Σήμερα η ύπαρξη του όρου «εκλόγιμη μοναρχία» είναι ευρέως γνωστή και αυτό συνέβη διότι διατυπώνεται αξιωματικά η άποψη ότι το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας είναι δημοκρατικό καθώς και αντιπροσωπευτικό. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι ορθός εάν δεχθούμε ότι η αντιπροσώπευση μετριάζει και δεν καταργεί την ετερονομία, δηλαδή τη συνάρτηση του συστήματος από την ιδιοκτησία και -περαιτέρω- την εξουσιαστική θέση της πολιτικής. Με πιο απλά λόγια, η αντιπροσώπευση ταξινομείται στο προ-δημοκρατικό στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης. Αναμφισβήτητα, στην εποχή μας, η κοινωνία λειτουργεί αυτόνομα -δε συγκροτεί δήμο- και δεν υπάρχει ως θεσμός της πολιτείας. Η ιδιότητα του εντολέα κατέρχεται ρητά από το κράτος, όπως και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Σκοπός της πολιτικής είναι νεφελώδεις έννοιες όπως το γενικό, εθνικό ή δημόσιο συμφέρον, των οποίων αυθεντικός εκφραστής ορίζεται το κράτος και όχι η κοινωνία. Σαφώς, η πολιτική τάξη τοποθετείται υπεράνω του νόμου και δεν υπόκειται στην δικαιοσύνη.
Από την άλλη, η τάση να αποκαλείται δημοκρατικό ένα σύστημα που δεν συγκεντρώνει ούτε τις προϋποθέσεις της αντιπροσώπευσης είναι επιστημονικά αυθαίρετη και -οπωσδήποτε- ιδεολογικά προσανατολισμένη. Πιο συγκεκριμένα, η δημοκρατία, σε αντίθεση με την αντιπροσωπευτική ή προ-αντιπροσωπευτική αρχή (εκλόγιμη μοναρχία), απορρίπτει τη διαφοροποιημένη ή εξουσιαστική θέση του κοινωνικό-οικονομικού και του πολιτικού πεδίου· ταξινομείται στον αντίποδα των συστημάτων εξουσίας. Σε τελικό στάδιο, το ζήτημα δεν είναι αν είναι εφικτή η δημοκρατία ή αν μας είναι αρεστή ή αν η προοπτική της τοποθετείται στο απώτερο μέλλον, αλλά αν νομιμοποιείται κανείς να ορίζει ως δημοκρατία ένα σύστημα που προφανώς δεν είναι. Τοιουτοτρόπως, οι συνέπειες ενός τέτοιου ιδεολογικού εγχειρήματος ξεπερνούν την επιστήμη και συνοδεύουν την υπεράσπιση του υπάρχοντος συστήματος.
Ακόμη, όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, ο πολιτικός πολιτισμός της εξουσίας προσλαμβάνει την πολιτική ως το ταυτολογικό ισοδύναμο της -αυτόνομης- εξουσίας και συγκεκριμένα της πολιτικής εξουσίας του κράτους. Το πολιτικό σύστημα απορροφάται από το κράτος, η πολιτική διαδικασία ανήκει σε αυτό· η κοινωνία δεν αποτελεί μέρος του πολιτικού συστήματος και η κοινωνική βούληση δεν εξηγεί τον σκοπό της πολιτικής. Αντίθετα, όσον αφορά τον πολιτικό πολιτισμό της ελευθερίας, η πολιτική καθορίζει την ατομική και κοινωνική ελευθερία του ανθρώπου και συγκροτείται έτσι ώστε να του διασφαλίζει την πολιτική ελευθερία. Αναμφίβολα, η δημοκρατία, που πραγματοποιεί την καθολική ελευθερία, αντιδιαστέλλεται προς το αντιπροσωπευτικό και προς το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα. Με τη πάροδο του χρόνου, το προ-αντιπροσωπευτικό σύστημα θα εξομοιωθεί με την αντιπροσώπευση και θα του αποδοθεί το όνομα της «έμμεσης» δημοκρατίας. Έτσι, το προσωνύμιο της «έμμεσης» δημοκρατίας, που θα αποδοθεί στο ημι-δεσποτικό ή πρώτο-ανθρωποκεντρικό πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, θα συνυπάρξει τυπολογικά με την «άμεση» δημοκρατία η οποία θα ελεγχθεί ως υποδεέστερη και προβληματική. Η επιλογή υπέρ της «έμμεσης» συνοδεύτηκε με το επιχείρημα ότι η «άμεση» δεν είναι εφικτή στις σύγχρονες κοινωνίες, επειδή αυτές αναπτύσσονται στη μεγάλη εδαφική κλίμακα και τα προβλήματα που έχουν να επιλύσουν είναι εξαιρετικά σύνθετα για να αφεθούν στην αρμοδιότητα των μη ειδικών και εν προκειμένω, του πλήθους.
