Η φρικαλεότητα των Ναζί και του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, παραμένει μέχρι και σήμερα στις μαύρες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας. Ο θάνατος και ο διωγμός είναι οι λέξεις που περιγράφουν τα χρόνια εκείνα του πολέμου. Το εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό κράτος μέσω της τακτικής που επέβαλε για την “κάθαρση” όλων όσων ήταν “ανεπιθύμητοι” και “ανάξιοι να ζήσουν” έφερε ενώπιων της φρίκης και του θανάτου άμαχο πληθυσμό, γυναίκες και παιδιά.
Όπως είναι φυσικό, μετά τη λήξη του πολέμου, τα αποτρόπαια αυτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν, δεν μπορούσαν να παραμείνουν ατιμώρητα. Ήδη από το χειμώνα του 1942, οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν εκφράσει την πρόθεση τους να φέρουν ενώπιων της δικαιοσύνης τους εγκληματίες πολέμου των Ναζί. Συγκεκριμένα, στις 17 Δεκεμβρίου 1945, οι ηγέτες των Ηνωμένων πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας και της Σοβιετικής ένωσης εξέδωσαν την πρώτη κοινή διακήρυξη που αναγνώριζε επισήμως τη μαζική δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης και ανήγγειλε την δίωξη των υπευθύνων για βιαιοπραγία εις βάρος αμάχων πληθυσμών.
Στις 18 Οκτωβρίου 1945, οι επικεφαλής εισαγγελείς του Διεθνούς στρατοδικείου είχαν ολοκληρώσει την απαγγελία του κατηγορητηρίου κατά 24 ηγετικών στελεχών των ναζί. Οι τέσσερις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν αφορούσαν την συνωμοσία για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ειρήνης, εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στις 20 Νοεμβρίου του 1945, μόλις εξίμιση μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, ξεκίνησαν και επίσημα οι δίκες των κορυφαίων Γερμανών αξιωματούχων ενώπιων του διεθνούς δικαστηρίου. Κάθε ένα από τα συμμαχικά κράτη -ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Σοβιετική Ένωση και Γαλλία- όρισε έναν δικαστή και μία ομάδα δημόσιων κατηγόρων, ενώ πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αρχιδικαστής Τζέφρι Λόρενς από τη Μεγάλη Βρετανία.
Οι κατηγορούμενοι ύστερα από πολλές συζητήσεις ήταν 24 και επιλέχθηκαν λόγω του ότι εκπροσωπούσαν ένα ευρύ φάσμα της ναζιστικής ηγεσίας σε τομείς όπως η διπλωματία, η οικονομία και η πολιτική των ενόπλων δυνάμεων. Ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Γιόζεφ Γκέμπελς δεν δικάστηκαν ποτέ, καθώς είχαν αυτοκτονήσει πριν το τέλος του πολέμου και για να μην δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ήταν ακόμα ζωντανοί, το διεθνές στρατιωτικό δικαστήριο αποφάσισε να μην τους δικάσει μετά θάνατον.
Το διεθνές δικαστήριο όρισε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ως “δολοφονία, εξολόθρευση, υποδούλωση, εκτοπισμό ή διώξεις με βάση πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια”. Ακόμη, προστέθηκε άλλη μία κατηγορία για συνωμοσία εξαιτίας της κάλυψης των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν υπό το καθεστώς στα πλαίσια της εγχώριας ναζιστικής νομοθεσίας πριν από την έναρξη του Β παγκοσμίου πολέμου και ώστε να αποκτήσουν τυχόν μελλοντικά στρατοδικεία την απαραίτητη δικαιοδοσία για την δίωξη κάθε ατόμου που ανήκει σε μία οργάνωση, η οποία είναι αποδεδειγμένα εγκληματική.
Ύστερα από απόφαση του επικεφαλής εισαγγελέα Ρόμπερτ Τζάκσον, η εκδίκαση της υπόθεσης στηρίχθηκε στους τεράστιους όγκους εγγράφων που είχαν συνταχθεί από τους ίδιους τους ναζί, κι όχι σε καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες, ώστε να μην υπάρχει αμφισβήτηση λόγω πιθανών αναξιόπιστων ή μεροληπτικών μαρτύρων. Ακόμη, όλα όσα γνωρίζουμε για το ολοκαύτωμα σήμερα, καθώς και οι λεπτομέρειες για τους μηχανισμούς εξόντωσης του Άουσβιτς, την καταστροφή του γκέτο της Βαρσοβίας και την στατιστική εκτίμηση για τα έξι εκατομμύρια εβραίων θυμάτων, προκύπτουν από τις καταθέσεις που παρουσιάστηκαν στη Νυρεμβέργη.
Για την καταδίκη χρειάστηκε η σύμφωνη γνώμη τριών εκ των τεσσάρων δικαστών και η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε από τους ίδιους την 1η Οκτωβρίου του 1946. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου για τους κατηγορούμενους ήταν οι εξής: δώδεκα κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, αναμεσά τους οι Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ, Χάνς Φράνκ, Άλφρεντ Ρόζενμπερκ και Γιούλιους Στράιχερ, οι οποίοι εκτελέστηκαν διά απαγχονισμού, αποτεφρώθηκαν στο Νταχάου και οι στάχτες τους σκορπίστηκαν στον ποταμό Ίζαρ. Επίσης, τρείς κατηγορούμενοι σε ισόβια κάθειρξη, τέσσερις σε ποινές φυλάκισης από 10 έως 20 έτη και τρείς κατηγορούμενοι, αθωώθηκαν. Τέλος, ο Χέρμαν Γκέρικ που είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αυτοκτόνησε την παραμονή της εκτέλεσης για να αποφύγει τον απαγχονισμό.
Φυσικά, η δίκη του διεθνούς δικαστηρίου της Νυρεμβέργης δεν ήταν η μοναδική, ήταν όμως η πιο ευρέως γνωστή και μία από τις πρώτες που διεξήχθησαν για τα εγκλήματα πολέμου. Στις υπόλοιπες δίκες που ακολούθησαν καταδικάστηκαν μεταξύ άλλων, φύλακες και διοικητές των στρατοπέδων συγκέντρωσης, γιατροί που συμμετείχαν σε ιατρικά πειράματα, μέλη της γκεστάπο και των SS και πολλοί άλλοι. Ωστόσο, πολλοί ιθύνοντες και εγκληματίες πολέμου δεν παραπέμφθηκαν ποτέ σε δίκη, ούτε τιμωρήθηκαν από την δικαιοσύνη.
Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ταράτσα