- Ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα στον χώρο της πολιτικής, τόσο της εγχώριας όσο και της διεθνούς, δεν αποτελεί κάποιο άλλο από την περιβόητη άνοδο της ακροδεξιάς. Η πλειοψηφία της αναμετάδοσης των καθημερινών συμβάντων, πολιτικού πάντα χαρακτήρα, αποτελείται από μεγάλα φωτεινά γράμματα στην οθόνη που διαβάζονται ως “Ακροδεξιά”, “αυταρχικοί ηγέτες”, “συντηρητισμός” και ακόμη μία πληθώρα εννοιών και γεγονότων που τελειωμό φαίνεται να μην έχει. Ο Τύπος εν συνόλω, δεν απέχει πολύ από το προαναφερθέν παράδειγμα, ενώ ουκ ολίγες φορές, εμείς οι ίδιοι συζητάμε χρησιμοποιώντας αυτούς τους όρους ενώ ως αποδέκτες δεν τους έχουμε κατανοήσει τελείως. Οι λέξεις, έχοντας μία δική τους βαρύτητα, τονίζουν την ανάγκη της ορθής κατανόησης κάποιων πραγμάτων.
Ξεκινώντας από τα πιο βασικά, ένας επαρκής ορισμός της Ακροδεξιάς θα ήταν ο εξής: Ως ακροδεξιά εκφράζεται το σύνολο πολιτικών θέσεων το οποίο συμπερλαμβάνει και συσχετίζει δογματικά ιδεολογικά φαινόμενα όπως ο συντηρητισμός, ο εθνικισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός και λοιπές μορφές παρόμοιων φαινομένων . Ενώ ο παραπάνω ορισμός δύναται να θεωρηθεί γενικώς αποδεκτός, οι διάσπαρτες έννοιες σε αυτόν δεν ισοδυναμούν σημασιολογικά αλλά και ως φαινόμενα αυτά καθ΄εαυτά παρά την αλλεπάλληλη σύνδεση που φαίνεται να έχουν.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ο συντηρητισμός χρονολογείται από τον 18ο αιώνα και συνδέεται με τον όρο “ancien regime” ο οποίος μέχρι το ξέσπασμα της Γαλλικής Επαναάστασης εξέφραζε δύο βασικά πράγματα: τις απολυταρχικές δομές του πολιτικού συστήματος και την ανάγκη για την επικράτηση της αριστοκρατίας. Μερικές από τις βασικές αξίες του συντηρητισμού είναι η διατήρηση της παράδοσης, η ύπαρξη μίας πολυεπίπεδης ιεραρχίας και η αρχή εκ των άνω ως σημάδι λειτουργικής κοινωνικής συνοχής. Με το πέρασμα του χρόνου -και επειδή τα πάντα όντως αλλάζουν- γεννήθηκε ο πατερναλιστικός συντηρητισμός. Τα πιο σημαντικά που έχουμε να κρατήσουμε από αυτή την ιδεολογική μετάλλαξη είναι η Αρχή του Ενός Έθνους που υποδηλώνει την πίστη στις προαναφερθείσες αρχές, την πίστη στην Καθολική διδασκαλία, την υποστήριξη μίας κοινωνικής αγοράς όπως και του κρατικού παρεμβατισμού σε αυτή. Θα μπορούσε να λεχθεί γενικά πως κάποια από αυτά είναι ορατά ακόμη και σήμερα, αν κάποιος κοιτάξει προσεκτικά. Η προαναφερθείσα μετάλλαξη βαφτίστηκε Χριστιανοδημοκρατία και στελεχώνει το πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συντηρητισμού έως και σήμερα. Τελευταίο σκέλος αυτής της ιδεολογίας ονομάζεται Νεοσυντηρητισμός και έκανε την εμφάνιση του τη δεκαετία του 1970 με την ανάδυση της Νέας Δεξιάς. Και ποιος δεν γνωρίζει την “Σιδηρά Κυρία”, την πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Margaret Thatcher στα 80ς και την θητεία της που πρέσβευσε πρωτίστως μία ζωή που εναγκαλίζει την παράδοση, τις οικογενειακές αξίες και τους θρησκευτικούς κανόνες. Και φυσικά τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τις σκανδαλώδεις ρυθμίσεις που επέφερε στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας, αλλάζοντας έτσι μία και καλή τα δεδομένα της εποχής τόσο εντός όσο και εκτός Ηνωμένου Βασιλείου. Ή ακόμα, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού Ωκεανού, την ίδια περίοδο που μεσουρανούσε η Thatcher, ο Roland Reagan ως Πρόεδρος των Η.Π.Α. συνεπικουρούσε σε αυτή την συντηρηρική μετατόπιση της μεγαλύτερης χώρας του κόσμου.
Η επόμενη ιδεολογικής απόχρωσης έννοια που επαναλαμβάνεται συνεχώς και συμπεριλαμβάνεται στο πλαίσιο της άκρας δεξιάς ως ιδεολογικό σύνολο, δεν είναι άλλη από αυτή του εθνικισμού. Στις μέρες μας, η προφορά και μόνο της λέξης αφήνει ανάμεικτα – αρνητικά κατά κύριο λόγο – συναισθήματα, σκεφτόμενοι συμβάντα που έχουν σημαδέψει την νεότερη ελληνική κοινωνία στο όνομα της προστασίας του ελληνικού έθνους. Όπως υποδηλώνει εννοιολογικά, η αγάπη για το έθνος υποστηρίζει την μελετούμενη δομή του εθνικισμού, βάζοντάς το ως πρωταρχική προτεραιότητα στην οποιαδήποτε ατζέντα, χωρίς να έχει σημασία το τίμημα που πρέπει κάποιος να πληρώσει. Το φαινόμενο αυτό συναπαρτίζεται από τα δικά του διαφορετικά είδη, αλλά το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η σύγκλιση των διαφορετικών δογμάτων. Η μορφή στην οποία εκτιθέμεθα και την οποία γενικώς επωνομάζουμε έτσι, είναι ένα ξεχωριστό είδος το οποίο είναι γνωστό στις βιβλιογραφικές αναφορές ως συντηρητικός εθνικισμός.
Κάθε άξονας έχει τα άκρα του. Και όπως όλα, έτσι και αυτό το γενεαλογικό δέντρο της Δεξιάς, έχει ένα κλαδί πιο “μυτερό” από τα υπόλοιπα. Αυτό το κλαδί χρονολογείται από την δεκαετία του 1930 με “επίτιμο πρεσβευτή” έναν χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος κατόρθωσε να υλοποιήσει ένα σχέδιο που ξεκίνησε ως ρητορική μίσους και εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από την απαρχή της. Ο Εθνικοσοσιαλισμός, ή ο κατά κόσμον Ναζισμός όπως αυτός ονομάστηκε, βασίστηκε πρωτίστως σε έναν μύθο, αυτόν του Αρειανισμού, με συγκεκριμένα φυλετικά χαρακτηριστικά τα οποία ήταν αποκύημα μίας παλαιότερης αίγλης που είχε πια χαθεί, ενώ η απέχθεια έναντι του σημιτικού έθνους των Εβραίων ήταν ο ιδεολογικός αποδιοπομπαίος τράγος. Ο Φασισμός, αποτέλεσε τον Ιταλικό αντικατοπτρισμό του Ναζισμού την ίδια περίοδο και τα δυό δημιουργήματα του 20ου αιώνα με επεκτατικές βλέψεις και έντονη εναντίωση σε ότι αντιτίθεται σε μία ενωμένη εθνική κοινότητα.
Παρατηρείται λοιπόν, ότι η πραγματικότητα που εμείς ονομάζουμε φασισμό και όλα όσα κατατάσσουμε σε αυτή, αποτελείται από στοιχεία τα οποία δύνανται να χαρακτηριστούν ως κοινά σημεία αλλά στην ουσία του, το καθένα διαφοροποιείται με τον δικό του τρόπο. Το φαινόμενο που παρατηρείται στην Ελλάδα και γενικώς στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, είναι τόσο η σύμπτυξη, όσο και η ανάδυση και των δύο προαναφερθέντων κυμάτων με τα αντίστοιχα ονόματα “Νεοφασισμός και “Νεοναζισμός”, στην προσπάθεια αναβίωσης μίας αποτρόπαιας τάξης πραγμάτων με κύριο πρόταγμα την ευμάρεια του έθνους και μία ζωή βασισμένη σε αξίες που θεωρούνται σωστές όχι απαραίτητα στη βάση μίας πλειοψηφικής τεκμηριωνένης άποψης. Ο συντηριτισμός συνεχίζει να διανύει αιώνες ζωής στις συνειδήσεις των λαών, φωλιάζοντας στις απόψεις τους και πολλές φορές κατευθύνοντας τις πράξεις και την γενικότερη συμπεριφορά των ανθρώπων. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι οι ιδεολογίες αυτές έχουν διαφορετικό βαθμό επικινδυνότητας (από μηδενικό έως υπερβολικά επικίνδυνο), κάτι που με τη σειρά του γίνεται φανερό δια τον αντίκτυπο τους στην κοινωνία.
Φτάνοντας στην Ελλάδα του σήμερα και έχοντας τρία ακροδεξιά κόμματα στην εθνική πολιτική σκηνή να πρωταγωνιστούν, μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό το γεγονός ότι ενδέχεται να υπάρξουν αντιθέσεις και μεταλλάξεις στις μέλλουσες εγχώριες πολιτικές, σύμφωνα με τις επεμβάσεις και τις πιέσεις που η ατζέντα κάθε κόμματος θα επιχειρήσει να επιβάλλει. Το χρονικό της ελληνικής ακροδεξιάς έχει αποδείξει πολλάκις ότι η πολιτική “σκαλέτα” των συγκεκριμένων πολιτικών κομμάτων δίνει βάση στα θέματα ταυτοτικής φύσεως. Από το ΛΑ.Ο.Σ. και την Χρυσή Αυγή, έως την αναγραφή του θρησκεύματος στην αστυνομική ταυτότητα και τη σεξουαλικότητα, το ζήτημα αυτοπροσδιορισμού σε ατομικό επίπεδο μετατρέπεται σε ζήτημα ετεροπροσδιορισμού σε εθνικό επίπεδο διά του αυταρχισμού και του λαϊκισμού. Το πρότυπο του “σωστού Έλληνα”, που προτάσσει την χριστιανική πίστη και έχει μία εικόνα καθώς πρέπει.
Η πολυεπίπεδη διάσταση του αντικειμένου μελέτης στο επίπεδο της ευρωπαϊκής περιφέρειας δεν κρούει απλώς τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά αποδεικνύει επίσης ότι ο προαναφερθέντας κίνδυνος έχει ένα μεγαλύτερο βεληνεκές από αυτό που στην αρχή υπολογιζόταν. Χώρες που αποτελούσαν προπύργια της φιλελεύθερης δημοκρατικής παράδοσης στην Ευρώπη, όπως η Γαλλία, αποκάλυψαν θεμέλια τα οποία μόνο ετοιμόρροπα μπορούν να χαρακτηριστούν μετά το υψηλό πόσοστο που έλαβε το ακροδεξιό κόμμα της Marine LePen στις εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου. Τα παραδείγματα δεν τελειώνουν. Η Ιταλία απέκτησε το ακροδεξιό της status με την εκλογή των Fratelli di Italia της Giorgia Meloni, η Ισπανία οδεύει στα χρονικά μίας περασμένης αιματηρής περιόδου που παραπέμπει σε εποχές Franco, ενώ το παρόν και το μέλλον της Ουγγαρίας έχουν ήδη σφραγιστεί με τις νομοθετικές και συνταγματικές αναθεωρήσεις, καθώς και με τις πρακτικές του ισχυρού πρωθυπουργού της, Viktor Orban, προς τις μειονότητες και όχι μόνο.
Η επικίνδυνη άνοδος της ακροδεξιάς και η υποτιθέμενη εδραίωσή της στο ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα ισοδυναμεί με την εν συνόλω αλλαγή της ατζέντας για τα επερχόμενα έτη. Ίσως θα έπρεπε να υπάρξει μία κάποια εσωτερική διερώτηση για μία πληθώρα ζητημάτων που θεωρούμε δεδομένα καθώς τόσο αβίαστα συμβαίνουν. Πώς θα ήταν αν η εξερχόμενη κινητικότητα, η οποία μας ανοίγει έναν ολόκληρο κόσμο γνώσης και ευκαιριών και αποτελεί σήμα κατατεθέν της ευρωπαϊκής ενότητας μεταξύ των κρατών-μελών περιοριζόταν, ή ακόμη χειρότερα απαγορευόταν; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες για τους μειονότικούς πληθυσμούς και ποιο μονοπάτι θα υπάρξει ανοιχτό για τους πρόσφυγες αν κλειδώσει η πόρτα των ευρωπαϊκών συνόρων; Πόσο δεδομένο θα είναι το δικαίωμα στην ασφάλεια και στην αυτονομία λήψης αποφάσεων για την κυοφορία ενός παιδιού ή για τον αυτοπροσδιορισμό του καθενός ατόμου όταν αυτό αντιμετωπίζεται ως απειλή χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου ή επιλογής;
Και ενώ όλα αυτά τα ερωτήματα μπορεί να φαντάζουν ρητορικά, δεν είναι. Το κάθε ένα από αυτά έχει τη δική του σύνθετη απάντηση, υπάρχει όμως ένας κοινός παρονομαστής, και αυτός δεν είναι άλλος από την ελευθερία και την επιθυμία να έχουμε κι εμείς ως πολίτες έναν ορισμό. Αυτόν του ελεύθερου ανθρώπου.
Μιλώντας και πάλι για ορισμούς, έχουμε φτάσει στο συμπέρασμα ότι αυτοί είναι άπειροι και δεν υφίσταται έννοια χωρίς ενδελεχή επεξήγηση. Όπως το κάθετι διαφοροποιείται, έτσι και τα ιδεολογικά φαινόμενα με τη σειρά τους διασπώνται σε μικρά κομμάτια για να φτιάξουν ένα ενοποιημένο σύνολο. Όσο κι αν υπάρχει αυτό το “υπόστεγο” των λέξεων “φασισμός”, “εθνικισμός” για γεγονότα που πλέον καθημερινά βιώνουμε, πλέον γνωρίζουμε τη διαφορά για να τη μάθουμε πλήρως χωρίς να χρειαστεί να την θυμόμαστε. Φυσικώς, όσα καταγράφονται στο παρόν άρθρο, αγαπητοί αναγνώστες, δεν είναι παρά μία μικρή εισαγωγή αλλά και ένας μικρός οδηγός περί αντίληψης, όχι μόνο του σήμερα αλλά και όσων έπονται. Το σίγουρο μέλλλον είναι ένα:
Μας περιμένουν μέρες τρομερές.
Συντάκτης: Σοφία Κανελλάκη