Ανισοκατανομή του πλούτου, κοινωνικές ανισότητες στον καμβά της υλικής αφθονίας και της απόλαυσης αποτελούν σενάριο ταινίας βγαλμένης από το 2024. Οι «αδικημένοι» του συστήματος (φοιτητές, γυναίκες, εργαζόμενοι), δεν αποτελούν πλέον εστίες κοινωνικών αντιδράσεων και παρά το γεγονός ότι τα κίνητρα είναι ακόμα υπαρκτά, οι συνθήκες για την υλοποίηση τους έχουν οριστικά παρέλθει. Αντιθέτως, η ευημερία και η αφθονία της μεταπολεμικής αστικής κοινωνίας είχε δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας, εντός της οποίας η κοινωνία των πολιτών αναζητούσε την χειραφέτηση της.
Η αναδρομή στο παρελθόν έχει ως ορόσημο τον Μαϊο του 1968 στην Γαλλία και το κύμα των φοιτητικών και άλλων κοινωνικών κινημάτων που πυροδότησαν την επανάσταση στον κόσμο «των ιδεών». Τα κινήματα αυτά δεν επιδιώκουν πλέον την ανακατανομή του πλούτου και δεν υποστηρίζουν μία τάξη αλλά μάχονται κατά του «επιδέξιου χειρισμού» του καπιταλιστικού συστήματος, του ελέγχου, της γραφειοκρατικής κρατικοποίησης. Ταυτόχρονα, η κατάσταση που επικρατούσε στον τότε λεγόμενο “Τρίτο Κόσμο”, τα κινήματα για τα δικαιώματα των μαύρων και οι ειρηνιστικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ καθιστούσαν τις ΗΠΑ ως βασικό υπαίτιο της καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού.
Η «νεοαπόκτητη» ευημερία των μεσοαστικών στρωμάτων, δημιουργούσε την αίσθηση ύπαρξης «διαδρόμων» εντός του πολιτικού συστήματος και του δημόσιου χώρου. Τα φοιτητικά κινήματα της δεκαετίας του 60’ και του 70’, έθεσαν σε αμφισβήτηση την κοινωνική δομή της καπιταλιστικής μητρόπολης. Την εποχή εκείνη, ο σκληρός πυρήνας των διαδηλώσεων λάμβανε την μορφή παραστρατιωτικής οργάνωσης. Μια μικρή μειοψηφία των νέων της μεσαίας τάξης οργανώνεται σε ένοπλες ομάδες με σκοπό την επίτευξη ενός πιο «μεγαλεπήβολου» στόχου. Αυτονομιστικές ομάδες βρισκόταν σε έξαρση σε ολόκληρη την Ευρώπη κυρίως την δεκαετία του 70, με τις Ερυθρές ταξιαρχίες στην Ιταλία και την Rote Armee Faktion στην Γερμανία να βρίσκονται στον κολοφώνα της δόξας τους και της δράσης τους.
Αν και η ιστορία δεν έμελλε να ξεδιπλωθεί με τον τρόπο που οι ίδιοι θα ανέμεναν, στην αρχή της ριζοσπαστικής τους δράσης «απολάμβαναν» μια σχετική δημοτικότητα εντός της χώρας τους. Κατά συνέπεια, ένας στους τέσσερις δυτικογερμανούς εξέφραζαν μία συμπάθεια για την γερμανική RAF, ενώ ταυτοχρόνως καταδίκαζαν τις πρακτικές της. Οι βάσεις της οργάνωσης οικοδομήθηκαν ως αντίδραση στην προσπάθεια του γερμανικού κράτους να απεικονίσει το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας ως δράση μεμονωμένων προσώπων και όχι ευρείας κλίμακας στήριξης στο ναζιστικό καθεστώς. Επιπλέον, επιδίωξαν την αναβίωση μίας χαμένης μαρξιστικής, αναρχικής κληρονομίας που ο πόλεμος είχε αφανίσει. Ο ένοπλος αγώνας στόχευε την αφύπνιση της κοινωνίας και η μόνη αποτελεσματική απάντηση στην κρατική ασυδοσία αποτελεί η κοινωνική «αντι-βία».
Ο σπόρος της «αστικής αντι-βίας» φυτεύτηκε εντός των πανεπιστημιακών κόλπων στο τέλος της δεκαετίας του ‘60. Συνδυαστικά με τα ναζιστικά υπολείμματα που εξακολουθούσαν να κατέχουν νευραλγικές θέσεις στον στρατό και στο δικαστικό σώμα, επίκαιρα ζητήματα όπως ο ρατσισμός και ο ιμπεριαλισμός τροφοδότησαν την αριστερή τρομοκρατία. Η αίγλη και η επαναστατική γοητεία των «αστικών επαναστατών», εξανεμίστηκε με την καταγραφή στο ενεργητικό τους των πρώτων θυμάτων. Οι ιδρυτές της Rote Armee Faktion, Andreas Baader, Holger Mein, Gudrun Ensslin και Jan-Carl Raspe, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται στην Στουτγκάρδη τον Ιούνιο του 1972.
Η περίοδος που έμελλε να χαραχτεί στην ιστορία ως «Γερμανικό Φθινόπωρο» περιλαμβάνει μια εντυπωσιακή συγκομιδή γεγονότων με πρωτεργάτες την δεύτερη γενιά της Rote Armee Faktion, οι οποίοι προσπάθησαν να απελευθερώσουν τους ήρωες τους. Πιο συγκεκριμένα, οι ενέργειες της πολιορκίας της Γερμανικής πρεσβείας στην Σουηδία, η δολοφονία του διευθύνων σύμβουλου της Τράπεζας της Δρέσδης, Juergen Ponto, η απαγωγή του ηγετικού στελέχους της Γερμανικής Ένωσης Εργαζόμενων και πρώην ναζιστή, Hanns-Martin Schleyer και τέλος η ανεπιτυχής προσπάθεια αεροπειρατείας σε επιβατικό αεροπλάνο, έληξαν με την αυτοκτονία των αρχηγών της RAF στη φυλακή.
