Η ανθρωπότητα διανύει καιρούς με ανησυχητικά πολλές εστίες ένοπλων συγκρούσεων, διεθνούς και μη χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, εγείρονται σοβαρά ζητήματα, αναφορικά με την επιβεβλημένη από το διεθνές δίκαιο ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ κρατών και την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι το πολιτικό φαινόμενο του πολέμου και τα εθνικά συμφέροντα που το υποκινούν, καταστρατηγεί τις “φιλελεύθερες” προσπάθειες διεθνούς συνεργασίας, που μεταξύ άλλων προσβλέπουν στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στόχος του παρόντος κειμένου είναι η ανάδειξη των μειονοτήτων Κούρδων,  Ουιγούρων και Ροχίνγκια, ως αντικείμενα καταπίεσης που υφίστανται τις συνέπειες των ενόπλων συγκρούσεων.

Η περίπτωση των Κούρδων

Ξεκινώντας από τους Κούρδους και την προσπάθεια τους για ίδρυση ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη περιοχή του Κουρδιστάν, το οποίο περιλαμβάνει περιοχές από την ανατολική Τουρκία, το βόρειο Ιράκ, το δυτικό Ιράν και  μερικές σε Συρία και Αρμενία. Πρόκειται για την ίσως  πιο γνωστή πολυπληθή μειονότητα, αριθμώντας μεταξύ 25 και 35 εκατομμυρίων (Britannica, 2024), ινδοευρωπαϊκής προέλευσης που κατά πλειοψηφία  ασπάζεται το σουνιτικό Ισλάμ (BBC News, 2019). Οι φιλοδοξίες ανεξαρτητοποίησης των Κούρδων ικανοποιήθηκαν, πρόσκαιρα μεν, χάρη στη Συνθήκη των Σεβρών του 1920. Αυτή, περιείχε διατάξεις που προέβλεπαν τη δημιουργία ενός αυτόνομου αρχικά και έπειτα ανεξάρτητου από την Τουρκία Κουρδιστάν (Άρθρα 62, 64). Τρία χρόνια μετά στη Συνθήκη της Λωζάνης, το Κουρδιστάν παραλείπεται εντελώς. Αν και η Συνθήκη των Σεβρών δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αποτελεί για τους Κούρδους σημείο αναφοράς (Φωτιάδης, 2021).

Στην κεμαλική Τουρκία, η συγκρότηση συμπαγούς εθνικής ταυτότητας και αυστηρά καθορισμένης συνείδησης για το νέο κράτος κατείχε μείζονα σημασία έπειτα από τον πολυτάραχο προηγούμενο αιώνα που βίωσε ως Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπό αυτό το πρίσμα, οι Κούρδοι χαρακτηρίστηκαν ως ορεσίβιοι που είχαν ξεχάσει απλώς τη μητρική (τουρκική) γλώσσα τους (Δεριζιώτης, Ισσί & Χριστοφής, 2023). Έκτοτε, οι Κούρδοι διώκονται, εκτοπίζονται, θανατώνονται, ενώ τους απαγορεύεται να μιλούν την κουρδική και να εκφράζονται πολιτισμικά. Σημειωτέον, δεν έχουν αναγνωριστεί μέχρι στιγμής επίσημα ως μειονότητα από το τουρκικό κράτος. Εκτός αυτού, συνολικά ταυτίζονται με την δράση του PKK. Οι τουρκικές δυνάμεις συγκρούονται επίσης με τους Kurdistan Freedom Hawks (TAK), οι οποίοι ακολουθούν τακτικές περισσότερο τρομοκρατικές και το Peoples’ United Revolutionary Movement (HBDH), που δραστηριοποιείται γενικώς όπως το PKK (ACLED, 2023).

