Το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου και της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα εγκαινίασε μια νέα πολιτική περίοδο για την χώρα. Οι εκλογικές αναμετρήσεις από τα “πέτρινα χρόνια” της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας (1946-1950) έως και τα ταραγμένα χρόνια πριν την χούντα των συνταγματαρχών (1967-1974) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.

Με το πέρας της γερμανικής κατοχής το 1944, εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος για την χώρα. Οι αγώνες της εθνικής αντίστασης δικαιώνονται και χιλιάδες πολίτες που αντιστάθηκαν στις κατοχικές δυνάμεις γιορτάζουν την απελευθέρωση και την καθιέρωση της εθνικής ανεξαρτησίας. Το πολιτικό κλίμα είναι επιφορτισμένο, καθώς για σχεδόν μια δεκαετία η χώρα τελούσε υπό καθεστώς αυταρχισμού. Το ολοκληρωτικό Μεταξικό καθεστώς διαδέχτηκαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες λειτούργησαν ως ανδρείκελα των δυνάμεων κατοχής. Η απουσία λαϊκής νομιμοποίησης και οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από τις κατοχικές κυβερνήσεις έθεσαν τα θεμέλια για την πολιτική αντίσταση στα χρόνια της κατοχής. Μέσω της ανάπτυξης παντιστασιακών δραστηριοτήτων με πολιτικό περιεχόμενο, η εθνική αντίσταση μπόρεσε να απευθυνθεί σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού για να διαδώσει το μήνυμα της εθνικής ανεξαρτησίας. Παράλληλα καλλιεργήθηκαν στενοί πολιτικοί δεσμοί ανάμεσα στις αντιστασιακές δυνάμεις και το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα. Παρά το θετικό κλίμα της απελευθέρωσης, υπήρχε το πιεστικό ζήτημα του ποιος θα αναλάμβανε κυβερνητικό ρόλο.

Λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση, τον Μάιο του 1944, πραγματοποιήθηκε στο Λίβανο συνδιάσκεψη. Σκοπός της συνδιάσκεψης ήταν η συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας ανάμεσα στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τις δύο μεγαλύτερες αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ. Η συγκρότηση μιας εθνικής κυβέρνησης, που θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης της χώρας, δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Εν τέλει συγκροτήθηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με συμμετοχή των αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά με την προϋπόθεση πως καμία αντιστασιακή ομάδα θα προσπαθήσει να καταλάβει την εξουσία με βίαια μέσα. Στις 26 Σεπτεμβρίου επισημοποιήθηκε το κυβερνητικό σχήμα με την υπογραφή της συμφωνίας της Καζέρτας. Οι νέες ιδεολογικές διαμάχες που προέκυψαν μετά την απελευθέρωση, δεν άργησαν να επηρεάσουν τα πολιτικά τεκταινόμενα  στην Ελλάδα. Η Ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου ανέλαβε ηγετικό ρόλο σε μια ταραγμένη πολιτική συγκυρία. Χιλιάδες πολίτες που είχαν συστρατευθεί με το ΕΑΜ και το στρατιωτικό του παράρτημα τον ΕΛΑΣ, ζητούσαν πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Το ΕΑΜ, με πολιτικό καθοδηγητή το ΚΚΕ, είχε αποκτήσει στενές επαφές με την εργατική τάξη, τα συνδικαλιστικά κινήματα και με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Οι κοινωνικές συμμαχίες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ  έδωσαν μια ισχυρή διαπραγματευτική θέση στο Λίβανο και στην Καζέρτα και έτσι εντάχθηκαν πέντε στελέχη του ΕΑΜ στην κυβέρνηση.

Η πολιτική ζωή στην Ελλάδα, εκτός από τις εσωτερικές πολιτικές και ιδεολογικές διαμάχες, επηρεάστηκε και από τις νέες γεωπολιτικές συνθήκες στο εξωτερικό. Με την ήττα των Γερμανικών δυνάμεων να φαίνεται κοντά, αναδείχθηκαν νέες πολιτικές υπερδυνάμεις. Σταδιακά θα διαμορφώνονταν δύο ιδεολογικά στρατόπεδα. Το ένα αποτελούνταν από τις ΗΠΑ και τις δυτικές καπιταλιστικές δημοκρατίες και το άλλο από την Σοβιετική Ένωση και τα ανατολικά κομμουνιστικά καθεστώτα. Το 1944 είναι χρονιά καμπής για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και για την μετέπειτα πορεία των διεθνών εξελίξεων. Η απελευθέρωση της Ελλάδας εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατιωτικών επιτυχιών κατά των ναζιστικών δυνάμεων και η νίκη των συμμάχων είναι προδιαγεγραμμένη.

Το αισιόδοξο κλίμα της απελευθέρωσης διαδέχτηκε η ταραγμένη περίοδος της εγκαθίδρυσης της κυβέρνησης Παπανδρέου (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1944). Η κυβέρνηση, παρά τις προσπάθειες του να εξομαλύνει την πολιτική ζωή, άρχισε να ανταγωνίζεται τον εαυτό της. Οι διπλωματικές και πολιτικές πιέσεις των Άγγλων, οι οποίοι αποβίβασαν στρατιωτικές δυνάμεις στην χώρα, είχαν ως απώτερο σκοπό τον παραγκωνισμό των αριστερών δυνάμεων από την κυβέρνηση αλλά και την πολιτική ζωή γενικότερα. Από την άλλη, οι αριστερές δυνάμεις, με κύριους εκπροσώπους το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, κατέβαλαν προσπάθειες για την περαιτέρω ενίσχυση των κοινωνικών τους συμμαχιών. Το πολιτικό δίπολο που χαρακτήριζε την προπολεμική περίοδο (βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί) είχε πλέον αντικατασταθεί από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις, οι όποιες υποστηριζόταν από τα αγγλικά στρατεύματα, και τις κομμουνιστικές/αριστερές δυνάμεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η κρίση δεν άργησε να έρθει και το πολιτικό κλίμα ήδη ήταν επιβαρυμένο.

