηση ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε στις 23 Ιουλίου, αν και σε μια στιγμή, το βρετανικό πλοίο συνάντησε ομάδα τουρκικών πλοίων. Τα τουρκικά πλοία, όταν συνειδητοποίησαν ότι απέναντί τους βρίσκονταν Άγγλοι, έκαναν πίσω.

Οι τούρκικες δυνάμεις, εντός τριών ημερών, κατέλαβαν το 3% από το βόρειο κομμάτι του νησιού, και συγκεκριμένα την Κερύνεια και την γύρω περιοχή. Η επιχείρηση “Αττίλας Ι” είχε ολοκληρωθεί. Η ανακωχή, που είχε απαιτήσει ο ΟΗΕ, κηρύχθηκε στις 23 Ιουλίου, αν και οι Τούρκοι συνέχισαν τις σφοδρές μάχες, καταλαμβάνοντας επαρχίες και χωριά. Ακολούθησαν δύο γύροι διαπραγματεύσεων στην Γενεύη (ο πρώτος διήρκησε από 25-30 Ιουλίου και ο δεύτερος από 8-14 Αυγούστου), μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, κατά τις οποίες η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους. Κι ενώ στην πρώτη διαπραγμάτευση υπογράφηκε διακήρυξη, στην οποία έπρεπε “οι αντίπαλες δυνάμεις στην Κύπρο να σταματήσουν κάθε επιθετική ή εχθρική δραστηριότητα”, κατά την δεύτερη, το Συμβούλιο της Ευρώπης πέρασε το Ψήφισμα υπ’αριθμόν 573, το οποίο αναγνώριζε το δικαίωμα της Τουρκίας να επέμβει για να αποκαταστήσει το προ-πραξικοπηματικό καθεστώς στην Κύπρο.

Η αντίδραση της τουρκικής πλευράς ήταν άμεση, καθώς πραγματοποίησε δεύτερη εισβολή, μόλις μία ώρα μετά την λήξη της τελευταίας διαπραγμάτευσης. Η επιχείρηση <<Αττίλας ΙΙ>> ξεκίνησε από τον ανατολικό τομέα, με βολές πυροβολικού, συνεπικουρούμενη από την αεροπορία. Μέχρι το μεσημέρι είχε φτάσει ως την Αμμόχωστο, αφού οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις υποχώρησαν, λόγω κατάρρευσης της γραμμής άμυνας. Για τρεις μέρες, οι Τούρκοι βομβάρδιζαν περιοχές, εκτόπιζαν, εκτελούσαν και αιχμαλώτιζαν ανθρώπους, είτε στρατιώτες είτε άμαχους πολίτες. Ως τις 16 Αυγούστου, που κράτησε η δεύτερη φάση της εισβολής, είχε καταληφθεί από τις τουρκικές δυνάμεις γύρω στο 36% του κυπριακού εδάφους. Λίγες μέρες μετά, στις 25 Αυγούστου, με πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, ξανάρχισαν οι συνομιλίες. Η τουρκοκυπριακή πλευρά ήθελε ομοσπονδοποίηση, με ανταλλαγή πληθυσμών, ενώ ο Γλαύκος Κληρίδης, Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν έτοιμος να αποδεχτεί την ομοσπονδία, αλλά χωρίς την πρόταση ανταλλαγής πληθυσμών. Τελικά, τον Αύγουστο του 1975, επήλθε συμφωνία, η <<Συμφωνία Γ΄ της Βιέννης>>, την οποία η τουρκοκυπριακή πλευρά ερμηνεύει, μέχρι σήμερα, ως συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, ενώ η ελληνοκυπριακή ως προσωρινό ανθρωπιστικό μέτρο. Έτσι, την χρονιά εκείνη, 60.000 περίπου Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν από τις ελεύθερες νότιες περιοχές της Κύπρου, στις βόρειες και κατεχόμενες υπό τουρκικές δυνάμεις. Όμως η Τουρκία δεν σταμάτησε εκεί. Το 1983 ανακηρύχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου, η οποία αναγνωρίζεται μόνο από την ίδια την Τουρκία, καθώς η κυπριακή, η ελληνική, και εν γένει η διεθνής κοινότητα, θεωρεί τα εδάφη της ως κατεχόμενα.

