Ένα φλέγων νομικό και πολιτικό ζήτημα, το οποίο έχει διχάσει το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας και κατ’ επέκταση, της ελληνικής πολιτείας, αποτέλεσε όλο το προηγούμενο διάστημα και ενδεχομένως συνεχίζει να αποτελεί η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, αναφορικά με τα δημόσια και ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Το παρών νομοσχέδιο, το οποίο υπερψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία πριν λίγες ημέρες, αποτελείται από τέσσερα διακριτά μεταξύ τους σημεία, τα οποία με βάση την διατύπωση του, αποσκοπούν στην ακαδημαϊκή  αναδιάρθρωση του ΔΠΘ, στην αναβάθμιση του ΕΑΠ και στην ενίσχυση των Δημόσιων ΑΕΙ. Ωστόσο, το κρίσιμο κανονιστικό μέρος, εντοπίζεται στο τέταρτο κεφάλαιο, στο οποίο θεσμοθετείται η εγκατάσταση  παραρτημάτων αλλοδαπών μη κρατικών πανεπιστημίων, παρά την αντίθετη πρόβλεψη του άρθρου 16 του Συντάγματος. Έντονα ζητήματα/ενστάσεις αντισυνταγματικότητας ανέκυψαν στον δημόσιο διάλογο σε κάθε δυνατό επίπεδο σχετικά με την ρύθμιση αυτή.

Κατά πρώτο και κύριο λόγο, από τις διατάξεις  του συγκεκριμένου νόμου, συνάγεται, ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια, θα αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, δηλαδή, παραρτήματα αναγνωρισμένων δημόσιων ή ιδιωτικών, αλλοδαπών πανεπιστημίων τα οποία λειτουργούν σε χώρα άλλου κράτους μέλους, της ΕΕ ή σε κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Γενικής Συμφωνίας για τις συναλλαγές στον τομέα Υπηρεσιών (GATS). Τα παραρτήματα αυτά, υπάγονται στην αποφασιστική αρμοδιότητα των μητρικών ιδρυμάτων στο εξωτερικό, ενώ για την ίδρυση τους, απαιτείται άδεια από τον Υπουργό Παιδείας, κατόπιν έγκρισης της ΕΘΑΑΕ και γνώμης του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. Είναι προφανές, ότι απόρροια της  θεσμοθέτησης αυτής αποτελεί, η χορήγηση τίτλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τα προαναφερθέντα ιδρύματα, ισάξια με τους τίτλους σπουδών των ελληνικών δημόσιων ΑΕΙ.