Οι Βρετανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι στην Ελλάδα θεωρούσαν πως η ύπαρξη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα απέτρεπε την ανασυγκρότηση της χώρας από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Οι Βρετανοί φοβόντουσαν την κοινωνική επιρροή της αριστεράς και πίστευαν πως το ΚΚΕ, μέσω του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, θα καταλάμβανε την εξουσία. Τους φόβους αυτούς συμμεριζόταν και αρκετά μέλη της κυβέρνησης, των δυνάμεων ασφαλείας και του  στρατού. Οι πολιτικές διαφωνίες της κυβέρνησης και των αριστερών δυνάμεων οξύνθηκε και προκλήθηκε κυβερνητική κρίση. Στις 1 Δεκεμβρίου 1944 παραιτούνται τα 5 εαμικά στελέχη από την κυβέρνηση και το ΕΑΜ διοργανώνει συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στις 3 του μηνός. Αν και αρχικά η κυβέρνηση επιτρέπει την διεξαγωγή του συλλαλητηρίου, ύστερα αρνήθηκε. Στις 2 Δεκεμβρίου συγκαλείται υπουργικό συμβούλιο μετά την αποχώρηση των εαμικών υπουργών. Η συνεδρίαση διακόπηκε, καθώς έφτασε βιαστικά ο διευθυντής της  αστυνομικής υπηρεσίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ. Ο Έβερτ ενημέρωσε τους υπουργούς πως το συλλαλητήριο θα διεξαχθεί παρανόμως και πως τα στελέχη του ΕΑΜ θα προσπαθήσουν να καταλάβουν τα παλιά βασιλικά ανάκτορα και την αστυνομική διεύθυνση. Οι πληροφορίες που είχε λάβει ο αστυνομικός διευθυντής δεν είχαν εξακριβωθεί, καθώς υπήρξε ένα τεράστιο κύμα παραπληροφόρησης αναφορικά με τους στόχους του συλλαλητηρίου.

Το πρωινό της 3ης Δεκεμβρίου 1944 ήταν ψυχρό και σκληρό. Ο Έβερτ, έχοντας την έγκριση του υπουργικού συμβουλίου και της κυβέρνησης, παρέταξε 3.500 χιλιάδες αστυνομικούς. Το κέντρο της Αθήνας αποκλείστηκε, στήθηκαν οδοφράγματα της αστυνομίας σε κομβικούς δρόμους και η πόλη παρέλυσε. Παραταύτα το συλλαλητήριο είχε μαζική συμμετοχή κόσμου. Χιλιάδες φοιτητές, εργαζόμενοι, πολίτες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος. Ξαφνικά ακούγονται πυροβολισμοί στην Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και επικρατεί αναβρασμός. Η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών, διότι πίστευαν πως οι διαδηλωτές θα καταλάμβαναν την κατοικία του πρωθυπουργού. Ευθύς αμέσως, το συλλαλητήριο χάνει τον ειρηνικό του χαρακτήρα και οι διαδηλωτές  συγκρούονται με τις  δυνάμεις ασφαλείας. Το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου άφησε πίσω του 33 νεκρούς και 148 τραυματίες. Η ανεξέλεγκτη χρήση βίας και η παραπληροφόρηση της αστυνομίας προκάλεσαν αναταραχή στην πολιτική ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Το συλλαλητήριο αποτέλεσε το προοίμιο για την μάχη των Δεκεμβριανών, την ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τις κυβερνητικές και αγγλικές δυνάμεις. Το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στις σχέσεις της αριστεράς με την κυβέρνηση οδήγησε στην περαιτέρω πόλωση και διχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Τα Δεκεμβριανά θα τελειώσουν επισήμως τον Ιανουάριο του 1945 με νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων. Η υπεροχή των κυβερνητικών δυνάμεων σε στρατιωτικό εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό έπαιξε καθοριστικό παράγοντα στην έκβαση των μαχών. Τα Δεκεμβριανά αφήνουν πίσω τους 7.000 νεκρούς και σφραγίζουν το πολιτικό επακόλουθο της ήττας των αριστερών δυνάμεων.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφεται η συνθήκη της Βάρκιζας με την οποία διαλύεται ο ΕΛΑΣ ως στρατιωτικό παράρτημα του ΕΑΜ. Η συνθήκη προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, την συγκρότηση εθνικού στρατού, την πλήρη αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών και την παραχώρηση γενικής αμνηστίας στους αντάρτες. Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης εν τέλει δεν αποκαταστάθηκαν πλήρως οι δημοκρατικές ελευθερίες για την κοινωνία. Ευθύς μετά την Βάρκιζα ξεκίνησε μια περίοδος εκτεταμένης βίας, τρομοκράτησης και εκφοβισμού  πολιτών με αριστερές και κομμουνιστικές πολιτικές πεποιθήσεις. Παρακρατικές ομάδες, ως επί το πλείστον με ακροδεξιά φρονήματα, εξαπέλυσαν επιθέσεις σε στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, καθώς και σε πρώην μέλη της εθνικής αντίστασης. Στις 28 Σεπτεμβρίου ολοκληρώνεται ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, όμως δεν ήταν αντιπροσωπευτικός. Η “λευκή τρομοκρατία”, όπως ονομάστηκε ο εκφοβισμός των κομμουνιστών/αριστερών πολιτών, είχε οδηγήσει την ηγεσία του ΚΚΕ στην λήψη μέτρων για την καταπολέμηση των φαινομένων τρομοκράτησης. Τα στελέχη του ΚΚΕ είχαν καταφέρει να κρύψουν αρκετό οπλισμό, που θα μπορούσε να εξοπλίσει 20.000 άνδρες. Στις 25 Ιουνίου συγκαλείται στην Αθήνα η 12η ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ. Η ολομέλεια αποφάσισε την οργάνωση της “μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας”. Ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, άρχιζε να διαμορφώνει την άποψη πως το ΚΚΕ δεν μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Η “λευκή τρομοκρατία” και το όργιο καταστολής ενάντια στις κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ είχε οξύνει την πολιτική κατάσταση. Πολλά  μέλη του ΚΚΕ και της αριστεράς ευρύτερα μιλούσαν ανοιχτά για ένοπλη σύγκρουση με τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους Άγγλους.