Το ιδεολογικό κίνητρο πίσω από τις «επαναστατικές ενέργειες» της RAF με δυσκολία διαχωριζόταν από την ωμή αναπαραγωγή βίας με σκοπό την πλήρη διάλυση του μεταπολεμικού γερμανικού κράτους. Από την άλλη, ελάχιστα πιο αδρό είναι το ιδεολογικό περίβλημα των Brigate Rosse στην Ιταλία, τουλάχιστον στο ξεκίνημα της δράσης τους. Αναλυτικότερα, στην Ιταλία την διετία 1968-1970 μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις ταρακούνησαν την χώρα. Ιταλοί φοιτητές εξέλαβαν την συνεργασία κομμουνιστών και χριστιανοδημοκρατών ως εγκατάλειψη της προστασίας των εργατών των εργοστασίων.
Έτσι, στις 20 Οκτωβρίου του 1970 δημιουργείται εντός του Πανεπιστημίου του Trento μια φοιτητική οργάνωση, η οποία παρείχε αρχικά υποστήριξη στα τοπικά συνδικάτα ενάντια στην δεξιά μπουρζουαζία. Οι επονομαζόμενες Ερυθρές Ταξιαρχίες, δραστηριοποιήθηκαν ως εξτρεμιστική οργάνωση με αποστολές όπως επιθέσεις σε επικεφαλής εργοστασίων και συνδικαλιστών. Η συνδικαλιστική ηγεσία και το κυβερνητικό έργο δεν γινόταν πιστευτό ότι θα μετέβαλαν τις απαρχαιωμένες συνθήκες εντός πανεπιστημιακού και εργοστασιακού χώρου. Τα σπέρματα της οργάνωσης παρείχαν υποστήριξη στα τοπικά συνδικάτα την δεκαετία του 1960 και στις εργατικές κινητοποιήσεις, μία σύμπλευση που θα άλλαζε τροχιά λίγα χρόνια αργότερα.
Η εγκατάλειψη της υποστήριξης των συνδικάτων συνοδεύτηκε με μια ριζική αλλαγή της κατεύθυνσης της οργάνωσης. Το 1975 δημοσιεύεται το πρώτο της «manifesto» στο οποίο περιγράφει το κράτος ως τον “εγκέφαλο” πολυεθνικών κολλεκτιβοποιημένων σωματείων. Το ντοκουμέντο αυτό δικαιολογούσε όχι μόνο δολοφονίες πολιτικών προσώπων αλλά και δολοφονίες ακτιβιστών κοινωνικών κινημάτων, δράσεις κατά της αστυνομίας. Η μεταβολή σήμαινε την μεταμόρφωση της οργάνωσης από την διεξαγωγή τοπικών πολιτικών δράσεων σε μία οργάνωση εθνικού (παρά)στρατιωτικού χαρακτήρα. Οι πιο βάρβαρες τακτικές της απομάκρυναν τους εργάτες της μεσαίας τάξης, καθώς και πολλούς υποστηριχτές της και σταδιακά η στρατολόγηση ξεκίνησε να λαμβάνει χώρα εντός του πανεπιστημιακού χώρου.
Η οριστική στροφή επήλθε με την αυτοανακύρηξη της ομάδας σε Κομμουνιστικό Αγωνιστικό Κόμμα υπό την αρχηγεία του Mario Moretti, το 1977. Ένα χρόνο αργότερα, τα ειδησεογραφικά πρακτορεία σε παγκόσμια κλίμακα ανακοίνωναν την αρπαγή του προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών και πρωθυπουργού της Ιταλίας, Aldo Moro. Τα ιδεολογικά/πολιτικά κίνητρα πίσω από αυτή την ενέργεια ήταν θολά, δεχόμενη μια σειρά επικριτικών σχολίων ακόμα εντός της οργάνωσης. Συγκεκριμένα, οι ιδρυτές των Brigate Rosse, Renato Curcio και Alberto Franceshini καταδίκασαν από την φυλακή την απαγωγή και εν τέλει δολοφονία του Aldo Moro. Επέκριναν μάλιστα τον Moretti ότι δεν προβαίνει σε ενέργειες που να ευνοούν το προλεταριάτο.
Ο «μεταϋλιστικός επαναστατικός αναβρασμός» των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70 εκδηλώθηκε και μετουσιώθηκε με διάφορους τρόπους από ειρηνιστικά, αντιρατσιστικά κινήματα, μέχρι ένοπλες ομάδες δράσης. Η αριστερή τρομοκρατία ξεφυτρώνει από τους ίδιους σπόρους με τα κοινωνικά κινήματα, όμως μετεξελίσσεται σε μία ωμή εκδήλωσης οργής προς το status quo της εποχής. Η δεκαετία του ‘80 τεντώνει τα όρια της επίτευξης του σκοπού με οποιοδήποτε μέσο, καθώς η ύπαρξη παράπλευρων απωλειών και οι δολοφονίες προσώπων με υψηλή δημοτικότητα (βλ. Aldo Moro), δημιουργούν ένα κλίμα ταύτισης με το θύμα, απονομιμοποιώντας τελικώς την εξτρεμιστική δράση.
Συντάκτης: Νεφέλη Πρεβεδουράκη