Η εργασία αποτελεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, καθώς εκτός από την βιοποριστική της στόχευση, θεωρείται, μάλιστα, μέσο έκφρασης, δημιουργίας και ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου. Δεν είναι τυχαίος ο συσχετισμός της ευκολίας ανεύρεσης εργασίας και συνάμα του μεγέθους των επιπέδων ανεργίας, με το αντίστοιχο βιοτικό επίπεδο κάθε κράτους. Ιδιαίτερα, στην σύγχρονη εποχή του υλισμού και της μεγιστοποίησης των αναγκών, η απασχόληση σε μη προσοδοφόρα εργασία και η αεργία καταλογίζονται ως κοινωνικό στίγμα, με ολέθριες συνέπειες στην ψυχοσύνθεση του πολίτη. Παράλληλα, αυτή η παραφροσύνη της σημερινής κοινωνίας με τους γρήγορους ρυθμούς και τις υψηλές προσδοκίες έχει επεκταθεί και στο κομμάτι της εργασίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση αρνητικών φαινομένων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπερεργασία.
“Φρένο” σε αυτή τη τάση τίθεται με τον νόμο 5053/2023, οποίος συμμορφώνεται με την ευρωπαϊκή οδηγία 2019/1153, αλλάζοντας οριστικά σελίδα στο κεφάλαιο, που ονομάζεται εργασία και προμηνύοντας, με αυτό το τρόπο, ένα ευοίωνο μέλλον για την εργατική κοινότητα. Το καινούργιο εργατικό νομοσχέδιο προβλέπει μια σειρά ρυθμίσεων, αποσκοπώντας στην κάλυψη ακουσίων κενών του τέως τρέχοντος νομοθετήματος, λόγω της εμφάνισης νέων απαιτήσεων και ευρύτερα μορφών εργασίας, με απώτερο στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών επιταγών. Επιπρόσθετα, οι νομοθετικές ρυθμίσεις σπεύδουν να αυστηροποιήσουν την επιβολή ποινών στις ήδη προβλεπόμενες εργασιακές παραβιάσεις, στοχεύοντας το Υπουργείο Εργασίας την οριστική πάταξη τους. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτική ηγεσία, όχι μόνο προασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων, αλλά κατοχυρώνει νομικά εργασιακές προοπτικές, που θα μπορούσαμε να τις κατονομάσουμε πρωτοπορίες, ακολουθώντας με αργά και προοδευτικά βήματα τα διεθνή εξελιγμένα πρότυπα.
Μια από αυτές τις προοπτικές -η οποία είναι άξια αναφοράς- είναι η δυνατότητα παροχής εργασίας “κατά παραγγελία”. Πρόκειται για ένα πρότυπο εργασία, κατά το οποίο, ο εργαζόμενος καλείται να παρέχει τις υπηρεσίες τους σε συγκεκριμένα διαστήματα, κατόπιν ειδοποίησης του εργοδότη εντός των προηγούμενων είκοσι τεσσάρων ωρών. Αυτό το πλαίσιο επιτρέπει την ένταξη μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα ειδικές κοινωνικές ομάδες, όπως η φοιτούσα νεολαία, παρέχοντας ένα ευέλικτο εργασιακό πρόγραμμα. Βέβαια, το παραπάνω μέτρο είναι αμφιλεγόμενο, δεχόμενο την επίκριση πολλών πολιτικών μελετητών. Εκείνοι υποστηρίζουν, πως η παρούσα θέσπιση προωθεί, τόσο την υποαπασχόληση, την λεγόμενη “part time job”, όσο και την καλλιέργεια ευκαιριακών συνθηκών εργασίας.
