Το τέλος της δεκαετίας του 80’ στην Ευρώπη ήρθε για να κρούσει τον πρώτο κώδωνα κινδύνου στη μακρά διακυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ στην Μεγάλη Βρετανία και ταυτόχρονα σφράγισε και επίσημα το τέλος του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας. Η εχθρική στάση της “σιδηρά πρωθυπουργού” του Ηνωμένου Βασιλείου, απέναντι στα συνδικάτα και τις βιομηχανίες χωρίς πλεονασματικά επίπεδα παραγωγής, έστριψαν το τιμόνι της οικονομίας σε αχαρτογράφητα για την εποχή νερά. Η ανάγκη αποτελεσματικότητας της οικονομίας και οι πολιτικές εγκράτειας που ακολούθησε η Θάτσερ, περιόρισαν τους θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας στο βαθμό που δεν «ξεμύτιζαν» από τα συγκρατημένα δημοσιονομικά περιθώρια. Από το 1979 έως το 1983 τέσσερα εκατομμύρια άνεργοι έγιναν θυσία στο βωμό του «υγιούς χρήματος» και της συγκράτησης του πληθωρισμού. Η παραδοξότητα όμως έγκειται στο γεγονός ότι τη στιγμή που η Θάτσερ άρχισε να ασθενεί πολιτικά και οι διάδοχοι της επέλεγαν να αποστασιοποιηθούν όσο ήτο δυνατόν από το ασφυκτικό δόγμα «ΤΙΝΑ», τα ευεργετήματα της ελεύθερης αγοράς είχαν οριστικά καταστήσει τις κεϋνσιανές πολιτικές της πλήρους απασχόλησης, ως μη βιώσιμες.
Από την άλλη πλευρά, η σύμπλευση του Γερμανικού SPD με το FDP αποτέλεσε μία απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθούν στη ζωή πολιτικές τύπου «παλαιάς αριστεράς», υπό προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, το κράτος θα ήταν σε θέση να προβεί σε δίκαιη κατανομή του κοινωνικού πλούτου και να φέρει στο προσκήνιο πολιτικές υπέρ των εργαζόμενων εφόσον οι επενδύσεις και η αύξηση της παραγωγικότητας διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα, ο Γάλλος πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν διαμήνυε ότι μιας μορφής «χαλινάρι» στις παγκοσμιοποιημένες οικονομικές διεργασίες καθίσταται ζωτικής σημασίας, θεωρώντας ότι η ευρωπαϊκή αγορά είναι λειτουργική εφόσον τιθασεύεται υπέρ των κοινωνικών αναγκών, χωρίς όμως ο ίδιος να κινείται ενεργά προς αυτή την κατεύθυνση.
Στο μεταξύ, τον Φεβρουάριο του 1992 οι εκπρόσωποι των δώδεκα κρατών μελών της ΕΕ ταξιδεύουν στην ολλανδική πόλη του Μάαστριχτ με σκοπό την ανασύσταση του μηχανισμού σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών σε ένα ενιαίο νόμισμα, ύστερα από το σοκ του Νίξον το 1971. Επιπλέον, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ετοιμαζόταν να ενδώσουν στις σειρήνες του ανεξέλεγκτου χρηματικού κεφαλαίου μπροστά στις ανάγκες μίας καινούριας εποχής. Βασική αιτία της μειωμένης ανταγωνιστικής απόδοσης της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ κρίθηκε η αφοσίωση των ευρωπαίων ηγετών στις κοινωνικές πολιτικές, παρόλο που οι τελευταίες ήταν ύψιστης σημασίας όχι μόνο για την ευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή, αλλά και για την μη τροφοδότηση ακραίων πολιτικών διαύλων (όπως η ακροδεξιά και η ξενοφοβία). Το πρόβλημα εντοπίστηκε στο γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας στην Ευρώπη αφορούσαν είτε τον δημόσιο τομέα, είτε δημιουργήθηκαν από δημόσιους πόρους. Κατά τούτου κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία ενός προγράμματος που θα τόνωνε την μακροχρόνια ανταγωνιστικότητα και κατ’ επέκταση την ενίσχυση των συμφερόντων των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτυπώνει την επιτακτική ανάγκη των κρατών να αφεθούν προς την κατεύθυνση που τους επιδείκνυε «το ελεύθερο χέρι της αγοράς», δηλαδή προς την ένταση του χρηματικού κεφαλαίου μέσα από τον τομέα της πληροφορίας και της τεχνολογίας. Παράλληλα, τα ποσοστά των ανέργων στην Ευρώπη έως το 2000 διατηρούταν σε υψηλά επίπεδα, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις ενέτειναν τις προσπάθειες τους για καταπολέμηση του φαινομένου μέσω νέων κινήτρων για επενδύσεις ή μέσω παλαιότερων μεθόδων όπως το τρίγωνο συμφωνιών κυβέρνησης, εργοδοτών και μισθωτών.