Οι Κούρδοι του Ιράκ, ανέρχονται περίπου στο 20% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από το Μπααθικό καθεστώς. Εναργές παράδειγμα αυτού εντοπίζεται στον οκταετή πόλεμο Ιράν – Ιράκ, όπου τα δύο κόμματα συμμάχησαν με το Ιράν και το καθεστώς Hussein ως αντίποινα εξαπέλυσε το 1988 δύο επιθέσεις με την ρίψη χημικών αερίων στη Χαλάμπια, αλλά και εκτοπίζοντας χιλιάδες από τα σύνορα με την επιχείρηση ANFAL. Το 1990 με την διεξαγωγή της Επιχείρησης “Καταιγίδα της Ερήμου” παρουσιάζεται ένα παράθυρο ευκαιρίας. Με την επιβολή “no-fly zone” πάνω από τις κουρδικές περιοχές, η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK) και το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (KDP) δράττονται της ευκαιρίας και εδραιώνουν την ισχύ τους, με στόχο την πλήρη ανεξαρτησία. Με την πτώση του Μπααθικού καθεστώτος, οι Κούρδοι καταφέρνουν να κερδίσουν αυτονομία. Η αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ φέρνει μεν σταθερότητα, αλλά ο Συριακός εμφύλιος και η εμπλοκή στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) αναζωπυρώνει τον κύκλο αστάθειας και βίας (Calvocoressi, 2010). Το 2017, το δημοψήφισμα των KPD και PUK για απόσχιση οδηγεί σε εγχώρια πολιτική κρίση και προκαλεί την αντίδραση της Τουρκίας και του Ιράν, που δεν εκφράζεται μόνο ρητορικά, αλλά και με τον αποκλεισμό του εναερίου χώρου για πτήσεις από και προς τα αεροδρόμια του Ιρακινού Κουρδιστάν. Παράλληλα, οι δυνάμεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και οι υπό ιρανικό έλεγχο σιιτικές πολιτοφυλακές κατέλαβαν σημαντικές περιοχές, όπως το πλούσιο σε πετρέλαιο Κιρκούκ (Ζάρρας, 2017).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμπλοκή της Τουρκίας, καθώς έχει ιστορία διασυνοριακών επιχειρήσεων σε ιρακινό έδαφος που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1990, με κύριο στόχο τις βάσεις του PKK στον Βορρά. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους προσωρινούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε ορεινά κρησφύγετα του PKK, από το 2019, η Τουρκία αποσκοπεί στην εδραίωση περιοχών ελέγχου με μόνιμες στρατιωτικές βάσεις, που θα της εξασφαλίσει μια de facto ζώνη ασφαλείας χωρίς την εισβολή σε μεγάλες εκτάσεις ή τη δημιουργία δομών οιονεί κράτους, όπως στη Συρία (Çevik, 2022).

Πρόσφατα, επίσης, η Τουρκία ικανοποίησε την απαίτηση που αξίωσε από τη Φινλανδία και τη Σουηδία να υιοθετήσουν σκληρότερη στάση ενάντια στους Κούρδους “τρομοκράτες” που ζουν σε αυτές, ως αντάλλαγμα για την αποδοχή τους στους κόλπους του ΝΑΤΟ (Reuters, 2023). Έχοντας υποκινήσει φόβους για την ύπαρξη τρομοκρατικών πυρήνων στο εσωτερικό κατά την προεκλογική εκστρατεία, ο Ερντογάν αναμένεται να συνεχίσει τις καταπιεστικές πολιτικές έναντι των Κούρδων, εντός και εκτός συνόρων (Centre for Preventive Action, 2023). Ενδιαφέρον παρουσιάζει, η πρόσφατη κήρυξη του PKK ως παράνομης οργάνωσης από το Ιράκ έπειτα από συνάντηση με Τούρκους αξιωματούχους στη Βαγδάτη και ο χαρακτηρισμός του ως “κοινή απειλή για την ασφάλεια”, εν όψει ιδιαίτερα της επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου.

Σχετικά με τους Κούρδους της Συρίας,  καθίσταται σαφές ότι η ασφάλειά τους, εν μέσω ενός αιματηρού και μακροχρόνιου εμφύλιου, τίθεται εν κινδύνω. Ιδιαίτερη μνεία, αξίζει να γίνει η επαναστατική κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε από τις στρατιωτικές πτέρυγες του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD), δηλαδή τις πολιτοφυλακές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG/YPJ) στη de facto αυτόνομη περιοχή της Rojava (αλλιώς, Δυτικό Κουρδιστάν) την τελευταία  δεκαετία. Κούρδοι, Άραβες, Ασσύριοι, Αρμένιοι και Τουρκμένοι, ανέλαβαν να καλύψουν το κενό που άφησε η Συριακή κυβέρνηση λόγω του εμφυλίου και παρά τη διαρκή απειλή των δυνάμεων του ΙΚ, αφού η Rojava είναι η πρώτη γραμμή του μετώπου, τις έχουν επιτυχώς απωθήσει πολλάκις κι έχουν καταφέρει να εφαρμόσουν ένα αρκετά ιδιαίτερο μοντέλο διακυβέρνησης.