Εκτός από την προαναφερθείσα διάταξη του πρόσφατου νόμου, στο επίκεντρο του σχολιασμού βρέθηκε το ενδεχόμενο της πολλαπλής απασχόλησης, προκαλώντας μια σειρά αντιδράσεων. Σύμφωνα με εκείνο, ο κάθε εργαζόμενος μπορεί να δεσμεύεται από περισσότερες από μία συμβάσεις εργασίας, εκπληρώνοντας την παροχή του εκτός του προβλεπόμενου ωραρίου της εκάστοτε δουλείας. Ουσιαστική προϋπόθεση της νομιμότητας της ρύθμισης απαρτίζει η υποχρέωση, ο χρόνος ανάπαυσης ανά εικοσιτετράωρο, να μην ανέρχεται κάτω των έντεκα ωρών, μειώνοντας τον χρόνο ανάπαυσης κατά δύο ώρες από τον προϊσχύσαντα, ο οποίος οριζόταν στους δεκατρείς. Η μείωση αυτή είναι το μελανό σημείο του νομοσχεδίου, έχοντας κατακριθεί ότι καθιστά τη δουλειά σε δουλεία και ότι θίγει ένα κεκτημένο αγαθό, κάτω από ακραία θεώρηση. Παρόλα αυτά, το ορθό είναι να γίνει λόγος και στην ωφέλεια, που μπορεί να επιφέρει στην εργασιακή εξέλιξη του ατόμου, στη προώθηση ενός προτύπου εργαζόμενου πολυπράγμονος και ευρύτερα στην ελευθερία που του προσφέρει να εκχωρεί σε συμβάσεις εργασίας.
Αναφερόμενοι σε εργασιακή ελευθερία, ένα σημαντικό ζήτημα που ρυθμίστηκε εκ νέου και επαναδιαπραγματεύθηκε το νομοσχέδιο, συνιστά η απεργία. Η έσχατη λύση για την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων, θεωρείται η αποχή από την υπηρεσία τους. Σαφώς, αυτή η αποχή ακολουθεί έναν τύπο, μέσα στον οποίο -πλην των υπολοίπων στοιχείων- οι απεργοί οφείλουν να μην παρακωλύουν την λειτουργία της επιχείρησης, ούτε να εμποδίζουν όσους θέλουν να εκπληρώσουν κανονικά την συμβατική τους παροχή. Σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης με το Ν 5053 ορίζεται ως ποινή, υποχρέωση προς καταβολή πέντε χιλιάδων ευρώ και έκτιση φυλάκισης τουλάχιστον έξι μήνες, αποτελώντας δικλείδα ασφάλειας, κυρίως για τους εργοδότες. Όμως, η ισχυροποίηση του “αντιτίμου” της παραβατικής συμπεριφοράς κατακόρυφα δημιουργεί προβληματισμό και οι λάτρεις των “θεωριών συνωμοσίας” θα μπορούσαν να υπογραμμίσουν, πως αυτή η ρύθμιση προσπαθεί να “εκφοβίσει” και να “ευνουχίσει” τους ανθρώπους , αποθαρρύνοντας τους και απομακρύνοντάς τους από το δικαίωμα της απεργίας. Επιπλέον, θα μπορούσε να διατυπωθεί, πως δεν λαμβάνει υπόψιν της την αρχή της αναλογίας, εφόσον η κύρωση είναι δυσανάλογη με το πταίσμα.
Κλείνοντας, είναι ζωτικής σημασίας να σημειώσουμε ότι το εργατικό δίκαιο είναι από τα παλαιότερα δίκαια, που στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε ορισμένες νομοθεσίες, με συνέπεια η ψήφιση του νέου εργασιακού νομοσχεδίου να μπορεί να θεωρηθεί επιτακτική ανάγκη. Το νομοσχέδιο παρά την επίκριση που δέχθηκε, αναμφισβήτητα άνοιξε νέους δρόμους για την ελληνική εργασιακή πραγματικότητα και κανείς δεν αρμόζει να αμφισβητήσει τον “αέρα αλλαγής” και προόδου που αποπνέει, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του σύγχρονου εργοδότη και εργαζομένου εξίσου.
Συντάκτης: Γαρυφαλλένια Λιάκου