Το τρένο της ελεύθερης οικονομίας από την αρχή του ταξιδιού του κινδυνεύει να εκτροχιαστεί εφόσον αφηνόταν εκτός ενός ορατού πλαισίου ελέγχου. Έτσι, μπροστά στην «Σκύλα» της ανεξέλεγκτης συσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου και στην «Χάρυβδη» της ελλειμματικής οικονομίας η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας στην αλλαγή του αιώνα αποφάσισε να επιλέξει τον «Τρίτο Δρόμο». Η κεντρική ιδέα πίσω από μια ανανεωμένη έκδοση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου με πρωτεργάτη τον βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, ήταν η στήριξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, προσαρμοσμένη στην λογική της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι η αναδιανομή του πλούτου δεν θα βασιζόταν σε μία επιδοματική πολιτική αλλά στις «ευκαιρίες» που η ίδια κυβέρνηση θα δημιουργούσε και που το άτομο καλούταν να τις εκμεταλλευτεί.
Η σοσιαλδημοκρατική πλευρά της συγκριμένης προσέγγισης εντοπίζεται στην παροχή της ίσης πρόσβασης στην παιδεία και των υψηλών δημόσιων δαπανών, χρηματοδοτούμενες από μία υψηλή φορολογία. Το σοσιαλδημοκρατικό πλέγμα όμως δεν έπρεπε να υπερκαλύπτει τις ανάγκες των αγορών ή να παραβλέπει τις οικονομικές πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στον υπόλοιπο κόσμο. Ως επακόλουθο, το κεφάλαιο και επιχειρηματική δραστηριότητα ερχόταν σε πρώτο πλάνο και η καταπολέμηση της ανεργίας, μαζί με την αντιμετώπιση της φτώχιας θα επιτευχθούν εφόσον και οι ίδιοι οι πολίτες συνεισφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο συνασπισμός Πρασίνων και SPD στην Γερμανία, με τον καγκελάριο Σρέντερ να δίνει προτεραιότητα στην ενίσχυση της επιχειρηματικής θέσης της Γερμανίας, καθώς από την τελευταία εξαρτιόνταν η συντήρηση του γερμανικού κράτους πρόνοιας.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες διαμόρφωσαν ένα φιλόδοξο πλαίσιο γύρω από τις κοινωνικές εγγυήσεις για τους ευρωπαίους πολίτες και η πορεία προς το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα γέμιζε ελπίδες σύνδεσης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς με την κατασκευή μιας όλο και στενότερης πολιτικής ένωσης. Οι προσδοκίες του Μιττεράν και ο εφιάλτης της Θάτσερ περί ομοσπονδιακής ένωσης η οποία θα καρπωνόταν τους πόρους της ελεύθερης αγοράς και θα τους διέχεε στο εσωτερικότερο της, δεν άγγιξε ποτέ την πραγματικότητα. Πράγματι, η οικονομία της ΕΕ από τα τέλη της δεκαετίας του 90’ έως τα «προεόρτια» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, σημείωσε υψηλά επίπεδα άνθησης και ένας από τους λόγους περιορίζεται στην εκτεταμένη αγορά εμπορικών προϊόντων από τις χώρες του βορρά προς τις χώρες του νότου.
