Η ελληνική έννομη τάξη περιφρουρείται στο σύνολό της από τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1980 και μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Κατοχυρώθηκαν σε κανονιστικό επίπεδο αποτελώντας στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συλλογικά διοικητικά όργανα ή δημόσιες υπηρεσίες -με την οργανική έννοια του όρου- και ως επακόλουθο εντάχθηκαν στο νομικό πρόσωπο του κράτους, δηλαδή το Δημόσιο. Ως ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, το κύριο χαρακτηριστικό που τους διέπει συνιστά η ενδοδιοικητική ανεξαρτησία τους. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω μορφώματα παρόλο που εντάσσονται στο νομικό πρόσωπο του κράτους, εντούτοις δεν υπάγονται σε ιεραρχικό έλεγχο εκ μέρους του καθ΄ ύλην αρμόδιου υπουργού, δηλαδή η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και οι πράξεις που εκδίδουν δεν υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας ή σκοπιμότητας από τον Υπουργό. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι Ανεξάρτητες Αρχές (πχ ΑΔΑΕ) εξοπλίζονται με αποφασιστικές αρμοδιότητες άσκησης δημόσιας εξουσίας έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η καίρια συμβολή τους αναφορικά με τη συνταγματική και διοικητική δράση.
Μια από τις ανεξάρτητες αρχές που απασχόλησε ποικιλοτρόπως -το τελευταίο διάστημα- την δημόσια ζωή, είναι η Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) που ερείδεται νομικά στο άρθρο 19 παρ.1 και 2 του Συντάγματος. Διαθέτει ξεχωριστή νομική προσωπικότητά, διοικητική αυτοτέλεια, ικανότητα δικαστικής παραστάσεως καθώς και αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστικών διοικητικών πράξεων. Αποτελείται στο σύνολό της από επτά μέλη, τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και πέντε ακόμα μέλη που επιλέγονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και ισάριθμους αναπληρωτές. οι οποίοι διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με την προαναφερθείσα αναθεώρηση του 2001, προβλέφθηκαν τα σχετικά με την σύσταση και λειτουργία της ΑΔΑΕ χάριν του ν.3115/2003. Έτσι λοιπόν, η ΑΔΑΕ κρίνεται η -πλέον- αρμόδια αρχή για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και σε ένα δεύτερο στάδιο θεωρείται υπεύθυνη για τον έλεγχο τήρησης των όρων και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου.
Όμως, η έντονη συζήτηση γύρω από την ΑΔΑΕ και τις εξουσίες της φαίνεται να συνδέεται άρρηκτα με το σκάνδαλο των υποκλοπών επί της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, γνωστό και ως “Predorgate”, το οποίο και αφορά την παρακολούθηση Ελλήνων δημοσιογράφων, πολιτικών και στρατιωτικών, μέσω της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator. Για να τοποθετήσουμε την πολύκροτη αυτή υπόθεση σε μια ορθή σειρά, κρίνεται επιτακτικό να παραθέσουμε τα γεγονότα με σαφή χρονική προτεραιότητα.
