Η ιστορία των αντίπαλων, εδώ και πολλά χρόνια, χωρών, Βορείου και Νοτίου Κορέας, ξεκινάει από πολύ παλιά και συγκεκριμένα το 935 μ.Χ., μετά την συνένωση τριών βασιλείων, που είχαν ήδη αναπτυχθεί στην κορεατική χερσόνησο, από τους χρόνους της ελληνιστικής περιόδου. Η νέα αυτή χώρα έλαβε το όνομά της από την πρώτη εκ των δύο δυναστειών που βασίλεψαν, την Δυναστεία Κόριο, που διατηρήθηκε μέχρι το 1388. Στην συνέχεια, την διαδέχθηκε η Δυναστεία Τζεσόν ή Τζοσεόν μέχρι το 1897, η οποία μετέβαλε τη χώρα σε Αυτοκρατορία της Κορέας, κάτι το οποίο επικράτησε μόλις 13 χρόνια.

Όταν έληξε ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας, με νικήτρια την τελευταία, η Κορέα έγινε προτεκτοράτο της Ιαπωνίας και προσαρτήθηκε σε αυτήν το 1910. Έτσι, δημιουργήθηκαν διάφορες εθνικιστικές και ριζοσπαστικές ομάδες, οι οποίες αγωνίστηκαν για ανεξαρτησία, όμως απέτυχαν, διότι δεν μπόρεσαν να ενωθούν σε ένα ενιαίο εθνικό κίνημα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Σύμμαχοι, που πολέμησαν εναντίον της Ιαπωνίας, εξέτασαν το ενδεχόμενο απελευθέρωσης της Κορέας, έως ότου οι Κορεάτες μπορούσαν να θεωρηθούν έτοιμοι για αυτοδιοίκηση. Αφού η Σοβιετική Ένωση -κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία- κατέλαβε το βόρειο τμήμα της Κορέας και οι Ηνωμένες Πολιτείες το νότιο. Προς το τέλος του πολέμου, οι Η.Π.Α πρότειναν να χωριστεί η κορεατική χερσόνησος σε δύο ζώνες κατοχής, δηλαδή στην Αμερικανική και την Σοβιετική, όμως λόγω της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου και άλλων εγχώριων γεγονότων, η πρόταση αυτή δεν επετεύχθη. Προκειμένου να βρεθεί μια λύση,  το κορεατικό ζήτημα παραπέμφθηκε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Μετά την αποτυχία του όμως να προτείνει ένα πλαίσιο λύσης, αποδεκτό από τη Σοβιετική Ένωση, διεξήχθησαν εκλογές, υπό την εποπτεία του. Αυτές οδήγησαν στην ίδρυση της Δημοκρατίας της Κορέας στη Νότια Κορέα στις 15 Αυγούστου 1948 και στην ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας στη Βόρεια Κορέα στις 9 Σεπτεμβρίου 1948. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριξαν τον νότο και οι Σοβιετικοί τον βορρά. Το 1950, μετά από χρόνια διακορεατικών εχθροπραξιών, η Βόρεια Κορέα εισέβαλε στη Νότια Κορέα, σε μια προσπάθεια να ενώσει την κορεατική χερσόνησο υπό τον κομμουνισμό. Έτσι, ξέσπασε ο Πόλεμος της Κορέας, ο οποίος διήρκεσε από το 1950 έως το 1953.   Η διχοτόμηση ήταν αναμενόμενη, καθώς ο εμφύλιος κατέληξε σε αδιέξοδο και άφησε τη χερσόνησο χωρισμένη σε δύο κράτη, μέχρι σήμερα.

Αν και οι δύο χώρες έχουν μείνει σε μια κατάσταση συνεχούς σύγκρουσης, καθώς δεν βρίσκονται σε ειρήνη, αλλά σε ανακωχή, στις 27 Απριλίου 2018, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν και της Νότιας Κορέας Μουν Τζε-ιν, συναντήθηκαν στην αποστρατικοποιημένη ζώνη (DMZ), όπου υπέγραψαν την “Διακήρυξη του Πάνμουντσομ”, με σκοπό τον τερματισμό των μακροχρόνιων στρατιωτικών συνοριακών επεισοδίων και την επανένωση της Κορέας.

Παρά τις προσπάθειες για τον αποκλεισμό νέας πολεμικής σύρραξης, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες επιδεινώθηκαν την περασμένη χρονιά, τον μήνα Νοέμβριο, μετά την εκτόξευση κατασκοπευτικού δορυφόρου από την Βόρεια προς την Νότια Κορέα, αναστέλλοντας, κατά κάποιον τρόπο, την συμφωνία του 2018. Εκτός αυτού, ο Κιμ Γιονγκ Ουν, τον τελευταίο μήνα του 2023, απέκλεισε το ενδεχόμενο συμφιλίωσης ή ενοποίησης με την Νότια Κορέα. Συγκεκριμένα, στην ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής του κυβερνώντος κόμματος, ανέφερε: “Πιστεύω ότι είναι λάθος, το οποίο δεν πρέπει πλέον να κάνουμε, να βλέπουμε τους ανθρώπους που μας θεωρούν τους ‘’χειρότερους εχθρούς’’ τους… ως κάποιους με τους οποίους πρέπει να επιδιώξουμε την συμφιλίωση ή ενοποίηση”. Θεωρώντας με βεβαιότητα πως θα ξεσπάσει πόλεμος, τόνισε, επιπλέον, πως έχει δώσει εντολή στις ένοπλες δυνάμεις να είναι σε ετοιμότητα. Παράλληλα, συνέχισε τις ήδη γνωστές και χρόνιες απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων, δηλώνοντας πως σε περίπτωση πυρηνικής κρίσης, η Βόρεια Κορέα είναι έτοιμη να αφανίσει το νότιο τμήμα της χερσονήσου.

