Η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς, φέρνει στο προσκήνιο τον περιφερειακό ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι το Ισραήλ φίλος και σύμμαχος της χώρας και για αυτό πρέπει να το υποστηρίζουμε τυφλά; Έχουμε ιστορική δέσμευση απέναντι στους Παλαιστινίους να σταθούμε στο πλευρό τους; Επιτάσσει το εθνικό συμφέρον να παραμείνουμε ουδέτεροι; Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα θέματα που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το ιστορικό των ελληνοϊσραηλινών σχέσεων-και κατ’ επέκταση πως αυτές διαμορφώνονται, αντιστρόφως ανάλογα, με τις παλαιστινιακές- ήδη από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948.
Μια γνωστή φράση στις διεθνείς σχέσεις αναφέρει, πως δεν υπάρχουν μόνιμες φιλίες αλλά μόνιμα συμφέροντα. Ίσως δεν θα υπήρχε καταλληλότερη για να περιγράψει τις διμερείς αυτές σχέσεις. Έτσι άρχισαν να αμβλύνονται την τελευταία δεκαετία και να μετατρέπονται σε σχέσεις με αμοιβαίο όφελος.
Η περιφερειακή αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο, το 2011 μετά τις αραβικές εξεγέρσεις, τα τετελεσμένα της τουρκικής πολιτικής στο κυπριακό, όπως επίσης και η ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού αποτέλεσαν τα βασικά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η σχέση των δύο κρατών. Μέσω αυτής η Ελλάδα -και κατ’ επέκταση και η Κύπρος- εισέρχεται στον τομέα της ενέργειας, αφού μετατρέπεται σε έναν από τους βασικότερους διαμετακομιστές υδρογονανθράκων από την Ανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη, γεγονός που αναβαθμίζει το γεωστρατηγικό της αποτύπωμα. Από την άλλη το Ισραήλ, αντισταθμίζει την απώλεια της Τουρκίας και μάλιστα μπορεί να λεχθεί ότι την αναβαθμίζει, με ένα κράτος της Ε.Ε, πράγμα που καθιστά πιο θετικές τις ευρωπαϊκές αγορές στο ισραηλινό φυσικό αέριο, την περίοδο μάλιστα που κρίνεται επιτακτική η απεξάρτηση από το αντίστοιχο ρωσικό. Παράλληλα εισπράττει οικονομικά οφέλη από την πώληση οπλικών συστημάτων στις δύο χώρες.
Ας αναλύσουμε τώρα πώς διαμορφώνονται ιστορικά οι σχέσεις των δύο χωρών ξεκινώντας από το 1947. Την περίοδο αυτή, η Ελλάδα βρίσκεται στην δίνη εμφυλίου πολέμου με την δυτική βοήθεια να κρίνεται πιο αναγκαία από ποτέ. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ειδικότερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ύψιστης σημασίας παραμένει η προστασία της ομογένειας, που ζει σε αραβικές χώρες (σ.σ Αίγυπτος) και η τροφοδοσία σε πετρέλαιο. Όσο προχωρά η δεκαετία του ’50 προστίθεται στην ατζέντα και το κυπριακό, στο οποίο η Αθήνα, υπολογίζει στην στήριξη των αραβικών κρατών σε διεθνείς οργανισμούς. Έτσι, όταν τον Νοέμβριο του 1947, η Μεγάλη Βρετανία, φέρνει το ζήτημα ίδρυσης κρατών στον ΟΗΕ (Παλαιστινιακού και Ισραηλινού), η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που καταψήφισε την απόφαση 181. Η στάση αυτή δικαιολογήθηκε από θέση της το Παλαιστινιακό ζήτημα, να επιλυθεί σε διμερές επίπεδο με αμοιβαία επωφελής λύση προκειμένου να διασφαλιστεί η ειρήνη στην περιοχή. Παρόλα αυτά, το 1949 αναγνώρισε de facto το κράτος του Ισραήλ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, το κράτος του Ισραήλ που ζούσε πάντοτε με τον φόβο του αραβικού εθνικισμού, αναζητούσε περιφερειακούς συμμάχους, ήδη από την ίδρυση του. Ο ιδρυτής του David Ben Gurion είχε διατυπώσει την θεωρία των περιφερειακών συμμαχιών, στην λογική ότι οι μη αραβικοί λαοί της περιοχής, όφειλαν να συσπειρωθούν ενάντια στην αραβική εχθρότητα. Συνεπώς, η Ελλάδα ήταν στους σχεδιασμούς σύμπραξης των υπευθύνων χάραξης εξωτερικής πολιτικής του Ισραήλ, για τους λόγους όμως που αναφέρθηκαν, η απροθυμία της οδήγησε το Ισραήλ σε σύμπραξη με την Τουρκία.
