Η προσχώρηση της Ελλάδας στην Ε.Ε. με την παράλληλη “απελευθέρωση’’ των εθνικών συνόρων μέσω της θεσμοθέτησης μιας μεταναστευτικής πολιτικής, διανθισμένης με ευνοϊκούς όρους για τους προσελθόντες, κατέστησε την χώρα μας πόλο έλξης πολλών ατόμων, υποκινούμενων από ασταθείς πολιτικές και οικονομικές ή άλλου τύπου συγκυρίες, με επίκεντρο τα Βαλκάνια. Η συρροή των τότε μεταναστευτικών κυμάτων ήταν πρωτόγνωρη για τον ελληνικό λαό, ο οποίος ιστορικά έχει βιώματα προσφυγικής και μεταναστευτικής φύσης, αλλάζοντας όμως αυτή τη φορά οι ρόλοι του “παιχνιδιού’, με την Ελλάδα να ενέχει την θέση της χώρας υποδοχής. Αυτό το γεγονός είχε ως απόρροια το κράτος να προβεί σε παραλήψεις, σημαίνοντας την αφετηρία για το λεγόμενο μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο περικλείει φαινόμενα έξαρσης εγκληματικότητας, παράνομης εισόδου και ευρύτερα άλλων έκνομων συμπεριφορών, οι οποίες συνδέονται με την εργασία και τη διαμονή των μεταναστών, κλονίζοντας τα ύψιστα δημόσια αγαθά της εθνικής ισορροπίας και της ευημερίας του γηγενούς πληθυσμού.
Στο προαναφερθέν πρόβλημα λύση φαίνεται να προκύπτει από την ψήφιση του πρότινος μεταναστευτικού νομοσχεδίου, το οποίο αλλάζει “σελίδα’’ στην αντίστοιχη πολιτική, την οποία διέπει μια τάση αυστηροποίησης, με την ταυτόχρονη εισαγωγή νέων και πρωτοπόρων όρων, ικανών να επιφέρουν σημαντικές μεταβολές σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Ένα από τα κυρίαρχα αντικείμενα διαπραγμάτευσης αποτελεί το καθεστώς χορήγησης στέγης και προστασίας. Συγκεκριμένα ,προβλέπεται η εγγραφή στο σύστημα και η παροχή ασύλου, μόνο όσον συμμορφώνονται στις προϋποθέσεις, από την έναρξη της διαδικασίας εξέτασης των υποβληθέντων αιτήσεων και δεν απαιτούσαν την μετακίνηση σε άλλες δομές, χωρίς να συντρέχουν οι αντικειμενικοί λόγοι. Το μέτρο εκείνο μολονότι αποπνέει έναν ιδιαίτερα αμείλικτο και περιοριστικό ‘’αέρα’’ υποκρύπτει την ανάγκη για την αποφυγή περιττής γραφειοκρατίας, με δεδομένο τον όγκο των δηλώσεων των ενδιαφερομένων. Η μείωση των δηλώσεων δυνητικά ενδέχεται να είναι ταυτόσημη με την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των μεταναστών και κατ’ επέκταση την ταχύτερη εγκατάσταση και αφομοίωση τους στη χώρα υποδοχής.
Αναφερόμενοι στα κριτήρια, τα οποία περιστρέφονται γύρω από τις δηλώσεις, κομβικό στοιχείο θεωρείται ότι καταργείται επίσημα το λεγόμενο τεκμήριο του “μετατραυματικού στρές’’, ως λόγος μη κατακράτησης των προσώπων στα σύνορα και της προτεραιότητας του ελέγχου της επικείμενης αίτησης. Η κατάργηση εκείνη επιφέρει δύο αποτελέσματα, αφενός τηρείται η αρχή της ισότητας ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι από ψυχολογικό, αλλά και κοινωνιολογικό πρίσμα έχουν υποστεί την ίδια ψυχολογική κόπωση, ανεξαρτήτως της ιατρικής βεβαίωσης και αφετέρου διασφαλίζεται η εθνική ασφάλεια με την προσωρινή απαγόρευση της εισόδου σε πρόσωπα που συγκεντρώνουν για διάφορους λόγους“ αμφιβολίες”, εφόσον δεν έχουν υποστεί επεξεργασία τα στοιχεία ταυτοποίησης τους και είναι άγνωστα προς το ελληνικό σύστημα ασφάλειας και τάξης.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα μέτρα, τα οποία σχετίζονται με την κράτηση, αλλά και τον μη ανασταλτικό χαρακτήρα ορισμένων υποθέσεων. Γίνεται λόγος για απευθείας κράτηση, χωρίς συνυπολογισμό των προηγούμενων διαστημάτων περιορισμού, για τον ευκολότερο εντοπισμό και συνεπώς επιστροφή των προσώπων. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πρόβλεψη έχει βρεθεί υπό αυστηρή κριτική, διότι η μείωση της ελευθερίας χωρίς να έχει προηγηθεί τελική επεξεργασία και τελεσίδικη απόφαση απόρριψης του αιτήματος του, θα μπορούσε να δηλωθεί πως υποκρύπτει ένα αντισυνταγματικό χαρακτήρα και πως κάλλιστα θα είναι δυνατόν από αυτή τη ρύθμιση να προκύψουν καταχρηστικές συμπεριφορές.