Χωρίς να ληφθεί υπόψη, για άλλη μια φορά, η διαπραγμάτευση του 2018, ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας έκανε, σε σύντομο κιόλας χρονικό διάστημα, πράξη τις απειλές του, αφού προχώρησε σε γυμνάσια του πυροβολικού της χώρας, με πραγματικά πυρά, κοντά στα θαλάσσια σύνορά της με την Νότια Κορέα. Οι τοπικές αρχές του απομακρυσμένου νοτιοκορεατικού νησιού Γιονπιόνγκ, δήλωσαν ότι οι κάτοικοι έλαβαν μηνύματα στα κινητά τους τηλέφωνα, που τους ζητούσαν να παραμείνουν στα σπίτια τους. Έπειτα, ο στρατός της Νότιας Κορέας ανακοίνωσε ότι η Βόρεια Κορέα έριξε οβίδες, μία ημέρα μετά τις ασκήσεις πυροβολικού. Ωστόσο, η αδερφή του Κιμ Γιονγκ Ουν δήλωσε: “Ο στρατός μας δεν εκτόξευσε καμία οβίδα. Οι χυδαίοι στρατιωτικοί της Δημοκρατίας της Κορέας δάγκωσαν το δόλωμα που τους ρίξαμε”. Η ίδια εξήγησε ότι οι Βορειοκορεάτες στρατιώτες “παρατήρησαν την αντίδραση” των νοτιοκορεατικών δυνάμεων, πυροδοτώντας εξήντα φορές εκρηκτικά, που έμοιαζαν με τον ήχο κανονιού. “Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που αναμέναμε”, συνέχισε η Κιμ Γιο Γιονγκ. “Πίστεψαν ότι ο ήχος των εκρηκτικών ήταν πυροβολισμοί κανονιών, υπέθεσαν ότι πρόκειται για πρόκληση του πυροβολικού και κατασκεύασαν χωρίς ντροπή ένα ψέμα”. Από την άλλη πλευρά, ο στρατός της Νότιας Κορέας απέρριψε τους ισχυρισμούς της Κιμ Γιο Γιονγκ, κάνοντας λόγο για χαμηλού επιπέδου ψυχολογικό πόλεμο και κάλεσε τη Βόρεια Κορέα να σταματήσει τις στρατιωτικές δραστηριότητες. Κάτι τέτοιο σαφώς δεν συνέβη, καθώς ο βορειοκορεατικός στρατός εξαπέλυσε 200 οβίδες πυροβολικού, προς τα ανοικτά των δυτικών ακτών της χώρας. Έτσι, ο νοτιοκορεατικός στρατός απάντησε, πραγματοποιώντας άσκηση του πυροβολικού με πραγματικά πυρά στο Γιονπγιόνγκ, λίγες ώρες αργότερα.

Ο Κιμ Γιονγκ Ουν δεν σταμάτησε να επιβεβαιώνει την τελευταία απόφασή του, καθώς προχώρησε στην κατάργηση των οργανισμών που εργάζονταν για την μελλοντική επανένωση με την Νότια Κορέα. Ειδικότερα, κατήργησε την “Επιτροπή για την Ειρηνική Ενοποίηση”και έπεται συνέχεια. Η τελευταία, όμως, ως ώρας, δράση της Βορείου Κορέας, που σχετίζεται με την αιώνια έχθρα της με την Νότια Κορέα, ήταν η κατεδάφιση του μνημείου που συμβόλιζε την επανένωση των δύο χωρών. Δορυφορικές εικόνες από την Πιονγκγιάνγκ, έδειξαν ότι το μνημείο, γνωστό και ως η “Αψίδα της Επανένωσης”, η οποία ανεγέρθηκε έπειτα από μια διακορεατική σύνοδο κορυφής το 2000, δεν βρίσκεται πλέον εκεί.

Γίνεται κατανοητό πως οι σχέσεις μεταξύ Νότιας και Βόρειας Κορέας, δεν πρόκειται να βελτιωθούν. Μπορεί να έγιναν ελάχιστες προσπάθειες, προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία ειρήνης ή ενοποίησης, όμως τα ειδησεογραφικά μέσα και ο χώρος εξωτερικής πολιτικής, ίσως να αντιλαμβάνονταν πως δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσουν και πως σύντομα οι δύο χώρες θα βρίσκονταν ξανά μία ανάσα πριν μία νέα πολεμική σύρραξη.

Συντάκτης: Μαρία Κυριακοπούλου

Πηγές: 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.