Το έτος 1967, βρίσκει την Ελλάδα να διοικείται από μια χούντα και το Ισραήλ να αντιμετωπίζει πόλεμο εναντίον συμμαχίας αραβικών κρατών. Μέσα σε έξι μέρες (εξού και πόλεμος των έξι ημερών) κατέλαβε όλα τα εδάφη που προορίζονταν, σύμφωνα με την απόφαση 181 του ΟΗΕ, να αποτελέσουν το κράτος της Παλαιστίνης. Η Ελλάδα υπερψήφισε την απόφαση 242 του ΟΗΕ, που δέσμευε το Ισραήλ να αποσύρει τα στρατεύματα του στο προ του πολέμου status quo, ωστόσο, δεν διατάραξε πλήρως τις σχέσεις καθώς απομακρύνθηκε από προτάσεις και δηλώσεις, όπως για παράδειγμα αυτή της Αλβανίας που κατηγορούσε το Ισραήλ για “Ιμπεριαλιστικό πόλεμο”. Με άλλα λόγια, υπερψήφισε τις “προτάσεις αρχής” αλλά παράλληλα διατήρησε μια μέση γραμμή που ικανοποιούσε τόσο τις ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’70 η Αθήνα έχει βιώσει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και δύο πετρελαϊκές κρίσεις το 1973 και το 1979. Κυρίαρχο θέμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί η ανεύρεση συμμαχιών για ένα θέμα που έμελλε έκτοτε να καθορίζει την εξωτερική πολιτική, το κυπριακό. Δυστυχώς, οι ελληνικές προσπάθειες προσκρούουν στα αδιέξοδα προηγούμενων δεκαετιών και ειδικότερα στην διεθνή απομόνωση της χώρας, ως αποτέλεσμα των ενεργειών της δικτατορίας όσο και της μονοδιάστατης εξωτερικής πολιτικής υπέρ των ΗΠΑ.
Την διεθνή απομόνωση έρχεται να ταράξει ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (1973) όπου οι ειρηνευτικές συνομιλίες στο Κάμπ Νταίηιβιντ και η διάσπαση του ενιαίου αραβικού κόσμου, με την αποχώρηση της Αιγύπτου από τον συνασπισμό, διαμορφώνουν νέα δεδομένα. Η Αθήνα υπολογίζει στην αραβική στήριξη σε διεθνείς οργανισμούς έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, χωρίς όμως να είναι διατεθειμένη να παρακολουθήσει της εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής πόσω μάλλον να προσφέρει αμοιβαία βοήθεια στα αραβικά κράτη, στα πλαίσια του ΟΗΕ. Βασική παράμετρος στον σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί η σύνδεση με τις ευρωπαϊκές κοινότητες. Ωστόσο, διατηρεί τυπικές σχέσεις με το Ισραήλ, όπου απουσιάζει από την απόφαση 3379 της Γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ (10 Νοεμβρίου 1975), η οποία ταυτίζει τον σιωνισμό με ρατσισμό.