Οι Ελληνοκύπριοι βρήκαν μια κάποια δικαίωση, όταν η Τουρκία ενοχοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για εκτοπισμό πληθυσμού, στέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, κακή μεταχείριση, στέρηση του δικαιώματος της ζωής και στέρηση του δικαιώματος της περιουσίας. Το 1976 και το 1983, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βρήκε την Τουρκία ένοχη για συνεχείς παραβιάσεις της <<Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου>>, αφού δέχθηκε τις αποδείξεις τις Κυπριακής δημοκρατίας, σχετικά με τους βιασμούς Ελληνοκυπρίων γυναικών από Τούρκους στρατιώτες, και τα βασανιστήρια Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων, κατά την διάρκεια της εισβολής. Παρά τα αναγνωρισμένα, από την διεθνή κοινότητα, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, στα οποία προέβη, η τουρκική αφήγηση επιμένει στην άποψη της νομιμότητας της εισβολής. Όσο,  όμως, και να προσπαθεί η συγκεκριμένη πλευρά να πείσει για το αφήγημά της, πάντα θα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που το καταρρίπτουν, καθώς οι πρόσφυγες, για αρκετό καιρό μετά την εισβολή, αδυνατούσαν να ζήσουν την ζωή τους όπως πριν. Περισσότερα αποκαλύπτονται και στο ρεπορτάζ του απεσταλμένου Μανούσου Πλουμίδη, από την εφημερίδα <<ΤΟ ΒΗΜΑ>>, στους καταυλισμούς Αμμοχώστου-Λάρνακας, Λευκαρίτη, Μαρσέλλου, Ορμιδίων, Ξυλοτύμπου και Δασακίου- Άχνας, πέντε μήνες μετά την εισβολή. Ορισμένα από όσα έζησαν οι εκτοπισμένοι, περιγράφονται στα εξής αποσπάσματα του ιδίου: <<Σε σειρές από σκηνές άσπρες (της ελληνικής βοήθειας) και πράσινες (της αμερικανικής βοήθειας) ζουν πέντε μήνες τώρα άνθρωποι, που έχουν συνηθίσει σε άλλο τρόπο ζωής στα σπίτια τους, με χωρισμένη κάθε οικογένεια από την άλλη, με τα αγαθά που τους εξασφάλιζε ο τεχνικός πολιτισμός και το σχετικό ψηλό βιοτικό τους επίπεδο, την ηλεκτρική κουζίνα τους, την τηλεόρασή τους και πολλές φορές το ηλεκτρικό πλυντήριο (…) Δεν είναι, άλλωστε, μόνο τα προβλήματα της συμβιώσεως, που αντιμετωπίζουν οι επιτροπές. Ασχολούνται και με τα πολλά και ποικίλα άλλα, που προκύπτουν κάθε τόσο, προβλήματα και παράπονα για την ανεπάρκεια του επιδόματος, που δίνει η Κυβέρνηση, με ζητήματα που σχετίζονται με τη διανομή των τροφίμων (…), ή του ρουχισμού (…) και ακόμη με ζητήματα σχετικά με τις τιμές των τροφίμων, που πουλούν οι έμποροι και που κατηγορούνται ενίοτε για αισχροκέρδεια. (…) Ταλαιπωρεί ακόμη τους πρόσφυγες η καθυστέρηση του ηλεκτροφωτισμού των καταυλισμών, που γίνεται αισθητότερη όσο προχωρεί ο χειμώνας και μεγαλώνουν οι νύχτες (…) όπως και η καθυστέρηση, σ’ ορισμένες περιπτώσεις έργων αποχετεύσεως, που είναι απαραίτητα τώρα το χειμώνα με τις βροχές, που οι καταυλισμοί πνίγονται στις λάσπες>>.  Έτσι, επιβεβαιώνεται και ο ισχυρισμός της ελληνοκυπριακής πλευράς: Η Τουρκία βρήκε την αφορμή να επιβάλει τα διχοτομικά της σχέδια εναντίον της Κύπρου, μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου, που διενήργησε η στρατιωτική χούντα των Αθηνών. Στις 20 Ιουλίου, ισχυριζόμενη ότι ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις πραγματοποίησαν μία πλήρους κλίμακας εισβολή εναντίον της Κύπρου. Αν και η εισβολή παραβίαζε κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, περιλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία προχώρησε στο να καταλάβει το βόρειο τμήμα της νήσου και να εκδιώξει τους Έλληνες κατοίκους του. Μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου, η πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν σε περιοχές ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία είχαν επίσης μετακινηθεί στο μέρος της Κύπρου που έλεγχε ο τουρκικός στρατός. Με αυτό τον τρόπο εφαρμόστηκε η πολιτική που είχε υιοθετήσει η Άγκυρα είκοσι χρόνια προηγουμένως για διχοτόμηση και βίαιη εκδίωξη πληθυσμών.