Στη Rojava συνδυάζονται στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, αυτοοργάνωσης και αυτοδιοίκησης στην ιδεολογική βάση της κοινωνικής οικολογίας, ενώ οι γυναίκες συμμετέχουν ενεργά και αποφασιστικά, πολιτικά και στρατιωτικά (Ross, 2015). Τρία καντόνια (Afrin, Kobane και Cizre) απαρτίζουν τη λεγόμενη Δημοκρατική Ομοσπονδία της Βόρειας Συρίας και η Χάρτα του Κοινωνικού Συμβολαίου αποτελεί το Σύνταγμά τους, οι διατάξεις του οποίου μεταξύ άλλων εκφράζουν την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς φυλετικές, έμφυλες θρησκευτικές διακρίσεις, την διασφάλιση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας (Ross, 2015). Εντούτοις, αναφορικά με το μελλοντικό πολιτικό καθεστώς της περιοχής εγείρονται ερωτήματα, για το εάν οι Κούρδοι θα ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος στη Συρία, αφού δυνητικά θα μπορούσε να πυροδοτήσει περαιτέρω αποσχιστικά κινήματα (Centre for Preventive Action, 2023).

Απάντηση στην εν λόγω ανησυχία φαίνεται να δίνει η συνεχής παρουσία της Τουρκίας στις ζώνες που κατέχει στη βόρεια Συρία παρέχοντας δημόσιες υπηρεσίες, διεξάγοντας συναλλαγές με τη τουρκική λίρα και στεγάζοντας επαναπατριζόμενους Σύριους (Adar, 2023). Κύριος στόχος είναι η απομάκρυνση του PKK από το έδαφός της και η δημιουργία ενός buffer zone πέρα ​​από τα νότια σύνορά της, ώστε να αποτρέψει τη συσσώρευση δυνάμεων του PKK. Αυτή τη στρατηγική εφαρμόστηκε στο Ιράκ, αλλά και τη Συρία με τέσσερις στρατιωτικές επιχειρήσεις (2016, 2018, 2019 και 2020) που αποσκοπούσαν στην αποτροπή δημιουργίας πολιτικά αυτόνομων περιοχών, υπό τον έλεγχο μαχητών των YPG, κατά μήκος των τουρκικών συνόρων (Çevik, 2022). Η εν λόγω στρατηγική αντανακλά την πεποίθηση της Άγκυρας οτι το YPG και ο πολιτικός του βραχίονας, PYD, αποτελούν συριακό παρακλάδι του ΡΚΚ. Με την ενσωμάτωση μεγάλου αριθμού αραβικών και ασσυριακών στοιχείων, το YPG εξελίχθηκε σε έναν μεγαλύτερο συνασπισμό, τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), εντός του οποίου το YPG παραμένει η κύρια δύναμη, κάτι που η Τουρκία το εξέλαβε αυτό ως απόπειρα συγκάλυψης του δεσμού με το PKK και επιμένει ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν παρακλάδια του (Çevik, 2022).

Η περίπτωση του Ουιγούρων

Σε ό,τι αφορά  τους Ουιγούρους, πρόκειται για επίσης σουνιτική – εθνοτικά τουρκογενή – μειονότητα 11,3 εκατομμυρίων, που διαβιεί κυρίως στην αυτόνομη επαρχία Xinjiang της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η οποία είναι γνωστή ιστορικά ως “Ανατολικό Τουρκιστάν” (Minority Rights Group, 2024). Πολιτισμικά, γλωσσικά, και ιστορικά μοιάζουν περισσότερο με τους πληθυσμούς της πρώην Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας παρά με τους Χαν, τη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα της Κίνας. Η πλειονότητα είναι μουσουλμανική, ενώ ακόμη και στα στρώματα που δεν είναι θρησκευόμενα οι μουσουλμανικές παραδόσεις παραμένουν σημαντικό πολιτισμικό στοιχείο (BBC, 2022). Αξίζει να σημειωθεί πως η ιστορία του ουιγουρικού αποσχιστικού κινήματος ταυτίζεται με την ιστορία του Ισλαμικού Κινήματος του Ανατολικού Τουρκιστάν, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή της κινέζικης λίστας τρομοκρατικών οργανώσεων την τελευταία τριακονταετία και το οποίο μάχεται στο πλευρό του Al-Nusra Front, του συριακού παρακλαδιού της Al-Qaeda (Λιούμπας, 2018).