Τον Οκτώβριο του 1981, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές και η Ελλάδα απέκτησε την πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση στην ιστορία της. Στην εξωτερική πολιτική ακολουθήθηκε μια προσπάθεια αλλαγής των -μέχρι πρότινος- δεδομένων. Εφαρμόστηκε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, ρητορικά αδέσμευτη, η οποία συνοψίζεται στο σύνθημα που είχε εκφράσει ο ηγέτης του κόμματος Ανδρέας Παπανδρέου, “Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”.
Επιχειρήθηκε, μια φιλοαραβική προσέγγιση με πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά κίνητρα. Παρόλα αυτά, βασικός στόχος ήταν η ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Τον ίδιο μήνα πραγματοποιήθηκε η αναβάθμιση του Γραφείου Πληροφοριών της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) σε διπλωματική αντιπροσωπεία (είχε προηγηθεί η αντίστοιχη τουρκική αναβάθμιση το 1978).
Η ισραηλινή επίθεση στον Λίβανο το 1982 -γνωστή και ως επιχείρηση Ειρήνη για την Γαλιλαία- προκάλεσε σφαγές σε κέντρα προσφύγων και πυροδότησε κύμα διαμαρτυρίας εναντίον του Ισραήλ. Η ελληνική κοινή γνώμη ταύτισε την συγκεκριμένη επιθετικότητα, ως αντίστοιχη με την τουρκική ενώ ο κορυφωμένος αντιαμερικανισμός σε συνδυασμό με την υποστήριξη των ΗΠΑ σε Ισραήλ και Τουρκία (ιδίως και μετά την κρίση του Μαρτίου 1987) σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, καθιστούσε την ελληνική εξωτερική πολιτική δέσμια ιδεοληψιών, την στιγμή που η ΕΕ πίεζε την χώρα να εναρμονίσει την πολιτική της -για την de jure αναγνώριση του Ισραήλ- με αυτήν της Ένωσης.
Το 1988, τελικά, αποφασίστηκε η αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, καθώς στην νέα δεκαετία που διαφαινόταν η Ελλάδα επιθυμούσε την ταύτιση της με την Κοινότητα ενώ ο διπολικός κόσμος κατέρρεε, καθιστώντας περίπλοκο το διεθνές σύστημα. Η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της realpolitic αφού διατηρούνταν αναλλοίωτες οι σχέσεις με τους παλαιστινίους και άρχιζαν να διαμορφώνονται έκτοτε οι αντίστοιχες ελληνοϊσραηλινές. Η Ελλάδα ήταν το τελευταίο κράτος της ΕΕ που αναγνώρισε de jure το Ισραήλ το 1990 επι Πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Σημαντικό ρόλο στην στροφή αυτή της εξωτερικής πολιτικής (πέραν των προαναφερθέντων) διαδραμάτισε και η σκέψη τόσο της Αθήνας όσο και της Λευκωσίας, ότι η σχέση με το Ισραήλ μπορεί να επηρεάσει το ισχυρό εβραϊκό λόμπι τις ΗΠΑ να στηρίξει τις ελληνικές θέσεις έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού και να επηρεάσει την αμερικανική πολιτική σκηνή. Ο πόλεμος του κόλπου, την ίδια περίοδο αναδείκνυε το αμερικανικό ενδιαφέρον για την περιοχή αλλά και τη σημασία του εβραϊκού λόμπι.
Η άμβλυνση εντάσεων μεταξύ ισραηλινών και παλαιστινίων το 1993, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας Όσλο-Ουάσιγκτον, επέτρεπε στην ελληνική εξωτερική πολιτική να ενισχύσει τους μέχρι πρότινος αδύναμους δεσμούς με το Ισραήλ. Έτσι το 1994, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου υπέγραψε στρατιωτική συμφωνία με τον ομόλογό του Γιτζάκ Ραμπίν, η οποία περιλάμβανε κοινά αεροπορικά γυμνάσια, επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης και συνεργασία στον τομέα της άμυνας. Ωστόσο, η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε λόγω των επιφυλάξεων ότι η προσέγγιση με το Ισραήλ ίσως διαρρήγνυε τις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, του οποίου η στήριξη στους διεθνείς οργανισμός παρέμενε ακόμα σημαντική καθώς στην εξίσωση πλέον προστέθηκε σαν πρόβλημα και το Μακεδονικό.
