Πριν από 28 χρόνια και συγκεκριμένα την 31η Ιανουαρίου 1996, η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος της ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία. Η αμφισβητούμενη κυριαρχία από την πλευρά της Τουρκίας επί των βραχονισήδων των Ιμίων στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, έφερε το έθνος στα άκρα την νύχτα της 30ης προς 31ης Ιανουαρίου 1996. Οι Έλληνες πολίτες είχαν πιστέψει ότι μέχρι το πρωί της 31ης Ιανουαρίου, η χώρα τους θα βυθιζόταν σε πόλεμο με την Τουρκία.
«Αν πάμε σε σύγκρουση θα νικήσουμε; Θα τα βγάλουμε πέρα;» ρωτούσε ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης περί τα μεσάνυχτα της 30ης Ιανουαρίου του 1996 τον ναύαρχο Χρήστο Λυμπέρη.
«Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε σε πλεονεκτική θέση. Έχουμε τακτικό πλεονέκτημα. Θα τους καταφέρουμε γερό χτύπημα. Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ ότι σε έναν πόλεμο θα έχω τη νίκη στο πιάτο. Θα πολεμήσουμε για να νικήσουμε. Δώστε μου την άδεια για να χτυπήσουμε πρώτοι» απαντούσε ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ.
Μετά από λίγες ώρες, το πλήρωμα του ελικοπτέρου του Πολεμικού Ναυτικού, που είχε απονηωθεί από τη φρεγάτα «Ναβαρίνο», επιβεβαίωσε ότι περίπου δέκα Τούρκοι καταδρομείς είχαν προσγειωθεί επιτυχώς στη Δυτική Ίμια, τη μικρή δίδυμη βραχονησίδα της Μεγάλης Ίμια. Αυτή η είδηση για κατοχή ελληνικού εδάφους πυροδότησε πανικό εντός του κτιρίου της Βουλής, όπου γινόταν άτυπη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Παρόντες στη συνάντηση ήταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Γεράσιμος Αρσένης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Ρέππας και άλλοι υψηλόβαθμοι υπουργοί και στελέχη της κυβέρνησης.
Για να αποτραπεί η αντίληψη μιας κλιμακούμενης κρίσης και του επικείμενου πολέμου, η ευθύνη διαχείρισης της κατάστασης γινόταν από το κτίριο της Βουλής και όχι από το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Δυστυχώς, η απόφαση αυτή συνέβαλε αρνητικά στην διαχείριση της κρίσης καθώς στέρησε από τους εμπλεκόμενους πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες την ακριβή κατανόηση της κατάστασης.
Εκτός από την αδέξια διοίκηση, υπήρχε και ένα αίσθημα δυσπιστίας μεταξύ του Θεόδωρου Πάγκαλου και του Γεράσιμου Αρσένη, πρωταγωνιστών της μοιραία εκείνης νύχτας. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κώστας Σημίτης είχε επιλεγεί ως πρωθυπουργός από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ μόλις δέκα μέρες πριν, χωρίς ούτε να έχει προλάβει να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι Τούρκοι άδραξαν την ευκαιρία να εδραιώσουν την αμφισβήτηση τους περί της κυριαρχίας των βραχονησίδων, το περιστατικό είχε αρνητικές επιπτώσεις στη φήμη των ενόπλων δυνάμεων και κορυφώθηκε με ένα τραγικό γεγονός που στοίχισε τη ζωή στον Χριστόδουλο Καραθανάση, τον Παναγιώτη Βλαχάκο και τον Έκτορα Γιαλοψό. Το ελικόπτερο τους συνετρίβη μοιραία λίγο πριν φτάσει στη φρεγάτα Ναβαρίνο. Ακόμη και σήμερα, παρά την απουσία συγκεκριμένων στοιχείων ή επιβεβαιωτικών μαρτυριών, μερίδα της κοινής γνώμης διατηρεί την πεποίθηση ότι το μοιραίο ελικόπτερο AB-212 καταρρίφθηκε σκόπιμα από την αντίπαλη πλευρά.