Σε κυβερνητικό επίπεδο, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η αντιμοναρχική κυβέρνηση Πλαστήρα είχε αντικατασταθεί από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Βούλγαρη. Στις αρχές του 1946 πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο κεντρώος Θεμιστοκλής Σοφούλης. Έπειτα από παρότρυνση των Βρετανών, προκηρύσσονται εκλογές για τις 31 Μαρτίου 1946. Τα πολιτικά κόμματα που συμμετείχαν στο ΕΑΜ και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις, λόγω διαμαρτυρίας για το καθεστώς τρομοκρατίας που υπήρχε, ζήτησαν στις 7 Φεβρουαρίου δίμηνη αναβολή των εκλογών. Παρά τις διαμαρτυρίες των κομμάτων της αριστεράς, οι εκλογές διεξήχθησαν στις 31 Μαρτίου. Το ΚΚΕ απείχε από την εκλογική διαδικασία, καθώς και αυτό καταδίκαζε το κλίμα τρομοκρατίας και εκφοβισμού. Το πρωί της 31ης Μαρτίου γίνεται γνωστό από τις εφημερίδες πως κομμουνιστές αντάρτες, με διαταγή του Νίκου Ζαχαριάδη, επιτέθηκαν στον σταθμό χωροφυλακής Λιτοχώρου. Κατά την συμπλοκή σκοτώθηκαν 9 χωροφύλακες και 2 στρατιώτες. Για πολλούς η επίθεση στο χωροφυλάκιο θεωρείται το προοίμιο του εμφυλίου πολέμου που θα ακολουθήσει. Οι εκλογές όμως διεξήχθησαν κανονικά και η δεξιά φιλοβασιλική παράταξη (Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων) θα λάβει  το 55,12% των ψήφων και 206 έδρες.

Οι εκλογές του 1946 είχαν σοβαρό αντίκτυπο και στην επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, το πως θα διαμορφωνόταν το δημοκρατικό καθεστώς. Οι επιπτώσεις του πολιτειακού ζητήματος την προπολεμική περίοδο είχαν αφήσει το στίγμα τους στο πολιτικό σύστημα. Η πόλωση και ο διχασμός που είχε δημιουργηθεί από το ζήτημα παλινόρθωσης της βασιλείας είχε επιστρέψει. Με την επιστροφή της εκλογικής και ιδεολογικής ηγεμονίας των φιλομοναρχικών δεξιών παρατάξεων, η επαναφορά του Βασιλιά θεωρήθηκε προδιαγεγραμμένη. Για τις κυβερνητικές δυνάμεις, η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος έπρεπε να γίνει χωρίς καμία παρεμβολή και για αυτό πάρθηκαν αυταρχικά μέτρα. Τον Ιούνιο του 1946 η Βουλή υιοθετεί το Γ’ ψήφισμα “Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν”. Το ψήφισμα αποτέλεσε το μέσο νομιμοποίησης της “λευκής τρομοκρατίας”, πάνω στο δεδικασμένο του Γ’ ψηφίσματος θα βασιστούν οι μετεμφυλιακές διώξεις των κομμουνιστών.

Στις 1 Σεπτεμβρίου πραγματοποιείται το δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Το δημοψήφισμα επικύρωσε  με ποσοστό  68,4%  την επιλογή της επανόδου του Βασιλιά και της παλινόρθωσης της βασιλείας. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος όμως αμφισβητούνται, καθώς σε πολλά εκλογικά κέντρα δεν υπήρχαν ψηφοδέλτια εναντίον του Βασιλιά. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος άνοιξαν τον δρόμο στην παλινόρθωση του θεσμού της βασιλείας και ισχυροποίησαν την θέση των φιλομοναρχικών δυνάμεων. Τα κόμματα της αριστεράς καταδίκασαν την βασιλεία, πράγμα που ενίσχυσε το ρήγμα με την δεξιά. Στα τέλη Οκτωβρίου 1946 το ΚΚΕ συνενώνει υπό το γενικό αρχηγείο ανταρτών τις  ομάδες ενόπλων που καταδιώκονταν από τις αστυνομικές αρχές. Το Δεκέμβριο ονομάζονται επισήμως Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ).