Ένας ακόμη λόγος για την μη εφαρμογή της συμφωνίας, αποτέλεσαν οι ιδεοληψίες του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ αλλά και η αντιαμερικανική ρητορική του -που εφάρμοζε καθ΄ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του- ότι οι στενές σχέσεις Ισραήλ-Τουρκίας θα διαταράξουν το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Έτσι, το 1996 η Άγκυρα έσπευσε να καλύψει το κενό και υπέγραψε την αντίστοιχη (ελληνική) συμφωνία με το Τελ Αβίβ. Συνεπώς, η Αθήνα βρέθηκε απομονωμένη στην περιοχή και στο μάτι του κυκλώνα λόγω της αγοράς των S-300. H Αθήνα θεωρούσε, ότι η συγκεκριμένη συμφωνία ενισχύει διπλωματικά και αμυντικά την Τουρκία και πυροδοτεί έτι περαιτέρω τον αναθεωρητισμό της σε βάρος της (Αθήνας) και της Κύπρου, όπως αυτή εκδηλώθηκε στην κρίση των Ιμίων. Παρόλα αυτά, οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις διατηρήθηκαν τυπικές, Ιδίως μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι, όταν αμβλύνθηκαν οι ελληνοτουρκικές διαφορές με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Η 11η Σεπτεμβρίου πυροδοτεί ενέργειες εναντίον της πάταξης της διεθνούς ισλαμικής τρομοκρατίας. Το παλαιστινιακό, θεωρήθηκε απλώς μόνο ένα παρακλάδι του διεθνούς αυτού κινήματος. Παράλληλα, η ανάληψη της εξουσίας από το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στην Τουρκία αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις. Η αντιδυτική ατζέντα σε συνδυασμό με την εφαρμογή του δόγματος Νταβούτογκλου στην εξωτερική πολιτική (δηλαδή της άποψης ότι το στρατηγικό βάθος της Τουρκία πρέπει να επικεντρωθεί σε περιφερειακό επίπεδο, όπου θα διαδραματίζει ηγετικό ρόλο) οδήγησε τις διμερείς σχέσεις σε ρήξη. Αφορμή στάθηκε, το περιστατικό στο πλοίο Μαβί Μαρμαρά τον Μάιο του 2010, όπου έχασαν τη ζωή τους 9 τούρκοι πολίτες από πυρά ισραηλινών καταδρομέων.
Η διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας δημιούργησε κενό ασφαλείας ως προς το πρώτο, το οποίο έσπευσε να εκμεταλλευτεί διπλωματικά η Ελλάδα. Κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους, ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, πραγματοποιούσε επίσκεψη στην Ρωσία. Σε βραδινή του έξοδο, ενημερώθηκε ότι στον πάνω όροφο του εστιατορίου που δειπνούσε βρισκόταν και ο ισραηλινός πρωθυπουργός. Ανέβηκε να τον χαιρετήσει ζητώντας τους συμβουλές για την ελληνική οικονομική κρίση. Η καλή σχέση μεταξύ των δύο ηγετών επισφραγίστηκε με την συμφωνία να εμβαθύνουν -έτι περαιτέρω- τις σχέσεις των κρατών τους.
Πράγματι, στις 20 Ιουλίου 2010 ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν ο πρώτος Έλληνας Πρωθυπουργός που πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Ισραήλ, την οποία ανταπέδωσε στις 10 Αυγούστου ο Βενιαμίν Νετανιάχου. Τον Σεπτέμβριο του 2011, υπογράφηκε μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των υπουργών άμυνας, που προέβλεπε κοινές αεροπορικές ασκήσεις. Την ίδια περίοδο, έγινε η ανακάλυψη υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Το κοίτασμα “Λεβιάθαν” προκάλεσε τις αντιδράσεις του Λιβάνου της Παλαιστινιακής Αρχής και τις έντονες της Τουρκίας.
