Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του διαδικτύου σε κάθε έκφανση και πτυχή του βίου μας, ασκεί επιρροή -έμμεσα ή άμεσα- στην καθημερινότητά μας, καθώς η ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται η τεχνολογία και το διαδίκτυο, έχει οδηγήσει στην δημιουργία ενός κόσμου στον οποίον η αίσθηση του τόπου, δεν υφίσταται. Σ’ αυτόν τον κόσμο δίχως σύνορα και περιορισμούς, πέρα από τις ωφέλειες που δύναται να καρπωθεί ένα άτομο, υπάρχει και μια πιο σκοτεινή όψη. Όντας -πλέον- ένας βασικός πυλώνας της σύγχρονης πραγματικότητας, το διαδίκτυο εκτός από ένα γιγάντιο αποθετήριο πληροφοριών, όπως όλοι γνωρίζουμε, αποτελεί την κύρια πηγή ενημέρωσης, ψυχαγωγίας καθώς και επικοινωνίας. Οι εξ’ αποστάσεως αγορές και οικονομικές συναλλαγές με τη χρήση πλαστικού χρήματος καθώς και τα εργαλεία διεκπεραίωσης επαγγελματικών υποχρεώσεων και δραστηριοτήτων, καθιστούν ευκολότερη την ζωή του ατόμου της σύγχρονης εποχής.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως μέρα με τη μέρα όλο και περισσότεροι τομείς δραστηριοποίησης του ανθρώπου εκσυγχρονίζονται και εισέρχονται στον κόσμο της ψηφιοποίησης και αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Αδιαμφισβήτητη είναι όμως και η εμφάνιση διάφορων μορφών ηλεκτρονικών ποινικών αδικημάτων. Η συνεχώς αυξανόμενη χρήση του, δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την ευδοκίμηση εγκληματικών συμπεριφορών και την ανάδειξη νέων τύπων εγκλημάτων, που αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς.
Αρχικά, η απόδοση ενός ορισμού της έννοιας τόσο του ηλεκτρονικού όσο και του διαδικτυακού εγκλήματος, είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να καταστεί σαφής η διάκριση που υπάρχει μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (1986), ως «ηλεκτρονικό έγκλημα συνιστά κάθε παράνομη, ανήθικη ή χωρίς έγκριση συμπεριφορά που περιλαμβάνει την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων ή/και τη μετάδοσης διδομένων». Από την άλλη, «το διαδικτυακό έγκλημα ή αλλιώς κυβερνοέγκλημα (cyber-crime), είναι μία ειδικότερη μορφή του ηλεκτρονικού εγκλήματος, αυτό για την τέλεση του οποίου ο δράστης χρησιμοποιεί ειδικές γνώσεις γύρω από τον κυβερνοχώρο. Σχετίζεται ουσιαστικά με την οποιανδήποτε μορφή κατάχρησης των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο». Με απλά λόγια, οι δυο αυτές έννοιες δεν ταυτίζονται μεταξύ τους καθώς το ηλεκτρονικό έγκλημα είναι έννοια γένους που περιλαμβάνει εννοιολογικά το διαδικτυακό έγκλημα, το οποίο αποτελεί μία ειδικότερη μορφή του ηλεκτρονικού εγκλήματος, που συντελείται στο διαδίκτυο με χρήση Η/Υ.
