Οι κοινωνικές βάσεις που έκριναν το αποτέλεσμα στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 τέθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2015. Η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έκρινε σκόπιμο να θέσει υπό την κρίση του ελληνικού λαού την έγκριση ή την απόρριψη του σχεδίου συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου στο Eurogroup στις 25-06-2015. Η παραπάνω φράση τέθηκε ως ερώτημα στο κρίσιμο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015, όμως δεν αποτυπώθηκε ποτέ στη μνήμη κανενός ψηφοφόρου που πήρε μέρος σε αυτή την αμεσοδημοκρατική διαδικασία. Όπως ήταν απόλυτα λογικό οι δύο σαφείς και κατανοητές επιλογές («ναι», «όχι») δίπλα σε ένα δυσνόητο και τεχνικό ερώτημα «έκλεψαν την παράσταση» και συμπληρώθηκαν από μία, συναισθητικά φορτισμένη για εκείνη την εποχή,  λέξη. Το  τελικό δίλλημα αποτυπώθηκε ως εξής «ναι ή όχι στην Ευρώπη». Ο μεγάλος νικητής του δημοψηφίσματος δεν ήταν το ηρωικό και βαρύγδουπο  ΟΧΙ,  όχι μόνο εξαιτίας της ψήφισης του 3ου μνημονίου από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά κυρίως επειδή το 60% που το στήριξε με υπερηφάνεια, πέρασε σταδιακά στην αντίθετη όχθη.

Το λεγόμενο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δημιουργήθηκε από πολίτες που είχαν πολλά να χάσουν με ένα επερχόμενο Grexit και ενισχύθηκε από πολίτες που συνειδητοποίησαν ότι δεν θα κέρδιζαν τίποτα από αυτό. Η τετραετία 2015-2019 δεν κατέστρεψε την χώρα, ούτε όμως εξάλειψε τις ανισότητες και σίγουρα δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε στον εαυτό του, ως κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη κατάφερε να εκφράσει το μαχητικό αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και ταυτόχρονα δημιούργησε μία θετική ατζέντα ρεαλιστικών στόχων και προσδοκιών. Το σκάνδαλο των υποκλοπών, οι πυρκαγιές του 2021 και κυρίως  η τραγωδία στα Τέμπη κλόνισαν  το θυμικό των Ελλήνων πολιτών, όχι όμως την ψήφο τους. Η ελληνική κοινωνία ήταν πλέον αποφασισμένη να μην θέσει ξανά στο «ρινγκ» το οικονομικό της μέλλον και έδωσε ένα ισχυρό μήνυμα ότι το πολωμένο κλίμα  και η συναισθηματική φόρτιση έπαψαν να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον πολιτικό τους προσανατολισμό.

Εκλογές 2019 : Η πορεία προς την αποριζοσπαστικοποίηση Οι εκλογές του 2019 έδωσαν μία αναμενόμενη, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, νίκη για την Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη με ποσοστό 39,85% , ενώ η διαφορά του από τον  ΣΥΡΙΖΑ  του Αλέξη Τσίπρα ήταν στις 8,3 μονάδες (31,5%). Η διαφορά αυτή ανάμεσα στα δύο κόμματα ήταν αποτέλεσμα στρατηγικών και όχι τόσο ιδεολογικών διαφορών. Ο δικομματισμός στην χώρα επιστρέφει με υψηλά ποσοστά καθώς ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνουν αθροιστικά ένα ποσοστό της τάξης του 70%. Η ιδεολογική απόχρωση της εκλογικής αναμέτρησης εντοπίζεται στον διαχωρισμό συστημικής και αντισυστημικής ψήφου με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει ενταχτεί πλέον στην συστημική οικογένεια των ελληνικών πολιτικών κομμάτων.

Η κεντροαριστερή παράταξη εκπροσωπήθηκε από το Κίνημα Αλλαγής της Φώφης Γεννηματά (8,10%), το οποίο προσπαθούσε ακόμα να βρει τα πατήματα του ύστερα από αποχωρήσεις και εσωτερικούς κυρίως ανασχηματισμούς. Μικρότερα κόμματα όπως η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου κατάφερε  να εντάξει στους κόλπους του το συντηρητικό, αντισυστημικό κοινό και συγκέντρωσε ένα ποσοστό της τάξης του 3,7% . Στην άλλη πλευρά του ιδεολογικού φάσματος το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη, ΜΕΡΑ25πέρασε οριακά το κατώφλι του 3% (3,44%) και το ΚΚΕ  διατήρησε σε μεγάλο βαθμό σταθερά τα ποσοστά του (5,30%).

Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι αν και το κόμμα της Χρυσής Αυγής δεν κατάφερε να εισέλθει στο ελληνικό κοινοβούλιο, η ακροδεξιά στην Ελλάδα είχε μάλλον προσωρινά εγκαταλείψει το προσκήνιο παρά είχε εξαφανιστεί. Πράγματι, η οικονομική κατάσταση της χώρας εμφάνιζε κάποια θετικά σημάδια και η Νέα Δημοκρατία είχε καταφέρει προεκλογικά να καλύψει αρκετές ανασφάλειες κυρίως στο οικονομικό υπόβαθρο, οι οποίες πυροδοτούσαν το ακροδεξιό φαινόμενο, όμως η ελληνική κοινωνία περισσότερο παρουσίαζε ενδείξεις πολιτισμικής συντηρητικοποίησης παρά πολιτισμικής ωρίμανσης ή φιλελευθεροποίησης. Η πτώση της ακροδεξιάς οφείλεται εν μέρει στην μειωμένη κατάσταση ανασφάλειας που επικρατούσε στην χώρα σε σχέση με το 2015 και στην αδυναμία κάποιου ακροδεξιού μορφώματος (πλην της Ελληνικής Λύσης), να προβεί σε μεθοδευμένες στρατηγικές ώστε να εκμεταλλευτεί τα τότε κοινωνικά δεδομένα (το πολιτισμικό υπόβαθρο). Στη χώρα δεν επικρατούσε το συναισθηματικά φορτισμένο κλίμα του 2015 και οι πολίτες αναζήτησαν πάνω απ’ όλα την οικονομική σταθερότητα. Αυτό σημαίνει ότι τα άκρα περιορίστηκαν σημαντικά και το κυνήγι του μέσου ψηφοφόρου έγινε στον κεντρώο χώρο. Ο τελευταίος τοποθετούσε την βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης ως πρωταρχικό κριτήριο ψήφου και όλα τα υπόλοιπα ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.

Το κυριότερο ερώτημα που εμπίπτει σε αυτό το σημείο είναι με ποιες στρατηγικές τα δύο μεγάλα κόμματα προσπάθησαν να προσελκύσουν τον μέσο Έλληνα ψηφοφόρο και γιατί η δυναμική της Νέας Δημοκρατίας απέκτησε αξιοσημείωτη άνοδο, ήδη από τους πρώτους μήνες του 2016. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε το δημοσκοπικό του προβάδισμα από τις αρχές του έτους και η Νέα Δημοκρατία με την αλλαγή ηγεσίας προέβαλλε μια εικόνα ανανέωσης που την απομάκρυνε σταδιακά από το βάρος του παρελθόντος. Μέσα στον πυκνό πολιτικό χρόνο της τετραετίας 2015-19 ο ΣΥΡΙΖΑ  ακολούθησε ένα ντόμινο στρατηγικών λαθών όπως ήταν η συνέχιση της διακυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ,  η απεμπόληση της ευθύνης μετά την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι και τέλος η δημιουργία μαχητικού κλίματος με τα κόμματα της αντιπολίτευσης γύρω από την Συμφωνία των Πρεσπών. Κανένα από αυτά όμως δεν αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα για την επερχόμενη εκλογική ήττα, διότι όπως προαναφέρθηκε τα οικονομικά θέματα θα ήταν εκείνα που θα έκριναν την μάχη.

Το έτος 2015 ήταν κρίσιμο όχι μόνο εξαιτίας της αλλαγής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στα μνημόνια και τους δανειστές, αλλά κυρίως εξαιτίας της συνειδητοποίησης των Ελλήνων πολιτών ότι κανένα κόμμα δεν μπορεί να πετύχει μία ανοδική, εθνική  οικονομική πορεία που να αποκλίνει από την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να κέρδισε βραχυχρόνια οφέλη από τις εθνοσοσιαλιστικές ρητορικές περί απελευθέρωσης της χώρας από τα μνημόνια και την υποδούλωση, όμως όταν αυτή η στρατηγική αποδείχτηκε άκαρπη, καθώς το κόμμα έχασε κάτι παραπάνω από μία εκλογική αναμέτρηση, έχασε την αξιοπιστία του.