Οι αντιδράσεις έγιναν εντονότερες, όταν η Κυπριακή Δημοκρατία ανακοίνωσε ότι θα διεξάγει έρευνες για την ανεύρεση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ της. Έτσι η Τουρκία έσπευσε να οριοθετήσει ΑΟΖ με το ψευδοκράτος. Οι συνεχείς αμφισβητήσεις από πλευράς Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, μετέτρεψαν την διμερή σχέση Ισραήλ-Ελλάδας σε τριμερή, με την συμμετοχή και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον Φεβρουάριο του 2012 ο Βενιαμίν Νετανιάχου, ήταν ο πρώτος ισραηλινός πρωθυπουργός που επισκέφθηκε την Κυπριακή Δημοκρατία. Στις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν, εκφράστηκαν σκέψεις για την δημιουργία ενός ενεργειακού τριγώνου που θα μετέφερε ισραηλινό αέριο στην Ευρώπη.
Στην σύνοδο της Λευκωσίας, στις 28 Ιανουαρίου 2016, αποφασίστηκε η δημιουργία υποθαλάσσιου ηλεκτρικού καλωδίου που θα συνδέει τα δίκτυα ηλεκτρισμού των τριών συμμετεχόντων κρατών (East Asia Interconnector) καθώς και η επέκταση του Eastmed ως την Ιταλία. Στις κοινές δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν, τονίστηκε η σταθερότητα και η ειρήνη στην περιοχή.
Στην σύνοδο κορυφής Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, στην Θεσσαλονίκη το 2017, εκφράστηκε η ικανοποίηση των ηγετών για την πρόοδο των συζητήσεων στο θέμα του EuroAsia Interconnector και Eastmed. Τον επόμενο χρόνο, την σύνοδο κορυφής στις 20 Δεκεμβρίου 2018 στην ισραηλινή πόλη Μπέρ Σεβά, αποφασίστηκε η κατασκευή του Eastmed που θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Ισραήλ στην Ιταλία μέσω Κύπρου και Ελλάδος.
Παρά την απόφαση, το έργο τελικά δεν υλοποιήθηκε εξαιτίας των προβλημάτων που παρουσίαζε. Πιο συγκεκριμένα, οι βασικότερες θεωρούνται το υψηλό κόστος κατασκευής και οι τεχνικές δυσκολίες. Έκτοτε οι σχέσεις συντηρούνται με κοινές επαφές, κοινές αεροπορικές ασκήσεις και συνεργασία στον τουριστικό τομέα.
Συνοπτικά μπορεί να λεχθεί, ότι οι σχέσεις Ισραήλ-Ελλάδας πέρασαν από διακυμάνσεις και κατέληξαν να γίνουν ισχυρές μόλις την τελευταία δεκαετία. Η ταύτιση συμφερόντων έφερε κοντά τις δυο χώρες, των οποίων η σχέση μπορεί απλά να παρέμενε τυπική αν δεν υπήρχε ο παράγοντας Τουρκία. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, πέτυχε να ισορροπήσει μεταξύ ισραηλινών και παλαιστινίων χωρίς να διαταράσσεται η μεταξύ τους σχέση αλλά και να μην κάνει υποχωρήσεις προς χάριν των περιστασιακών -είτε από την μια είτε από την άλλη πλευρά, ανάλογα την συγκυρία- συμμάχων της. Με τον πρόσφατο πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, η Αθήνα απέδειξε ότι δεν πρόκειται να χαριστεί στο Ισραήλ όταν αυτό χρησιμοποιεί υπέρμετρη βία, αλλά ούτε θα ξεπλύνει την Χαμάς προς χάριν του ιστορικού δεσμού με τους παλαιστινίους.
Συντάκτης: Φώτης Αναστασόπουλος