Ο απολογισμός του φρικτού αυτού εγκλήματος σημειώνεται ως εξής:  υπολογίζεται σε 4.500 με 6.000 νεκρούς και οι τραυματίες της κυπριακής πλευράς, στρατιώτες και άμαχοι, περίπου στους 150.000 ανθρώπους που προσφυγοποιήθηκαν, ενώ  στους 2.000 με 3.000 υπολογίζονται οι αγνοούμενοι, οι συγγενείς των οποίων, αναζητούν μέχρι σήμερα. Ο στόχος της Τουρκίας είχε επιτευχθεί και με το παραπάνω, καθώς σκόπευε την εθνοκάθαρση.

Διαβάστε επίσης: 

Σύμφωνα με την άποψη του ακαδημαϊκού Πολύβιου Πολυβίου, μέλους της Ελληνοκυπριακής Αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη της Γενεύης το 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος εξελέγη Πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά την διάρκεια της δεύτερης εισβολής στην Κύπρο, είχε θεωρήσει την υπόθεση της Κύπρου εξαρχής χαμένη. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζοντας το ζήτημα από καθαρά στρατιωτική σκοπιά, είχε κατανοήσει πως τα ελληνικά στρατιωτικά μέσα ήταν σαφώς υποδεέστερα των τουρκικών, και η εμπλοκή της Ελλάδας ίσως οδηγούσε στην κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία.  Από την άλλη, ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας είχε ξεκαθαρίσει πως δεν θα ανεχόταν αλλαγή της ισορροπίας των δυνάμεων υπέρ της Ελλάδας στην Κύπρο. Όμως, ο Μακάριος, κατά την ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τον Ιούλιο του 1974, ενίσχυσε τα νομικά επιχειρήματα της Τουρκίας, δηλώνοντας πως το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου αποτελούσε εισβολή στην Κύπρο, που απειλούσε και Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Ήταν αναγκασμένος να πράξει κάτι τέτοιο, υποστηρίζει η υπερασπιζόμενη αυτού πλευρά,  αφού είχε αποφασίσει να διεθνοποιήσει το ζήτημα της Κύπρου. Άρα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταγγείλει την Ελλάδα για εισβολή. Σημειώνεται, επιπλέον, πως αν αντιμετώπιζε το πραξικόπημα ως εσωτερική υπόθεση της Κύπρου, δεν θα μπορούσε να ζητήσει την σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο Κίνσιγκερ βέβαια, ο οποίος αποτίμησε την πολιτική του στο Κυπριακό ζήτημα σ’ ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του <<Years of Renewal>>, υποστηρίζει πως το υπουργείο του αιφνιδιάστηκε από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, οπότε αποποιείται κάθε ευθύνη. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν σχετικές προειδοποιήσεις από τις υπηρεσίες πληροφοριών, τις οποίες όμως θεώρησε ασήμαντες, διότι η πρακτική να καλύπτονται σε διπλωματικά έγγραφα οι ενδεχόμενοι πολιτικοί κίνδυνοι για τα αμερικανικά συμφέροντα, ήταν συνηθισμένη. Αν και είχε ενημερωθεί, ήδη από τον Μάιο του 1974, για την περίπτωση πραξικοπήματος, και επειδή ο ίδιος έλειπε στην Μέση Ανατολή, λόγω των κρίσιμων γεγονότων που συνέβαιναν εκείνη την περίοδο, ανέλαβε ο Σίσκο. Αφού εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, απέφυγε να αποκαταστήσει τον Μακάριο, καθώς θα απομόνωνε το χουντικό καθεστώς διεθνώς, δίνοντας το πρόσχημα στην Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο. Κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, κάτι το οποίο δεν συνέφερε, αφού και οι δύο χώρες ήταν μέλη του NATO. Μετά την εισβολή, αν και η πρότασή του, η δημιουργία αυτόνομων τουρκοκυπριακών θυλάκων, απορρίφθηκε, στο βιβλίο του αναφέρει πως, παρόλο που δεν αποκαταστάθηκε η κυπριακή ενότητα, η Ελλάδα και η Τουρκία διατήρησαν τις φιλικές τους σχέσεις.