Η κατάληψη της Δυτικής Ίμια
«Τότε, περί τις 02:30 το πρωί, μου τηλεφώνησε ο υπεύθυνος του γραφείου Τύπου από την πρεσβεία μας στην Άγκυρα και μου είπε ότι σε συνέντευξη Τύπου η Τανσού Τσιλέρ είχε ανακοινώσει ότι Τούρκοι κομάντος είχαν αποβιβαστεί και καταλάβει τη μία από τις δύο νησίδες και ότι είχαν ρητή διαταγή να μην πυροβολήσουν πρώτοι, ακόμα και αν οι Έλληνες προσπαθούσαν να αποβιβαστούν στην ίδια νησίδα. Τα τηλεφωνήματα αυτά γίνονταν είτε από το χολ του πολιτικού γραφείου είτε από ένα απομονωμένο τηλέφωνο που βρισκόταν σε μια γωνία. Όταν επέστρεψα στη σύσκεψη και μετέφερα την είδηση, επικράτησε, όπως ήταν φυσικό, πανικός. Ο πρωθυπουργός γύρισε προς τον αρχηγό Γενικού Επιτελείου ναύαρχο Λυμπέρη και χρησιμοποιώντας κατά τρόπο χαρακτηριστικό ένα βαρύτατο επίθετο του είπε: «[…] Καλά, δε σου είπα να φρουρηθούν οι δύο νησίδες;». Αποσβολωμένος και κατακόκκινος, ο Λυμπέρης ψέλλισε: «Δεν μου είπατε και οι δύο, κύριε πρωθυπουργέ. Στη μία υπάρχει φρουρά βατραχανθρώπων. Για την άλλη δεν είχαμε δυνάμεις».
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος αφηγείται με γλαφυρό τρόπο τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στα Ίμια στις 31 Ιανουαρίου 1996, που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση μιας νέας πραγματικότητας, στην παρουσία όχι μιας, αλλά δύο σημαιών που συμβολίζουν τη συγκυριαρχία. Το γεγονός και μόνο ότι στρατιωτικές δυνάμεις από ένα κράτος πάτησαν το πόδι τους στο έδαφος άλλου κράτους χρησιμεύει ως σαφής ένδειξη κυριαρχίας.
«Μετά την κρίση ασκήθηκε κριτική, γιατί δεν τοποθετήθηκε φρουρά στα Δυτικά Ίμια, γιατί δεν υπήρχε ετοιμότητα σύλληψης των αποβιβασθέντων καταδρομέων σε 45 λεπτά, για δεν χρησιμοποιήθηκαν ελικόπτερα Apache για αναγνώριση αντί του ναυτικού ελικοπτέρου AB-212, γιατί χρησιμοποιήθηκαν βατραχάνθρωποι αντί καταδρομέων στα Ανατολικά Ίμια και, το κυριότερο, γιατί δεν εντοπίστηκαν οι Τούρκοι βατραχάνθρωποι» αναφέρει, ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης και εξηγεί: Πρώτον, ο Α/ΓΕΕΘΑ δεν εμπλέκεται καθόλου στο τακτικό επίπεδο.
Ο τοπικός τακτικός διοικητής έχει την ευθύνη για την επιλογή μονάδας, τον σχεδιασμό δυνάμεων και τους τακτικούς ελιγμούς. Το ΓΕΝ ασκεί επιχειρησιακό έλεγχο στα πλοία, ενώ η ΑΣΔΕΝ επιβλέπει στρατιωτικούς σχηματισμούς στα νησιά. Την κρίσιμη βραδιά 30-31 Ιανουαρίου, ενώ βρισκόμουν στο πρωθυπουργικό γραφείο, μου έλειπε η συνήθης υποστήριξη και συνεργασία από το ΣΑΓΕ. Δεύτερον, δεν είχε τοποθετηθεί σημαία στα Δυτικά Ίμια, καθώς η πολιτική οδηγία στόχευε στην αποφυγή κλιμάκωσης της έντασης διατηρώντας την υπάρχουσα θέση της σημαίας.