Ως εναρκτήριο σημείο ορίζονται οι εκλογές του 2019, οι οποίες ανέδειξαν ως πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και κυβερνών κόμμα τη Νέα Δημοκρατία. Αμέσως μετά τις εκλογές, ο πρωθυπουργός θέτει την ΕΥΠ υπό την άμεση εποπτεία του και διορίζει ως νέο διοικητή της τον Παναγιώτη Κοντολέοντα. Πρακτικά λοιπόν, αυτό θα σήμαινε ότι από εδώ και στο εξής η συγκεκριμένη υπηρεσία -που καθήκον της είναι η συλλογή και διανομή πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας της χώρας και την αντιμετώπιση της κατασκοπευτικής δραστηριότητας, εις βάρος της χώρας, ξένων οργάνων πληροφοριών- θα ανήκει πλέον στη δικαιοδοσία του κυβερνώντος κόμματος, οπότε και αυτό θα λαμβάνει πλήρη γνώση για την οποιαδήποτε επεξεργασία πληροφοριών Ελλήνων πολιτών. Παρόλ’αυτά, η προβληματική της εν λόγω λειτουργίας ξεκινά στις αρχές του 2021 όταν ο δημοσιογράφος οικονομικού ρεπορτάζ Θανάσης Κουκάκης αντιλαμβάνεται την παρακολούθηση του από την ΕΥΠ και απευθύνεται στις αρμόδιες αρχές, δηλαδή στην ΑΔΑΕ. Η ΕΥΠ προχωράει στην έμμεση παραδοχή των ισχυρισμών του Κουκάκη περί παρακολούθησης αποδίδοντας την σε λόγους εθνικής ασφάλειας ενώ το οξύμωρο στην όλη υπόθεση είναι πως κάποιους μήνες μετά και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2021 υπερψηφίστηκε στη Βουλή των Ελλήνων από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής μία τροπολογία του υπουργού Δικαιοσύνης σε κυβερνητικό νομοσχέδιο, με την οποία καταργήθηκε με αναδρομική ισχύ η δυνατότητα πολιτών να πληροφορούνται από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, εφόσον η παρακολούθησή τους γινόταν για λόγους εθνικής ασφάλειας. Στην αντίπερα όχθη, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος, και δύο μέλη της τοποθετήθηκαν προσωπικά κατά της διάταξης υποστηρίζοντας ότι χωρίς την πληροφόρηση αυτή ο πολίτης που παρακολουθείται «στερείται πλήρως κάθε δυνατότητας να ζητήσει αποτελεσματική δικαστική προστασία», με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ.
Ωστόσο, η ιστορία δεν λήγει εδώ, μάλιστα θα έλεγε κανείς ότι αρχίζει να αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι πέρα από την παρακολούθηση του Κουκάκη διαπιστώθηκε και η παρακολούθηση ενός άλλου δημοσιογράφου του Σταύρου Μιχαλούδη ενώ “χτύπημα κάτω από τη μέση”, το οποίο επέφερε άλλωστε και τις περισσότερες αντιδράσεις ήταν η απόπειρα παρακολούθησης μέσω Predator την άνοιξη του 2022 του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη, λογισμικό που εν τέλει δεν εγκαταστάθηκε. Τον Ιούλιο του 2022, αποκαλύφθηκε ότι ο Ανδρουλάκης παρακολουθήθηκε μέσω του συστήματος της ΕΥΠ, με αποτέλεσμα τις παραιτήσεις του διοικητή της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντα και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη. Το ερώτημα βέβαια για τον λόγο παρακολούθησης του Ανδρουλάκη παραμένει ανοιχτό ακόμη και σήμερα εφόσον ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε ερώτηση που του έγινε διαβεβαίωσε πως δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια…
Τα γεγονότα όμως τρέχουν, καθώς πέρα από τους προαναφερθέντες εξακριβώθηκαν και άλλες παρακολουθήσεις ενώ εντοπίστηκαν παραπλανητικά μηνύματα (SMS) που εστάλησαν με αφορμή τον κορονοϊό και εν συνόλω παγιδεύτηκαν 92 κινητά 88 ατόμων, 150 απόπειρες και 200 δοκιμαστικές αποστολές SMS που περιείχαν αλλοιωμένες ιστοσελίδες. Ορισμένα από τα θύματα παρακολούθησης κατέθεσαν αιτήματα στην ΑΔΑΕ ζητώντας να μάθουν αν ήταν υπό παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες. Κάπου εδώ αρχίζει η θεσμική ανακατάταξη που δυσχεραίνει κατά πολύ την αποστολή της ΑΔΑΕ.