Το καλοκαίρι του 1946 ξεσπάει ο εμφύλιος πόλεμος. Η βία, ο διχασμός και η πολιτική πόλωση οδήγησαν την αριστερά και ιδιαίτερα τους κομμουνιστές, στην ένοπλη σύγκρουση. Ο εμφύλιος σπαραγμός θα κρατήσει 3 χρόνια και θα αφήσει πίσω του 38.340 νεκρούς και ανυπολόγιστες κοινωνικές και οικονομικές ζημίες. Ο ΔΣΕ και οι κομμουνιστικές δυνάμεις ηττήθηκαν και το πολιτικό τοπίο άλλαξε ριζικά. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου δόθηκε τεράστια σημασία στον ρόλο του στρατού, ισχυροποιώντας έτσι την θέση του στρατού στην λήψη αποφάσεων.  Ιδιαίτερα προς το τέλος του εμφυλίου, ο αντι κοινοβουλευτικός και φιλοβασιλικός χαρακτήρας της ηγεσίας του στρατεύματος είναι εμφανής. Τον Δεκέμβριο του 1948 οκτώ αντιστράτηγοι καταθέτουν υπόμνημα στην αμερικανική πρεσβεία, στο οποίο υποστηρίζουν ότι η πολιτική ηγεσία είχε αποτύχει και ότι η σωτηρία της χώρας βρισκόταν στα χέρια του Ελληνικού στρατού και των δυτικών συμμάχων. Από τον Ιανουάριο του 1949 έχει γίνει πασιφανές ότι η εξουσία μετατοπίστηκε από το κοινοβούλιο στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Η πολιτική κρίση του 1948-49 κατέδειξε την αδυναμία της κυβέρνησης να  έχει υπό έλεγχο την στρατιωτική ηγεσία, αλλά παράλληλα δείχνει  τις  επεμβάσεις του Βασιλιά Γεωργίου και της στρατιωτικής ηγεσίας στην πολιτική ζωή. Η ιδέα ότι η επιβολή της στρατιωτικής εξουσίας και η  ενεργός συμμετοχή των στρατιωτικών στα πολιτικά δρώμενα, μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την πορεία της χώρας, έκανε ξανά την εμφάνιση της.

Με το τέλος του εμφυλίου ξεκινάει μια νέα εποχή για την χώρα. Οι ανυπολόγιστες ζημιές στις κρατικές υποδομές και στις οικονομικές δομές της Ελλάδας  δυσχεραίνουν κατά πολύ το έργο της ανασυγκρότησης. Η Ελλάδα έλαβε πακέτο οικονομικής στήριξης από τις ΗΠΑ, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν η προέκταση του Δόγματος Τρούμαν. Το τελευταίο απέβλεπε στην οικονομική και στρατιωτική στήριξη των χωρών που απειλούνταν από την κομμουνιστική ιδεολογία. Η Ελλάδα έλαβε 376 εκατομμύρια δολάρια σε οικονομική βοήθεια και στρατιωτικό εξοπλισμό. Φυσικά η οικονομική στήριξη προέβλεπε και την ένταξη της Ελλάδας στην δυτική συμμαχία του ΝΑΤΟ, στην οποία η Ελλάδα εντάχθηκε το 1952. Οι πρώτες εκλογές μετά τον εμφύλιο πραγματοποιήθηκαν στις 5 Μαρτίου 1950. Η κάλπη της 5ης Μαρτίου δεν ανέδειξε αυτοδύναμη κυβέρνηση, λόγω της εφαρμογής του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής. Πρώτο κόμμα αναδείχθηκε το Λαϊκό κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη με 18,8% και 63 έδρες. Εν τέλει σχηματίστηκε κυβέρνηση μεταξύ του Λαϊκού κόμματος και κεντρώων κομμάτων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου κράτησε έναν μήνα, λόγω έντονων διπλωματικών πιέσεων των Αμερικανών. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 9 Σεπτεμβρίου 1951 και μέχρι τότε ακολούθησαν δύο διαδοχικές κυβερνήσεις συνεργασίας των κεντρώων κομμάτων.

Η εκλογική αναμέτρηση της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ανέδειξε πρώτη δύναμη τον Ελληνικό συναγερμό του πρώην στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, ο οποίος ηγήθηκε των ενόπλων δυνάμεων στην τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου. Το κόμμα του Παπάγου απέσπασε το 36,5% της ψήφου και 116 έδρες, όμως δεν κατόρθωσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τα δύο κεντρώα κόμματα που κατάφεραν να εισέλθουν στην βουλή, η εθνική προοδευτική ένωση κέντρου (ΕΠΕΚ) και το κόμμα των φιλελευθέρων, συγκέντρωσαν σχεδόν την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και σχημάτισαν κυβέρνηση. Αρχηγός του κυβερνητικού σχήματος ανέλαβε ο Νικόλαος Πλαστήρας. Ο Πλαστήρας αποτέλεσε από τους πρωταγωνιστές στον έντονο πολιτικό διχασμό των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Με την ιδιότητα του ως στρατιωτικός, εντάχθηκε στους βενιζελικούς και συνέβαλε στα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα του 1920-1935. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, παρά το γεγονός πως σχηματίστηκε από κεντρώα κόμματα που επιθυμούσαν το κλείσιμο των πληγών του εμφυλίου, ακολούθησε μια έντονα αντικομμουνιστική πολιτική. Οι δύο διαδοχικές ήττες των κομμάτων της δεξιάς και ο πολιτικός φανατισμός που είχε καλλιεργηθεί από τον εμφύλιο, διαμόρφωσαν έντονα φιλοσυντηρητικά και φιλοβασιλικά φρονήματα στις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας και τον στρατό. Οι κεντρώες κυβερνήσεις  της μετεμφυλιακής περιόδου είχαν να ασχοληθούν παράλληλα με την ανασυγκρότηση της χώρας αλλά και τον περιορισμό της αυθαιρεσίας των αστυνομικών και στρατιωτικών αρχών.