Η τελευταία ερμηνεία, μπορεί να επαναπαύει ξένα συμφέροντα, όμως δεν είναι αντικειμενική. Όπως έχει αναφέρει ο  Θάνος Ντόκος, Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ: Η Τουρκία έχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική αύξησης του τμήματος του Αιγαίου που ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα. Για να επιτύχει το στόχο της χρησιμοποιεί διάφορα “εργαλεία’’: παραβιάσεις του εναέριου χώρου, νομικά επιχειρήματα περί αποστρατιωτικοποίησης νήσων, αμφισβήτηση δικαιοδοσίας έρευνας και διάσωσης, απειλές “casus belli’’ για τα χωρικά ύδατα και την ιδιαίτερα επικίνδυνη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών’’ και αδιευκρίνιστης κυριαρχίας αριθμού νησίδων και βραχονησίδων. Το επίπεδο έντασης καθορίζεται από την εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση με βάση τα εσωτερικά και εξωτερικά δεδομένα της εποχής. Η Ελλάδα έχει, ορθώς, υιοθετήσει μια αμυντική στάση. Ωστόσο, υπάρχει διαφορά μεταξύ αμυντικής στάσης και παθητικής στάσης. Όμως, αυτή η στάση της Ελλάδας, αλλά και η χρόνια συμπεριφορά της Τουρκίας, επηρεάζουν άμεσα το νησί της Κύπρου, όπως επίσης, και το <<Κυπριακό πρόβλημα>>, επηρεάζει καθοριστικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αποτελούν αλληλένδετα ζητήματα μεταξύ τους. Δυστυχώς, το κράτος της Τουρκίας εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται την διεθνή νομιμότητα, καθώς συνεχίζει  τις παράνομες ερευνητικές δραστηριότητες και γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την τακτική παραβίαση των ελληνικών και κυπριακών χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου.

Αν και κάθε χρόνο, στις 20 Ιουλίου, στο ψευδοκράτος, πραγματοποιούνται παρελάσεις και εορτασμοί, προκειμένου να μνημονεύεται η <<ειρηνευτική επιχείρηση>>, όπως αποκαλούν την εισβολή οι Τούρκοι πολίτες, και μάλιστα με την παρουσία του εκάστοτε Προέδρου της τουρκικής κυβέρνησης, αντιστοίχως εκείνη την μέρα, τα ελεύθερα χώματα της Κύπρου τιμά όσους υπερασπίστηκαν την πατρίδα τους το 1974, διοργανώνοντας εκδηλώσεις μνήμης για τους πεσόντες και  θρησκευτικές δεήσεις για τους αγνοούμενους. Τα ερωτήματα πολλά και παραμένουν μέχρι σήμερα αναπάντητα: Ποιος είναι ο υπεύθυνος αυτού του εγκλήματος; Η Μεγάλη Βρετανία, που, εξυπηρετώντας ταυτοχρόνως και τα δικά της, αλλά και τα συμφέροντα της Τουρκίας, δεν προχώρησε σε επέμβαση;  Οι ΗΠΑ και συγκεκριμένα ο Κίσινγκερ, ο οποίος, κατά πολλούς, ασκούσε διπρόσωπη διπλωματία; Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, βάζοντας τις πολιτικές του βλέψεις πάνω από το συμφέρον του λαού του; Η Χούντα των Αθηνών, της οποίας η στρατιωτική βοήθεια, για ανεξήγητο λόγο, καθυστέρησε, όπως επίσης και ο Καραμανλής, που δεν προχώρησε καν σε αποστολή βοήθειας; Κι ενώ υπήρχαν ενδείξεις εισβολής, ήδη από προηγούμενες χρονικές περιόδους, γιατί δεν απετράπη; Πρόκειται για μια τραγωδία αδυναμίας συντονισμού ή προδοσίας;