Η απόφαση για τοποθέτηση βατραχανθρώπων στα Ανατολικά Ίμια βασίστηκε στο γεγονός ότι η Α/ΓΕΣ αντιμετώπισε προβλήματα στελέχωσης κατά την παρουσίασή της στο ΣΑΓΕ στις 28 Ιανουαρίου. περίπτωση που υπήρξε αλλαγή στην πολιτική κατεύθυνση. Επιπλέον, υπήρχε μια μικρή ομάδα βατραχανθρώπων στην κανονιοφόρο. Το ελικόπτερο AB-212 του Πολεμικού Ναυτικού ήταν η μόνη διαθέσιμη επιλογή για τη διεξαγωγή νυχτερινών αναγνωρίσεων για την επαλήθευση της παρουσίας Τούρκων στα Δυτικά Ίμια. Να σημειωθεί ότι το ελικόπτερο Apache δεν κρίθηκε κατάλληλο για το συγκεκριμένο εγχείρημα.
Την αυγή της 31ης Ιανουαρίου, δύο Απάτσι που στάθμευαν στην περιοχή ήταν έτοιμοι να μετεγκατασταθούν γρήγορα μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 15 λεπτών, έτοιμοι να εμπλακούν σε επιθετικές επιχειρήσεις εάν παραστεί ανάγκη. Πέμπτων, ο αναπληρωτής υπουργός Άμυνας Νίκος Κουρής ενημερώθηκε από το ΓΕΝ για τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που δυσκόλευαν τις προσπάθειες έρευνας. Σε απάντηση, το ΓΕΝ πρότεινε να προχωρήσει η δεύτερη ομάδα βατραχανθρώπων στη Δυτική Ίμια. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε αργότερα λόγω της πρόσβασης των Τούρκων στη βραχονησίδα.
Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης παρουσιάζει μια εντελώς αντίθετη άποψη. Εκφράζει την ανησυχία του κατά τη συζήτηση για το ενδεχόμενο οι Τούρκοι να καταλάβουν τη δεύτερη νησίδα των Ιμίων για να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση. Για να αντιμετωπίσει αυτή την ανησυχία, ο Σημίτης ρώτησε για τα μέτρα ασφαλείας που ισχύουν στη νησίδα. Χωρίς κανένα δισταγμό έλαβε επιβεβαίωση από τον κ. Λυμπέρη ότι όντως η νησίδα φυλάσσεται. Στη συνέχεια, ο πρωθυπουργός διερωτήθηκε εάν υπήρχε προσωπικό στη νησίδα, στο οποίο έλαβε την απάντηση ότι δεν υπήρχε. Ωστόσο, ο κ. Λυμπέρης τον καθησύχασε ότι τα ελληνικά πλοία που περιβάλλουν τα Ίμια ήταν στρατηγικά τοποθετημένα με τρόπο που καθιστούσε αδύνατη τη διέλευση οποιουδήποτε τουρκικού πλοίου.
Η επισήμανση που έκανε ο Θεόδωρος Πάγκαλος στον ναύαρχο Χρήστο Λυμπέρη ήταν καθοριστική για τις εχθροπραξίες. «Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης, τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Ο Λυμπέρης ήταν προφανώς κατώτερος των περιστάσεων. Ανέλυε και χειριζόταν το περιστατικό από την οπτική γωνία ενός πρώην αρχηγού ΓΕΝ. Για αυτόν ήταν ένα ναυτικό επεισόδιο και όφειλε να το αντιμετωπίσει μόνο του το Ναυτικό» όπως υποστήριζε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, προσθέτοντας: «Αυτή η γραφειοκρατική και συντεχνιακή προσέγγιση τον οδήγησε να πάρει την εξωφρενική απόφαση να στείλει μια ντουζίνα βατραχανθρώπους στην Ανατολική Ίμια και να αφήσει τη Δυτική ακάλυπτη».
«No flags, no ships, no troops»
Κατά τη διαπραγμάτευση με τους Αμερικανούς, οι τότε συμμετέχοντες στο άτυπο ΚΥΣΕΑ έδωσαν οδηγίες στις αρμόδιες στρατιωτικές δυνάμεις στο ανατολικό Αιγαίο.
Κοντά στα μεσάνυχτα της 30ης Ιανουαρίου, ο Κώστας Σημίτης ρώτησε τον Θεόδωρο Πάγκαλο, που μόλις είχε επιστρέψει από τηλεοπτική συνέντευξη, «Πώς πάνε οι διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς;» Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών απάντησε: «Έχουμε συμφωνήσει να απομακρυνθούν τα πλοία και το άγημα, αλλά όχι για τη σημαία. Οι Τούρκοι και οι Αμερικάνοι επέμειναν να φύγουν με τα πλοία το πρωί και τους ζητήσαμε να το αναβάλουν για λίγες μέρες αλλά δεν το δέχτηκαν.» Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός στράφηκε στον αρχηγό ΓΕΕΘΑ και ρώτησε : «Κύριε Λυμπέρη, είναι σοβαρή υπόθεση η κατάληψη της σημαίας από τις ένοπλες δυνάμεις;». Η απάντηση του ναυάρχου Λυμπέρη ήταν ξεκάθαρη: «Είναι πολύ σοβαρό. Οι αξιωματικοί ορκιζόμαστε στη σημαία. Εάν φύγει η σημαία, φοβάμαι ότι θα υπάρχουν αντιδράσεις στις ένοπλες δυνάμεις και μπορεί να πέσει η κυβέρνηση».
Ο Θόδωρος Πάγκαλος δέχθηκε σφοδρή κριτική για τη στάση του. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών γράφει στο τελευταίο του βιβλίο: «Πράγματι, συνηγόρησα υπέρ της αφαίρεσης της σημαίας και λέω ότι το σύμβολο της σημαίας δεν είναι ένα ύφασμα εθνικού χρώματος που πρέπει να φορέσει κανείς υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, όποτε και όπου καπνίζει. Επίσης νομίζω ότι αν είχαμε αφήσει τη σημαία του Διακομιχάλη στην Ανατολική Ίμια, μάλλον θα είχε εξαφανιστεί από την καταιγίδα που ξέσπασε εκείνη την ώρα. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο έχω συκοφαντηθεί από υπερπατριώτες”. Σύμφωνα με τους λόγους του πρώην υπουργού Εξωτερικών, «Όλοι αυτοί οι ανεγκέφαλοι δεν πιστεύουν ότι αν αποφασίσουμε επίσημα να κρατήσουμε τη σημαία μας σε ένα από τα δύο νησιά, τότε και οι Τούρκοι θα μπορούσαν να αξιώσουν να μείνει και η δική τους σημαία στην άλλη, όπου είχαν εγκαταστήσει φρουρά».
Ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εξήγησε: «Ομόφωνα αποφασίσαμε να αποσύρουμε την ελληνική σημαία για να αποτρέψουμε νέες εμπλοκές. Επομένως, δεν πιστεύουμε ότι πρέπει να αφήσουμε να συμβεί αυτό το ενδεχόμενο».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν απλώς να αποφύγουν τη σύγκρουση. Στις διαπραγματεύσεις με επικεφαλής τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν να απαγκιστρώσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις γύρω από τα Ίμια συμφωνώντας στο τρίπτυχο: «No flags, no ships, no troops». Δηλαδή όχι σημαίες, όχι πλοία, όχι στρατεύματα πάνω στις βραχονησίδες.
Συντάκτης: Σωτήρης Σωτηρόπουλος
Πηγές:
-
Θεόδωρος Γ.Πάγκαλος «Ίμια, S-300, Οτσαλάν – Παλεύοντας για την ειρήνη» – Εκδόσεις Economia
-
Χρήστος Λυμπέρης «Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες» – Εκδόσεις Ποιότητα
-
Κώστας Σημίτης «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» – Εκδόσεις Πόλις
-
Νίκος Κουρής «Αιγαίο, η μακροχρόνια διαμάχη και ο ρόλος των Αμερικανών» – Εκδόσεις Λιβάνη