Οι εκλογές του 1951 είχαν πολλά μηνύματα. Η ανάδειξη  συντηρητικών δεξιών κομμάτων με έντονο το φιλομοναρχικό στοιχείο, οι πληγές του εμφυλίου που ακόμα καταδυνάστευαν την πολιτική ζωή της χώρας και οι συμπράξεις των κεντρώων κομμάτων, δημιούργησαν μια πολύπλοκη κατάσταση. Στο νέο κοινοβουλευτικό σώμα συμμετείχε ένα νέο κόμμα, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Η ΕΔΑ ιδρύθηκε ένα μήνα πριν τις εκλογές, στις 3 Αυγούστου, και αποτέλεσε το μεγαλύτερο νόμιμο κόμμα της αριστεράς την μετεμφυλιακή περίοδο. Το ΚΚΕ από το 1948 είχε κηρυχθεί παράνομο και οι κομματικές του οργανώσεις λειτουργούσαν σε καθεστώς παρανομίας. Η πολιτική δράση της ΕΔΑ αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ελληνική αριστερά και ιδιαίτερα  για τα κοινωνικά κινήματα της εποχής.

Το μετεμφυλιακό κλίμα κυριαρχεί και οι διώξεις κομμουνιστών συνεχίζονται. Σημείο αναφοράς των μετεμφυλιακών διώξεων είναι η σύλληψη και η εκτέλεση του κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη. Ο Μπελογιάννης συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπείας. Καταδικάστηκε σε θάνατο με βάση τον νόμο 375/1936, απομεινάρι της δικτατορίας Μεταξά. Η καταδίκη του Μπελογιάννη σε θάνατο προκάλεσε αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο. Η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε πάνω από 250.000 υπομνήματα για την ματαίωση της εκτέλεσης του. Αρχηγοί κρατών, καλλιτέχνες, ηθοποιοί  και ποιητές συμπαραστάθηκαν στον Μπελογιάννη. Εν τέλει ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε μαζί με τον Δημήτρη Μπάτση, τον Νίκο Καλούμενο και τον Ηλία Αργυριάδη στις 30 Μαρτίου του 1952. Η κυβέρνηση Πλαστήρα προχώρησε παράλληλα σε εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, ενίσχυση των κοινωνικών παροχών και με το σύνταγμα του 1952 θεσμοθετήθηκε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.

Οι σχετικά προοδευτικές πολιτικές της κυβέρνησης Πλαστήρα προσέκρουσαν στην ολοένα και πιο ισχυρή δεξιά παράταξη, η οποία είχε την (έμμεση) υποστήριξη του Βασιλιά. Στις 16 Νοεμβρίου προκηρύχθηκαν εκλογές, στις οποίες το κόμμα του Παπάγου κυριάρχησε με 49,2% και 249 έδρες. Αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχθηκε ο συνασπισμός ΕΠΕΚ-Φιλελευθέρων με 34,2% και 61 έδρες. Η κυβέρνηση Παπάγου ακολούθησε μια σκληρή κοινωνική πολιτική και αποδυνάμωσε τις προσπάθειες φιλελευθεροποίησης της πολιτικής ζωής. Ο θάνατος του Παπάγου τον Οκτώβρη του 1955 άφησε ακέφαλη την κυβέρνηση. Την πρωθυπουργία ανέλαβε, καθ’ υπόδειξη του Βασιλιά Παύλου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Καραμανλής είχε αποκτήσει αναγνωρισιμότητα μέσω του έργου του στο υπουργείο δημοσίων έργων. Ο Καραμανλής ήθελε να αφήσει το πολιτικό του στίγμα στην χώρα και έτσι στις ίδρυσε νέο κόμμα, την εθνική ριζοσπαστική ένωση (ΕΡΕ) και προκήρυξε εκλογές  στις 19 Φεβρουαρίου 1956.

Η ΕΡΕ απέσπασε το 47,3% και 167 έδρες και η Πρωθυπουργία Καραμανλή απέκτησε λαϊκή νομιμοποίηση. Η αποδοχή του Καραμανλή από το Παλάτι, τον στρατό και στελέχη από τον ευρύτερο χώρο της δεξιάς, ενίσχυσαν κατά πολύ τις δυνάμεις της ΕΡΕ. Σταδιακά είχε διαμορφωθεί μια πολύπλοκη συμμαχία ανάμεσα στην βασιλική εξουσία, την ηγεσία του στρατού και την ΕΡΕ. Τα κόμματα του κέντρου και της αριστεράς αναγκάζονται να λειτουργήσουν σε ένα πολύ δυσμενές θεσμικό πλαίσιο και οι διαστάσεις του κομματικού κράτους γίνονται τρομακτικές. Η κεντρική υπηρεσία πληροφοριών (ΚΥΠ, νυν ΕΥΠ) συγκροτεί το 1955 το σχέδιο Περικλής. Το σχέδιο περιλάμβανε την δημιουργία παρακρατικών οργανώσεων από “εθνικόφρονες πολίτες” και την παραγωγή προπαγανδιστικού υλικού κατά των κομμάτων του κέντρου και της αριστεράς.

Κάτω υπό αυτές τις συνθήκες, προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 11 Μαΐου 1958, όπου και σε αυτές τις εκλογές επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία της ΕΡΕ 41% της ψήφου και 172 έδρες. Το αναπάντεχο γεγονός των εκλογών ήταν το 25% της ΕΔΑ, που την έφερε στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα αυξημένα ποσοστά της αριστεράς οδήγησαν στην αναθεώρηση του σχεδίου Περικλής το 1959. Πολλοί αξιωματικοί στην αστυνομία και τον στρατό εξέφρασαν ανησυχίες για την άνοδο της ΕΔΑ και αυτές τις ανησυχίες εξέφραζαν και οι Αμερικανοί. Η κυβέρνηση Καραμανλή είχε παράλληλα να αντιμετωπίσει το Κυπριακό. Η ανεξαρτησία της Κύπρου αποτέλεσε ευαίσθητο ζήτημα για την Ελλάδα και η βρετανική κατοχή του νησιού είχε καλλιεργήσει αντι-βρετανικά αισθήματα σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.  Η εξορία του αρχιεπισκόπου Μακάριου, ο οποίος ήταν και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις βρετανικές Σεϋχέλλες προκάλεσε κύμα αντι- βρετανικών εκδηλώσεων στην Αθήνα. Το κλίμα οξύνθηκε περισσότερο μετά την εκτέλεση δύο νεαρών μελών της εθνικής οργάνωσης Κυπρίων αγωνιστών (ΕΟΚΑ) από τις βρετανικές δυνάμεις. Μετά την εκτέλεση τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατέθεσαν πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης και προκλήθηκε σάλος αντιδράσεων για την απραξία της ελληνικής κυβέρνησης. Εν τέλει, τον Φεβρουάριο του  1959 ο Καραμανλής προχωράει σε συμφωνία ανεξαρτησίας της Κύπρου με τον Τούρκο πρωθυπουργό Αντάν Μεντερές και  τον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Μακμίλαν.

Η αναθεώρηση του σχεδίου Περικλής ανέδειξε νέες πολιτικές τάσεις στον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα τον στρατό. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Εθνικής Άμυνας, είχε αναφερθεί εντόνως στην επιρροή που ασκούσαν ιδεολογικές οργανώσεις στον στρατό. Η οργάνωση που ασκούσε την περισσότερη επιρροή ήταν η ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Η ΙΔΕΑ συσπείρωνε μια σειρά από “σκληρά” συντηρητικά και φιλοβασιλικά στελέχη, καθώς ο προσανατολισμός της ήταν έντονα μιλιταριστικός και αντικομμουνιστικός. Μια από τις ηγετικές φιγούρες της ΙΔΕΑ ήταν ο στρατιωτικός Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο όποιος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα στα μετέπειτα χρόνια.

Κάτω υπό αυτές τις συνθήκες διεξήχθησαν οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961. Οι εκλογές αυτές έμειναν γνωστή στην ιστορία ως “εκλογές βίας και νοθείας”, καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας τρομοκρατούσαν απροκάλυπτα τους υποψηφίους και ψηφοφόρους της αριστεράς και του κέντρου. Η ΕΡΕ κυριάρχησε με ποσοστό  50,8 % και  176 έδρες και αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχθηκε η ένωση κέντρου με 33,6% και 100 έδρες. Τα κόμματα της αριστεράς  συνασπίστηκαν και έλαβαν 14,6% και 24 έδρες. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατήγγειλαν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων λόγω της συνεχούς τρομοκράτησης των κεντρώων και αριστερών ψηφοφόρων από τις δυνάμεις ασφαλείας. Οι παρακρατικές μεθοδεύσεις, υποκινούμενες από τα ακραία αντι-κοινοβουλευτικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας, είχαν  οδηγήσει σε υψηλά ποσοστά αποχής στην ύπαιθρο και το αδιάβλητο των εκλογών είχε παραβιαστεί.

Δύο εβδομάδες μετά, ο Γεώργιος Παπανδρέου θα κάνει ορισμένες δηλώσεις που θα είναι αποφασιστικές για  τις πολιτικές εξελίξεις. Στις 14 Νοεμβρίου 1961 κηρύσσεται ο “ανένδοτος αγώνας” της  ένωσης κέντρου. Ο Παπανδρέου αρνείται να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα των εκλογών και κατηγορεί την ΕΡΕ και τον Καραμανλή για αντισυνταγματική εκτροπή. Οι βουλευτές και τα στελέχη της ένωσης κέντρου, καθώς και οι βουλευτές της αριστεράς, απέχουν από την ψήφο εμπιστοσύνης τον Δεκέμβριο του 1961. Πραγματοποιούνται μαζικά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις σε όλη την χώρα που καταδικάζουν τις εκλογές, στηρίζοντας έτσι τις πολιτικές διεκδικήσεις του Παπανδρέου και της ένωσης κέντρου. Ο “ανένδοτος αγώνας” είχε αποφέρει καρπούς, καθώς η θέση της ένωσης κέντρου είχε ισχυροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, οι δυνάμεις της αριστεράς προσπαθούσαν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες τους για ενίσχυση των ποσοστών της αριστεράς. Η μαζική λαϊκή υποστήριξη στην ένωση κέντρου, καθώς και η μαζικοποίηση της αριστεράς, είχαν προκαλέσει αντιδράσεις στην ΕΡΕ, τον Βασιλιά και στον στρατό. Μια μερίδα ακροδεξιών στελεχών της ΕΡΕ, σε συνεννόηση με τον στρατό  και τις δυνάμεις ασφαλείας, στήριξαν την περαιτέρω τρομοκράτηση των ψηφοφόρων και στελεχών της αριστεράς. Το κλίμα τρόμου και βίας που καλλιεργούνταν μέσα στον κρατικό μηχανισμό προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στην ομαλότητα του πολιτεύματος. Στις 22 Μαΐου 1963 ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονείται από τον παρακρατικό Σπύρο Γκοτζαμάνη. Η δολοφονία Λαμπράκη πυροδότησε μια σειρά από αντιδράσεις. Η αριστερά κατήγγειλε την κυβέρνηση Καραμανλή για εγκληματική αμέλεια και για αντιδημοκρατικές πρακτικές.