Η αιτιολογία του Υπουργείου Παιδείας, ως προς τη συνταγματικότητα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, ερειδόμενη σε γνωμοδοτήσεις αξιόλογων συνταγματολόγων, επικαλείται ως πρωτεύων επιχείρημα την εναρμόνιση των επίμαχων διατάξεων του ελληνικού συντάγματος, με το ενωσιακό δίκαιο, το οποίο έχει υπερσυνταγματική ισχύ σε περίπτωση σύγκρουσης με το πρώτο, με βάση το άρθρο 28 του συντάγματος. Ειδικότερα, διατείνεται ότι η απόλυτη απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων όπως θεσπίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 5 και 8 του Συντάγματος, συνιστά σοβαρό περιορισμό της ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως αυτές κατοχυρώνονται στα άρθρα 49 επόμενα της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε («εφεξής ΣΛΕΕ»), ενώ παράλληλα παραβιάζεται η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άρθρο 14 παρ 3 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (« εφεξής ΧΘΔ»), την επιχειρηματική ελευθερία 16 ΧΘΔ και την ακαδημαϊκή ελευθερία άρθρο 13 εδάφιο β του ΧΘΔ. Στο πλαίσιο αυτό, η ερμηνεία του άρθρου 16, οφείλει να μην προσκολλάται, στη γραμματική διατύπωση της πλήρους απαγόρευσης ανώτατων μη κρατικών ιδρυμάτων, την στιγμή μάλιστα που δεν εγκαθιδρύεται η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, αλλά η εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Προς υποστήριξη των ανωτέρω θέσεων το Υπουργείο Παιδείας, προβαίνει σε επίκληση δύο νομολογιακών αποφάσεων του ΣτΕ. Η πρώτη απόφαση, γνωστή ως «υπόθεση του βασικού μετόχου» αφορούσε την σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος, παρά το ασυμβίβαστο, μεταξύ του βασικού μετόχου ΜΜΕ και της εταιρίας, που αναλαμβάνει έργα προς το Δημόσιο. Αντίστοιχα, η δεύτερη [Ολ ΣτΕ 178-179/2023] αποφάνθηκε θετικά, επί της αναγνώρισης από την ελληνική αρμόδια αρχή ΣΑΕΠ, της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων που έχουν χορηγηθεί από ιδρύματα ανώτατης τυπικής εκπαίδευσης άλλου κράτους μέλους, με τα ημεδαπά πανεπιστήμια, με επίκληση της ελευθερίας εγκατάστασης και μετακίνησης των πολιτών, η οποία καλύπτει και την κτήση επαγγελματικών προσόντων, σε διαφορετικό κράτος-μέλος. Τέλος, το Υπουργείο επικαλείται την δέσμευση της χώρας από την Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές, στον τομέα των υπηρεσιών GATS, η οποία με βάση απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), κρίθηκε ότι αποτελεί μέρος του ενωσιακού δικαίου, με απότοκο την υπεροχή έναντι του συντάγματος.

Οι παραπάνω θέσεις δεν είναι αναντίλεκτες, καθώς, θέτουν υπό αμφισβήτηση τις επιταγές του άρθρου 16 και για τον λόγο αυτό, χρήζουν διερεύνησης υπό το πρίσμα νομικών κρίσεων και προβληματισμών. Ειδικότερα, η αποκόλληση από την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 16 και η έμφαση στην τελολογική ερμηνεία, στην οποία καταφεύγει η κυβέρνηση, δεν δύναται να ερμηνεύσει το άρθρο 16 αντίθετα στο κανονιστικό του περιεχόμενο, καθώς με βάση την παράγραφο 5 του εν λόγω άρθρου « η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ)» , ενώ η παράγραφος 6 προβλέπει ότι « οι καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί». Είναι προφανές, ότι αντίθετη ερμηνεία των προειρημένων διατάξεων, θα αναιρούσε τον πυρήνα τους και παράλληλα την βούληση του ιστορικού συνταγματικού νομοθέτη, ο οποίος ρητά επιτάσσει την λειτουργία δημόσιων πανεπιστημίων. Επομένως, ακόμη κι αν ευσταθεί το προαναφερθέν επιχείρημα του Υπουργείου Παιδείας, ότι, δηλαδή, δεν παραβιάζεται το άρθρο 16 παράγραφος 8, που ορίζει ότι «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται», επειδή δεν θεσμοθετείται ίδρυση εγχώριων πανεπιστημίων αλλά εγκατάσταση αλλοδαπών παραρτημάτων, το νομοσχέδιο αντίκειται στην παράγραφο 5 του άρθρου 16 διότι, προβλέπει μη κρατικά ΑΕΙ και όχι ΝΠΔΔ και στην παράγραφο 6, από την στιγμή που αναμένεται πρόσληψη καθηγητών πανεπιστημίων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Η απόλυτη απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων προκύπτει και από μία πλειάδα αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας [ΣτΕ 1698/2013. ΣτΕ 992/2023].