Επιπλέον, η εξαγωγική έκρηξη της Γερμανίας οφειλόταν στην εκτεταμένη ζήτηση που είχε δημιουργηθεί για τα γερμανικά προϊόντα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι παραγωγικές συνθήκες είχαν καλλιεργηθεί ευνοϊκά για το επιχειρηματικό κεφάλαιο της Γερμανίας, καθώς η δεύτερη κυβερνητική θητεία της συνεργασίας SPD και Πρασίνων επιχείρησε μέσα από τις αμφιλεγόμενες ως προς την αποτελεσματικότητα τους «μεταρρυθμίσεις Χαρτς» να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εξαγωγών. Η αξία των τελευταίων έπεφτε σημαντικά, ενώ η απασχόληση στην Γερμανία αυξήθηκε, επιδιδόμενη όμως σε άξιο προσοχής κατακερματισμό (microjobs). Αυτό σημαίνει ότι η εγχωρία ζήτηση έπεσε στα «τάρταρα» και παρόλο που οι εξαγωγές αυξήθηκαν μαζί με τα κέρδη των εργοδοτών, το ποσοστό ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας συνολικά παρέμενε χαμηλό (περίπου 1%).
Στο μεταξύ, ο Τόνυ Μπλέρ λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης είχε μείνει ο μοναδικός κεντροαριστερός ηγέτης στην εξουσία και η οικονομική μεγέθυνση στην Αγγλία διατηρούταν σε ικανοποιητικά επίπεδα με το ποσοστό των θέσεων του εργατικού δυναμικού να ξεπερνάει το αντίστοιχο άλλων αναπτυγμένων χωρών (75% έναντι 64-63% της Γαλλίας- Γερμανίας). Αν και τα οικονομικά μεγέθη της Αγγλίας ήταν αρκετά ικανοποιητικά με το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης να κυμαίνεται στο 2,75% περίπου, τα κοινωνικά δεδομένα δεν ήταν πάρα πολύ ενθαρρυντικά. Με όρους εθνικού εισοδήματος το μερίδιο των πλουσιότερων νοικοκυριών αυξήθηκε από 40,9% το 1997 σε 42,6% το 2008, ενώ αντιθέτως στην περίπτωση των φτωχότερων οικογενειών σημειώθηκε πτώση από 7,7% σε 7,2% αντίστοιχα.
Η ελευθέρωση των τραπεζών και του ιδιωτικού κεφαλαίου να εμπορεύεται κατά το δοκούν και τα αυξανόμενα κέρδη από το μοντέλο πυραμιδικής μεγέθυνσης της οικονομίας, έδωσε την ευκαιρία στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να χρηματοδοτούν το κράτος πρόνοιας από ένα μικρό μερίδιο που περίσσευε για αυτόν τον σκοπό. Η τακτική της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να χωρέσει δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη άντεξε μέχρι την στιγμή που οι αμερικανικές τράπεζες τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια των ευρωπαίων ηγετών.
Το 2008 οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαψαν να παίζουν τον ρόλο του σταθεροποιητή της ευρωπαϊκής οικονομίας και δεν ήταν εφικτό να συντηρούν πλέον την απαιτούμενη ζήτηση για τα γερμανικά, τα ολλανδικά εργοστάσια και άλλων ανεπτυγμένων χωρών. Την επόμενη χρονιά το “παλιρροϊκό κύμα” της κρίσης καταφθάνει στην Ευρώπη και οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας μεταβίβασαν κάμποσα δισεκατομμύρια προκειμένου να διασωθεί το τραπεζικό τους σύστημα. Από το 2010 έως το 2014 τα προγράμματα λιτότητας αύξησαν το χρέος της ευρωζώνης στο 91% του ΑΕΠ σε σχέση με το 66% στις αρχές της κρίσης. Το μεγαλύτερο μέρος των βαριδιών το επωμίστηκαν χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, όμως ακόμα και σε πλούσιες χώρες το χρέος “χτύπησε” ιστορικά υψηλά νούμερα.