Η δολοφονία Λαμπράκη  είχε τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο. Στις 11 Ιουνίου 1963 η κυβέρνηση Καραμανλή παραιτείται και σχηματίζεται νέα κυβέρνηση με αρχηγό τον βουλευτή της ΕΡΕ Παναγιώτη Πιπινέλη. Τον Σεπτέμβριο ο ανακριτής Χρήστος  Σαρτζετάκης, που είχε αναλάβει την υπόθεση Λαμπράκη, διέταξε την προφυλάκιση των ανώτατων αξιωματικών της χωροφυλακής που βρίσκονταν στο σημείο της δολοφονίας. Η πράξη αυτή διέλυσε οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με την εμπλοκή του κράτους και των παρακρατικών ακροδεξιών ομάδων στην δολοφονία Λαμπράκη. Προκηρύσσονται εκλογές στις αρχές του Νοεμβρίου και η ένωση κέντρου γίνεται πρώτη δύναμη. Η ένωση κέντρου λαμβάνει 42,4% και 139 έδρες και η ΕΡΕ 39,3% και 131 έδρες. Ο Παπανδρέου δεν κατάφερε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και στηρίχθηκε στις δυνάμεις της αριστεράς. Ο Καραμανλής, μετά την εκλογική ήττα της ΕΡΕ, έφυγε από την χώρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Αρχηγός της ΕΡΕ ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος άσκησε δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Ευθύς μετά την ψήφο εμπιστοσύνης ο Παπανδρέου παραιτείται. Ήθελε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση χωρίς να πρέπει να στηρίζεται στην ψήφο ανοχής της ΕΔΑ.

Ορίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση με αρχηγό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο και προκηρύσσονται εκλογές για  τις 16 Φεβρουαρίου 1964. Η ένωση κέντρου “σαρώνει” και καταλαμβάνει το 52,7% και  180 έδρες, εξασφαλίζοντας έτσι την αυτοδυναμία. Ο Παπανδρέου λαμβάνει ισχυρή λαϊκή εντολή και ξεκινάει το έργο της υλοποίησης του πολιτικού του προγράμματος. Η κυβέρνηση Παπανδρέου  επεδίωξε την αναδιαμόρφωση του μετεμφυλιακού κράτους, στο οποίο είχαν κυριαρχήσει εκλογικά και ιδεολογικά οι δυνάμεις της δεξιάς. Η κυβέρνηση προχώρησε στην απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, στον εκδημοκρατισμό των δυνάμεων ασφαλείας και του στρατού και στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη δράση των συνδικαλιστικών και εργατικών οργανώσεων. Οι θετικές αυτές μεταβολές δεν έμειναν απαρατήρητες ούτε από τον Βασιλιά, αλλά ούτε από το στρατό και τις δυνάμεις καταστολής. Τα πιο σκληροπυρηνικά στελέχη της δεξιάς έψαχναν μια αφορμή για να προκαλέσουν πολιτική αναταραχή και τον Μάιο του 1965 την βρήκαν.

Στις 18 Μαΐου 1965 η προσκείμενη στην ΕΡΕ  εφημερίδα της Λάρισας “Ημερήσιος Κήρυξ” αποκάλυψε την ύπαρξη μιας μυστικής ομάδας στρατιωτικών με αριστερά φρονήματα, οι οποίοι είχαν στόχο την κατάργηση της βασιλείας και την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας. Η ομάδα αυτή έμεινε γνωστή ως ΑΣΠΙΔΑ (αξιωματικοί σώσατε πατρίδα, ιδανικά, δημοκρατία ,αξιοκρατία). Το δημοσίευμα αναπαράχθηκε από τις αντιπολιτευόμενες εφημερίδες στην Αθήνα και προκάλεσε σφοδρές επιθέσεις της ΕΡΕ στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ηγετική φιγούρα στην ΑΣΠΙΔΑ ήταν ο γιος του πρωθυπουργού, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για την ένωση κέντρου και την αριστερά, η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν χαλκευμένη και στόχευε πρωτίστως στην συκοφάντηση της κυβέρνησης Παπανδρέου αλλά και στην συγκάλυψη της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ. Εν τέλει δεν αποδείχτηκε ποτέ πως ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην ΑΣΠΙΔΑ, όμως οι εφημερίδες της Δεξιάς εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός και άσκησαν σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Παπανδρέου, κατηγορώντας τον Πρωθυπουργό πως υποθάλπει  τους κομμουνιστές.

Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ συνέβαλε, μαζί με άλλους παράγοντες, στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση που ξέσπασε προς το καλοκαίρι του 1965. Η ασυνεννοησία ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο οδήγησε στην πολιτική κρίση των Ιουλιανών του 1965. Στις 15 Ιουλίου 1965, ένα χρόνο σχεδόν μετά την επικράτηση της ένωσης κέντρου στις εκλογές και  την ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον νεαρό τότε βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο λόγος που εξαναγκάστηκε ο Παπανδρέου σε παραίτηση ήταν επειδή ήθελε ο ίδιος να αναλάβει το υπουργείο εθνικής άμυνας και όχι ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, εκλεκτός του παλατιού. Την ίδια μέρα ορκίστηκε κυβέρνηση από αποσχισθέντα στελέχη του κόμματος του Παπανδρέου, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία ως “αποστάτες”.

