Η Γερμανία αποτελεί μια κοινοβουλευτική ομοσπονδιακή δημοκρατία με το σύγχρονο γερμανικό κράτος να χρονολογείται από το 1871. Η αξιολόγηση με βάση τον Δείκτη Δημοκρατίας αποδεικνύει πως πρόκειται για μια ώριμη δημοκρατία, ενώ η Μη Κερδοσκοπική Οργάνωση Freedom House την αναγνωρίζει ως ελεύθερη ταυτόχρονα με τις πολύς καλές επιδόσεις στον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης. Η Γερμανία συγκροτείται από 16 ομόσπονδα κρατίδια (Länder) και η υιοθέτηση του Θεμελιώδους Νόμου-Ισχύοντος Συντάγματος (Grundgesetz) έγινε το 1949. Όσον αφορά τον αριθμό των πολιτικών κομμάτων, εντάσσεται στα πολυκομματικά συστήματα, δηλαδή παρατηρείται η ύπαρξη πολλών κομμάτων που συμμετέχουν στην εκλογική αναμέτρηση και διεκδικούν θέση στον σχηματισμό κυβέρνησης με συχνό φαινόμενο στο κομματικό σύστημα τις κυβερνήσεις συνασπισμού.
Η Γερμανία αποτελεί μία σημαντική μελέτη περίπτωσης στον τομέα της συγκριτικής πολιτικής, λόγω των ιστορικών εξελίξεων που σημειώθηκαν σε αυτή και χάρη σε αυτήν στο διεθνές στερέωμα. Συγκεκριμένα, ο κρίσιμος ρόλος της στους δύο παγκόσμιους πολέμους, στον διαμελισμό του κράτους της ως ητημμένη μετά την λήξη του Β’Π.Π. και στη συνέχεια την επανασυγχώνευσή του το 1990, κατέχοντας καθοριστικό ρόλο στην εν γένει ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ακόμη, το γεγονός ότι αποτελεί ένα ομοσπονδιακό κράτος (αρμοδιότητες συνταγματικώς κατοχυρωμένες) έχει κεντρική σημασία στην πορεία και την εξέλιξη των κυβερνήσεων και του γερμανικού πολιτικού συστήματος γενικά, αφού πρόκειται για μια ταυτόχρονα οριζόντια κατανομή των εξουσιών (το κεντρικό κράτος έχει αρμοδιότητα σε όλη την ομοσπονδία, ενώ τα ομόσπονδα κρατίδια σε συγκεκριμένο τμήμα της) αναφερόμενη στον αδύναμο θεσμό του/της ομοσπονδιακού προέδρου, στο αναλογικό εκλογικό σύστημα, στην αποστροφή σε δημοψηφίσματα, στην ύπαρξη Συνταγματικού Δικαστηρίου και μια κάθετη (η κεντρική διοίκηση έχει αρμοδιότητα σε συγκεκριμένους τομείς δράσης, ενώ το ομόσπονδο κρατίδιο σε άλλους, διακριτούς τομείς), αναφερόμενη στο ομοσπονδιακό σύστημα και στην Άνω και Κάτω Βουλή. Προς επίρρωση των προαναφερθέντων, η εξουσία κατανέμεται μεταξύ δύο διαφορετικών επιπέδων διακυβέρνησης που αντλούν και τα δύο νομιμοποίηση από την λαϊκή βούληση, του εθνικού (το κεντρικό κράτος) και των “υπο-εθνικών” (τα ομόσπονδα κρατίδια).
Τα ιστορικά και ποιοτικά δεδομένα για τον τρόπο λειτουργίας του γερμανικού πολιτικού συστήματος είναι αναγκαία για την πληρέστερη κατανόηση της σταθερότητας των γερμανικών κυβερνήσεων. Αναλυτικότερα, τρεις είναι οι κύριοι λόγοι στους οποίους οφείλεται αυτό το φαινόμενο σταθερότητας. Αρχικά, στη Γερμανία ισχύει εκλογικό όριο 5% για την είσοδο ενός κομματικού σχηματισμού στην Bundestag (ομοσπονδιακό γερμανικό κοινοβούλιο). Γενικότερα μπορούμε να παρατηρήσουμε πως οι εκλογές στη Γερμανία για την Bundestag ακολουθούν έναν ιδιαίτερο μηχανισμό εκλογής, χρησιμοποιώντας αναλογικό σύστημα για τις 598 έδρες, όπου οι μισοί υποψήφιοι εκλέγονται σε μονοεδρικές περιφέρειες με απλή πλειοψηφία και οι υπόλοιποι αναλογικά με λίστα σε επίπεδο κρατιδίων. Ο/η ψηφοφόρος διαθέτει μια ψήφο και για τις δύο περιπτώσεις, έχοντας τη δυνατότητα να ψηφίσει και διαφορετικό κόμμα και το κάθε κόμμα λαμβάνει τον αριθμό των εδρών ανάλογα με τη δεύτερη ψήφο, αφαιρώντας τις ψήφους που έλαβε στις μονοεδρικές περιφέρειες. Εν τέλει, στην κατανομή των βουλευτικών εδρών, συμμετέχουν τα κόμματα που έλαβαν πάνω από το 5% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο ή εξέλεξαν τρείς ή παραπάνω βουλευτές στις μονοεδρικές περιφέρειες. Το εκλογικό όριο σε κάθε χώρα μειώνει την αναλογικότητα του αποτελέσματος, αφού δεν ισχύει το “όσες ψήφοι τόσες έδρες”. Πώς, όμως, σχετίζεται το εκλογικό όριο εισόδου με την επίτευξη κυβερνητικής σταθερότητας; Το όριο εισαγωγής στη Βουλή αποτρέπει την εισαγωγή κομμάτων, τα οποία δεν λαμβάνουν ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση. Με άλλα λόγια, η σταθερότητα επιτυγχάνεται ακριβώς διότι πρόκειται για κόμματα, τα οποία λαμβάνουν θέση στην Βουλή επειδή αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος των εκάστοτε πολιτών (σε αυτή την περίπτωση των Γερμανών) και μια μεγάλη μερίδα αυτών επιθυμεί την παρουσία τους στο Κοινοβούλιο όπως αυτή εκφράζεται μέσω των εκλογικών αναμετρήσεων.
Ακολούθως, η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας είναι ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην κυβερνητική σταθερότητα. Τι είναι η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας; Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια πρόταση μομφής προς την υπάρχουσα κυβέρνηση που είναι παράλληλα και ψήφος εμπιστοσύνης σε μια άλλη κυβέρνηση. Η σημασία, δηλαδή, βρίσκεται στο γεγονός ότι όχι μόνο μια κυβέρνηση εκπίπτει της εξουσίας της, αλλά με την ίδια ψήφο εγκρίνεται και μια νέα από το Κοινοβούλιο. Με αυτόν τον τρόπο, δεν φτάνει μόνο η άρνηση προς μία κυβέρνηση, αλλά και η θετική στάση απέναντι σε μία άλλη. Το όριο του 5% και η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας συμβάλλουν στην αποφυγή του φόβου των άκρων, προσπαθώντας στην ύπαρξη κυβέρνησης κι εν γένει κομμάτων στη Βουλή που να απολαμβάνουν την ισχυρότερη δυνατή λαϊκή νομιμοποίηση.
Επιπλέον, ένας άλλος λόγος επίτευξης κυβερνητικής σταθερότητας είναι η ύπαρξη επίμονων προγραμματικών κυβερνητικών διαπραγματεύσεων, γεγονός που συνδέεται και με το συχνό φαινόμενο στο γερμανικό πολιτικό/κομματικό σύστημα των κυβερνήσεων συνασπισμού. Οι κυβερνητικές διαπραγματεύσεις στη Γερμανία διαρκούν συνήθως αρκετό χρονικό διάστημα, καθώς περιλαμβάνουν μια λεπτομερειακή ανάλυση της πολιτικής που θα ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση. Πρακτικά, διαπραγματεύονται τις εν δυνάμει πολιτικές πρακτικές πριν ξεκινήσει η θητεία της νέας κυβέρνησης συνασπισμού. Η πρακτική των κυβερνητικών διαπραγματεύσεων σε πρώιμο στάδιο λειτουργεί επικουρικά σε μια μελλοντικά συντονισμένη κυβερνητική δράση, η οποία θα χαίρει της εμπιστοσύνης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αποτρέποντας, σε μεγάλο βαθμό, μια εν δυνάμει ασυμφωνία.
Καταληκτικά, η Γερμανία έχει προνοήσει στη λήψη και εφαρμογή πολιτικών “μέτρων”, τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση της εκάστοτε κυβέρνησης και στην ύπαρξη κομμάτων στο Κοινοβούλιο που να απολαμβάνουν εμπιστοσύνη από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Η κυβερνητική σταθερότητα είναι μείζονος σημασίας για κάθε πολιτικό σύστημα, καθώς αποτελεί βασικό στοιχείο δημοκρατικότητας και υποδηλώνει θετικά στοιχεία για το εκάστοτε κράτος και τη σχέση του με τους πολίτες.
Συντάκτης: Ελένη Τζέλιου