Στην Xinjiang λειτουργούν 28 κέντρα κράτησης – “αναμόρφωσης”, όπου κρατούνται κατά προσέγγιση ένα εκατομμύριο Ουιγούροι, οι οποίοι υποβάλλονται σε ποικίλα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια (Roberts, 2020). Η κινεζική κυβέρνηση τα προβάλλει ως μέρη επαγγελματικής κατάρτισης, προορισμένα να μειώσουν την φτώχεια και να εξαλείψουν τα περιστατικά εξτρεμισμού, αλλά στην πραγματικότητα, άτομα κρατούνται λόγω του ότι προσεύχονταν, ή εξαιτίας της εμφάνισης και ενδυμασίας τους, είτε για συνομιλίες σε social media, χάρη στις πληροφορίες του ευρύτατου δικτύου κατασκοπείας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) (Millward, 2023). Σύμφωνα με έκθεση του ανθρωπολόγου Adrian Zenz, εντός των κέντρων κράτησης διενεργούνται αμβλώσεις και υποχρεωτικές στειρώσεις, έχοντας ως αποτέλεσμα την πληθυσμιακή μείωση κατά το ήμισυ την διετία 2017-2019, ενώ προβλέπονται να μειωθούν κατά το ⅓ μέχρι το 2040 (Zenz, 2021).

Τα κέντρα λειτουργούν παράλληλα με το σύστημα εξαναγκαστικής εργασίας που έχει επιβληθεί στους Ουιγούρους, καθώς και σε άνεργους αγρότες (Zenz, 2024). Με το πέρας της “επανεκπαίδευσης” μετακινούνται και εξαναγκάζονται να εργαστούν σε εργοστάσια των βιομηχανικών ζωνών άλλων περιοχών (Zenz, 2024). Αρκετά από τα κέντρα έχουν μετατραπεί επίσημα σε φυλακές, με μακροχρόνια κατάδικους (Millward, 2023). Το ΚΚΚ έχει επιβάλλει, επιπρόσθετα, περιορισμούς στη χρήση της γλώσσας των Ουιγούρων, έχει απαγορεύσει ισλαμικές πρακτικές, ενώ έχει κατεδαφίσει τζαμιά και νεκροταφεία (Roberts, 2020). Τέλος, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι προσπάθειες διαστρέβλωσης της ιστορίας και αλλοίωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ουιγούρων, ενώ η ιθαγενής λογοτεχνία, έχει απομακρυνθεί  από τα εκπαιδευτικά βιβλία (Roberts, 2020).

Το 2013 η Κίνα εγκαινίασε το Belt and Road Initiative, μια παγκόσμια στρατηγική ανάπτυξης και επενδύσεων. Η Xinjiang μέλλεται να διαδραματίσει καίριο ρόλο για την ολοκλήρωση του μεγαλόπνοου αυτού σχεδίου, αφενός χάρη στη γεωστρατηγική της θέση, καθώς συνορεύει με κράτη όπως η Μογγολία, η Ρωσία, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, τα οποία θα αποτελέσουν δίοδο για τις επενδυτικές δραστηριότητες και αφετέρου λόγω των κοιτασμάτων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο (Zhang, 2023). Οι Ουιγούροι, προβλέπεται να συνεχίσουν να είναι θύματα των οικονομικών συμφερόντων του κινεζικού κράτους. Δεν θα αποτελέσει έκπληξη εάν αγνοούνται ακόμα κι από χώρες καταδικάζουν το ΚΚΚ, όπως ακριβώς συνέβη με τους αδελφούς μουσουλμάνους της Τουρκίας του Ερντογάν επί COVID για την απόκτηση εμβολίων, μολονότι στη Τουρκία έχουν καταφύγει αρκετοί για προστασία λόγω των κοινών καταβολών τους (Βουλτέψη, 2021).