Η προσπάθεια κατεύθυνσης των κερδών των κρατών από τις ανεξέλεγκτες αγορές και η μεταβίβαση τους στο κράτος πρόνοιας υπό την μορφή δημιουργίας ευκαιριών για τους πολίτες, δεν τελεσφόρησαν τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Η συσσώρευση του ιδιωτικού χρήματος και η οικονομική μεγέθυνση δεν άγγιξε το σύνολο της ευρωπαϊκής κοινωνίας και ενδογενείς αδυναμίες του ευρωπαϊκού νομίσματος, σε συνδυασμό με την ασφυκτική λιτότητα, είχαν ως αποτέλεσμα την ύφεση και την υψηλή ανεργία.
Οι εκλογικές επιτυχίες της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία δεν μπόρεσαν να αφήσουν ένα ουσιαστικό αποτύπωμα και να προβάλουν μια εναλλακτική λύση της ήδη υπάρχουσας κατάστασης. Ταυτοχρόνως, η μετατροπή της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κυβερνητική δύναμη την κατέστησε στην αναπόφευκτη θέση να στηρίξει θέλοντας και μη τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Μέσα σε όλα αυτά, καθώς η ριζοσπαστική Αριστερά ταυτίστηκε με τον κλοιό την δημοσιονομικής αυστηρότητας και με την ελεύθερη αγορά, το αντίπαλο δέος του ιδεολογικού φάσματος έκανε τα πρώτα του σημαντικά ανοίγματα (Jobbik, Εθνικό Μέτωπο, Κόμμα Ελευθερίας).
Επιστέφοντας στο κοντινό παρελθόν, δέκα χρόνια μετά το οικονομικό κραχ του 2008, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μία πανδημική κρίση κατά την διάρκεια της οποίας στρέφεται σε «αριστερίζουσες» πολιτικές χαλάρωσης των δημοσιονομικών δαπανών προκειμένου να στηρίξει τις επιχειρήσεις της. Πριν προλάβει να ορθοποδήσει, η 24η Φεβρουαρίου 2022 βάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα καινούριο κύκλο ύφεσης. Τα νούμερα για την κυβέρνηση Σολτς δεν είναι ενθαρρυντικά, με σημαντική πτώση στον τομέα της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Η Γερμανία είχε στηρίξει ένα επιχειρηματικό μοντέλο οικονομικής ευημερίας πάνω στην φτηνές τιμές φυσικού αερίου που αποσπούσε από την Ρωσία. Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη εξελίσσεται σε μία μεγάλη πολιτική κρίση που τρέφει τις φιλοδοξίες κομμάτων όπως το AfD στην Γερμανία, το κόμμα της Λεπέν στην Γαλλία, το κόμμα Φλαμανδικό Συμφέρον στο Βέλγιο και πάρα πολλά ακόμα.
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση που μοιάζει αδιέξοδη. Μετά από τις προαναφερθείσες αλλεπάλληλες κρίσεις που έχει δεχτεί η ευρωπαϊκή οικονομία, η Γερμανία παραμένει ελλειματοφοβική και προσπαθεί με «νύχια και δόντια» να συντονίσει για ακόμη μία φορά τα κράτη μέλη με τους σκληρούς όρους μιας δημοσιονομικής σταθερότητας. Σε μία ανεπίδεκτη μαθήσεως Ευρώπη που δέχεται πολλαπλά χτυπήματα οικονομικά αλλά και πολιτικά και που η δυσαρέσκεια ανάμεσα στους πολίτες της τροφοδοτεί τον υπερσυντηρητικό χώρο, υπάρχει άραγε ακόμα περιθώριο για εναλλακτική;
Συντάκτης: Νεφέλη Πρεβεδουράκη