Η κρίση που προκλήθηκε θα οξυνθεί όταν ο πρωθυπουργός θα ζητήσει την παραίτηση του υπουργού Εθνικής Αμύνης, Πέτρου Γαρουφαλιά, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος το κρίσιμο αυτό υπουργείο. Ο Γαρουφαλιάς αρνείται και δηλώνει απροκάλυπτα ότι θα το πράξει μόνο αν του το ζητήσει ο βασιλιάς. Ο 25χρονος Κωνσταντίνος που τότε βρισκόταν στην Κέρκυρα εν αναμονή της γέννησης του πρώτου του παιδιού, αρνείται να υπογράψει το διάταγμα για την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά. Στις 7 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος αποστέλλει επιστολή στον Παπανδρέου και τον κατηγορεί ότι υποθάλπει συνωμοσία με στόχο την ανατροπή του συντάγματος και  του πολιτεύματος. Ο Παπανδρέου θα λάβει και δεύτερη επιστολή του Βασιλιά  στις 10 Ιουλίου, όπου ο Κωνσταντίνος επιμένει στο να μην υπογράψει την αντικατάσταση του Γαρουφαλιά. Στις 12 Ιουλίου ο Παπανδρέου συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο και όλοι οι παριστάμενοι συμφωνούν ότι ο Γαρουφαλιάς που είναι απών, θα πρέπει να διαγραφεί από το κόμμα. Την επομένη ο Γαρουφαλιάς διαγράφεται από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, αλλά αρνείται και πάλι να εγκαταλείψει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Το βράδυ της 14ης Ιουλίου ο Παπανδρέου λαμβάνει την  τρίτη βασιλική επιστολή, με την οποία του επισημαίνεται να μην επιμείνει στην παραίτησή του Γαρουφαλιά. Ο ίδιος θα απαντήσει στον βασιλιά με δεύτερη επιστολή, επισημαίνοντας του ότι δεν μπορεί να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευση», προειδοποιώντας έτσι για την παραίτηση του.

Η σύντομη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο κατέληξε στην παραίτηση του πρώτου. Ο  Κωνσταντίνος αρκέστηκε από την προφορική παραίτηση του πρωθυπουργού και εντός λίγων ωρών όρκισε την δεύτερη κυβέρνηση των “αποστατών”, την λεγομένη κυβέρνηση Νόβα υπό την αιγίδα του τότε προέδρου της Βουλής Γεωργίου Αθανασιάδη Νόβα, η  οποία θα καταρρεύσει στις 5  Αυγούστου. Την επόμενη μέρα θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα ένα από τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια για την προάσπιση της δημοκρατίας, όπου θα δολοφονηθεί ο 22χρονος φοιτητής και στέλεχος της αριστεράς, Σωτήρης Πέτρουλας. Θα ορκιστεί και τρίτη κυβέρνηση αποστατών από τον Κωνσταντίνο, παρά τις προτροπές των προέδρων των δύο μεγάλων κομμάτων (Παπανδρέου και Κανελλόπουλο) να διενεργηθούν  εκλογές. Η τελευταία κυβέρνηση πριν την Χούντα θα είναι η μεταβατική κυβέρνηση του τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλου, η οποία είχε  λάβει εντολή να οδηγήσει την χώρα σε εκλογές στις 28 Μαΐου 1967.

Το πολιτικό αδιέξοδο που προκάλεσε η αποστασία του 1965 οδήγησε την χώρα στην ακυβερνησία και σε πολιτικό αδιέξοδο. Μια σειρά από στρατιωτικούς, εκ των οποίων οι περισσότεροι συμμετείχαν στην ΙΔΕΑ, εκμεταλλεύτηκαν την συγκυρία και εγκαθίδρυσαν την 21η Απριλίου του 1967 στρατιωτική δικτατορία. Η χούντα των συνταγματαρχών, με αρχηγό τον στρατιωτικό Γεώργιο Παπαδόπουλο, αποτελεί ένα από τα πιο τραυματικά γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας. Στην διάρκεια της χούντας (1967-1974) χιλιάδες πολίτες εξορίστηκαν, βασανίστηκαν  και εκδιώχθηκαν από το αυταρχικό καθεστώς. Τον Νοέμβρη του 1973, σχεδόν 7 χρόνια μετά το πραξικόπημα, πραγματοποιούνται μαζικές φοιτητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις. Η κατάληψη του ΕΜΠ στην Αθήνα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα του Νοέμβρη. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις πλαισιώνονται από εργατικά σωματεία αλλά και από χιλιάδες πολίτες και το 1974 το χουντικό καθεστώς καταρρέει, εισάγοντας έτσι την περίοδο της μεταπολίτευσης.

Συνοψίζοντας , το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ήταν δύσκολο για την Ελλάδα. Οι ανυπολόγιστες καταστροφές της κατοχής και του εμφυλίου, κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την κρατική ανασυγκρότηση της χώρας. Η πόλωση και η βία που ακολούθησε ευθύς μετά την απελευθέρωση του 1944, αποτέλεσε το προοίμιο για τον εμφύλιο σπαραγμό του ‘46 -’49. Η “λευκή τρομοκρατία” σε συνδυασμό με την εδραίωση του κομματικού κράτους από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, καλλιέργησαν την πολιτική κουλτούρα των συμφερόντων και των πελατειακών σχέσεων. Παράλληλα  η έμμεση η άμεση επέμβαση των στρατιωτικών στο πολιτικό γίγνεσθαι και η ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία των δυνάμεων ασφαλείας, υποβάθμισαν πολύ την λειτουργία του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας. Μέσα σε αυτήν την  συγκυρία και κουλτούρα, η δεκαετία του ‘60 συγκλόνισε τα πολιτικά πράγματα και οδήγησε στην χούντα των συνταγματαρχών. Το μόνο σίγουρο αναφορικά με την περίοδο 1946-1967 είναι ότι ο πολιτικός διάλογος δεν μπορεί να διεξαχθεί σε καθεστώς βίας, τρομοκρατίας και εκφοβισμού.

Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης

Πηγές:


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.