Αναφορικά με τα ηλεκτρονικά εγκλήματα, αυτά μπορούν να ταξινομηθούν σε τρείς (3) κατηγορίες με βάση το κριτήριο τέλεσης, σε εγκλήματα που τελούνται και σε κοινό και σε διαδικτυακό περιβάλλον, σε εγκλήματα που τελούνται μόνο σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών, δίχως να γίνεται χρήση του διαδικτύου και σε κυβερνοεγκλήματα, εγκλήματα δηλαδή που τελούνται αποκλειστικά στον κυβερνοχώρο. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν αναφερόμαστε στον όρο κυβερνοχώρο, γίνεται λόγος για ένα περιβάλλον διασύνδεσης προσώπων, μέσω υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών, ανεξαρτήτως φυσικής γεωγραφίας. Από την άλλη, σχετικά με τα διαδικτυακά εγκλήματα οι δύο βασικότερες κατηγορίες είναι αυτές που αντιλαμβάνονται τον υπολογιστή ως θύμα, το οποίο θα δεχθεί επιθέσεις, όπως είναι παραδείγματος χάριν το Hacking και αυτές που αντιλαμβάνονται τον υπολογιστή ως μέσο εγκληματικής δράσης, όπως είναι η κλοπή ψηφιακών δεδομένων ή παράνομη πορνογραφία. Τα κυριότερα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρο στο διαδίκτυο ποικίλουν και ορισμένα από αυτά είναι σημαντικό να τονιστούν έστω και επιγραμματικά. Τέτοιου είδους εγκλήματα αποτελούν: η μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, το «Hacking» και «Cracking», η κυβερνο-τρομοκρατία, πορνογραφία στο διαδίκτυο, η διαρροή προσωπικών και εμπιστευτικών δεδομένων, η δυσφήμηση, ο διαδικτυακός τζόγος, το Cyber-Stalking (η επαναλαμβανόμενη παρενόχληση), η πώληση παράνομων αντικειμένων και πολλά ακόμη.
Όπως είναι φυσικό, ο όγκος του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ανέδειξαν την ανάγκη δημιουργίας μιας κοινής αντεγκληματικής πολιτικής. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης θα ήταν εφικτή μόνο μέσω μιας συντονισμένης διεθνής συνεργασίας. Έτσι λοιπόν, στις 23.11.2001, υπογράφεται η «Σύμβαση της Βουδαπέστης» η οποία παραμένει έως και σήμερα η πιο σχετική διεθνής συμφωνία που στοχεύει στην προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, κυρίως με την υιοθέτηση της κατάλληλης νομοθεσίας. Μαζί με την Σύμβαση υπάρχουν και οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες 2013/40/ΕΕ και 2019/713/ΕΕ πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η ελληνική νομοθεσία τόσο με τον Ν.4411/2016 όσο και με τον νέο Ποινικό Κώδικα Ν.4619/2019. Περαιτέρω, η παραπάνω Σύμβαση, αποτελεί μια σύμβαση ποινικής δικαιοσύνης που παρέχει στα κράτη, την δυνατότητα ποινικοποίησης των επιθέσεων εναντίον και μέσω υπολογιστών, τα απαιτούμενα εργαλεία δικονομικού δικαίου για να καταστήσουν αποτελεσματικότερη τη διερεύνηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και την εξασφάλιση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με οποιοδήποτε έγκλημα. Η Σύμβαση της Βουδαπέστης περιλαμβάνει τέσσερεις (4) κατηγορίες αδικημάτων. Η πρώτη κατηγορία, αφορά τα αδικήματα που σχετίζονται με την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα και τη διαθεσιμότητα δεδομένων και πληροφοριακών συστημάτων. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει εγκλήματα σχετικά με υπολογιστές (όπως είναι για παράδειγμα η πλαστογραφία και η απάτη). Η τρίτη κατηγορία αφορά εγκλήματα σχετικά με το περιεχόμενο (για παράδειγμα, όπως είναι η παιδική πορνογραφία), ενώ τέλος η τέταρτη κατηγορία της Σύμβασης περιλαμβάνει εγκλήματα σχετικά με παραβιάσεις συγγραφικών και συγγενικών δικαιωμάτων.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Σύμβαση υιοθετήθηκε από μια σειρά κρατών παγκοσμίως, ενώ έχουν κυρώσει τη Σύμβαση και κράτη που δεν αποτελούν μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως είναι για παράδειγμα οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ιαπωνία. Όσον αφορά τα ελληνικά δεδομένα, η Σύμβαση της Βουδαπέστης κυρώθηκε με το ν.4411/2016, με τον οποίο μεταφέρθηκαν στο ελληνικό δίκαιο και οι διατάξεις της οδηγίας 2013/40/ΕΕ, με την οποία εισήχθησαν νέοι κανόνες που εναρμονίζουν την ποινικοποίηση και τις κυρώσεις για μια σειρά αδικημάτων που στρέφονται κατά των συστημάτων πληροφοριών.
Παραμένοντας στον ελληνικό χώρο, εστιάζουμε στο γεγονός ότι από την Σύμβαση αντλήθηκαν οι βάσεις για πολλά άρθρα του ποινικού κώδικα, τα οποία με τις αναθεωρήσεις τους διαχρονικά, κάλυπταν σε μεγάλο ποσοστό τα αδικήματα τα οποία και τιμωρούνται, στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Στο σημείο αυτό, ζωτικής σημασίας είναι να αναφερθούμε στα βασικότερα κυβερνοεγκλήματα που υφίστανται στην χώρα μας τα οποία είναι: η παιδική πορνογραφία, οι απάτες μέσω Διαδικτύου, το hacking, τα εγκλήματα σχετικά με πιστωτικές κάρτες, τα εγκλήματα στα chat rooms, η διακίνηση-πειρατεία λογισμικού και η διακίνηση ναρκωτικών. Μάλιστα, κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, στην Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος περιέρχονταν καταγγελίες πολιτών και ενημερώσεις από την Interpol και Europol για πολλές περιπτώσεις διαδικτυακών απατών, όπου δράστες επιχειρούσαν να αποκομίσουν παράνομο οικονομικό όφελος.
Επιπλέον, αξίζει να υπογραμμιστεί πως από τον Μάιο του 2022, οι ηλεκτρονικές καταγγελίες για εγκλήματα στον κυβερνοχώρο προς την Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας πραγματοποιούνται μέσω της διαδικτυακής πύλης του ελληνικού κράτους, Gov.gr. Ειδικότερα, τα θύματα μπορούν να υποβάλλουν επώνυμη καταγγελία για αδικήματα τελούμενα σε βάρος ανηλίκων μέσω διαδικτύου, οικονομικά κυβερνοεγκλήματα όπου εμπλέκονται ηλεκτρονικά/ψηφιακά νομίσματα, παραβίαση του απορρήτου των ηλεκτρονικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών, παράνομη διακίνηση οπτικοακουστικών έργων μέσω διαδικτύου, παράνομη πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και περιπτώσεις απάτης με υπολογιστή.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πως αυτή η αλματώδη αύξηση των κυβερνοεγκλημάτων πηγάζει από ένα συνδυασμό παραγόντων. Αρκετοί νομικοί ισχυρίζονται πως το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια νέα έκφανση του παραδοσιακού εγκλήματος, προσαρμοσμένη απλώς στην τεχνολογική εποχή, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως αποτελεί μια διακριτή νεοφανή κατηγορία εγκλημάτων, στην οποία θα υπάγονται αμιγώς τεχνολογικής φύσεως εγκλήματα. Σε κάθε περίπτωση, η απόκρυψη της αληθινής ταυτότητας και η διατήρηση της ανωνυμίας σε συνδυασμό με τον διασυνοριακό χαρακτήρα, που χαρακτηρίζει ένα έγκλημα στον κυβερνοχώρο, μπορεί να οδηγήσει σε διάφορη νομική αξιολόγηση της ίδιας συμπεριφοράς από χώρα σε χώρα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα απαραίτητα αποδεικτικά μέσα, για την ανίχνευση και την τιμωρία του δράστη. Ουσιαστικά, η έλλειψη επαρκούς νομικής προστασίας από την μια πλευρά και η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης σχετικά με την κυβερνοασφάλεια από την άλλη, μπορεί να κάνει τους ανθρώπους ευάλωτους σε επιθέσεις διαδικτυακών εγκλημάτων και έτσι να αυξάνονται τα ποσοστά τους.
Με την ανωτέρω ανάλυση δόθηκε μια ευρύτερη εικόνα των ηλεκτρονικών και των διαδικτυακών εγκλημάτων, τα οποία αποτελούν μια σύγχρονη μορφή εγκληματικής απειλής για την ασφάλεια και την ιδιωτικότητα στον κυβερνοχώρο. Κανείς δεν δύναται να φέρει αντίρρηση για την χρηστικότητα της τεχνολογίας και του διαδικτύου και το πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους στη καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Ωστόσο, σε ουδεμία περίπτωση δεν θα πρέπει να λησμονούμε τους κινδύνους που ενυπάρχουν στο δεύτερο «προσωπείο» του διαδικτύου, ειδικότερα, τα μικρότερα σε ηλικία άτομα. Σίγουρα, η πληροφορία δεν γνωρίζει σύνορα, μήπως -πλέον- ούτε και το έγκλημα;
Συντάκτης: Κριστιάνα Ντάγια