Ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράττεται εν καιρώ πολέμου, είναι η σεξουαλική βία κατά των γυναικών, παιδιών αλλά και αντρών. Εκτός από ένα ειδεχθές παράπτωμα που καταπατά το αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας του ανθρώπου, μπορεί να αποτελέσει και εργαλείο συγκρούσεων, πρακτική εξαναγκασμού και πράξη εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.
Ιστορικά η σεξουαλική βία και ο βιασμός στις συγκρούσεις αντιμετωπιζόταν ως “παράπλευρη απώλεια”. Οι στρατιωτικοποιημένες μορφές πορνείας θεωρούνταν αναπόφευκτο μέρος του πολέμου το οποίο δεν τιμωρούταν. Μόνο πρόσφατα η σεξουαλική βία αναγνωρίστηκε ως έγκλημα πολέμου, ενώ ακόμη σε πολλά κράτη ανά τον κόσμο, ο βιασμός δεν τιμωρείται ποινικά. Ο βιασμός κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, διεθνούς ή μη χαρακτήρα, αποτελεί στοιχείο στρατιωτικής στρατηγικής, με στόχο την υπονόμευση της συνοχής του εχθρικού πληθυσμού. Αν εξετάσουμε το φαινόμενο των συγκρούσεων ιστορικά, θα παρατηρήσουμε ότι οι γυναίκες είναι εκείνες που προφυλάσσουν τα παιδιά, ενθαρρύνουν τον ανδρικό πληθυσμό δίνοντάς τους κουράγιο για τον επικείμενο πόλεμο και φροντίζουν την τοπική κοινωνία με όποιο τρόπο μπορούν. Ενσαρκώνουν το έθνος και τον πολιτισμό, ως εκ τούτου η σωματική και συναισθηματική τους καταστροφή στοχεύει στην καταστροφή της πολιτιστικής σταθερότητας. Ένα από τα πιο τραγικά παραδείγματα σεξουαλικής βίας σε περίοδο συγκρούσεων είναι αυτό των ‘comfort women’ κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Στρατό οι οποίες προέρχονταν κυρίως από την Κορέα και την Κίνα και βρίσκονταν στην ηλικία των 14-22 ετών περίπου. Εξαναγκάζονταν να προσφέρουν “σεξουαλικές υπηρεσίες” σε δέκα άντρες τις ημέρες των μαχών και έως και σαράντα άνδρες τις ημέρες μετά τη μάχη. Ο εν συνεχεία βιασμός των κοριτσιών λάμβανε μέρος από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα ενώ έξω από τα δωμάτια οι Ιάπωνες στρατιώτες στοιχίζονταν σε “ουρά” περιμένοντας ο καθένας την σειρά του, σύμφωνα με μαρτυρίες επιζωσών. Αντίστοιχα, κατά τον εμφύλιο πόλεμο του Κονγκό το 1990 και μετά, έχουν αναφερθεί πάνω από 27.000 κτηνώδεις σεξουαλικές επιθέσεις κατά των γυναικών, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ. Ο επικρατέστερος λόγος που οι γυναίκες αποτέλεσαν αντικείμενο επιθέσεων ήταν η επιθυμία να “καταστραφούν οι γυναίκες’ και να “διαλυθούν οι κοινότητες”, ουσιαστικά μία πράξη γενοκτονίας. Παραδόξως, η σεξουαλική βία μπορεί και να χρησιμοποιηθεί ως πολιτική. Την περίοδο 1991-1995 η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα σε Κροάτες, Σέρβους και Βόσνιους χαρακτηρίστηκε από την χρήση επανειλημμένου βιασμού και σεξουαλικών επιθέσεων σε γυναίκες και χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση κυριαρχίας και δύναμης, οδηγώντας στην απόρριψη των δικαιωμάτων των γυναικών. Οι Σέρβοι της Βοσνίας χρησιμοποίησαν τον βιασμό ως μέθοδο πολέμου και εθνοκάθαρσης. Ο κατ’ εξακολούθηση βιασμός των γυναικών στα στρατόπεδα στόχευαν στην γέννηση “μωρών chetnik” για την γενετική κάθαρση του πληθυσμού.
Η σεξουαλική βία ως όπλο πολέμου έχει σοβαρές και μακροχρόνιες επιπτώσεις στα θύματα, επηρεάζοντας τη ζωή τους σε πολλά επίπεδα. Σωματικά, οι επιπτώσεις συχνά είναι καταστροφικές, με σοβαρούς τραυματισμούς και κινδύνους για την υγεία τους. Η ψυχολογική καταπόνηση είναι εξίσου σημαντική, καθώς τα θύματα βιώνουν σοβαρές ψυχολογικές συνέπειες όπως κατάθλιψη, στρες, και διαταραχές του ύπνου. Επιπλέον, η σεξουαλική βία σε πολέμου δημιουργεί συχνά κοινωνικό αποκλεισμό, καθώς οι θανάσιμες επιπτώσεις επηρεάζουν τις σχέσεις τους με την οικογένεια και την κοινότητα. Τα θύματα αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες στην επανένταξή τους στην κοινωνία, αντιμετωπίζοντας προκαταλήψεις και ανεπαρκείς δομές υποστήριξης. Είναι κρίσιμο να αναγνωρίζονται αυτές οι επιπτώσεις, προκειμένου να παρέχεται στα θύματα η αναγκαία βοήθεια και υποστήριξη για την ανάρρωση και την ανασυγκρότηση της ζωής τους. Ενισχύοντας τον διάλογο γύρω από αυτά τα θέματα, προωθώντας την εκπαίδευση και διευκολύνοντας την πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον που ενισχύει την ανάρρωση και ανασυγκρότηση των θυμάτων.
Είναι γνωστό πως τα εγκλήματα σεξουαλικής βίας κατά τη διάρκεια συγκρούσεων πολλές φορές βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα και δεν προστατεύεται όπως θα έπρεπε από τον νόμο. Παρότι αποτελεί παραβίαση του εθιμικού διεθνούς δικαίου αλλά και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου συχνά κρύβεται πίσω από το πέπλο της αγριότητας που συνοδεύει τον πόλεμο και έτσι “κανονικοποιείται”. Η σεξουαλική βία εν καιρώ πολέμου απαιτεί αποφασιστική δράση: προστασία θυμάτων, ποινική δικαιοσύνη, ευαισθητοποίηση και αναγνώριση για αλληλεγγύη και ανοικοδόμηση. Είναι υποχρέωση των διεθνών οργανισμών και των διεθνών ποινικών δικαστηρίων να αποτρέψουν τέτοια φρικτά εγκλήματα πολέμου, να αποδίδουν ευθύνες και τις ανάλογες ποινές στους βιαστές αλλά και να αποζημιώσουν τα χιλιάδες θύματα βιασμών, χωρίς αυτό να απαλλάσσει τα θύματα σεξουαλικής βίας από την σοβαρή σωματική και ψυχική οδύνη που υπέστησαν και την οποία προσπαθούν να ξεπεράσουν όλη τους την ζωή.
Συντάκτης: Ελένη Μπαμπαράκου