Περαιτέρω σημείο της νέας νομοθεσίας, το οποίο έχει γίνει επίκεντρο σχολιασμού, απαρτίζει το δικαίωμα πρόσβασης σε εξαρτημένη εργασία, με καταληκτική ημερομηνία την παρέλευση ενός εξάμηνου από την υποβολή της απαραίτητης αίτησης, με δεδομένο την μη ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης της από την αρμόδια αρχή, λόγω καθυστέρησης της ίδιας της υπεύθυνης επιτροπής. Το χρονικό πλαίσιο έχει κατηγορηθεί ως ανεπαρκές και ταυτόχρονα ικανό όχι να οδηγήσει σε παροχή ελεύθερης εργασίας από αυτή τη κοινωνική ομάδα , αλλά να στρέψει τους μετανάστες σε ημί-απασχόληση και ‘’μαύρη’’ εργασία με εξευτελιστικούς όρους ,καταπατώντας το αγαθό της προσωπικότητας τους και της σωματικής και πιθανώς πνευματικής ακεραιότητάς τους.
Εκτός από το ίδιο το περιεχόμενο της ‘’νέας πλεύσης’’ της διαχείρισης της μεταναστευτικής πολιτικής, θεμέλια τίθενται ως προς τον τύπο, ο οποίος θα ρυθμίζει το μεταναστευτικό ζήτημα. Σε αντίθεση με το συγκεχυμένο σύστημα, το οποίο εφαρμοζόταν μέχρι πρότινος, το οποίο περιλάμβανε την αναζήτηση μιας σειράς πληθώρας διαφορετικών κανονισμών, νόμων και συνθηκών για την θεμελίωση ενός μεταναστευτικού ζητήματος, το νομοσχέδιο επιβάλλει την ύπαρξη ενός ενιαίου, γραπτού κειμένου, το οποίο να περικλείει όλους τους ενδεχόμενους προβληματισμούς, ενισχύοντας την προσπάθεια για την ταχύτερη και πιο δίκαιη ανταπόκριση προς το μεταναστευτικό κοινό.
Τυπολογικά παρατηρείται και η εμφάνιση νέων όρων στο πεδίο της μετανάστευσης. Στην επιφάνεια αναδύονται δύο νέες μορφές, η “talent visa’’ και μια “ακαδημαϊκή” visa. Η πρώτη απευθύνεται σε αλλοδαπά άτομα με διακρίσεις ακαδημαϊκής κυρίως χροιάς, τα οποία αναζητούν εργασία ή ακόμη και επιμέρους κατάρτιση στην Ελλάδα. Η δεύτερη είναι αποκλειστικά σχεδιασμένη για σπουδαστές, αλλά και εκπαιδευτικό προσωπικό, το οποίο επιθυμεί να εγκατασταθεί στη χώρα μας, στο όνομα μιας ανώτερης μόρφωσης. Οι προαναφερθείς άδειες δημιουργούν μια απίστευτη δυναμική για την χώρα, καθώς παρέχουν εύκολη πρόσβαση σε μια μερίδα πληθυσμού τα οποία είναι ικανή να συγκεντρώσει σημαντικό κεφάλαιο και να “ανανεώσει’’ την εθνική οικονομία ,όχι μόνο με την κίνηση της τοπικής αγοράς, αλλά και με την αξιοποίηση των όμοια νέων ιδιωτικών πανεπιστημίων και την επένδυση σε εκείνα.
Κλείνοντας, το νέο μεταναστευτικό νομοσχέδιο μεταβάλλει δραστικά την ελληνική σκηνή, προμηνύοντας μια πιο αποτελεσματική και ταχεία διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος, ευνοϊκού για τον ίδιο μεταναστευτικό κόσμο, αλλά και την ίδια την εθνική κοινότητα. Η εξασφάλιση αυτής της ισορροπίας μεταξύ ομογενούς και ετερογενούς πληθυσμού, σταδιακά έχει την ικανότητά να επιφέρει την έκλειψη ρατσιστικών και άλλων εξωτερικεύσεων διακρίσεων και μίσους, επιτυγχάνοντας το κράτος όχι μόνο να λύσει το “περιβόητο’’ μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο ταλανίζει την Ελλάδα σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο, αλλά και να δημιουργήσει μια χώρα κοινωνικής ισότητας και ευδαιμονίας.
Συντάκτης: Γαρυφαλλένια Λιάκου