Αναφορικά με το δεύτερο επιχείρημα του Υπουργείου Παιδείας, δηλαδή, την δέσμευση από την GATS, ισχύουν τα ακόλουθα: Κατ΄ αρχήν, ρυθμίσεις διεθνούς συμφωνίας, έχουν ανώτερη τυπική ισχύ από το κοινό δίκαιο, όχι όμως από το σύνταγμα και κατά συνέπεια η συμφωνία δεν υπερέχει  των διατάξεων του άρθρου 16. Η άποψη ότι η συμφωνία συνιστά εφαρμογή ευρωπαϊκού δικαίου, δεν ισχύει ως προς την Ελλάδα, η οποία με ρητή δήλωση της, στην στήλη του Πίνακα Συγκεκριμένων Υποχρεώσεων της συμφωνίας, έχει επιφυλαχθεί του δικαιώματος της, για επιβολή κάθε είδους περιορισμών, χωρίς δεσμεύσεις, ως προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν κρατικώς αναγνωρισμένα διπλώματα, λόγω της υποχρέωσης σεβασμού των διατάξεων του άρθρου 16.

Απομένει, πρακτικά, να εξεταστεί το βαρύνων επιχείρημα της κυβέρνησης, περί σύμφωνης ερμηνείας του άρθρου 16 με το δίκαιο της Ε.Ε. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως κατά την κρατούσα αντίληψη στο Ευρωπαϊκό Συνταγματικό Δίκαιο, η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των εθνικών συνταγμάτων είναι σχετική και αφορά τις ρητά απονεμημένες από τις συνθήκες  στην Ε.Ε. αρμοδιότητες. Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο για τις επικουρικές αρμοδιότητες της Ε.Ε, στις οποίες εντάσσεται η εκπαίδευση, όπως γίνεται σαφές από τη διατύπωση του άρθρου 165 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, « η Ε.Ε συνδράμει τα κράτη μέλη στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης, σεβόμενη πλήρως την ευθύνη τους, να οργανώσουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα». Επίσης, στο άρθρο 14 του ΧΘΔ, προβλέπεται ότι η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων ασκείται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών και ως απόρροια, δεν υφίσταται θεμελιώδες δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Εν προκειμένω άλλωστε, δεν συγκροτούνται τα δεδομένα της υπόθεσης του «βασικού μετόχου», στην οποία το δικαστήριο άφησε ανεφάρμοστη διάταξη του συντάγματος, εξαιτίας του γεγονότος, ότι η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα, η οποία ενέπιπτε στην κοινοτική δικαιοδοσία. Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί ότι το δίκαιο της Ε.Ε, υποχρέωσε την Ελλάδα να αναγνωρίσει την επαγγελματική ισοδυναμία των πτυχίων, που παρέχονται μέσω κολλεγίων από Πανεπιστήμια του εξωτερικού και όχι την ακαδημαϊκή τους αξία, η οποία με βάση πλείστες αποφάσεις του ΣτΕ [ Ολ 178/2023,727/2022], υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Καταληκτικά, αν υφίσταντο δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα είχε ασκήσει ήδη προσφυγή κατά της χώρας μας στο ΔΕΚ.

Συλλήβδην, κατόπιν των προαναφερθέντων, θεωρώ πως η αδιάστικτη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 16, δύσκολα επιτρέπει την διευθέτηση του ζητήματος των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, μέσω του νεοψηφισθέντος νομοσχεδίου. Ωσαύτως, ακόμη κι αν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο το άρθρο 16, η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης συνιστά την ασφαλέστερη νομική οδό για την προώθηση τέτοιας ευρείας κλίμακας αλλαγών, διότι, διεξάγεται με άμεση παρεμβολή του εκλογικού σώματος και με απόφαση της Βουλής, ανταποκρινόμενη στο δημοκρατικό πολίτευμα  και σε αξιοκρατικές προϋποθέσεις πρόσβασης στα πανεπιστήμια. Τελικός κριτής της υπόθεσης, θα είναι το ΣτΕ και ίσως το ΔΕΚ, κατόπιν αποστολής προδικαστικού ερωτήματος.

Συντάκτης: Αχιλλέας Παπαστεργίου


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Διαβάστε επίσης: