Οφείλουμε να θέσουμε μερικά ερωτήματα προτού προβούμε σε οποιαδήποτε προβληματική σχετικά με τις τρομοκρατικές οργανώσεις εν γένει και συγκεκριμένα με τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (“Irish Republican Army”, εφεξής IRA) με τον οποίο θα ασχοληθούμε όπως προδίδει άλλωστε ο τίτλος του άρθρου. Καταρχήν, ποιος ορίζει την τρομοκρατία; Ποιος αποφασίζει ότι μία πράξη χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική ενέργεια; Υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός (νομικός) ορισμός για να την περιγράψουμε ουσιωδώς; Σε τι χωρο-χρονικό συγκείμενο συμβαίνει αυτός ο χαρακτηρισμός; Προκύπτει τυχαία, σε κενό χώρο και χρόνο; Κι αν όχι, ποιες οι στοχεύσεις; Κι εδώ ας σημειωθεί κάτι που φαίνεται, ή έστω οφείλει να εκλαμβάνεται ως εξαιρετικά απλό και δεδομένο∙ η τρομοκρατία δεν είναι μονοπώλιο του ισλαμικού εξτρεμισμού – φονταμενταλισμού, ούτε ταυτίζεται με αυτόν.

Ας αρκεστούμε προτού προβούμε στην διατύπωση ενός σχετικά ευρέως αναγνωρισμένου ορισμού στο γεγονός ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν θα μπορούσαν να είναι τυχαίες. Πέραν των διάφορων κινήτρων που τις παρακινούν – ιδεολογικών, θρησκευτικών, πολιτικών, κοινωνικών – η εξάπλωση του φόβου, της ανασφάλειας και του αισθήματος της απειλής αποτελεί ομολογουμένως πρωταρχικό στόχο προς επίτευξη. Με άλλα λόγια, ο ψυχολογικός αντίκτυπος στο εκάστοτε κοινό που απευθύνονται οι ενέργειες συνιστά εξίσου σημαντική πτυχή. Επίσης, είναι σημαντικό να διαχωριστεί ο πόλεμος από την τρομοκρατία. Οι ένοπλες συρράξεις “παρασέρνουν” ολόκληρες κοινωνίες και ο αριθμός θυμάτων τους είναι συγκριτικά εξαιρετικά μεγαλύτερος, παρά την υπερβάλλουσα πολλές φορές εντύπωση που δίδεται χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Από την άλλη, απαιτείται στοιχειώδης οργάνωση και σχεδιασμός τόσο για την διενέργεια αυτής καθαυτής της τρομοκρατικής πράξης, όσο και για το λεγόμενο “aftermath”, το οποίο χρειάζεται κάποιου είδους στρατηγικής προετοιμασίας.

Με το RES 51/210 του 1997 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών αποπειράται να δώσει για πρώτη φορά ένα σαφή ορισμό στην τρομοκρατία: “εγκληματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην πρόκληση φόβου, είτε στο σύνολο της κοινωνίας είτε σε μια ομάδα ατόμων είτε σε μεμονωμένα άτομα, έχοντας ως κίνητρο πολιτικές στοχεύσεις. Οι πράξεις αυτές είναι σε κάθε περίπτωση μη δικαιολογημένες, άσχετα από τη φύση των – εθνικών, θρησκευτικών, φιλοσοφικών, ιδεολογικών, πολιτικών, φυλετικών, θρησκευτικών – κινήτρων που επικαλούνται οι δράστες”. H International Convention for the Suppression of the Financing of Terrorism του 1999, ορίζει στο άρθρο 2 (4) την τρομοκρατία ως “κάθε πράξη που αποσκοπεί στην πρόκληση θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης σε άμαχο, ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που δεν λαμβάνει ενεργά μέρος στις εχθροπραξίες κατά τη διάρκεια μιας ένοπλης σύρραξης, όταν ο στόχος τέτοιας πράξης, βάσει της φύσης της ή του περιεχομένου της, είναι να φοβίσει έναν πληθυσμό, ή να εξαναγκάσει μια κυβέρνηση ή ένα διεθνή οργανισμό να προβεί ή να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια”.

Όσον αφορά το διεθνές ποινικό δίκαιο, η τρομοκρατία συγκαταλέγεται στα διεθνή εγκλήματα. Εμπίπτει στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όταν είναι μέρος εκτεταμένης ή συστηματικής πρακτικής. Εφόσον τελούνται εν καιρώ ένοπλης σύρραξης, διεθνούς και μη, εμπίπτουν στα εγκλήματα πολέμου. Εάν δεν συντρέχει κάτι εκ των δύο, εξετάζονται ως διακριτό έγκλημα. Εντούτοις, δεν υφίσταται κοινά αποδεκτός ορισμός. Ο Antonio Cassese, πρώτος πρόεδρος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία και πρώτος πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου για τον Λίβανο, προτάσσει τέσσερα στοιχεία που πρέπει να συντρέχουν για την αντικειμενική υπόσταση της τρομοκρατίας. Καταρχήν, πρέπει να πρόκειται για τέλεση εγκληματικής πράξης, δηλαδή εγκληματική ενέργεια σύμφωνα με τα περισσότερα εθνικά νομικά συστήματα, όπως ανθρωποκτονία, απαγωγή, ομηρεία, βασανιστήρια, βομβαρδισμοί, εμπρησμοί. Έπειτα, ο σκοπός πρέπει να είναι να σκορπιστεί ο τρόμος στον πληθυσμό ή συγκεκριμένες ομάδες με απειλές ή βίαιες πράξεις, ο εξαναγκασμός μιας εθνικής ή διεθνούς αρχής να απόσχει ή να προβεί σε πράξη. Τα κίνητρα από την άλλη πρέπει να είναι ιδεολογικά, πολιτικά ή θρησκευτικά, ενώ πρέπει να έχει διεθνικό χαρακτήρα χάρη στους αυτουργούς, τα θύματα, τα μέσα είτε τον αντίκτυπο που έχει σε τρίτο κράτος η ενέργεια. Ως προς την υποκειμενική υπόσταση, πρέπει να αποδεικνύεται η πρόθεση του δράστη, καθώς και ειδική εγκληματική πρόθεση (dolus specialis) να προκληθεί τρόμος.

Περνώντας τώρα στον IRA, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία ιστορική αναδρομή της δημιουργίας, της εξέλιξης και του τέλους τους χωρίς να προβούμε σε εκτενείς και άρα περισσότερο αμφισβητήσιμες λεπτομέρειες. Ο IRA αποκτά τη δομή ένοπλης αντιστασιακής οργάνωσης το 1919 στον Ιρλανδικό Πόλεμο Ανεξαρτησίας (1919-1921) ενάντια στους Βρετανούς, ως διάδοχος και απότοκο της συνεργασίας μεταξύ των Irish Volunteers (1913), του Irish Citizen Army (1913), του Cumann na mBan (1914) και του Fianna Éireann (1909), οι οποίες ήταν όλες ένοπλες ομάδες ρεπουμπλικάνων εθνικιστών Ιρλανδών. Το κόμμα Sinn Féin λειτουργούσε κάπως άτυπα τουλάχιστον τον πρώτο καιρό ως το πολιτικό σκέλος του IRA. Σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός ύπαρξης του IRA περιελάμβανε την ανεξαρτητοποίηση από το Ηνωμένο Βασίλειο και την εγκαθίδρυση μιας republic (σκοπίμως δεν μεταφράζεται “δημοκρατία” λόγω της εννοιολογικής τους διαφοράς) με την Ιρλανδία επανενωμένη.

Οι τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Αγγλο-Ιρλανδικού πολέμου ήταν κυρίως guerilla, ανταρτοπολέμου, με δολιοφθορές, ενέδρες και επιδρομές και απεδείχθησαν ιδιαιτέρως επιτυχημένες, αφού οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να συναινέσουν τελικά στην δημιουργία δύο οντοτήτων∙ του Ιρλανδικού Ελεύθερου Κράτους, στο οποίο δόθηκε το status του dominion (αυτοκυβέρνηση) εντός του Commonwealth, και της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου εξαιτίας της πλειοψηφικής βρετανικής παρουσίας στην περιοχή του Ulster, παρέμεινε κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι εν λόγω όροι της συμφωνίας ειρήνης, ωστόσο, φαίνεται πως δεν βρήκαν σύμφωνα αρκετά από τα μέλη κι έτσι η οργάνωση “έσπασε” σε δύο παρατάξεις: τους Άτακτους (“Irregulars”) με αρχηγό τον Éamon de Valera, που ξεκίνησαν ένοπλη αντίσταση αυτή τη φορά κατά της νέας κυβέρνησης, και στην ομάδα που υποστήριζε την συμφωνία και στελέχωσε ουσιαστικά τον πυρήνα του επίσημου Irish Free State Army, υπό τον Michael Collins ο οποίος ηγείτο του IRA μέχρι τότε και ήταν πρόεδρος του Sinn Féin.

Ακολούθησε, λοιπόν, εμφύλιος πόλεμος (1922-1923) και παρ’ όλο που έληξε με την ήττα και συνθηκολόγηση των Ατάκτων – χάρη στη συνδρομή των Βρετανών στον αγώνα των υπέρμαχων της συνθήκης -, οι ίδιοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και να αυτοδιαλυθούν. Οι στόχοι ήταν μεταξύ άλλων η περιφρούρηση της τιμής της δημοκρατίας και η υποστήριξη της κυριαρχίας και ενότητάς της, η ίδρυση και υποστήριξη μιας νόμιμης ιρλανδικής κυβέρνησης – αφού δεν αναγνώριζαν την ήδη υπάρχουσα -, η διασφάλιση και υπεράσπιση των πολιτικών και θρησκευτικών ελευθεριών, των ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών των πολιτών. Άρχισαν συστηματικές επιθέσεις κατά κρατικών υπαλλήλων, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως τρομοκρατικές ακόμα κι από τη μερίδα πολιτών που εναντιωνόταν στην συμφωνία. Αναπόφευκτα η επιρροή και δημοτικότητα του IRA μειώθηκαν, ενώ σε αυτό συνετέλεσε αξιοσημείωτα και η ίδρυση του κόμματος Fianna Fáil το 1926 από τον de Valera και η μετέπειτα εκλογική του νίκη το ’32, χάρη στην οποία πάρθηκε σειρά μέτρων που υπέσκαψαν την ηθική νομιμοποίηση του ένοπλου αγώνα του IRA (διακοπή πληρωμών προσόδων γης στην Βρετανία και όρκου πίστης στο Στέμμα, απαγόρευση της βρετανικής πρόσβασης στο ιρλανδικό ναυτικό).

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπάρχουν επίσημες αναφορές ότι υπήρξαν δίαυλοι επικοινωνίας του IRA με την Γερμανία παρόλη την ουδετερότητα που επέλεξε να κρατήσει η χώρα, και ταυτόχρονα κατασκοπεία και σαμποτάζ για λογαριασμό της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών. Η πιο αξιόλογη απόπειρα συνεργασίας σημειώθηκε με την Operation Dove, όπου μέλη του IRA προσέγγισαν τις γερμανικές αρχές προσφέροντάς τους μία συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης, προκειμένου να εκδιώξουν τους Βρετανούς. Οι Γερμανοί δεν θεώρησαν τον IRA ως αξιόπιστο σύμμαχο και έτσι οι προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν.

Το 1949 η Δημοκρατία της Ιρλανδίας αποχωρεί από την Βρετανική Κοινοπολιτεία κι έτσι ο IRA επικεντρώνει τις δραστηριότητές του στο βόρειο κομμάτι του νησιού, στο Ulster, υπερασπιζόμενος του καθολικούς, οι οποίοι ουσιαστικά ήδη από τη δεκαετία του 1920 ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αντιμέτωποι με πολλαπλές διακρίσεις ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την απασχόληση και την στέγαση. Σοβαρές πολεμικές προσπάθειες δεν οργανώθηκαν μέχρι το 1956, όταν ξεκινά η λεγόμενη “Διασυνοριακή Εκστρατεία” (“Border Campaign”) με στόχο την επίθεση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και δημόσια κτίρια στα σύνορα ούτως ώστε να δημιουργηθούν εν τέλει ελεύθερες περιοχές. Το 1962 το στρατιωτικό συμβούλιο του IRA αποφασίζει τον τερματισμό της, εφόσον δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στο μεταξύ, έχουν ξεκινήσει έντονες συγκρούσεις με τον βρετανικό στρατό σηματοδοτώντας την αρχή μιας μακράς αιματηρής περιόδου εν ονόματι “Ταραχές”, η οποία διήρκησε τρεις δεκαετίες, μέχρι το 1998, και ήταν γεμάτη βία, βομβαρδισμούς και βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονίες, ενέδρες τύπου ανταρτοπολέμου – και εδώ ερχόμαστε να αναρωτηθούμε εάν μπορεί να γίνεται λόγος για τρομοκρατικές ενέργειες.

Στα τέλη της δεκαετίας αναζοπυρώνεται το κίνημα για τα δικαιώματα των καθολικών και ο τρόπος διεκδίκησης των αιτημάτων αυτών φέρεται να είναι και το αίτιο ενός νέου διχασμού εντός της οργάνωσης, σε μία Επίσημη (“Official”, OIRA) και μία Προσωρινή (“Provisional”, PIRA) πτέρυγα. Ηγέτης της πρώτης ήταν ο μαρξιστής Cathal Goulding, ο οποίος εν πολλοίς στιγμάτισε τον ιδεολογικό προσανατολισμό της εν λόγω παράταξης. Επίσης, η προσέγγιση και στρατολόγηση των προτεσταντών εργατών στον Βορρά κατείχε μείζονα σημασία στην επίτευξη μιας ενοποιημένης σοσιαλιστικής Ιρλανδίας∙ απώτερος σκοπός και των δύο. Η ΕΣΣΔ εξόπλιζε σταθερά τους Επίσημους στον ένοπλο αγώνα τους, ενώ κάποια μέλη διατήρησαν παρουσία στα πολιτικά δρώμενα μέσω του Sinn Féin. Από την άλλη, οι “Provos” επρόκειτο για πιο βίαιους υποστηρικτές του κοινωνικού συντηρητισμού και της ρωμαιοκαθολικής πίστης. Αν και η επαναστατική τους φύση τους καθιστούσε αντικαπιταλιστές, όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο ηγέτης τους Seán Mac Stíofáin, ουδεμία σχέση είχαν με κομμουνιστικές οργανώσεις. Η προμήθεια όπλων από την Λιβύη του Gaddafi και η οικονομική αρωγή από τους Ιρλανδούς της διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες έκανε περισσότερο ελκυστική την Προσωρινή πτέρυγα κι έτσι κατέληξε να γίνει η κυρίαρχη εκ των δύο. Σχετικά συχνές εμπλοκές συνέβαιναν και με το Ιρλανδικό Ρεπουμπλικανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ιδρυθέν το 1974), μία αποσχισθείσα ομάδα από τους Επίσημους με στρατιωτική πτέρυγα τον Ιρλανδικό Απελευθερωτικό Στρατό, η οποία συστάθηκε από πρώην Επίσημους ανικανοποίητους με την παύση των ενεργειών.

Το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων των καθολικών στη Β. Ιρλανδία φτάνει στο ζενίθ του, όσο βρίσκονται εν εξελίξει οι λεγόμενες “Ταραχές”, και συγκεκριμένα σε μια περίοδο όπου φυλακίζοταν χωρίς δίκη οποιοσδήποτε ύποπτος για ανάμιξη με τον IRA. Σημείο καμπής θα αποτελέσει η διαδήλωση της “Ματωμένης Κυριακής” (“Bloody Sunday”) της 30ης Ιανουαρίου 1972 στο Derry, η οποία κατέληξε στον θάνατο 13 διαδηλωτών πολιτών από Βρετανούς στρατιώτες. Έκτοτε παρατηρείται μαζική ένταξη πολιτών και δη καθολικών στους κόλπους του IRA. Μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, ο φόνος του 19χρονου φαντάρου William Best στο ίδιο μέρος θα τρομοκρατήσει την τοπική γνώμη και θα κάνει την Επίσημη παράταξη λιγότερο δημοφιλή∙ γεγονός που θα οδηγήσει το στρατιωτικό συμβούλιο να αναστείλει τις δράσεις της τον ίδιο κιόλας μήνα και να μετατρέψει το κίνημα σε μαρξιστικό κόμμα. Ως εκ τούτου, το Sinn Féin έγινε λίγο αργότερα Εργατικό Κόμμα, απομακρύνοντας έτσι τον ιρλανδικό ρεπουμπλικανισμό από τις παρτιζάνικες πρακτικές και θέτοντάς τον σε ένα εκλογικό πλαίσιο.

Η “ποινικοποίηση” των πολιτικών κρατουμένων το 1976 έρχεται ως μία απόπειρα σκληρότερης τιμωρίας με βασανιστήρια και ψυχολογική και σωματική βία κατά των μελών του IRA εντός των φυλακών, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα αφού δεν πτοούνταν και ως ένδειξη διαμαρτυρίας έκαναν εξαντλητικές έως και θανατηφόρες απεργίες πείνας. Συγκεκριμένα, οι απεργίες πείνας του 1981 που οδήγησαν στον θάνατο 7 φυλακισμένους αποτέλεσαν ορόσημο των αγώνων των Προσωρινών. Το 1985 έρχεται η Αγγλο-Ιρλανδική Συμφωνία που υπογράφηκε από την τότε Πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας Margaret Thachet και τον ομόλογό της από την Ιρλανδία, Garrett FitzGerald, χάρη στην πίεση που ασκούσε η μεγέθυνση του Sinn Féin χάρη στην λεγόμενη Armalite and Ballot Box Strategy που υιοθέτησε – συνεχίζοντας, δηλαδή, ταυτόχρονα τον ένοπλο αγώνα – στο πιο μετριοπαθές Σοσιαλδημοκρατικό και Εργατικό Κόμμα (SLDP), το οποίο όμως έχαιρε μεγαλύτερης υποστήριξης από το εκλογικό σώμα. Η συμφωνία αν δεν προέβλεπε καμία αλλαγή στο καθεστώς της Β. Ιρλανδίας όσο η πλειοψηφία τάσσεται κατά της ένωσης, επρόκειτο να αλλάζει ριζικά το πλαίσιο εντός του οποίου θα δρούσε ο IRA τα επόμενα χρόνια. Η κυβέρνηση στο Δουβλίνο πια αποκτά συμβουλευτικό ρόλο στα ζητήματα της μειονότητας στη Β. Ιρλανδία και αποφασίζεται η δημιουργία μίας διακυβερνητικής διάσκεψης κατά την οποία θα ετίθετο επί τάπητος ένα ευρύ φάσμα θεμάτων ασφάλειας, νόμων και πολιτικής.

Ο Gerry Adams του Sinn Féin εργάστηκε από κοινού εντατικά το 1991 με τον John Hume του SLDP προκειμένου να πείσουν την οργάνωση να βάλει τέλος στις βίαιες δράσεις της. Η Αγγλο-Ιρλανδική συμφωνία, όμως, δεν είχε καμία επίδραση ως προς τις δραστηριότητες του IRA, οι οποίες συνεχίστηκαν έως και τα τέλη της αδιάκοπα, μέχρι οι ελλείψεις πυρομαχικών, ο θάνατος αρκετών μελών, η εξόντωση αμάχων και η φθίνουσα δημοτικότητά του να τον αναγκάσουν στις 31 Αυγούστου 1994 να ανακοινώσει κατάπαυση του πυρός. Δύο χρόνια πέρασαν μέχρι ο IRA να βομβαρδίσει ξανά το Λονδίνο – ο IRA δρούσε ανέκαθεν αποφασιστικά και εκτός της νήσου και οριστική κατάπαυση εξαγγέλθηκε εν τέλει στις 12 Ιουλίου 1997. Αμέσως προκάλεσε την απόσχιση κάποιων μελών που επιθυμούσαν και έκαναν πράξη την συνέχιση των βίαιων ενεργειών και συνέστησαν τον Αληθινό IRA (“Real”), ο οποίος υπάρχει μέχρι και σήμερα. Τον Σεπτέμβρη του ’97 για πρώτη φορά πραγματοποιείται συνάντηση μεταξύ Βρετανών και Sinn Féin και τον επόμενο χρόνο υπογράφεται η Good Friday ή αλλιώς Belfast Agreement, σύμφωνα με την οποία η ένωση με την Ιρλανδία, ή η παραμονή στο Η.Β. αποτελεί απόλυτα ελεύθερη νόμιμη επιλογή της πλειοψηφίας της Β. Ιρλανδίας, ενώ πρόκειται για ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τους κατοίκους της Ιρλανδίας κατόπιν συμφωνίας των δύο μερών και χωρίς εξωτερική παρέμβαση.

Για τους Βρετανούς, λοιπόν, ο IRA ήταν καθαρά μία τρομοκρατική οργάνωση, τα ιδεολογικά κίνητρα της οποίας φάνταζαν και φαντάζουν σχεδόν ουτοπικά μιας και η ένωση της Ιρλανδίας όχι μόνο τώρα, αλλά και τότε, ρεαλιστικά δεν θα μπορούσε να πραγματωθεί εξαιτίας της βρετανικής πλειοψηφίας του Ulster, που παραμένει μέχρι και σήμερα βέβαια σταθερά υπέρ της παραμονής στο Στέμμα, αχρηστεύοντας έτσι θα μπορούσε να πει κανείς τις χρόνιες αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Ιρλανδών και Βρετανών. Για τους ίδιους τους Ιρλανδούς αγωνιστές, όμως, ήταν αυταπόδεικτο πως ο αγώνας τους για ελευθερία αρχικά και ένωση ύστερα ήταν απαραίτητος έως και “ιερός”, παρ’ όλο που αρκετές φορές ανά τα χρόνια όπως είναι φυσικό επικρατούσε απογοήτευση και αποτελμάτωση στις ένοπλες και μη προσπάθειες. Ως εκ τούτου, οι όποιες πρακτικές επιλέχθηκαν θεωρούνταν σε γενικές γραμμές “δικαιολογημένες” και επιβεβλημένες – πλην επιθέσεων σε αθώους αμάχους. Δύσκολα ένας μαχητής του IRA θα χαρακτήριζε τις ενέργειες τρομοκρατικές και για αυτόν ακριβώς τον λόγο βρίσκεται σε δυσχερή θέση κάποιος όσον αφορά την αναζήτηση και τον προσδιορισμό της αλήθειας. Ας μην ξεχνάμε επίσης και την μεταβολή της φύσης και της δομής της οργάνωσης ανά τις δεκαετίες∙ πράγμα το οποίο καθιστά ακόμα δυσκολότερο τον ακριβή χαρακτηρισμό. Ο IRA των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα κάλλιστα μπορεί να προσδιοριστεί ως παραστρατιωτική ένοπλη ομάδα που μάχεται για ανεξαρτησία, ενώ οι  Προσωρινοί λόγω των βιαιοτήτων κατά τη διάρκεια των Ταραχών έχουν χαρακτηριστεί από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και φυσικά το Ηνωμένο Βασίλειο ως τρομοκρατική οργάνωση.

Σε τελική ανάλυση, ο όρος τρομοκρατία καταλήγει μάλλον περισσότερο πολιτικός παρά νομικός, πράγμα που θα σήμαινε σαφώς αυστηρή και σχετικά απαρέγκλιτη εννοιολόγηση, υιοθέτηση ενός ευρέος κοινού ορισμού. Για αυτό άλλωστε βλέπουμε τη σημερινή εποχή μεγάλη απόκλιση στη συζήτηση μεταξύ των κρατών για τον χαρακτηρισμό οργανώσεων όπως η Hamas, η Boko Haram, οι Ταλιμπάν, το ISIS και τα παρακλάδια του, η al-Qaeda και τα διάφορα παρακλάδια της, η Hezbollah, οι Φρουροί της Επανάστασης στο Ιράν, το κουρδικό PKK, οι FARC στην Κολομβία και ούτω καθεξής. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει εξέχουσα σημασία είναι ο προσανατολισμός των συμφερόντων, πολιτικών, γεωπολιτικών και οικονομικών, ο οποίος θα καταστήσει αναγκαίο ή όχι τον χαρακτηρισμό.

Συντάκτης: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου

Πηγές: 


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις του What Politics Means και της συντακτικής ομάδας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του What Politics Means. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των δύο έως τριών πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο What Politics Means. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.