Πράγματι, ο ΣΥΡΙΖΑ από την μία δεν μεταμόρφωσε την χώρα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του αλλά σε καμία περίπτωση δεν την κατάστρεψε. Η κυβερνητική πολιτική του ΣΎΡΙΖΑ στέφθηκε με επιτυχία στην αντιμετώπιση  της ακραίας φτώχειας και στην μείωση των ποσοστών της ανεργίας, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 ήταν 4,4% του ΑΕΠ. Τα θετικά οικονομικά στοιχεία στο τέλος της κυβερνητικής θητείας δεν έχρησαν πανηγυρισμών τουλάχιστον από την μεριά της ελληνικής κοινωνίας, διότι η φορολογική πολιτική δεν ήταν επαρκώς προοδευτική και άνοιγε περισσότερο την ψαλίδα των ανισοτήτων. Τέλος, παρά την πτώση των ποσοτικών δεδομένων της ανεργίας, η εικόνα του εργασιακού τοπίου δεν μεταμορφώθηκε, ενώ οι κοινωνικές πολιτικές βασιζόταν σε έκτακτα μέτρα και στηριζόταν κυρίως σε πόρους που εκμαιευόταν από την φορολογία.

Ο Αλέξης Τσίπρας είχε δημιουργήσει ένα πειστικό μήνυμα ασφάλειας και ελπίδας, όμως την στιγμή που υπογράφτηκε το τρίτο μνημόνιο «κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτα» μαζί με την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό. Η προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ το 2019  πέρα από την συνεχή προσωπική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αρχηγών, Τσίπρα και Μητσοτάκη, περιλάμβανε ένα πρόγραμμα παροχών με φοροελαφρύνσεις, νέες θέσεις εργασίας και νέες προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, όμως «τα καύσιμα εμπιστοσύνης» που υπήρχαν στο «ντεπόζιτο» των ψηφοφόρων είχαν εξαντληθεί καιρό πριν. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει από τις δεύτερες εκλογές του 2015 , την περίοδο δηλαδή που ενισχυόταν  δυναμικά η απήχηση του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Το τελευταίο είχε συγκροτηθεί από πολίτες που φοβόταν ότι τα χειρότερα ήταν μπροστά και ενισχυόταν από πολίτες που συνειδητοποιούσαν ότι τα καλυτέρα που τους υποσχέθηκαν δεν θα έρθουν ποτέ. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως εξαιτίας των αυστηρών μέτρων λιτότητας που είχε θέσει σε εφαρμογή και της μη προοδευτικής φορολογικής πολιτικής δεν μπορούσε  ούτε να γίνει πιστευτός ότι θα τηρήσει τα μέτρα που εξήγγειλε, ούτε να κάνει ξεκάθαρες τις ποιοτικές διαφορές με την Νέα Δημοκρατία, που με τόσο πάθος προσπαθούσε να επισημάνει.

Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη κατάφερε να αναπτύξει μια πειστική ρητορική, η οποία βασίστηκε σε μια θετική ατζέντα που αφορούσε την μείωση των φόρων την ασφάλεια και την σταθερή αναπτυξιακή τροχιά. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης τις τελευταίες 20 μέρες της προεκλογική περιόδου αντιμετώπιζε τον ΣΥΡΙΖΑ ως παρελθόν με ελάχιστες αναφορές στο όνομα του, ενώ το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα  αναλώθηκε άσκοπα στο δίπολο «εμείς – αυτοί». Οι διαφορές των δύο κομμάτων καθίστανται ορατές στις στρατηγικές διεργασίες και όχι στην ιδεολογική ταυτότητα του καθενός. Το τελευταίο είχε καταστεί απόλυτες σαφές και στους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι μετά το καταλυτικό πολιτικό έτος του 2015 ξεκίνησαν να επιζητούν ένα κόμμα που θα μπορέσει να διασφαλίσει τα βασικά, έχοντας εγκαταλείψει οριστικά την ριζοσπαστικοποίηση και τις υψηλές προσδοκίες.

Με λίγα λόγια η Αριστερά έχασε τη μοναδική ευκαιρία που είχε ως τότε να αποδείξει ότι μία αριστερή διακυβέρνηση είναι ικανή να συνδυάσει την αναδιανομή του πλούτου με την αναπτυξιακή τροχιά. Τα θετικά οικονομικά αποτέλεσμα του 2018 δεν έγιναν άμεσα αισθητά στους πολίτες και δεν πραγματοποιήθηκαν μέσα από μία κοινωνική πολιτική με θεσμικό βάθος. Οι μνημονιακές πολιτικές, οι χρόνιες παθογένειες του ελληνικού συστήματος και η αδυναμία για ριζικές αλλαγές κατέστησαν τον ΣΥΡΙΖΑ ένα κόμμα διαχειριστή του συστήματος και την αριστερή προοδευτική διακυβέρνηση ένα αφελές όραμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθώντας ένα ντόμινο λάθος στρατηγικών κατάφερε να ενισχύσει τις δυσμενείς συνθήκες εις βάρος του αφού αναπαρήγαγε πολωμένο κλίμα σε έναν λαό που επιζητούσε την ηρεμία.

Συντάκτης: Νεφέλη Πρεβεδουράκη


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Μέρος 1: 

Μέρος 2: