Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση της Σουηδικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε, σχετικά με τον καθορισμό της επίσημης ημερομηνίας των επικείμενων Ευρωεκλογών του 2024, η σκυτάλη του επίκεντρου της πολιτικής σκηνής παραχωρείται από τις τελευταίες εθνικές εκλογές, στις ευρωπαϊκές. Οι ευρωεκλογές πρόκειται για μια εκλογική διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε, με στόχο την ανάδειξη αντιπροσώπων της κάθε χώρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οι αναδειχθείσες παρατάξεις έχουν τη δυνατότητα να υλοποιήσουν έργο, που αγγίζει ευρεία θεματολογία, υπό την αιγίδα μιας διακρατικής οργάνωσης τεράστιας εμβέλειας, που κατάφερε να καθιερωθεί ως παγκοσμίως αναγνωρισμένος θεσμός. Ωστόσο, στη χώρα μας οι ευρωεκλογές θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε πως αντιμετωπίζονται ως μέσο επικύρωσης της πολιτικής κυριαρχίας ορισμένων κομμάτων και προπομπό του εκλογικού αποτελέσματος των απερχόμενων εθνικών εκλογών, αγνοώντας και μειώνοντας την εξέχουσα σημασία τους.
Οι εθνικές και οι ευρωπαϊκές εκλογές αν και αποτελούν αντικείμενο σύγχυσης -ταυτόσημο στην κοινή συνείδηση- αποτελούν δύο διαφοροποιημένα μεταξύ τους εκλογικά πρότυπα. Θεμελιώδης διαφορά είναι ο χρόνος τέλεσης των εκλογών. Σε κρατικό επίπεδο καλούμαστε οι νόμιμοι εκλογείς να δώσουμε το παρόν κάθε τετραετία, ενώ η θητεία των ευρωπαϊκών αντιπροσώπων λαμβάνει τέλος ανά πέντε χρόνια. Αντίθεση σημειώνεται και στον αριθμό των εκλογικών περιφερειών και των βουλευτικών εδρών, όπου στην ελληνική εκλογική αναμέτρηση, οι εκλογικές περιφέρειες ανέρχονται στις πενήντα εννέα και οι βουλευτικές έδρες ρυθμίζονται σύμφωνα με το νόμιμο. Στις ευρωπαϊκές εκλογές, αντίθετα, όλη η ελληνική επικράτεια συμπεριλαμβάνεται σε μια εκλογική περιφέρεια και οι βουλευτές, που οφείλουμε να εκλέξουμε, δεν ξεπερνούν τους εικοσιένα υποψηφίους. Βέβαια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται στα ανόμοια εκλογικά συστήματα που χρησιμοποιούνται στις δύο αυτές εκλογές. Στην εθνική εκλογική μάχη έχει επικρατήσει η ενισχυμένη αναλογική -με εξαίρεση τις τελευταίες- σε αντιδιαστολή με τον ευρωπαϊκό αγώνα, στον οποίο τηρείται απλή αναλογική. Σύμφωνα με το πρώτο τρόπο, το κόμμα που προηγείται και έχει λάβει το 25% και άνω του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων καρπώνεται ένα αβαντάζ είκοσι εδρών. Στην απλή αναλογική, οι έδρες του εκάστοτε πολιτικού συνασπισμού εξαρτώνται από το ποσοστό των ψήφων που θα συγκεντρώσει. Με την επιλογή του τελευταίου συστήματος εκφράζεται καθαρότερα η λαϊκή βούληση. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στην διαπίστωση, πως οι ευρωεκλογές διαθέτουν έναν πιο δημοκρατικό χαρακτήρα σε σύγκριση με τις εθνικές.
Εκτός από το δημοκρατικό στοιχείο που διακατέχει τις ευρωεκλογές, εκείνες διαθέτουν στοιχεία, που αποπνέουν έναν αέρα “προόδου” και υποδηλώνουν ένα πνεύμα επιθυμίας για εκσυγχρονισμό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει η θέσπιση και θέση σε ισχύ του άρθρου 2 του ν. 4648/2019. Η παρούσα διάταξη προβλέπει, για πρώτη φορά, την δυνατότητα στους Έλληνες του εξωτερικού, που έχουν εγγραφεί στους αντίστοιχους καταλόγους, πληρώντας τα νόμιμα κριτήρια, αλλά και στους ανένταχτους ομοεθνείς, με τους προαναφερθέντες, ναυτικούς, να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα σε ειδικό εκλογικό κατάστημα του τόπου διαμονής τους. Αυτή η επιλογή αποτελεί πρωτοπορία για το πολιτικό πεδίο και ενθαρρύνει τη συμμετοχή των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές αντιμετωπίζοντας το φαινόμενο του μεγάλου ποσοστού αποχής που διαγράφει η χώρα μας. Επιπρόσθετα, οι συζητήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εφαρμογή εξ αποστάσεως ψηφοφορίας , την ενδυνάμωση της εκπροσώπησης του γυναικείου φύλου και την πτώση από τα δεκαεπτά, στα δεκαέξι χρόνια της κατάλληλης δικαιοπρακτικά ηλικίας, αναφορικά με την ενεργοποίηση του δικαιώματος του “εκλέγειν”, χαράσσουν ένα νέο μονοπάτι στην πολιτική και δημιουργούν προσδοκίες για την δυνητική διεύρυνση των οριζόντων της κρατικής πολιτικής πρακτικής. Συμπερασματικά, οι ευρωεκλογές θα ήταν επιτρεπτό να ειπωθεί πως λειτουργούν ως αφετηρία για την επικαιροποίηση του πολιτικού μηχανισμού, με απώτερο στόχο την κάλυψη την αναγκών της κοινωνίας και την εναρμόνιση με τις σημερινές οικονομικοπολιτικές συνθήκες.
Παρόλες αυτές τις ευνοϊκές, για τους εκλογείς ρυθμίσεις, όπως τονίστηκε και παραπάνω, η αποχή που σημειώνεται, δεν είναι δυνατό να παραλειφθεί. Με την πάροδο του χρόνου συνεχώς παρουσιάζεται αυξανόμενος αριθμός ευρωπαίων πολιτών που επιλέγει να απαξιώσει και να μην ανανεώσει το “ραντεβού” του με την ψηφοδόχο. Το πρόβλημα κυρίως εστιάζεται στα ανατολικά κράτη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της Σλοβακίας, η οποία στις ευρωεκλογές του 2014 κατέγραψε ποσοστό απουσίας από την κάλπη, 87% του συνολικού αριθμού των νόμιμων ψηφοφόρων, καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο αντίστοιχο ρεκόρ. Ειδικότερα, η χώρα μας έχει καταλάβει την 6η θέση στη κατάταξη των κρατών μελών, με κριτήριο την συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία παρουσιάζοντας μια βελτίωση μικρής τάξεως του ποσοστού αποχής στις προηγούμενες εκλογές. Ακόμη και αν αναλογιστούμε αυτή την πρόοδο, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η άρνηση ψήφου παραμένει μη αποδεκτή για την Ελλάδα που απαρτίζει ένα από τα πρώτα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτοντας τα θεμέλια της ευρωπαϊκής κουλτούρας.
Η αποχή υποδηλώνει έλλειψη ευρωπαϊκής συνείδησης, δηλαδή της πεποίθησης πως η ελληνική ταυτότητα μπορεί να συμπορευτεί με την ευρωπαϊκή, αποτελώντας καίριο πλήγμα στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μάλιστα, αν αναφερθούμε στην κατακόρυφη αύξηση της αποχής στις εθνικές εκλογές του 2023, θα αμφισβητήσουμε ακόμη και την ύπαρξη πρωτίστως της εθνικής συνείδησης από τον ελληνικό λαό. Συνδυάζοντας τα μεγέθη αποστασιοποίησης και στις δύο εκλογές προκύπτει πως η Ελλάδα, η ιστορικά γνωστή χώρα του “πολιτικού γίγνεσθαι”, απέχει από την πολιτική, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την πολιτική μονοτονία, την εκπροσώπηση μόνο μίας πολιτικής μερίδας και την απουσία αντιπολίτευσης, “στρουθοκαμηλίζοντας” απέναντι στο κίνδυνο κατάχρησης της εξουσίας.
Κλείνοντας, οι ευρωεκλογές είναι ένας θεσμός, που ανεξάρτητα τα πλήγματα που έχει δεχθεί και τις περιπέτειες που έχει διέλθει η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αντέξει στον χρόνο, καθιστώντας αδιαμφισβήτητη τη σημασία της. Για αυτό το λόγο, στις επικείμενες εκλογές όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες υποχρεούνται να λάβουν μέρος, όχι υποκινημένοι από την αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, αλλά λαμβάνοντας ώθηση από την ευρωπαϊκή ιδιότητα, ως ευσυνείδητες πολιτικές φιγούρες, για την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για ακόμη μια πενταετία και κατά επέκταση της κοινωνικής ειρήνης στην Ευρώπη.
Συντάκτης: Γαρυφαλλένια Λιάκου