Η περίπτωση των Ροχίνγκια

Αναφορικά με τους Ροχίνγκια, πρόκειται για μία σουνιτική και εθνοτική μειονότητα 2 εκατομμυρίων και ζει κυρίως σε camps στην πολιτεία Rakhine της δυτικής Μυανμάρ και στο γειτονικό Μπαγκλαντές (Διεθνής Αμνηστία, 2017). Αν και κατοικούν επί γενεές στη Μυανμάρ, το καθεστώς της χώρας εξακολουθεί να δηλώνει ότι είναι παράνομοι μετανάστες από το Μπαγκλαντές και τους αρνείται τη χορήγηση ιθαγένειας (Διεθνής Αμνηστία, 2017). Το 1982, εισήχθη νόμος περί ιθαγένειας όπου αυθαίρετα στέρησε από τους Ροχίνγκια την υπηκοότητά τους, αφού η πλήρης ιθαγένεια βασίζεται στις “εθνικές φυλές” και οι Ροχίνγκια δεν θεωρούνται μέρος αυτών. Επιπλέον, τους έχει απαγορευτεί η ελεύθερη μετακίνηση, ενώ έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εκπαίδευση, γεγονός που καθιστά την εύρεση εργασίας σχεδόν ανέφικτη, οδηγώντας τους μαζικά στη φτώχεια και τη περιθωριοποίηση (Concern Worldwide, 2022). Ο ΟΗΕ, μάλιστα, τους έχει περιγράψει ως τη πιο διωκόμενη μειονότητα παγκοσμίως, ενώ της επιβάλλονται μέτρα περιορισμού των γεννήσεων, των γάμων και εξαναγκαστική εργασία (UNHCR, 2023). Οι Ροχίνγκια έχουν βιώσει μία από τις χειρότερες ανθρωπιστικές κρίσεις, εξαιτίας των διαρκών επιθέσεων από τις δυνάμεις ασφαλείας και το στρατό, οι οποίοι προβαίνουν σε αυθαίρετες συλλήψεις, παράνομες εκτελέσεις, βασανιστήρια και λεηλασίες (Allard K. Lowenstein International Human Rights Clinic, 2015). Συνολικά, 1.3 εκατομμύρια έχουν αναγκαστεί να μετακινηθούν εσωτερικά ή εξωτερικά, με κύριο προορισμό την περιοχή Cox’s Bazar του Μπαγκλαντές (United Nations Population Fund, 2024).

Η μεγαλύτερη φυγή τους ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2017, μετά από ένα τεράστιο κύμα βίας που προκλήθηκε αρχικώς από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού και έπειτα από επιθέσεις εναντίον του, προερχόμενες από τον Arakan Rohingya Salvation Army (Διεθνής Αμνηστία, 2017). Το 2021, οργανώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα και έκτοτε ο στρατός της Μυανμάρ διαπράττει απροκάλυπτα εγκλήματα πολέμου, κάνοντας χρήση πυρομαχικών διασποράς, συλλαμβάνοντας παράνομα πολίτες και διεξάγοντας αδιάκριτες επιθέσεις κατά αμάχων (Lowerstein, 2015). Το 2023 οι εχθροπραξίες μεταξύ των διαφόρων ένοπλων ομάδων και του στρατού κλιμακώθηκαν ραγδαία, μετά την Επιχείρηση 1027 του Στρατού Arakan  (ΑΑ), του Στρατού της Εθνικής Δημοκρατικής Συμμαχίας και του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού Ta’ang και την αντεπίθεση του στρατού (Διεθνής Αμνηστία, 2023). Έκτοτε, ο στρατός της Μυανμάρ στρατολογεί με τη βία Ροχίνγκια και τους χρησιμοποιεί ως ανθρώπινες ασπίδες στις μάχες κατά του ΑΑ (Joint Statement by Rohingya Organisations Worldwide, 2024).

Μία καθαρή ματιά στην κατάσταση των Κούρδων, των Ουιγούρων και των Ροχίνγκια αποτυπώνει ένα πολύπλοκο, πολυπαραγοντικό τοπίο. Εντούτοις, μπορούν να εντοπιστούν ορισμένες ομοιότητες μεταξύ τους, όπως το ότι είναι και οι τρεις σουνιτικές μειονότητες που εμπλέκονται σε συρράξεις μη διεθνούς χαρακτήρα και χαρακτηρίζονται από τους αντιπάλους τους – και όχι μόνο – ως τρομοκρατικές οργανώσεις. Η διεθνής κοινότητα έχει ανταποκριθεί λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικά με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών πιέσεων, των κυρώσεων και της αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας. Αυτά τα μέτρα σίγουρα δεν επαρκούν. Η ίδια η γεωπολιτική και οικονομική σημασία των περιοχών όπου ζουν αυτές οι μειονότητες τροχοπεδεί τις προσπάθειες επίλυσης των συγκρούσεων. Κάτι που αποδεικνύεται, εν κατακλείδι, εξίσου εμφατικά είναι ότι διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι προτεραιότητα για όλα τα κράτη του κόσμου και αυτό σημαίνει πολλά για τις δυτικές φιλελεύθερες αξίες και κοσμοαντίληψη.

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου

Πηγές: 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.