Οι μαρτυρίες ανθρώπων, που ο καθένας μπορεί να αναζητήσει είτε μέσω  ντοκιμαντέρ είτε μέσω έρευνας στο διαδίκτυο ευρύτερα, συγκλονίζουν. Μια γυναίκα, ηλικιωμένη πλέον, αναφέρει: <<Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν αλλά ό,τι δεινοπάθησα στα χέρια των Τούρκων, το ζω κάθε στιγμή της ζωής μου. Στον ύπνο και στον ξύπνιο μου. Ένας ολοζώντανος εφιάλτης που με κατατρέχει παντού, τραύματα αθεράπευτα>>, λέει με λυγμούς. Συνεχίζει: <<Ακούγαμε τα τανκς στον δρόμο που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Μας έριξαν φυλλάδια από ελικόπτερο, με τη μισή Κύπρο ζωγραφισμένη άσπρη και την άλλη μισή κόκκινη, και μας έλεγαν να παραδοθούμε, αλλιώς θα μας σκοτώσουν. (…) Μπήκαμε στο χωριό με τα χέρια ψηλά. Βλέπαμε ανθρώπους σκοτωμένους στον δρόμο. Μας μάζεψαν στην αυλή του σχολείου. Μας τραβούσαν απ΄ εδώ και απ΄ εκεί. Ξεχώρισαν άνδρες από γυναίκες, μωρά, τους ηλικιωμένους άνω των εξήντα τους έβαλαν σε αίθουσες σχολείου. Σε δύο φορτηγά φόρτωσαν αιχμαλώτους. Τον πατέρα μου τον πήραν αιχμάλωτο. (…) Εμένα, τη μητέρα μου και την αδελφή μου έξι χρόνων, με άλλες γυναίκες, μας πήραν στα τελευταία σπίτια του χωριού. Από την πρώτη νύκτα ήρθαν να μας μετρήσουν. Έπιασαν εμένα κι άλλες κορούδες, και μας πήραν μέσα στα χωράφια, θεοσκότεινα. Με τραβούσε η μάνα μου, αλλά την κτυπούσαν με το κοντάκι. (…) Με τράβηξαν με το ζόρι, έξω μακριά. Έφευγε ο ένας κι ερχόταν άλλος, κι εγώ να αιμορραγώ, να παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει, να φωνάζω, ένα μωρό δεκατεσσάρων χρόνων. (…) Κάθε νύκτα τα ίδια πράγματα. Κρυβόμαστε στο πατάρι του σπιτιού, αλλά μας έβρισκαν και μας τραβούσαν από τα μαλλιά. Συνέχισε αυτή η φρίκη μέχρι δύο-τρεις μήνες. Να πιάνεις με βάρβαρο τρόπο μια κορούδα, να την παίρνεις στα χωράφια, να έρχεται ο ένας και ο άλλος, να γελούν μεταξύ τους και να τους βλέπεις, να φωνάζεις, να σε καίνε με τα τσιγάρα. Τα χέρια μου είναι σημαδεμένα από τα τσιγάρα τους που τα έσβηναν πάνω μου. (…) Έπρεπε να πιαστώ από κάπου. Κανένας δεν ήξερε τι πέρασα, να του μιλήσω, να τα βγάλω από μέσα μου. Στράφηκα στον Θεό και στην Παναγία, που με βοήθησαν να σταθώ στα πόδια μου. Τους έχω δίπλα μου, μέρα και νύχτα. Με βοήθησαν να μεγαλώσω τα παιδιά μου, να ζήσω>>.

Οδύνη για τα βασανιστήρια και τους βιασμούς που έζησαν, πόνος για τις περιουσίες, τους συγγενείς και τα παιδιά που έχασαν, ανησυχία για τους αγνοούμενούς τους. Ευχή, μια μέρα, να επέλθει δικαίωση, για ζωντανούς και νεκρούς. Ευχή, η φράση <<ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ>>, να χαραχθεί, έστω και την ύστατη στιγμή, στις καρδιές όλων.

Συντάκτης: Μαρία Κυριακοπούλου 

Πηγές: 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.