Πράγματι, η ΑΔΑΕ αντιμετωπίζει δυσκολίες στην διενέργεια του ελέγχου αφού ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ντογιάκος προσπαθεί να “μπλοκάρει” τον έλεγχο λέγοντας ότι είναι παράνομος. Ταυτόχρονα, ο τέως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, ζήτησε από την ΑΔΑΕ να ελεγχθεί εάν άλλα έξι πρόσωπα, καθώς και άλλα μέλη της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ, η οποία και αρνείται την πρόσβαση στα αρχεία της από την ανεξάρτητη αρχή. Η ΑΔΑΕ περνά στην αντεπίθεση και επιβάλλει πρόστιμο 100.000€ για άρνηση συνεργασίας της ΕΥΠ, η επιβολή του οποίου απαιτεί την πλειοψηφία των μελών της ΑΔΑΕ, γι’ αυτό και ορίζεται συνεδρίαση, η οποία εν τέλει αναβάλλεται λόγω κακοκαιρίας (2 μέρες αναβολή). Εντός του διαστήματος της αναβολής, ο Πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας καλεί έκτακτη διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για την αντικατάσταση τριών από τα επτά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΔΑΕ, των οποίων η θητεία είχε λήξει από τον Μάρτιο του 2022, χωρίς να έχει πραχθεί καμία ενέργεια από τότε. Αξίζει να σημειωθεί πως δεοντολογικά εφόσον πρόκειται για ανεξάρτητη αρχή, δε θα έπρεπε να ελέγχεται από την κυβέρνηση η σύνθεση των μελών της.
Στην πράξη, για να αντικατασταθούν τα μέλη μιας ανεξάρτητης αρχής θα πρέπει να βρεθεί πλειοψηφία 3/5 στη διάσκεψη των Προέδρων (πρόκειται για προέδρους διάφορων κομμάτων) που είναι στο σύνολό τους 27, άρα η αλλαγή θα επέλθει αν επικρατήσει η πλειοψηφία των 3/5 του 27, δηλαδή 16 μέλη. Στη διάσκεψη αυτή η Νέα Δημοκρατία έχει 14 μέλη, συνεπώς δεν κατοχυρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Επειδή όμως φαίνεται να υπάρχει μια άτυπη συμμαχία με την Ελληνική Λύση -αποκλειστικά για λόγους κομματικού συμφέροντος- ο αρχηγός της, Κυριάκος Βελόπουλος δίνει άλλα δύο μέλη. Έχοντας φτάσει στα 16 μέλη, ο Πρόεδρος της Βουλής και της διάσκεψης αποφασίζει με τη μέθοδο της στρογγυλοποίησης ότι αρκούν τα 16 μέλη, γεγονός που κρίνεται έκδηλα αντισυνταγματικό καθώς, όταν πρόκειται για ανεξάρτητη αρχή, η εκτελεστική εξουσία δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει κατά το δοκούν.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών παραμένει άλυτη υπόθεση μέχρι και σήμερα, ενώ τα πράγματα περιπλέκονται ολοένα και περισσότερο από τη στιγμή που η δικογραφία από τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών και η έρευνα της υπόθεσης διαβιβάστηκε στον Άρειο Πάγο. Παράλληλα ακόμα και η Εισαγγελέας της ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου, φαίνεται να είχε τεθεί και η ίδια υπό παρακολούθηση, μέσω του παράνομου λογισμικού Predator. Oι ειδήσεις τρέχουν ή καλύτερα αιφνιδιάζουν αφού οι τελευταίες εξελίξεις θέλουν πρώην και νυν στελέχη της ΑΔΑΕ να καλούνται σε απολογία ως ύποπτοι για τη διαρροή ευαίσθητων κρατικών μυστικών προς τον Κουκάκη, γεγονός που επέφερε τεράστια σύγχυση στον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ, που με τη σειρά του έριξε τα βέλη του στην Ελληνική Δικαιοσύνη τονίζοντας την αλόγιστη δίωξη μελών της ΑΔΑΕ αλλά και την παντελή απραγία, όσον αφορά τους πραγματικούς υπόλογους του σκανδάλου. Υπέρ της άποψης αυτής τάσσεται και η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Έφη Αχτσιόγλου κάνοντας λόγο για αυταρχική δίωξη των στελεχών της ΑΔΑΕ καθώς επίσης και για αντιθεσμικές μεθοδεύσεις.
Καταληκτικά, είναι σαφές πως το εν λόγω σκάνδαλο συνιστά θεσμική απρέπεια που διασαλεύει την ελληνική έννομη τάξη, καθώς οι αντικρουόμενες απόψεις και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που κυριαρχούν, αποτελούν τροχοπέδη στην ολοκληρωτική διαλεύκανση της υπόθεσης. Φυσικά και δεν πρόκειται για πολιτική εικόνα που αντιπροσωπεύει την Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και η απάντηση στα ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά, πρέπει να δοθεί άμεσα.
Συντάκτης: Ιωάννα Σιώπη