Δε γίνεται να παραληφθεί σε αυτό το σημείο, ότι το «δικαίωμα» αφενός οριοθετεί την περίμετρο της «ελευθερίας» και αφετέρου καθορίζει περιοριστικά το πεδίο της «ετερονομίας». Όπου δηλαδή, αφθονούν τα δικαιώματα, ελλείπει η ελευθερία· εκεί όπου επεκτείνεται η ελευθερία, απορροφά τα δικαιώματα. Παραδείγματος χάριν, όταν το άτομο απολαμβάνει την πολιτική ελευθερία, δεν έχει ανάγκη ούτε την προστασία της ιδιωτικής του ζωής από την εξουσία, ούτε να διαδηλώσει για να διεκδικήσει πρόσθετες παροχές. Το δικαίωμα ενυπάρχει και χαρακτηρίζει το σύστημα εξουσίας -εν αντιθέσει προς τη δημοκρατία- στην οποία στην οποία «ζει» η καθολική ελευθερία. Η πρόσληψη της δημοκρατίας του συστήματος της καθολικής ελευθερίας μεταβάλλει δραματικά το περιεχόμενο της σχέσης μεταξύ της ίδιας και των εννοιών της ισότητας και της δικαιοσύνης: η ελευθερία ως απλώς ατομική αυτονομία, η ισότητα ως απλώς ρυθμιστική παράμετρος του κοινωνικό-οικονομικού περιβάλλοντος που είναι αποτέλεσμα συνάντησης της ιδιοκτησίας με την ατομική ελευθερία και τέλος η δικαιοσύνη ως η συμπερίληψη της σύνθεσης του νόμου με την ισότητα και το κοινωνικό πρόβλημα. Συγχρόνως, η ισότητα ενώπιον της πολιτικής ελευθερίας διαφέρει από την ισότητα ενώπιον του πολιτικού δικαιώματος. Η ψήφος ως πολιτικό δικαίωμα δεν μεταβάλλει τον πολίτη σε πολιτικά ελεύθερο άτομο· η εκλογική ψήφος, εάν δεν συνυπάρχει με την ιδιότητα του εντολέα, είναι απλώς νομιμοποιητική, ενώ το δικαίωμα του πολιτικού λόγου που δε συνοδεύει ένα πολιτειακά συντεταγμένο κοινωνικό σώμα εγγράφεται ως περιερχόμενο στην απλώς ατομική ελευθερία.
Πρωταρχικά, μεταβάλλεται ο σκοπός της πολιτικής και έπειτα ο τρόπος νομιμοποίησης των φορέων της πολιτικής εξουσίας. Από τη στιγμή που το άτομο ανακτά την ατομική του ελευθερία, η μοναρχία οφείλει να νομιμοποιείται στη θέση του, ως ιδιοκτήτης του κράτους και της κοινωνίας. Ως σκοπός της πολιτικής προβάλλεται το συμφέρον του έθνους, το οποίο διαφοροποιείται ρητώς από το συμφέρον της κοινωνίας. Από την άλλη, ο κάτοχος του πολιτικού συστήματος καλείται να λειτουργήσει ως εντεταλμένος αντιπρόσωπος και όχι ως άμεσος δικαιούχος της πολιτικής και του αποτελέσματος της. Με απλούστερη διατύπωση, στο πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας δικαιούχος της πολιτικής πράξης όχι μόνο δεν είναι η κοινωνία, αλλά και αρμόδιος να ορίζει το περιεχόμενο της έννοιας «εθνικό» ή «γενικό» συμφέρον που συνάδει με τον σκοπό της πολιτικής λειτουργίας, είναι ο κάτοχος του πολιτικού συστήματος/κράτους.
Αναντίρρητα, το πολιτικό σύστημα είτε του αυταρχισμού είτε του σημερινού πολιτικού συστήματος έχουν απόσταση μεταξύ τους μηδενική. Και αυτό υφίσταται διότι και τα δυο βασίζονται στην ίδια αντίληψη ως προς τη δομή του πολιτικού συστήματος: είναι ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο τα «κρατά» εξ’ ολοκλήρου ο ιδιοκτήτης του -που είναι το νομικό πλάσμα του κράτους- και άρα ο διαχειριστής του πολιτικού αυτού συστήματος. Επομένως, η απόσταση αμφοτέρων αφορά τις επιπτώσεις που έχει στην κοινωνία το «πολιτεύεσθαι», ενώ η δομή είναι όμοια.
Εν κατακλείδι, το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε δημοκρατικό, αλλά ταξινομείται προκλητικά στην πιο πρώιμη και ακραία εκδοχή της εκλόγιμης μοναρχίας. Οι κάτοχοι λοιπόν, της πολιτικής εξουσίας, είτε στηρίζονται στην αποδοχή μέρους ή του συνόλου των μελών της κοινωνίας των πολιτών είτε όχι, αποφασίζουν και δρουν αυτόνομα χωρίς να απαιτείται προγενέστερη γνώμη ή έγκριση της. Αντιθέτως, στον βαθμό που επικρατεί η πολιτική ελευθερία με την ευρεία της έννοια, η ιδέα ενός διακεκριμένου κρατικού μηχανισμού, που ασκεί την μεταλλαγμένη σε κυρίαρχη εξουσία καθολική πολιτική αρμοδιότητα στα μέλη της επικράτειας, απορρίπτεται ως στερητική της πολιτικής αυτονομίας που οφείλει να απολαμβάνει το άτομο για να είναι ελεύθερο. Έτσι, σε ένα πολίτευμα που ονομάζουμε δημοκρατικό, για να είμαστε κύριοι της ζωής μας και όχι έρμαια μεγαλύτερων δυνάμεων που αποσκοπούν στην φαλκίδευση της βούλησης μας, ως νέοι δε θα έπρεπε απλώς να διαδηλώνουμε για τα πιστεύω μας -καθώς οι φωνές μας ξεχνιούνται- αλλά να φέρουμε μια επανάσταση ιδεών στο πολιτικό σύστημα με την ενεργή συμμετοχή μας.
Συντάκτης: Παρασκευή Τσούτση